Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Eκεί, στο bar που κάθομαι


 


Θα ήθελα να κατοικήσω σε έναν πίνακα του Hopper,
θα ήθελα ν' ακούσω τον Woody Allen να παίζει κλαρινέτο
στο club που εμφανίζεται και τον Leonard Cohen
να τραγουδάει live το Hallelujah,
 
θα ήθελα να μάθω απ' έξω την Οδύσσεια του Ομήρου
αλλά και την Οδύσεια του Καζαντζάκη, θα ήθελα
να κάνω ιδιαίτερα μαθήματα λατινικών
γιατί δεν θυμάμαι τίποτα και μαθήματα ηλεκτρικής κιθάρας
για να παίζω το November rein - το σόλο του Slash, ιδίως,
 
θα ήθελα να διαβάσω ολόκληρη την Ιστορία του Θουκυδίδη
στη μετάφραση του Βενιζέλου - αλλά και με το πρωτότυπο κείμενο δίπλα, 

και να ξαναδιαβάσω το Κουτσό, το Μαγικό βουνό (το προτείνει 

κι ο Τόμας Μαν, άλλωστε) και τη Λολίτα,
 
θα ήθελα ένα αυτόγραφο του Μότσαρτ ή, έστω,
μία παρτιτούρα του, θα ήθελα να μάθω να οδηγώ
μόνο και μόνο για ν' αγοράσω ένα VWagen, σκαραβαίο,
σε χρώμα μωβ κατά προτίμηση,
 

θα ήθελα να είχα γράψει κάποια από τα ποιήματα 

του Γιώργη Παυλόπουλου, 

θα ήθελα να γράψω έναν διθύραμβο για τα στήθη σου,
θα ήθελα να διασχίσω τις Ηνωμένες Πολιτείες 

με μια προπολεμική Enfield,
 
Θα ήθελα μια απ' τα ίδια, μπάρμαν,
κι ένα ταξί να με πάει σπίτι μου.
 


Leopold Bloom, 29.3.2024

(Δ.Φ. 16.30)

 

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Αποκριάτικο


Κοιτάζει απ' το δωμάτιό της,
ακουμπισμένη  στο παράθυρο, 
κατά το παλιό λιμάνι 

που καίνε τον καρνάβαλο,

γυμνή και ιδρωμένη ακόμα απ' τον χορό,
με λίγο μόνο χαρτοπόλεμο
στο σώμα της 

επάνω κολλημένο.


Leopold Bloom, 17.3.2024
(Δ.Φ. 19.10)


Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Στο γραφείο των καθηγητών


Διόρθωνε γραπτά των μαθητών του
αλλά θα ήθελε να είχε 

μια εκπομπή στο ραδιόφωνο

 
νυχτερινή,
μεταμεσονύχτια
 
να παίζει γαλλικά τραγούδια του ΄50
και τζαζ
 
και να διαβάζει στα ενδιάμεσα,
από βιβλία που θα έφερνε μαζί του,
ποιήματα του Κόλινς, του Μποντλέρ,
του Κάρβερ, της Τζόυς Μανσούρ

 
να  πίνει ζεστό καφέ
κι έξω να βρέχει
και να είναι στη Νέα Υόρκη. 


Leopold Bloom, 5.3.2024
(Δ.Φ, 11.45)

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Στέφαν Τσβάιχ, «Μενορά, το θαμμένο κηροπήγιο

 

Η νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, «Μενορά, το θαμμένο κηροπήγιο» αντλεί την υπόθεσή της από τον εβραϊκό θρύλο της επτάφωτης λυχνίας, του κηροπηγίου που, σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση, ο Θεός υπαγόρευσε στον Μωυσή να κατασκευάσει και φυλασσόταν στον ναό του Σολομώντα. Από αυτόν μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον Τίτο όταν υπέταξε την Ιουδαία και από εκεί το 455 μ.Χ. πέρασε στους Βανδάλους κατά τη λεηλασία της Ρώμης. Επί Ιουστινιανού, ο στρατηγός Βελισάριος το έφερε στην Κωνσταντινούπολή. Ένα αγόρι, ο Βενιαμίν, «ο άνθρωπος που δοκιμάστηκε σκληρά», αυτόπτης μάρτυρας της αρπαγής της από τους Βανδάλους, πήγε στο Βυζάντιο για να το ζητήσει εκ μέρους όλων των Εβραίων της οικουμένης από τον Ιουστινιανό και έζησε ως τα βαθιά γεράματα για να αφηγηθεί την περιπλάνησή της στις επόμενες γενιές.
 
Η νουβέλα αυτή δημοσιεύτηκε το 1937 στη Βιέννη, όταν γιγαντωνόταν το κύμα αντισημιτισμού και πολλαπλασιάζονταν οι διώξεις κατά των Εβραίων από τους ναζί, και στην πραγματικότητα είναι μια μεταφορά για την αδιάκοπη περιπλάνηση του λαού αυτού σε ολόκληρη τη Γη.
 
Ο Στέφαν Τσβάιχ, Αυστριακός Εβραίος, Ευρωπαίος και κοσμοπολίτης, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Ράιχ, εγκατέλειψε την πολυπολιτισμική Βιέννη και περιπλανήθηκε, όπως και πολλοί άλλοι αντιφρονούντες συμπατριώτες του και Γερμανοί,  ανέστιος σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, έφτασε μέχρι τις ΗΠΑ και κατέληξε στη Βραζιλία. Εκεί στις 22 Φεβρουαρίου του 1942 αυτοκτόνησε μαζί με τη σύζυγό του, αφήνοντας ένα γράμμα στο οποίο αποτύπωνε την αγωνία του για το μέλλον της Ευρώπης και της ανθρωπότητας. Μεταξύ άλλων έγραφε: «... ο κόσμος της γλώσσας μου σκοτείνιασε για μένα και η Ευρώπη, ο χώρος των πνευματικών δεσμών μου, έχει κι αυτή αφανιστεί. Οι δικές μου δυνάμεις εξαντλήθηκαν από τα ατελείωτα χρόνια της ξενιτιάς, μακριά από τα μέρη που με σημάδεψαν. Σκέφτομαι λοιπόν πως είναι καλύτερο να τερματίσω τη ζωή μου έγκαιρα και με το κεφάλι ψηλά, μια ζωή στην οποία η πνευματική εργασία ήταν πάντα η μεγαλύτερη χαρά και η ελευθερία το ύψιστο αγαθό. Χαιρετώ όλους μου τους φίλους. Εύχομαι να δουν πάλι όλες τις αυγές που θα ξημερώσουν μετά τη μακριά νύχτα! Εγώ πάντα πιο ανυπόμονος, θα προπορευτώ...».

 


Leopold Bloom, 28.2.2024

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Έριχ Κέστνερ, Στο χείλος της αβύσσου

 

Ο Γιάκομπ Φάμπιαν, διδάκτορας της φιλολογίας εργάζεται σε διαφημιστικό γραφείο, όμως απολύεται. Άνεργος και χωρίς σκοπό, περιφέρεται στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου και έρχεται σε επαφή με τον σκοτεινό κόσμο του. Εξερευνά τα παράνομα καμπαρέ και τα παράνομα πορνεία που παρέχουν κάθε είδους ερωτικές απολαύσεις, τα μπαρ και τα καφέ, τα τραμ, τα μαγαζιά, τα ατελιέ και τα κινηματογραφικά στούντιο. Στο Βερολίνο του '30 ο πληθωρισμός εξανεμίζει τις οικονομίες, η ακρίβεια θερίζει και η ανεργία καλπάζει. Ο κόσμος παραδίδεται στο αλκοόλ, στις ναρκωτικές ουσίες και στις ηδονές σαν να μην υπάρχει αύριο. Ζει στην παρακμή και περιμένει τον ναζισμό που προελαύνει. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις μαίνονται και το αριστερό μέτωπο, αποτελούμενο από σοσιαλιστές, μαρξιστές, κομμουνιστές, αναρχικούς προσπαθεί να προτάξει κάποια αντίσταση. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όμως, πνέει τα λοίσθια, η Γερμανία και το Βερολίνο βρίσκονται στο χείλος της αβύσσου...

Το μυθιστόρημα του Έριχ Κέστνερ, "Στο χείλος της αβύσσου" εκδόθηκε το 1931 και, εννοείται, κυνηγήθηκε από τους ναζί. Ωστόσο στους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του πρόλαβε να πουλήσει 30.000 αντίτυπα, έστω και αλλαγμένο και λογοκριμένο.

Ο συγγραφέας Έριχ Κέστνερ, από τη Δρέσδη, στρατιώτης στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, επιστρέφοντας από το μέτωπο, σπούδασε φιλολογία και ιστορία και εργάστηκε στην αριστερή εφημερίδα Neue Leipsiger Zeitoung ως κριτικός. Τα περισσότερα έργα του απαγορεύτηκαν από τους ναζί -μάλιστα έγινε και αυτόπτης μάρτυρας της καύσης των βιβλίων του (!) - και διαγράφηκε από το σώμα των συγγραφέων του Ράιχ. Έκτοτε δημοσίευε μόνο με ψευδώνυμα. Επιλέγει ως στόχους του την κοινωνική υποκρισία, την οικογένεια, το κράτος, τον στρατό και τον μιλιταρισμό, πάντα από τη σκοπιά του στρατευμένου ουμανιστή συγγραφέα.
Το βιβλίο "Στο χείλος της αβύσσου" από τις Εκδόσεις Πόλις, είναι στην πλήρη του μορφή, χωρίς παραποιήσεις και χωρίς συντομεύσεις. Και είναι εξαίρετο.

Leopold Bloom, 18.2.2024



Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

In terra pontica exulat


 

Τον σκέφτομαι τις νύχτες του χειμώνα 
εκείνον τον εξόριστο ποιητή,  
τον Πόπλιο Οβίδιο Νάσο, 
ριγμένο σ' έναν τόπο αγριανθρώπων
να ξεπαγιάζει στην καλύβη του
τριγυρισμένος  από πάγους,
και για τη μοίρα του τη μαύρη
να θρηνολογεί, 
 
ντυμένος με τομάρια ζώων και προβιές, 
αυτός ο ευγενής,
στερείται  μακριά απ' τη Ρώμη
τα λουτρά και το κρασί, 
και τα κορίτσια
κι όλες τες άλλες ηδονές 
 
και μόνο κάτι λίγα ποιήματα
η ξυλιασμένη του γραφίδα μουτζουρώνει
μαζί μ’ αμέτρητες επιστολές απελπισίας. 
 
(Μου φαίνεται πως τα 'θελε 
όμως κι αυτός
έτσι που πήγε κι έμπλεξε αστόχαστα, 

o ερωτύλος,
χωρίς περίσκεψι καμιά, 
χωρίς αιδώ,
μ’ εκείνο το νυμφίδιο, την Ιουλία,
την εγγονή του Αυγούστου).


Leopold Bloom, 4.2.2024
(Δ.Φ. 10.40)

 


Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Αν έρθει μια νύχτα ξαφνικά


 

Αν έρθει μια νύχτα ξαφνικά
και σου ζητήσει ένα μέρος για να μείνει
να είσαι φιλικός απέναντί της,
να της βάλεις ένα ποτό να χαλαρώσει
και να δείξεις πως την εμπιστεύεσαι,
 
όταν θα νιώσει άνετα 

θα σου ζητήσει κάτι να τσιμπήσει
θα βγάλει τις γόβες της
και θ’ απλώσει τα πόδια της στον καναπέ
 
ίσως θελήσει να σου ανοιχτεί,
να σου μιλήσει για τους εραστές της
για τα παιδικά της χρόνια
για τη γάτα της,
σε κάθε περίπτωση δείξε της
το ενδιαφέρον που χρειάζεται
και την κατάλληλη στιγμή
ψιθύρισέ της κάτι νόστιμο στ’ αυτί
 
κι αν το επόμενο πρωί
που θα ξυπνήσεις,
δεις ότι λείπει από δίπλα σου,
μην πεις πως ήταν ένα όνειρο
πως απατήθηκαν οι αισθήσεις σου
 
αλήθεια ήταν όλα και το ξέρεις.


Leopold Bloom, 27.12.2023
(Δ.Φ. 14.05)