Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Νίκος Καζαντζάκης, Ο τελευταίος πειρασμός (εκδόσεις Ελ. Ν. Καζαντζάκη, σελ. 393-394.)

- Ιούδα, αποκρίθηκε ο Ιησούς, ύστερα από βαθιά σιγή, θα σου εμπιστευτώ απόψε ένα φοβερό μυστικό.
Έσκυψε ο Ιούδας την κοκκινότριχη κεφάλα, ξεχάσκωτος περίμενε.
- Είσαι πιο δυνατός απ' όλους τους συντρόφους, μονάχα εσύ μπορείς, θαρρώ να το βαστάξεις. Στους άλλους δεν είπα τίποτα. Μήτε θα πω. Δεν αντέχουν.
Ο Ιούδας κοκκίνησε ευχαριστημένος.
- Ευχαριστώ, ραβή, είπε, που μ 'εμπιστεύεσαι. Λέγε. Θα δεις. Δε θα σε ντροπιάσω.
- Ιούδα, ξέρεις γιατί παράτησα την αγαπημένη Γαλιλαία κι ήρθα στην Ιερυσαλήμ;
- Ναι, αποκριθηκε, ο Ιούδας. Γιατί ό,τι είναι να γίνει, εδώ θα γίνει.
- Ναι, η φλόγα του Κυρίου από δω θα κινήσει. Δεν μπορώ πια να κοιμηθώ. Τινάζουμε τα μεσάνυχτα, κοιτάζω τον ουρανό, ακόμα δεν άνοιξε; ακομα δεν χύνουνται οι φλόγες; Έρχουνταν η μέρα, έτρρεχα στο Ναό, μιλούσα, φοβέριζα, έδειχνα τοβ ουρανό, πρόσταζα, παρακαλούσα, ξόρκιζα τη φωτιά να κατέβει. Η φωνή μου χάνουνταν. Κλειστός ο ουρανός, βουβός, ήσυχος αποπάνω μου. Κι άξαφνα, μια μέρα...
Η φωνή του κόπηκε. Έσκυψε ο Ιούδας αποπάνω του ν' ακούσει. Μα μονάχα ένα πνιχτό ανάσασμα γρικούσε και τα δόντια του Ιησού ου καταχτυπούσαν.
- Το λοιπόν; το λοιπόν; ρωτούσε ο Ιούδας ξεπνεμένος.
Πήρε ο Ιησούς ανάσα. Μίλησε πάλι.
- Μια μέρα, εκεί που ήμουν ξαπλωμένος ολομόναχος, στην κορφή του Γολγοθά, ασκώθηκε μέσα στο νου μου ο προφήτης Ησαϊας. Όχι, όχι μέσα στο νου μου. Τον είδα ολοσώματο μπροστά μου, απα΄ν στις πέτρες του Γολγοθά, και κρατούσε γμανένο το τομάρι ενός τράγου, με τα τέσσερα πόδια του, με το κεφάλι και με τα κέρατα και με χαϊμαλιά κρεμασμένα, σα να 'ταν ο μαύρος τράγος που ΄χα συναπαντήσει στην έρημο. Κι απάνω στο τομάρι, γράμματα. "Διάβασε", μου κάνει προστακτικά και τέντωσε μπροστά μου, ανάερα, τον τράγο. Κι ως ν' ακούσω τη φωνή, αφανίστηκε ο προφήτης κι ο τράγος, κι απόμειναν στον αγέρα μονάχα τα γράμματα, μαύρα με κόκκινα κεφαλαία.
Στύλωσε ο Ιησούς, τα μάτια του μέσα στο φως, χλώμιασε. Έσφιξε το μπράτσο του Ιούδα και πιαστηκε απάνω του.
- Νάτα! μπουρμούρισσε με τρόμο. Γέμισαν τον αγέρα!
- Διάβασε, έκαμε ο Ιούδας κι έτρεμε κι αυτός.
Κι ο Ιησούς άρχισε βραχνά, λαχανιαστά να συλλαβίζει. Σα να' τανε τα γράμματα θεριά ζωντάνά, τα κυνηγούσε κι αυτά αντιστέκουνταν. Συλλάβιζε κι όλο σκούπιζε τον ιδρώτα:
- "Φορτώθηκε τα κρίματά μας, λαβώθηκε από τις αμαρτίες μας, οι ανομίες μας τον σύντριψαν. Κι αυτός θλιμμένος, πονεμένος δεν άνοιξε το στόμα. Παρατημένος, καταφρονεμένος απ΄ όλους, χωρίς αντίσταση, σαν αρνί που το πάνε στο μακελλειό και το σφάζουν".
Ο Ιησούς σώπασε. Είχε γίνει κατάχλωμος.
- Δεν καταλάβαίνω, είπε ο Ιούδας... ποιος είναι το αρνί και τον πάνε στο μακελλειό; ποιος θα πεθάνει;
- Ιούδα, αποκρίθηκε αργά ο Ιησούς, Ιούδα, αδερφέ μου, εγώ.
- Εσύ; εσύ; έκαμε ο Ιούδας και πισωδρόμησε. Δεν είσαι το λοιπόν ο Μεσσίας;
- Είμαι.
- Δεν καταλαβαίνω, φώναξε πάλι ο Ιούδας..
- Αυτός είναι ο δρόμος, Ιούδα, μη φωνάζεις. Για να σωθεί ο κόσμος πρέπει εγώ, θεληματικά μου, να πεθάνω. Δεν το κάτεχα και γω. Του κάκου μου ' στελνε ο Θεός σημάδια. Πότε οράματα στον αγέρα, πότε ονείρατα στον ύπνο μου, πότε τον ψοφισμένο τράγο, με όλες τις αμαρτίες του λαού στον λαιμό του, στην έρημο ... κι ένας ίσκιος, από τη μέρα που 'φυγα από το σπίτι της μάνας μου, με ακολουθάει σα σκυλί, για πότε τρέχει μπροστά και μου δείχνει το δρόμο. Ποιο δρόμο; το Σταυρό ... 
 



     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Virginia Woolf, Στο Φάρο (Δώμα)

Θα πήγαιναν στον φάρο. Τι μπορούσε όμως κανείς να στείλει στον φάρο; Χαθήκαμε. Ο καθένας μόνος. Μια τυπική αγγλική οικογένεια, ο κύριος και ...