![]() |
Ο Νίκος
Γαβριήλ Πεντζίκης ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «Σχολής
της Θεσσαλονίκης» μαζί με την αδελφή του, την ποιήτρια, Ζωή Καρέλη, τον Κώστα
Ταχτσή, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Κλείτο Κύρου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και
άλλους. Ωστόσο πρόκειται για μια ιδιάζουσα περίπτωση πεζογράφου, ο οποίος με
την ιδιόρρυθμη γραφή του δεν καταργεί απλώς κάθε κανόνα ρεαλιστικής αποτύπωσης
μιας πραγματικότητας αλλά οδηγείτα και στη διάσπαση του λόγου, ακόμα και των
λέξεων. Η ιδιοτυπία αυτή είναι εμφανής στο πεζογράφημα «Ο πεθαμένος και η
ανάσταση», που το γράφει το 1938, όταν ήταν περίπου τριάντα ετών, τρία χρόνια
μετά από τον «Ανδρέα Δημακούδη» που ήταν το πρώτο του πεζό. Δημοσιεύτηκε,
ωστόσο το 1944.
Σε αυτό το πεζό διαβάζουμε για έναν συγγραφέα που επιχειρεί να γράψει για έναν νέο που βιώνοντας μια ερωτική απογοήτευση, επιλέγει την αυτοκτονία. Πράγματι, ο τραυματισμένος ερωτικά νέος ωθείται, σύμφωνα με το σχέδιο του συγγραφέα, στην αυτοκτονία, όμως έπειτα ακολουθούν οι ενοχές και οι μεταφυσικοί προβληματισμοί. Μέσα από τις οδυνηρές διαδρομές του συγγραφέα, παρακολουθούμε την επενέργεια της θλίψης αλλά και της λυτρωτικής της δύναμης της μεταφυσικής συντριβής. Μέσα από αυτές τις καταστάσεις ο θάνατος του συγγραφικού «εγώ» αλλά και η ανάσταση του συγγραφέα, μαζί με τον ήρωα, συναιρούμενων και οι δύο σε έναν «κοινό εαυτό».
![]() |
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, 1908-1993 |
Στον «Πεθαμένο
και στην ανάσταση» έχουμε δύο μυθικά πεδία: το πρώτο είναι του
συγγραφέα-αφηγητή που γράφει το μυθιστόρημα και το δεύτερο του νέου που
αυτοκτονεί. Αυτά τα δύο πεδία-πρόσωπα δεν είναι απολύτως διαχωρισμένα·
αντιθέτως συμφύρονται, συναιρούνται σε μια οντότητα. Ωστόσο κυρίαρχο είναι
εκείνο του συγγραφέα, που παράγει το πεδίο του νέου. Αυτός ο τελευταίος
προέρχεται από και λειτουργεί σύμφωνα με τις διαθέσεις, τη βούληση του πρώτου.
Ο συγγραφέας γράφει το μυθιστόρημά του, όμως κατά βούληση το διακόπτει, κάποτε
και απότομα, και αναλύεται σε δικές του εσωτερικές και συνειρμούς. Έτσι, ακόμα
και η υποτυπώδης διάκριση του πρώτου από το τρίτο πρόσωπο, τελικά, λειτουργεί
ως πρόσχημα που γρήγορα εξαϋλώνεται/διαλύεται. Έτσι, τελικά, εκείνο που
παρακολουθεί ο αναγνώστης είναι η περιπέτεια του συγγραφέα-αφηγητή την ώρα της
συγγραφής-αφήγησης· παρακολουθεί ένα μυθιστόρημα που γράφεται, τη στιγμή που
γράφεται. Η παρεμβολή/εισχώρηση του νέου-αυτοκτόνου μέσα στον συγγραφέα-αφηγητή
και στον κόσμο του, στο πλαίσιο μιας γενικότερης απομυθοποιητικής λειτουργίας,
οδηγεί τον αναγνώστη στη συνειδητοποίηση ότι αυτό που διαβάζει δεν είναι παρά
μια πλαστή δημιουργία, μια fiction κατάσταση,
ένας κόσμος ψεύτικος, κατασκευασμένος με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Στόχος
είναι να επιτευχθεί η απόσταση αφενός ανάμεσα στον αναγνώστη και στο κείμενο
και αφετέρου ανάμεσα στον συγγραφέα και στο κείμενο· να αποφεύγεται η
συναισθηματική εμπλοκή του πρώτου στις καταστάσεις του κειμένου και να διατηρεί
απλώς τη θέση του κριτικού παρατηρητή από απόσταση.
Διαλύοντας κάθε παραδομένη τεχνική και σύμβαση, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης επιχειρεί να καταγράψει άμεσα και ευθέως τη συγκίνηση, μια συναισθηματική κατάσταση στην πιο αυθεντική, «καθαρή» της μορφή, χωρίς τη μεσολάβηση οποιασδήποτε λογικής επεξεργασίας. Έτσι και η παρουσία του ίδιου του συγγραφέα μέσα στο κείμενό του μειώνεται σημαντικά καθώς οι αναγνώστες δεν τον «αισθάνονται», δεν τον «νιώθουν» κοντά τους σε οποιονδήποτε καθοδηγητικό ρόλο.
![]() |
Ένα άλλο,
εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι και ο ιδιότυπος χρονικός, ημερολογιακός
χαρακτήρας του κειμένου. Αναφέρεται στο κείμενο ότι αυτό «αποτελεί μια συρραφή
από κομμάτια, που προηγουμένως ο συγγραφέας είχε συνθέσει ως πρόζες». Αυτή η
επιλογή επιτυγχάνει την «ενότητα μέσα από τη διάσπαση». Όμως δεν είναι απλά μια
τεχνητή συγκόλληση στιγμών αλλά ανταποκρίνεται στην ανάγκη να δοθούν στον
αναγνώστη οι ημερολογιακές στιγμές κατά τις οποίες ο συγγραφέας προσπαθεί να
ορίσει το σχήμα του μέσω του ήρωά του. η συγγραφή αρχίζει με το φυσικό φως,
συνεχίζεται τη νύχτα στο φως της λάμπας και τελειώνει με το ξημέρωμα της
επόμενης ημέρας.
Διακρίνουμε όμως και μια άλλη δομική ενότητα: η περιπέτεια της γραφής του μυθιστορήματος από τον συγγραφέα έχει μια αφετηρία, την αυτοκτονία του νέου και ένα τέρμα, την ανάστασή του. Όμως τα γεγονότα της αφήγησης δεν προηγούνται της γραφής αλλά γίνονται ταυτόχρονα με αυτήν. Έτσι δεν συμφύρονται μόνο πρόσωπα αλλά και χρόνοι, με αποτέλεσμα ο χρόνος της ιστορίας να εξισώνεται με τον χρόνο της συγγραφής της. Ενώ τυπικά υπάρχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια (μία ημέρα), ο χρόνος που υπάρχει δεν είναι άλλος από αυτόν της ατομικής διατύπωσης εφόσον το κείμενο γράφεται «εδώ και τώρα». Έτσι ο Πεντζίκης ελαχιστοποιεί όσο μπορεί την αίσθηση του χρόνου. Τελικά: α) στην αναζήτηση του σχήματος, ο συγγραφέας συμφύρεται με τον νέο και β) όσα κείμενα αναφέρονται στη μνήμη φαίνονται ως παρεκβάσεις στην κύρια αφήγηση, κάτι που ακυρώνει τη συμβατή ενότητα του χωρο-χρόνου. Η πλοκή του κειμένου δεν είναι απολύτως εμφανής, για την ακρίβεια κινείται κάτω από την επιφάνεια της μνήμης που δηλώνεται με τις πολλές παρεκβάσεις και τους συνειρμούς. Η λογική παράθεση των στοιχείων χάνεται και τη θέση της καταλαμβάνει η αποτύπωση της συγκίνησης, όπως τη νιώθει ο συγγραφέας. Εν τέλει τ στοιχείο που συνθέτουν τον μύθο στο κείμενο είναι η άμεση αποτύπωση της συγκίνησης. Μέσα από τη λειτουργία της μνήμης δίνεται από τον Πεντζίκη ένας κόσμος εκτός τόπου και χρόνου που τείνει προς το γενικό χωρίς σαφές πλαίσιο. Μέσα σε αυτή τη ρευστή, τη συγκεχυμένη πραγματικότητα εντάσσεται και ο ίδιος ο μεταμορφωμένος συγγραφέας.
![]() |
Άγιον Όρος |
Το «Ο πεθαμένος
και η ανάσταση» είναι, κατά δήλωση του Πεντζίκη συρραφή από άλλα κείμενά του. Είναι
κείμενα ατελή που παίζουν έναν ρόλο στην όλη σύνθεση του κειμένου. Εκ πρώτης
όψεως δείχνουν σαν αποτυχημένες προσπάθειες του συγγραφέα να γράψει ένα όλον κείμενο
που να τον ικανοποιεί. Η ιστορία του νέου δεν ολοκληρώνεται ποτέ, εφόσον ο
συγγραφέας δεν είναι ικανοποιημένος. Έτσι συνεχίζει (ή αρχίζει εκ νέου;) να
γράφει διαπλέκοντας το ένα κείμενο με το άλλο, μέχρι πουθ μετά από κάποιες
σελίδες θα υποστεί τον θάνατο και ο ίδιος. Έτσι συντελείται μια σειρά από
θανάτους της γραφής που δηλώνονται με σιωπές και με φράσεις όπως «είμαι
ανίκανος να συνεχίσω να γράφω» ή «βαριέμαι αυτή τη συγγραφή». Είναι μια
προσπάθεια κάθαρσης που επιχειρείται μέσω της εξομολόγησης της αμαρτίας του
εγωισμού μέσω της γραφής. Οι σιωπές παραπέμπουν στον θάνατο, γεγονός που
κειμενικά δηλώνεται και με την επιστροφή στη νύχτα. Όταν αυτός ο θάνατος γίνει
τελεσίδικος κι όταν σταματήσουν οι μεταβάσεις από κείμενο σε κείμενο, όταν ο
διακόπτης του δωματίου γυρνά και επικρατεί σκοτάδι, τότε συντελείται και η
αναγνώριση πραγματικού εαυτού και η συγγραφή ενός κειμένου ολοκληρωμένου στα χνάρια
περίπου των προηγούμενων ατελών. Θυμίζει το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» όπου
ο Προυστ προσπαθεί να γράψει ένα κείμενο και το κατορθώνει μόνο όταν αποφασίζει
να παραιτηθεί από την προσπάθειά του. Έτσι και εδώ ο συγγραφέας δεν γράφει αλλά
προσπαθεί να γράψει ένα κείμενο, κάτι που το επιτυγχάνει μόνο όταν πέσει το
σκοτάδι, γυρνώντας τον διακόπτη και βυθίζοντας τον χώρο/κόσμο στο σκοτάδι. Από εκείνη
τη στιγμή συντελείται η ανάσταση του νέου ως θαύμα καθώς και η πορεία του προς τον
τόπο της ελευθερίας.
Στην αφήγηση του ταξιδιού του νέου έχουμε τα εξής στοιχεία:
α) ποιητικά
στοιχεία –παρότι πεζό και πρόζα το κείμενο, τα όρια αυτού με τον ποιητικό λόγο
είναι, και αυτά, συγκεχυμένα. Μιλάμε για ποιητική πρόζα ή πεζογραφική ποίηση,
και σε επίπεδο ατμόσφαιρας, με υπερρεαλιστική κάποτε υφή, και σε επίπεδο
λεκτικών επιλογών. Οι τελευταίες μάλιστα, δείχνουν πως οι λέξεις ανακαλούν
ποιητικές συνδηλώσεις και εκφράζουν λυρική διάθεση,
β) διαφορετική
«γλώσσα», γλώσσα νέα, πιο ελεύθερη, διαμορφωμένη από ψηφίδες δημοτικού λόγου
και δημοτικού τραγουδιού, μακεδονίτικων ιδιωμάτων, γλώσσα που εκφράζει πιστά,
απόλυτα θα λέγαμε, το ύφος του Πεντζίκη. Και ακόμα ότι μέσω αυτής της γλώσσας
δεν μιλάει μόνο αυτός αλλά και ο ίδιος ο ελληνικός λόγος στη διαχρονική του
υπόσταση, παρουσία και διαδρομή.
Συνεπώς με βάση
αυτά τα στοιχεία μπορούμε να πούμε ότι το ταξίδι του νέου, ως συμβολική
απεικόνιση του εκούσιου θανάτου και της νέκρωσης του φθαρτού σχήματος,
υποδηλώνει και ένα ταξίδι της γραφής όπου ο φυσικός της φορέας νεκρώνεται για
να αναστηθεί μεταμορφωμένος μέσα στις πηγές της ελληνικής παράδοσης, της θρησκευτικής
και της γλωσσικής/λογοτεχνικής.
Επίσης, ο συνειρμικός
λόγος καταργεί κάθε συμβατική αφηγηματική δομή ενώ οι εικόνες και τα πράγματα,
παρότι αποτελούν ενεργήματα της μνήμης, δεν δίνονται ως ανάμνηση, αλλά ως
συνεχές παρόν πέρα από χωρο-χρονικούς περιορισμούς.
Πρόκειται για
ένα δύσκολο βιβλίο, που δοκιμάζει τις αντοχές των αναγνωστών, ακόμα και των
έμπειρων.
(Για τη σύνταξη της ανάρτησης αυτής χρησιμοποιήθηκε η έξοχη μελέτη του Βασίλειου Σαρρή, Σχόλια για την ποιητική του πεζογραφήματος «Ο πεθαμένος και η ανάσταση» του Ν.Γ.Πεντζίκη , σύμφωνα με τις θέσεις του Γάλλου θεωρητικού της λογοτεχνίας Roland Barthes.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου