Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Virginia Woolf, Στο Φάρο (Δώμα)

Θα πήγαιναν στον φάρο. Τι μπορούσε όμως κανείς να στείλει στον φάρο; Χαθήκαμε. Ο καθένας μόνος.




Μια τυπική αγγλική οικογένεια, ο κύριος και η κυρία Ράμζυ με τα οκτώ παιδιά τους, βρίσκεται  για διακοπές στη θερινή της κατοικία στο μικρό νησί Σκάι της Σκωτίας. Σε κοντινή απόσταση, απέναντι τους βρίσκεται ένας φάρος, που κατά την επιθυμία της κυρίας Ράμζυ, η οικογένεια θα πρέπει να επισκεφθεί. Μάλιστα φαίνεται να έχει υποσχεθεί μια τέτοια επίσκεψη σε ένα από τα αγόρια της οικογένειας, τον μικρό Τζέιμς, την επόμενη ημέρα υπό την προϋπόθεση πως ο καιρός θα το επέτρεπε.

«Τα λόγια αυτά έδωσαν στον γιο της απροσμέτρητη χαρά, λες και το ζήτημα είχε πλέον λήξει και ήταν πια δεδομένο πως θα πήγαιναν εκδρομή, κι ότι απ’ το θαύμα που πρόσμενε χρόνια ατελείωτα –έτσι του φαινόταν- τον χώριζε μονάχα μία νύχτα με το σκοτάδι της και μία μέρα με τη βάρκα στη θάλασσα. Δεδομένου ότι ανήκε, ήδη από την ηλικία των έξι ετών, στη μεγάλη εκείνη ανθρώπινη φυλή που αδυνατεί να κρατήσει το ένα συναίσθημα χωριστά από το άλλο, και πάντα αφήνει τα μελλοντικά ενδεχόμενα, με τις χαρές και τις λύπες τους, να ρίχνουν τη σκιά τους πάνω σ’ αυτό που υπάρχει εδώ και τώρα, και μιας και στους ανθρώπους αυτούς, ακόμα και στην πρώτη τους παιδική ηλικία, κάθε γύρισμα του τροχού των αισθήσεων έχει τη δύναμη να αποκρυσταλλώνει και να ακινητοποιεί τη στιγμή στην οποία απλώνει τη μουντάδα ή τη λάμψη του, ο Τζέιμς Ράμζυ, καθιστός στο πάτωμα… άκουγε τα λόγια της μητέρας του, με την ιδέα μας παραδείσιας ευτυχίας… «Μόνο που ο καιρός», είπε ο πατέρας του, και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού, «δεν θα είναι καλός» … »

Η υπόσχεση αυτή χαροποιεί τον Τζέιμς όμως η χαρά, τόσο του ίδιου όσο και της μητέρας του, μετριάζεται όταν ο κύριος Ράμζυ εκφράζει την άποψη ότι ο καιρός θα χαλάσει και η εκδρομή δεν θα πραγματοποιηθεί. Στο σπίτι των Ράμζυ βρίσκονται και άλλα άτομα, είτε ως φιλοξενούμενοι είτε ως επισκέπτες. Ανάμεσά τους η Λίλι Μπρίσκοου, μια ανύπανδρη νεαρή ζωγράφος, ο αυτοδημιούργητος, άθεος και επικριτικός Τσαρλς Τάνσλυ, ο Ουίλλιαμ Μπανκς, που σέβεται τον κύριο Ράμζυ αλλά τον θεωρεί και λίγο υποκριτάκο. Το πρώτο μέρος, που έχει ως τίτλο «Το παράθυρο» κλείνει με ένα μεγάλο δείπνο.

Στο δεύτερο μέρος («Ο χρόνος περνά») μεταφερόμαστε δέκα χρόνια αργότερα. Εδώ, σε αντίθεση με το πρώτο όπου πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα και οι αντιδράσεις τους, πρωταγωνιστής είναι ο χρόνος. Το σύντομο αυτό μέρος κυριαρχείται από εικόνες ερήμωσης. Το σπίτι των Ράμζυ είναι εγκαταλειμμένο από καιρό· τα δωμάτιά του παραδομένα στους ανέμους, στη σκόνη, στη φθορά, στην παρακμή. Κανένα ίχνος ανθρώπινης ζωντανής παρουσίας.

 «Κι έτσι, με το σπίτι άδειο και τις πόρτες κλειδωμένες και τα στρώματα τυλιγμένα ρολό, οι αδέσποτοι εκείνοι αέρηδες, προκεχωρημένοι ιχνευτές μεγάλων ασκεριών, μα δεν συνάντησαν τίποτα στις κρεβατοκάμαρες και το καθιστικό, καμία αντίσταση, μόνο πράγματα που κρέμονταν και ανέμιζαν, ξύλα που έτριζαν, γυμνά πόδια τραπεζιών, κατσαρολικά και πιάτα τυλιγμένα ήδη στη βρομιά, θαμπά, ραγισμένα. Όσα πέταξαν οι άνθρωποι φεύγοντας –ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα κασκέτο κυνηγετικό, κάποιες ξεθωριασμένες φούστες και σακάκια στις ντουλάπες- ήταν τα μόνα που διέσωζαν το σχήμα το ανθρώπινο, και μέσα στο κενό έδειχναν πως κάποτε είχαν κι αυτά ζωή, πως κάποτε υπήρχαν χέρια που καταγίνονταν με αγκράφες και κουμπιά …»  

 Μέσα στα δέκα χρόνια που πέρασαν μεσολάβησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (παρότι δεν γίνεται κάποια αναφορά στο μυθιστόρημα), η κυρία Ράμζυ και δύο από τα παιδιά της έχουν πεθάνει. Ο χρόνος είναι μια βαθιά ρωγμή· όπως και η δύναμή του να καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων, να επιφέρει την εγκατάλειψη και την ερήμωση. Στο εξοχικό σπίτι των Ράμζυ, που άλλοτε έσφυζε από ζωή, τώρα η ανθρώπινη παρουσία δεικνύεται (λανθάνει) μέσα από αντικείμενα και τη χρήση που τους επεφύλαξαν οι άλλοτε κάτοχοι και χρήστες τους. Μόνο μια γυναίκα, η κυρία ΜακΝαμπ φτάνει στο σπίτι για να το ανοίξει, να το αερίσει, όπως της είχαν υποδείξει, κα να ταράξει με τις κινήσεις της, την ησυχία των ίσκιων.    

Στο τρίτο μέρος («Ο φάρος») ο κύριος Ράμζυ αποφασίζει μαζί με δύο από τα παιδιά του, την Καμ και τον Τζέιμς, να επισκεφθούν τον φάρο. Η εκδρομή αυτή μοιάζει με ένα οφειλόμενο χρέος, ένα καθήκον που πρέπει να εκπληρωθεί (ας μην ξεχνούμε πως η κυρία Ράμζυ την είχε υποσχεθεί στον Τζέιμς και τώρα ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθεί). Μόνο που τα παιδιά σε προχωρημένη εφηβεία, καταπιεσμένα να ασφυκτιούν κάτω τον πατρικό έλεγχο και την πατρική επίκριση, δεν την θέλουν πια. Όμως δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς και ενδίδουν. Στο σπίτι των Ράμζυ βρίσκεται η ζωγράφος Λίλυ Μπρίσκοου. Είχε επιστρέψει το προηγούμενο βράδυ, αργά όταν όλα ήταν σκοτεινά και μυστηριώδη. Από το ένα μέρος δείχνει να συμπονά τον κύριο Ράμζυ, που έχει να αντιπαλέψει, εκτός από το βαρύ πένθος και τη μοναξιά του, και το επερχόμενο γήρας και τη συνεπόμενη ανημπόρια. Από το άλλο φαίνεται να τον αποκρούει, να δυσανασχετεί μ’ αυτόν λόγω της βαριάς και καταπιεστικής, δυναστευτικής του παρουσίας παντού

«Πώς έγινε όμως και, εκείνη την εντελώς αταίριαστη στιγμή που ο κύριος Ράμζυ ήταν σκυμμένος πάνω απ’ το παπούτσι της, η Λίλυ ένιωσε γι’ αυτόν μια τόσο βασανιστική συμπόνια, που σκύβοντας και η ίδια, το πρόσωπό της κοκκίνισε ολόκληρο και η ανάμνηση της σκληρότητάς της (τον είχε αποκαλέσει μέσα της θεατρίνο) έκανε τα μάτια της να βουρκώσουν και να τσούξουν από τα δάκρυα; Καθώς εκείνος έδενα τα κορδόνια μεταμορφώθηκε στα μάτια της σε μια μορφή απέραντου ψυχικού πάθους. Ο άνθρωπος αυτός έδενε κορδόνια».  

Με το βλέμμα της παρακολουθεί την πορεία του πλεούμενου, ζωγραφίζοντας ταυτόχρονα. Τη στιγμή που η μικρή παρέα φτάνει στον φάρο, εκείνη  ολοκληρώνει τον πίνακά της. Για τον πίνακα αυτόν, όταν τον ολοκληρώνει και επιθεωρεί το θέμα του, τα σχήματά του και τους χρωματισμούς του, σκέφτεται πως προορίζεται κι αυτός να μεταφερθεί σε κάποια σοφίτα όπου θα σκονίζεται μέχρι να καταστραφεί. Τότε, αφού ρίχνει μια ματιά στα σκαλάκια όπου συνήθιζε να κάθεται η κυρία Ράμζυ, έφερε στο κέντρο του μια τελευταία μεγάλη πινελιά.

Virginia Woolf, 1882-1941


Το μυθιστόρημα «Στο Φάρο» έχει εμφανώς αυτοβιογραφικό υπόστρωμα. Αναγνωρίζει κανείς στοιχεία της ζωής της συγγραφέως. Τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες του βασίζονται στους γονείς της Βιρτζίνια Γουλφ, τον σερ Λέσλυ Στηβεν και τη γυναίκα του. Η κυρία Ράμζυ είναι όμορφη, μυστηριώδης και στοργική μητέρα (τη δική της μητέρα η Βιρτζίνια Γουλφ την έχασε πολύ νωρίς και ήταν μια απώλεια στην οποία εν πολλοίς οφείλεται και ο κλονισμός της ψυχικής της υγείας), μιας αγγλικής οικογένειας με οκτώ παιδιά. Ο σύζυγός της ανταποκρίνεται στο πρότυπο της βικτoριανής εποχής: απόμακρος, αυταρχικός, σκεπτικιστής, φιλόσοφος. Στο σπίτι τους εκτός από τα παιδιά τους βρίσκεται και μια ομάδα φίλων (όπως και στην πραγματική ζωή της Γουλφ),  που άλλοι από αυτούς τους θαυμάζουν και άλλοι τους επικρίνουν. Εκτός αυτών: η εμμονή της με τη θάλασσα και τα διαρκή ερωτηματικά της για τη ζωή, το θάνατο και την απώλεια.

Το μυθιστόρημα «Στο Φάρο» εκδόθηκε δύο χρόνια μετά την «Κυρία Ντολαγουέι» και βρίσκεται ασφαλώς πιο κοντά σε ό,τι αποκαλούμε εσωτερικό μονόλογο. Μαζί με «Τα κύματα», τον «Ορλάντο»  και την «Κυρία Ντόλαγουέι» αποτελεί μια τετραλογία, κατά τη γνώμη μου, αξεπέραστης έντασης και ομορφιάς, που αξίζει να διαβαστεί αργά για να αποκαλύψει τις εσωτερικές της εντάσεις και διαδρομές.


df 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Virginia Woolf, Στο Φάρο (Δώμα)

Θα πήγαιναν στον φάρο. Τι μπορούσε όμως κανείς να στείλει στον φάρο; Χαθήκαμε. Ο καθένας μόνος. Μια τυπική αγγλική οικογένεια, ο κύριος και ...