Ένιωσα κάτι να σπάει μέσα μου, κάτι που δεν θ' αποκαθιστούσα πια.
Η τραγωδία του Χίλσμπορο συνέβη τον Απρίλιο του 1989 στο γήπεδο της Σέφιλντ που φιλοξενούσε τον αγώνα της Λίβερπουλ με τη Νόττιγχαμ Φόρεστ. Λίγο μετά την έναρξη του αγώνα, η αστυνομία επέτρεψε την είσοδο σε 2.000 φιλάθλους της Λίβερπουλ, που είχαν εισιτήριο, αλλά δεν είχαν προλάβει να μπουν στο γήπεδο, λόγω των αυξημενων μέτρων. Όμως η είσοδος αυτή προκάλεσε πανικό στην ήδη υπερπλήρη εξέδρα ορθίων. Το αποτέλεσμα ήταν πολλοί φίλαθλοι να στριμωχτούν στα κάγκελα και να πεθάνουν από ασφυξία. Για κάποια λεπτά ο αγώνας συνεχιζόταν ενώ στη μοιραία εξέδρα άνθρωποι ξεψυχούσαν και άλλοι προσπαθούσαν περνώντας στον αγωνιστικό χώρο να σωθούν. Όταν ο αγώνας διακόπηκε, το γήπεδο μετατράπηκε σε πρόχειρο νοσοκομείο. Ενενήντα τέσσερις (94) οπαδοί της Λίβερπουλ έχασαν επί τόπου τη ζωή τους, ανάμεσά τους και αρκετοί ανήλικοι, ενώ δύο ακόμη εξέπνευσαν τις επόμενες ημέρες. Οι τραυματίες ανήλθαν συνολικά σε 766. Η πρωθυπουργός της Βρετανίας Θάτσερ, το κόμμα των Συντηρητικών και η αστυνομία επέρριψαν την ευθύνη στους οπαδούς, για τους οποίους η γραμμή ήταν ότι επρόκειτο για ταραξίες που δεν είχαν εισιτήριο και μεθυσμένοι εισέβαλαν στο γήπεδο. Την ίδια γραμμή ακολούθησαν και τα αγγλικά ταμπλόιντ. Θύματα αυτής της τραγωδίας, συγγενείς και επιζώντες, ξεκίνησαν έναν αγώνα για τη δικαίωση της μνήμης όσων χάθηκαν εκείνη τη μέρα. Ο αγώνας αυτός δικαιώθηκε μετά από πολλά χρόνια, το 2012 (!).
![]() |
Βασιλική Πέτσα, 1982 |
Η Βασιλική Πέτσα με το μυθιστόρημά της «Δεν θ' αργήσω», που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2024, μας μεταφέρει στο Λίβερπουλ είκοσι χρόνια μετά από την τραγωδία, το 2009. Μια παρέα νέων τότε ανθρώπων, η Κέισι, ο Άντι, ο Τζον, η Τζέσικα και ο αφηγητής, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονταν εκείνη την ημέρα στο Χίλσμπορο, έχουν φτάσει λίγο πριν τα σαράντα. Κάποιοι έκαναν οικογένεια, κάποιοι όχι. Ο Τζον και η Τζέσικα είναι ζευγάρι, το ίδιο και ο αφηγητής με τη Λιζ. Ο Άντι έφυγε στην Αυστραλία και η Κέισι συζεί (;) με κάποιο Στήβεν που εμφανίζεται και εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Όλοι έχουν ανεξίτηλα σημαδευτεί από εκείνο το τραγικό γεγονός. Άλλοι κλείστηκαν στους εαυτούς τους, άλλοι επεδίωξαν ως διέξοδο μια απεγνωσμένη και ανούσια εξωστρέφεια. Όταν πλησιάζει η μαύρη επέτειος στο Άνφιλντ όλοι νιώθουν άρρωστοι. Στην παρέα των νεανικών τους χρόνων, όμως, ήταν ένας ακόμα φίλος.
«Από τότε που ο Άντι έφυγε απ’ το Λίβερπουλ, δεν είχα νέα του. ήδη όμως
είχε φροντίσει ν’ απομακρυνθεί απ’ όλους μας. Τον συναντούσαμε σποραδικά,
ερχόταν πάντοτε βιαστικός και καθόταν για λίγο μαζί μας, στο μισάωρο
προφασιζόταν κάποια επείγουσα εκκρεμότητα, ψώνια της τελευταίας στιγμής,
υπερωρίες για να καλύψει τρύπες της δουλειάς, κάποιο ραντεβού για τα χαρτιά του
και το διαβατήριο. Είχε κάποιους μακρινούς συγγενείς στην Αυστραλία κι είχε
αναζητήσει εκεί προγράμματα απασχόλησης, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν –ούτε
στους γονείς του. Ένα απ’ τα βράδια που καθόμασταν στην παμπ, σηκώθηκε ξαφνικά
και παρήγγειλε σφηνάκια βότκας για όλους –χειρονομία που πάντοτε σηματοδοτούσε
ένα γεγονός ιδιαίτερο, γενέθλια, προαγωγή, κάποια νέα γνωριμία. Στο απορημένο
βλέμμα μας, καθώς σήκωνε το ποτήρι, είπε μόνο: φεύγω. Κατέβασε το σφηνάκι και
παρήγγειλε ακόμα έναν γύρο».
Την ιστορία την αφηγείται ένα από τα μέλη της παρέας που ως το τέλος μένει ανώνυμο. Έχει έναν γάμο ετοιμόρροπο και δύο παιδιά. Λειτουργεί ένα φωτογραφείο που παρά τις προσπάθειές του φυτοζωεί, φροντίζει έναν παπαγάλο, καθαρίζει το αυτοκίνητό του και αγοράζει ανελλιπώς καναρίνια. Για το μέλλον δεν έχει σχέδια: ζει ουδέτερα, άοσμα, άχρωμα, άνευρα σε μια αργή εκκωφαντικά μονότονη καθημερινότητα, παρατημένος και βαριεστημένος. Γύρω του κινούνται άλλα πρόσωπα της ίδιας πάνω κάτω ψυχολογικής κατάστασης, παρότι την εκδηλώνουν με διαφορετικούς τρόπους. Ζουν κι αυτοί τη ζωή τους, που δείχνει σταθερή, αδιατάρακτη, χωρίς ανησυχίες και αναταράξεις.
«Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ο Τζον, που κατευθυνόταν προς το πίσω μέρος του σπιτιού του, στο ασφαλτοστρωμένο δρομάκι με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, στράφηκε προς το μέρος μου και με χαιρέτησε βιαστικά, υψώνοντας το χέρι του. απάντησα μ’ ένα εξίσου αδιάφορο νεύμα του κεφαλιού. Όποτε τον πετυχαίνω, το πρωί, προτού ξεκινήσει για τη δουλειά του στο εργοτάξιο, κανείς από τους δυο μας δεν έχει όρεξη για κουβέντες. Ξεμπερδεύουμε γρήγορα με την καθιερωμένη χορογραφία τυπικών κινήσεων, και μετά επιταχύνουμε το βήμα μας, κοιτώντας αλλού. Μας συνδέει μια φιλία είκοσι πέντε χρόνων, όχι όμως τα πρωινά».
Όμοια με την καθημερινότητα των προσώπων, αργή και μονότονη, είναι και η αφήγηση στις πρώτες σελίδες. Ωστόσο εμείς οι αναγνώστες υποψιαζόμαστε ότι κάπου στο βάθος καραδοκεί το (ανοιχτό) τραύμα. Πρόκειται σαφώς για επιλογή της συγγραφέως η οποία επιδιώκει μέσω της ανιαρής αφήγησης να αποδώσει την αδιατάρακτη, αλλά τόσο εύθραυστη την κανονικότητα. Κανονικότητα την οποία έρχεται να ταράξει επιστολή του Άντι, ο οποίος αναφέρει πως σκοπεύει να έρθει από την Αυστραλία για την ετήσια τελετή στο Άνφιλντ. Και είναι αυτή η επιστολή που κάνει την πληγή ν’ ανοίξει πάλι για ν’ αναδυθούν θύμησες, σκηνές, φόβοι, ανασφάλειες, και ανυπολόγιστη οδύνη. Η ιστορία επανέρχεται στην κοίτη της: η ζωή του αφηγητή, που έδειχνε να ακολουθεί κάποια, εύθραυστη έστω, ομαλότητα ταράσσεται από μνήμες που τον διαλύουν, τον αποσυνθέτουν και τον οδηγούν στο τελικό διάβημα.
«Είχαν περάσει κιόλας δεκαοχτώ χρόνια, ήμουν τριάντα πέντε χρόνων, κι αυτή
ήταν η πρώτη φορά που η Λιζ ανέφερε κάτι σχετικό μπροστά σε τρίτους. Ήξερα πως
κάποτε θ‘ ρχόταν η ώρα, πως θα χρειαζόταν να δώσω εξηγήσεις, να συζητήσω γι’
αυτό, όμως αυτό θα συνέβαινε, έλεγα, όταν εγώ θα τ’ αποφάσιζα, όταν εγώ θα
‘νιωθα έτοιμος. Όλα αυτά τα χρόνια έχτιζα μια ζωή μονωμένη σ’ ένα μπούνκερ
ψυχικής επιβίωσης απροσπέλαστο και τώρα εκείνη εισέβαλε βίαια, γκρέμιζε πόρτες
και παράθυρα, μετέτρεπε την παλιά μου ζωή σε μουσείο προς επίσκεψη, σε πτώμα
ταριχευμένο που βγαίνει ξαφνικά στο φως. Πρέπει να μιλάτε γι’ αυτό, με είχε
συμβουλέψει τον πρώτο καιρό η ψυχολόγος…».
Τη Βασιλική Πέτσα στο «Δεν θ’ αργήσω» (που μας θυμίζει το «πάρε όταν φτάσεις» των Τεμπών) την ενδιαφέρει η διαχείριση (;) του τραύματος· πώς μπορεί, δηλαδή όποιος επιβίωσε από μια τέτοια περιπέτεια αλλά έχασε φίλους μιας ζωής ή άλλα κοντινά του πρόσωπα (ή δεν μπορεί) να συνεχίσει τη ζωή του; Ποιες άμυνες επιστρατεύει για να «βγάλει τη μέρα»; Ποιους μηχανισμούς, κοινωνικούς και ψυχικούς, επιστρατεύει για να «την παλέψει»; Πώς νιώθει, ακόμα και μετά από χρόνια, ένας επιζών; Κάποιος που αναγνώρισε τον φίλο του μεταξύ των νεκρών; Κάποιος που πήρε από την αστυνομία τα ρούχα του πεθαμένου φίλου του; Κάποιος που έψαχνε αλλόφρων τον κολλητό του μέσα στο γενικό χαμό; Ας μην κρυβόμαστε: όποιος επέζησε από τέτοιες καταστάσεις δεν κατορθώνει να βγει αλώβητος. Ακόμα κι αν σωματικά είναι σώος, αν έχασε προσφιλή του πρόσωπα, δεν μπορεί να ησυχάσει. Η περιπέτεια και οι απώλειες τον στοιχειώνουν. Κάποτε τον οδηγούν στην παραφροσύνη, ακόμα και στον θάνατο. Η οδύνη της απώλειας και το τραύμα μένουν σε καταστολή αλλά δεν θεραπεύονται. Αυτή είναι η απάντηση που δίνει η συγγραφέας.
«Και τώρα που μου τελειώνει η ανάσα, Κιθ, τώρα που όλα γύρω μαυρίζουν, σε
βλέπω μπροστά μου ολοκάθαρα, να βγαίνεις μέσα από τις σκιές, και σου ψιθυρίζω:
Δεν θ’ αργήσω».
Ένα συγκινητικό βιβλίο, που η μελαγχολία το διαπερνάει σε κάθε του στιγμή,
σε κάθε του γραμμή. Ένα βιβλίο για εκείνη την τραγωδία αλλά και για κάθε άλλη
ανάλογη (και είναι πολλές).
df
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου