Ανάμεσά μας δεν υπήρξε κάποια πραγματική μάχη·εγώ κατέρρευσα αμέσως.
Τον Νοέμβριο του 1919, ο Φραντς Κάφκα παίρνει δύο εβδομάδες άδεια από
τη δουλειά του και πηγαίνει στο χωριό Schelesen (Σέλεσεν),
λίγο έξω από την Πράγα. Εκεί εγκαθίσταται μόνος σε μια πανσιόν με σκοπό να
αφιερωθεί στη συγγραφή του Γράμματος στον
πατέρα. Δεν θα ήταν η πρώτη του προσπάθεια να αποτυπώσει τη βάναυση
συμπεριφορά του πατερά του, Χέρμαν, προς τον ίδιο αλλά και προς άλλα του
παιδιά, ιδίως τη μικρότερη κόρη, την Ότλα. Θα είναι όμως η πιο μεστή και το πιο
σπαρακτική. Στις αρχές του ίδιου έτους, του 1919, ο Φραντς Κάφκα γνωρίζεται με
την εβραϊκής καταγωγής Γιούλιε Βόριτσεκ, με την οποία συνδέεται ερωτικά.
Μάλιστα σχεδιάζουν να παντρευτούν. Παρότι έχουν ορίσει ακόμα και ημερομηνία, ο
γάμος αυτός ματαιώνεται εξαιτίας της έντονης αντίδρασης του πατέρα του, ο
οποίος έκρινε την κοινωνική θέση της νύφης ανάξια της οικογένειάς του. Αυτή η
στάση, σε συνδυασμό και με άλλα περιστατικά και με τη γενικότερη συμπεριφορά
του πατέρα του απέναντι στα παιδιά του, φαίνεται να ήταν ο καθοριστικός λόγος
που οδήγησε τον Φραντς στη σύνταξη του γράμματος τον Νοέμβριο αυτού του έτους.
Το μεγαλύτερο μέρος του γράμματος είναι ένα «κατηγορώ» προς τον πατέρα Χέρμαν Κάφκα. Η πατρική φιγούρα, επιβλητική, καταπιεστική,
απρόσιτη, προκαλεί στον Φραντς φόβο· το δηλώνει από τις πρώτες γραμμές,
φοβάται! Για να ξορκίσει τους φόβους του επιλέγει τη φυγή στον εαυτό του,
κλείνεται όλο και πιο πολύ σ’ αυτόν, γίνεται απόμακρος, εσωστρεφής, μοναχικός.
Οι δρόμοι αυτοί, της «φυγής προς τα έσω», τον οδηγούν στο δωμάτιό του, σε
«τρελούς» φίλους, σε εκκεντρικές ιδέες και στη λογοτεχνία. Αυτή η «αναχώρηση»
ερμηνεύεται από τον πατέρα του ως αγνωμοσύνη, ως ψυχρότητα και οι επικρίσεις
που δέχεται είναι έντονες. Ολοένα και περισσότερο ο Φραντς ζει κάτω από την
επιρροή του πατέρα του, ο ίσκιος του βαρύς και αφόρητος, τον συνθλίβει. Ομολογεί
αρκετές φορές ότι ο πατέρας του ήταν για εκείνον το «μέτρο όλων», το μέτρο για κάθε
τι. Αναγνωρίζει, βεβαίως, ότι η επιρροή που ασκούσε πάνω του ήταν «αυτή που έπρεπε» αλλά την
ίδια στιγμή δηλώνει πόσο ανάγκη είχε για διαλλακτικότητα, για τρυφερότητα και
για κατανόηση. Ζητούσε ενθάρρυνση, καλοσύνη, επιείκεια και λίγο
περισσότερη ελευθερία για να βρει μόνος του τον δικό του δρόμο, εκείνον που θα
συμβάδιζε με τις κλίσεις του. Αντ’ αυτών απ' τον πατέρα του δεχόταν επικρίσεις,
ειρωνικές παρατηρήσεις, σκληρές υποδείξεις και τιμωρίες.
![]() |
Schlesen, η πανσιόν στην οποία γράφτηκε το "Γράμμα στον πατέρα", τον Νοέμβριο του 1919 |
Ταυτόχρονα
όμως νιώθει πως τον απογοητεύει, πως η παρουσία του στη ζωή του ισχυρού Χέρμαν
Κάφκα στερεί από εκείνον τη χαρά και την ισορροπία. Και αυτό τον γεμίζει ενοχές
και ντροπή. Στα παιδιά του είναι σκληρός και επικριτικός, παρατηρεί· στις άλλες
του κοινωνικές σχέσεις είναι χαρούμενος και ισορροπημένος. Ξαναβρήκε τη χαρά
που είχε χάσει (ή μήπως που του είχαμε στερήσει εμείς, τα παιδιά του;) όταν
γεννήθηκαν τα εγγόνια του, ιδίως το πρώτο.
«Μια φορά κλαψούριζα διαρκώς μέσα στη νύχτα για νερό, σίγουρα όχι επειδή διψούσα αλλά πιθανότατα εν μέρει για να σε ενοχλήσω και εν μέρει επειδή το διασκέδαζα. Μετά από κάποιες έντονες απειλές από μέρους σου που δεν έπιασαν τόπο, με σήκωσες από το κρεβάτι μου, με έσυρες στο μπαλκόνι και με άφησες να στέκομαι εκεί με τις πιτζάμες μου για κάποια ώρα πίσω από την κλειστή πόρτα. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό ήταν λάθος –ίσως να μην υπήρχε τότε άλλος τρόπος για να διατηρηθεί η νυχτερινή ησυχία- θέλω όμως αναφέροντάς το να δώσω μια εικόνα των παιδαγωγικών σου μεθόδων και της επίδρασή τους πάνω μου. Μετά από αυτό έγινα σίγουρα πιο υπάκουος, μου άφησε όμως ένα εσωτερικό τραύμα».
Η αυταρχική συμπεριφορά του πατέρα εκφράζεται και μέσω των κρίσεών του: απόλυτες, ακόμα και για ζητήματα που δεν είχε γνώση, και, εννοείται αρνητικές και ισοπεδωτικές. Η αυτοπεποίθησή και ο αυταρχισμός του δεν του άφηναν το περιθώριο για την παραμικρή αμφιβολία ή επιφύλαξη. Σκληρός, δεσποτικός και αλάθητος εκτόξευε σε όλους την απορριπτική και στενόμυαλη κριτική του, και τον μόνο που άφηνε στο απυρόβλητο ήταν ο εαυτός του. Με παράπονο σημειώνει ο Φραντς την τάση του πατέρα του, εξαιτίας της ανταγωνιστικής του φύσης, να απομειώνει, να «ψαλλιδίζει» τη χαρά που ένιωθε, όταν ως παιδί γεμάτος ενθουσιασμό μοιραζόταν με την οικογένειά του κάτι (πρόσωπο, έργο τέχνης, ιδέα, συναίσθημα, κατάσταση) που τον έκανε χαρούμενο και πλήρη. Δεχόταν αμέσως την ειρωνική και μειωτική κρίση του πατέρα του, με αποτέλεσμα τον αρχικό ενθουσιασμό να τον διαδέχεται η απογοήτευση και η ενοχή. Οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί του πατέρα του τον χτυπούσαν «κατευθείαν στον πυρήνα της ύπαρξής του». Το όποιο θάρρος μπορούσε να είχε, η οποία αισιόδοξη διάθεση και η όποια αγωνιστικότητα είχαν προς στιγμήν εμφανιστεί, εξαφανίζονταν ολοκληρωτικά και διαμιάς. Το τραύμα που προκαλούσαν τα λόγια του ήταν αξεπέραστο. Ήταν όμως και ακατανόητη η σκληρότητα που επεδείκνυε για τον πόνο και τη ντροπή που προκαλούσαν αυτά τα λόγια και οι ντροπιαστικοί χαρακτηρισμοί, και για τον μικρό Φραντς και για άλλα πρόσωπα.
Περιφρόνηση, υποτίμηση, απαξίωση, ειρωνεία, επιπλήξεις,
λεκτικές απειλές, μοχθηρό γέλιο, προσβολές, τιμωρίες: αυτά ήταν τα στοιχεία της
συμπεριφοράς του πατέρα προς τον γιο. Εκτός από την ενοχή και τη ντροπή που
προκαλούσαν σ’ αυτόν, προκαλούσαν και φόβο, τρόμο σχεδόν. Γι’ αυτό και ήταν
μόνιμη επιλογή του η απομάκρυνση, όσο πιο μακριά μπορούσε, απ’ τον πατέρα, η
αναζήτηση «απόστασης ασφαλείας», μιας «νεκρής ζώνης» πέρα από την οποία ο
μικρός Φραντς θα μπορούσε να ζήσει λίγες ώρες γαλήνης και αυτοπραγμάτωσης.
Έφευγε, κρυβόταν, σιωπούσε και, καμιά φορά, κορόιδευε.
Ακόμα και ο ιουδαϊσμός, που θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος προσέγγισης των δύο, γιου και πατέρα, κι αυτός ακόμα, αποδείχθηκε αναποτελεσματικός. Προσλαμβάνοντάς τον κι αυτόν μέσα από τον πατέρα του, «δηλητηριασμένος» κι αυτός από τη δική του ουσία κατέληγε άνευ ουσίας, ψεύτικος, επίπλαστος, ματαιόδοξος, βλακώδης, περιοριζόμενος στους τύπους και στην επιφάνεια κενός· σε τελική ανάλυση κατέληγε (ή καταντούσε;) αυτο-αναφορικός, ένα ακόμα μέσον αυτό-επιβεβαίωσης της πατρικής αυθεντίας και του πατρικού ειδώλου, που ακόμα και μέσω του ιουδαϊσμού αυτο-επικυρωνόταν και αυτο-αποθεωνόταν.
Το καίριο σημείο που διαφοροποιεί ριζικά Το γράμμα στον πατέρα από άλλα ανάλογα γραπτά παιδιών προς τον πατέρα είναι μια συνταρακτική προσωπική εξομολόγηση: η συγγραφή στην οποία καταφεύγει αφορά τον πατέρα του. Μέσω αυτής θρηνούσε αυτό που δεν μπορούσε να θρηνήσει στην αγκαλιά του. Ήταν ένας παρατεταμένος αποχωρισμός από εκείνον και παρότι εκείνος τον είχε προκαλέσει, προχωρούσε προς την κατεύθυνση που ο Φραντς είχε ορίσει. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει πως ολόκληρο το συγγραφικό του έργο αφορούσε τον πατέρα του. Η δήλωση αυτή αποκαλύπτει πόσο καθοριστική είχε αυτός στη διαμόρφωση του ψυχισμού του, του χαρακτήρα του και της συγγραφικής του παραγωγής.
Το γράμμα στον πατέρα γράφτηκε σε 45 δακτυλογραφημένες σελίδες συν δύο ακόμα χειρόγραφες. Πρόθεσή του ήταν να επιτύχει μέσω αυτής της επιστολής ένα είδος ανακωχής ανάμεσα στον ίδιο και στον πατέρα του, μια περίοδος ειρήνης, αναγκαία για να ηρεμήσουν και οι δύο και να περάσουν έστω κάποια χρόνια σε γαλήνη. Προσδοκούσε να πείσει τον πατέρα του ότι, παρότι ο ένας βασάνιζε τον άλλον, εντέλει και οι δύο ήταν αθώοι με τον τρόπο τους και άμεμπτοι. Τελικά το γράμμα αυτό δεν επιδόθηκε ποτέ. Ο Κάφκα το εμπιστεύτηκε στη μητέρα του, η οποία, βεβαίως, δεν το διαβίβασε στον σύζυγό της αλλά το επέστρεψε στον γιο της. Επομένως, δεν διαβάστηκε ποτέ από τον Χέρμαν Κάφκα. Ίσως αρχικά ο Φραντς να είχε την πρόθεσή να του το παραδώσει ο ίδιος. Όμως ο τρόμος που του προκαλούσε ο πατέρας του και η πιθανή θυελλώδης αντίδρασή του τελικώς να του άλλαξαν την αρχική γνώμη. Εκείνο όμως που είναι πραγματικά εντυπωσιακό είναι ότι, ενώ σε ολόκληρο το γράμμα οι κατηγορίες που απευθύνει ο νεαρός Φραντς προς τον πατέρα του είναι αμείλικτες, προς το τέλος της επιστολής επιρρίπτει όλη την ενοχή, όλο το φταίξιμο στον εαυτό του, μιλώντας ακόμα και σαν τον ίδιο του τον πατέρα. Μέσω εκείνου αποκαλεί τον εαυτό του ανειλικρινή, παράσιτο και δουλοπρεπή. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: στην επιστολή επικρίνει τον πατέρα του για τον αυταρχισμό του και τους κακούς του τρόπους, αλλά την ίδια στιγμή καταδικάζει και τον εαυτό του σαν να είναι και οι δύο μαζί μια δυάδα ενόχων. Από τη μια μεριά συνειδητοποιεί την αθωότητά τους, την οποία αποδίδει στη φύση τους (που δεν είναι δυνατόν να αλλάξει) και από την άλλη εντοπίζει και την ενοχή τους, εφόσον ο ένας προκαλεί τέτοιον πόνο στον άλλον. Ταυτόχρονα και οι δύο βρίσκονται μαζί στην κατάσταση της αθωότητας και μαζί σε εκείνη της ενοχής. Έτσι, παγιδευμένος σε αυτό το σχήμα της διπλής αθωότητας, αλλά κυρίως, της διπλής ενοχής, δεν μπορεί να κατηγορήσει τον πατέρα του δίχως να κατηγορήσει και τον εαυτό του· βλέπει τον εαυτό του το ίδιο ένοχο με τον πατέρα του. Αποφασίζοντας, λοιπόν, να γράψει αυτό το γράμμα αλλά τελικά να μην το επιδώσει το, το μόνο που του μένει είναι να συνεχίσει τη ζωή του όπως έχει, μαζί με τον πόνο και την ενοχή που του προκαλούσε αυτός. Προς το τέλος της ζωής του, προσβεβλημένος βαριά από τη φυματίωση, βρήκε στο πρόσωπο μιας νέας κοπέλας, της Ντόρας Βιαμάντ, μια αξιαγάπητη και αφοσιωμένη σύντροφο που του ενέπνευσε την αγάπη για τη ζωή· και δημιούργησε μια τρυφερή σχέση που λειτουργούσε ως καταφύγιο γι’ αυτή την ταλαιπωρημένη ύπαρξη, μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και θαυμασμού. Ήταν τότε που αποφάσισε, επιτέλους, να αποτολμήσει την έξοδο από το καταπιεστικό σπίτι της οικογένειάς του και να φύγει στο Βερολίνο, μακριά από ό,τι τον έθλιβε και τον έκανε να νιώθει ντροπή. Μόνο που δεν έζησε πολύ για να τη χαρεί αυτή τη σχέση. Μόλις έναν χρόνο… [σχετική ανάρτηση: http://simiostixis.blogspot.com/2025/04/michael-kumpfmuller.html]
df
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου