του Παντελή Μπουκάλα, εφημ. Η Καθημερινή,
25.2.2003.
Αρκετές φορές η γνώμη μας για το καθαυτό έργο ενός
ποιητή συνδέεται αυτόματα με την εικόνα που έχουμε για τη μορφή του, για την
εμφάνισή του, μια εικόνα που ενδέχεται να σχηματίζεται εντός μας χωρίς καν να
μεσολαβεί η επαρκής γνώση των δημιουργημάτων του. O Κωστής Παλαμάς (όπως και ο
Σεφέρης νομίζω, ένας «γέροντας στην ακροποταμιά») ανήκει στους ποιητές που στο
νου και στο αίσθημα πολλών υπάρχουν αποκλειστικά σαν ώριμοι, σαν γηραιοί
μάλλον, σαν ξοδεμένοι. Μπορεί γι' αυτό να ευθύνεται το άγαλμά του στην
Ακαδημίας: ένας βαρύς παππούς, σκυφτός, να ακουμπάει περίφροντις στο χέρι του,
να προσπαθεί να θερμάνει την πέτρα με τη βαθιά μελαγχολία του. Μπορεί να ευθύνεται,
επίσης, το γεγονός ότι, τώρα πια, όποτε καταπιανόμαστε με το βίο του (λιγοστές
φορές είναι η αλήθεια, παρά την κάποια πρόοδο των παλαμικών σπουδών τα
τελευταία χρόνια), αρχίζουμε (σχεδόν αυτόματα και πάλι) να ξετυλίγουμε το νήμα
από το θάνατό του, από την ταφή του, που στάθηκε ορόσημο σε χρόνια σκλαβωμένα.
Κι ένα νεκρό, έναν ενταφιαζόμενο, τον σκεφτόμαστε πάντοτε υπερήλικο, σχεδόν
αποσπασμένο από την πρότερη ζωή του, έναν γεννημένο γέροντα. Αλλά παίρνοντας
τέτοιους δρόμους καταλήγουμε να αδικούμε ή να παραγνωρίζουμε το σφρίγος της
γραφής, την ίδια την ιστορικότητά της, τη ζωτική πολλαπλότητά της, δηλαδή τις
εντάξεις, τις αρνήσεις και τις διακυμάνσεις της, τις κάμψεις και τις εξάρσεις
της, τις εμμονές και την πρωτοτυπία της, τους αυτοματισμούς και το ρίσκο της.
Μπορεί να καταφεύγουμε συχνά σε στίχους ποιητών, ιδίως
εκείνων που τους συναριθμήσαμε από κάποια στιγμή κι έπειτα στους μείζονες ή
τους εθνικούς. Αυτή η τάση μας, ωστόσο, πολύ δύσκολα θα μεταφραζόταν στην
πεποίθηση ότι ο λόγος των ποιητών παιδαγωγεί σε βάθος ψυχής και σε μάκρος
χρόνου. Μπορεί να είναι τα ανθρώπινα έτσι, μπορεί ο πολύς ημερήσιος αγώνας και
οι βιοποριστικές έγνοιες να μην επιτρέπουν βαθιές ανασκαφές και ουσιώδεις
επαφές. Μπορεί, επίσης, οι συρμοί, που δεν αφήνουν άθικτη τη λογοτεχνία και τη
γραμματολογία, οι «κανόνες» δηλαδή που επιβάλλονται κάθε φορά, ώσπου να
αντικατασταθούν από έναν επόμενο, να μην επιτρέπουν να λάβουμε από την ποίηση
ό,τι έχουμε όφελος να λάβουμε. H ποίηση είναι παρούσα-απούσα: την
επικαλούμαστε, αλλά δεν την προσκαλούμε; της δίνουμε τους επαίνους μας αλλά δεν
της παραδινόμαστε.
Στους παρόντες-απόντες ανήκει οπωσδήποτε ο Παλαμάς.
Είναι παρών αλλά σαν ένα άγαλμα, μπροστά στο οποίο στεκόμαστε πότε με αμήχανη
ευλάβεια και πότε με μια ψιλή ειρωνεία που την επιβάλλει είτε η αγνωσία και η
μοντερνίζουσα σπουδή είτε η πατροκτονική βουλιμία. O ίδιος ο Παλαμάς,
προλογίζοντας τη συλλογή του «H πολιτεία και η μοναξιά», σημειώνει πως «ο
ποιητής είναι, κατά τα περιστατικά της ζωής του, και λάλημα και αντίλαλος».
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι τον Παλαμά τον γνωρίζουμε όχι τόσο από το «λάλημά»
του, από την αυθεντική, προσωπική του φωνή, όσο από κάποιον αντίλαλο που, σαφώς
απομακρυσμένος από την πηγή του ήχου, επιχειρεί να μας πείσει ότι το παλαμικό
έργο εξαντλήθηκε στον στόμφο, στην υπερβολική ρητορεία, στην υψηγορία του
προφήτη και στην πολυπραγμοσύνη του εθνικού μυθοποιού. Αίφνης μεταστρέφεται σε
ψόγο ακόμη και ο υψηλότερος έπαινος, όπως του αποδόθηκε από τον Τέλλο Αγρα, ότι
δηλαδή «ποτέ του δεν διανοήθηκε ν' ακολουθήσει το πυθαγόρειο: «κυάμων
απέχεσθαι»», ποτέ του δηλαδή δεν απέστρεψε το πρόσωπό του από τα κοινά,
αυτοπροστατευόμενος ή σνομπάροντας.
Ο Παλαμάς είναι παρών-απών στη γλώσσα μας, τη
δημοτική, που την υπηρέτησε παθιασμένα, έργω και λόγω. «O Παλαμάς», σημειώνει ο
K. Θ. Δημαράς, «προσφέρει στον νέο ελληνισμό ένα γλωσσικό όργανο που χωρίς να
ξεφεύγει από το τυπικό της δημοτικής, είναι ικανό να εκφράσει τις πιο λεπτές
αποχρώσεις του στοχασμού». Ας θυμηθούμε εδώ, ακόμα μια φορά, τον λόγο του
Σεφέρη: «Πιστεύω πως ο Παλαμάς είναι ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία
της ελληνικής ποιητικής έκφρασης, γιατί, με δύο λέξεις, είναι το σημείο όπου
λύεται και ξεσπά και βρίσκει την κάθαρσή του ένα υπόκωφο δράμα που παίζεται δύο
χιλιάδες χρόνια για τον ελληνισμό. [...] Θα πρέπει να περάσουν, νομίζω, πολλά
χρόνια για να βρεθεί άνθρωπος που να έχει τέτοια εμπειρία της γλώσσας μας. O
Παλαμάς την ήξερε ώς πέρα, ώς την πιο παράμερη γωνιά της, αρχαία, μεσαιωνική,
ιδιωματική, σε κάθε της απόχρωση, σε κάθε της τόνο».
Κι ας προσθέσουμε την απάντηση που έδωσε ο Παλαμάς,
στις 23 Σεπτεμβρίου 1993, στα «Αθηναϊκά Νέα», στην ερώτηση «Ποία είναι η
ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης».
Γράφει ο Πέτρος Χάρης:
«Ο ακαδημαϊκός κ. Κωστής Παλαμάς, που δεν άφησε λέξη
αχρησιμοποίητη στο πολύμορφο και πολύτομο έργο του, όταν άκουσε το ερώτημά μας
θέλησε να ξεφύγη. Ισως τον δυσκόλεψε, ίσως και να το βρήκε επιπόλαιο. Αλλά
ξαφνικά έλαμψαν τα μάτια του κι επρόφερε τη λέξη που του ζητούσαμε. Την
επρόφερε μ' ανακούφιση, μ' ενθουσιασμό, με κάποιο πείσμα:
- Δημοτικισμός!
Και ο ποιητής εξήγησε την προτίμησή του:
- Εγώ, ο θεωρούμενος συντηρητικός και προδότης στο
γλωσσικό ζήτημα, σας απαντώ: δημοτικισμός. Και δεν σας κρύβω ότι δίνω αυτήν την
απάντηση γιατί μ' αρέσει η λέξη, αλλά και εξ αφορμής της μεγάλης συκοφαντικής
εκστρατείας που ξαναρχίζει εις βάρος όλων των δημοτικιστών. Σωματεία πολυτέκνων,
εγγάμων, παπουτσήδων, εμπόρων, αυτές τέλος πάντων οι συνεργαζόμενες λαϊκές
οργανώσεις, αναρμόδιες να διδάξουν τον ποιητή και το λογοτέχνη, σε τι γλώσσα θα
εκφρασθεί, κολλάνε σ' όλους τον κομμουνισμό. Γι' αυτό, λοιπόν, απαντώ:
δημοτικισμός.»
Αλλά, με λυμένο το γλωσσικό, ποιος έχει λόγους να
αναλογιστεί ποιοι συνεισέφεραν στην επίλυσή του, με πόσο κόπο και και με πόσο
κόστος. Γιατί πρέπει να θυμόμαστε ότι το γλωσσικό δεν ήταν κάποια έριδα
φιλολογικής τάξεως αλλά ένα αυθεντικά πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα, που
οξύνθηκε ώς τη μορφή της αιματηρής σύρραξης.
Είναι παρών-απών ο Παλαμάς στο έργο των κατοπινών
ποιητών, ακόμη και όσων φαίνεται να έχουν λάβει τη μεγαλύτερη απόσταση από το
δικό του έργο. Δίχως την επιβλητική παρουσία του, θα ήταν άλλος ο Σικελιανός,
άλλος ο Σεφέρης, άλλος ο Ρίτσος βέβαια, άλλος ο Ελύτης, ιδιαίτερα του «Αξιον
Εστί». Κι αν ακόμη φαίνεται εύλογη η υπόθεση ότι στο έργο του Εμπειρίκου δεν
έμειναν εμφανή σημάδια από το πάθος που τον είχε οδηγήσει στα είκοσί του να
γράφει «πλήθος ποιήματα στ' αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν,
κατεξοχήν του Παλαμά», όπως θυμάται ο Ελύτης, δεν είναι άνευ ερείσματος μια
άλλη υπόθεση, ότι οι «Σάτιρες» του Καρυωτάκη οξύνθηκαν πάνω στο ακόνι των
παλαμικών «Σατιρικών Γυμνασμάτων». Τα σύμβολά του, οι ρυθμοί, τα μοτίβα, το
πάθος του για το ρυθμό, δεν άφησαν ανεπηρέαστους τους επιγενόμενους, όσο
μεγάλους και ιδιότυπους, που, άλλος ρητά κι άλλος υπόγεια, επισκέπτονται τον
δικό του τρόπο για να μαθητεύσουν σ' αυτόν ή για να ανταρτέψουν. Είναι λοιπόν παρών
εκεί αλλά και απών ταυτόχρονα, κι όχι απλώς επειδή ξεπεράστηκε, όπου κι απ'
όποιους ξεπεράστηκε, αλλά επειδή, θαρρείς σαν θιασώτες μιας κάποιας μυστήριας
παρθενογένεσης στην τέχνη, φρονούμε ότι δεν είναι φιλολογικώς γόνιμο να
αναζητούμε τον «παλιομοδίτη» Παλαμά στο έργο των μοντέρνων ή μοντερνιστών. Ενας
παλιομοδίτης ωστόσο που ήδη από το 1907, με τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»,
σμίλεψε έναν πλαστικό, ρυθμικότατο ελεύθερο στίχο.
Είναι παρών-απών ο Παλαμάς κάθε φορά που διαβάζουμε
Σολωμό και Κάλβο, γιατί αυτός ξαναθύμισε και υπεράσπισε το έργο τους, πάνω που
είχε αρχίσει ή να υποχωρεί ή και να σωπαίνει. Είναι παρών-απών όταν
επισκεπτόμαστε το έργο ελασσόνων, όπως ο Βηλαράς ή ο Κρυστάλλης, γιατί αυτός
μας τους σύστησε. Αλλά είναι παρών-απών ακόμη κι όταν διαβάζουμε τον Καβάφη,
έστω κι αν εκείνη η κακόπαθη πληροφορία για τις επιφυλάξεις του Μεσολογγίτη
απέναντι στο έργο του Αλεξανδρινού απειλεί να μας παραδώσει έναν Παλαμά
κοντόθωρο και στενόμυαλο, ό,τι ακριβώς δεν ήταν δηλαδή.
Είναι παρών-απών, σαν λησμονημένος ιδρυτής, όποτε
ασκούμε την κριτική, γιατί, κατά τη γενεαλογία του Αγρα, «η Νεοελληνική Κριτική
γεννήθηκε από την αίσθηση του κριτικού χρέους, προικισμένου με την επιμονή και
τη δύναμη και τη ευγένεια που μόνον ένας Παλαμάς μπορούσε να τα 'χει».
Και επειδή ο Παλαμάς υπήρξε λυρικός και σατιρικός
ταυτόχρονα, όπως ο Σολωμός παλαιότερα κι όπως αργότερα ο Βάρναλης και ο
Καρυωτάκης, είναι παρών-απών, με τα «Σατιρικά Γυμνάσματα», όποτε θέλουμε να
στηλιτεύσουμε τα «κεφάλια του Γένους», «διαβασμένους, ντοτόρους, σπιρουνάτους,
/ ρασοφόρους, δασκάλους, ρουσφετλήδες, / οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτους, //
κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες». Παρών επειδή τον μνημονεύουμε και απών
ακριβώς επειδή η υπόμνηση της πολεμικής του υποδηλώνει ότι η οξύτητα του κριτή
στομώθηκε από τη βαρηκοΐα των επικρινομένων. Οσο για τον «εθνικισμό» του, ας
τον αντικρίσουμε, προς γνώσιν, με τους εξής, «μη καθαρούς» στίχους του: «Στο
αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες. / Και
βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα.»
Είναι παρών-απών όποτε θέλουμε να συζητήσουμε κάπως
σοβαρά για τον λυρισμό, για το πρόβλημα της μορφής, του ρυθμού, της ρίμας και
της μουσικής στην ελληνική ποίηση. Είναι παρών όχι επειδή, π.χ., αποκάλεσε τη
ρίμα «μες στις εννιά παλιές δεκάτη νέα Μούσα» αλλά επειδή τη χρησιμοποίησε
μαστορικά και αυτή, όπως κι όσες τεχνικές και μεθόδους τού πρόσφερε η παράδοση
ή τις επινόησε, για να πλάσει ποιήματα που να μην απέχουν από τη λογική του
τραγουδιού. O Παλαμάς μελωδεί ακόμη κι όταν βιαζόμαστε να πιστέψουμε ότι
βροντοφωνάζει.
Το φάντασμά του εμφανίζεται όταν δοξολογούμε την
«Αθήνα ζαφειρόπετρα» (αν και συνήθως λαθεύουμε και λέμε «διαμαντόπετρα») αλλά
αποχωρεί πάραυτα, γιατί πού είναι τώρα πια η ζαφειρόπετρα και ποιο περιβάλλον,
ποιος κόσμος να υποδεχτεί τους στίχους του: «Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ'
είναι η μέρα, / κι η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι. / Το φως παντού,
κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει [...] Ετσι ολογύρα τα βουνά κι ο
λογγωμένος Πάρνης / κι ο ελεφαντένιος ο Υμηττός κι η αγέρινη Πεντέλη».
Είναι παρών-απών, για να συγχρονιστούμε με το
φενακιστικό «εθνικό όραμα» της Ολυμπιάδας, με τον Ολυμπιακό Υμνο του, επειδή η
αγοραία αθλητική πραγματικότητα δεν επαληθεύει κανέναν από τους στίχους για τον
«αγνό πατέρα του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού».
Δεν είναι μονότονο και μονοσήμαντο το έργο του Παλαμά,
και μόνο την προκατάληψή μας διακονούμε όταν τον στενεύουμε για να χωρέσει στα
προκατασκευασμένα σχήματά μας. O ίδιος, που στοχάστηκε όσο λίγοι για την τέχνη
του, κρίνει το 1892 ότι «ο Ποιητής όσον βαθύτερον αισθάνεται, τόσον βαθύτερον
σκέπτεται? και όσον σκέπτεται, τόσον αισθάνεται. [...] Πάσχει από τας ιδέας,
και με τον λόγον χαλιναγωγεί το αίσθημα». Φρόντισε μάλιστα κατ' επανάληψη να
μας ανακοινώσει την πολλαπλότητά του, το σύνθετο είδος της γραφής του. Ως
«ποιητής και δυνατός και λιγοθυμισμένος» αυτοϊστορήθηκε, αφού «της επικής μου
θάλασσας τη γαληνιά τη δέρνουν / παθητικές ανεμικές και λυρικά μελτέμια». Και
σ' ένα από τα εσωτερικότερα «Σατιρικά Γυμνάσματα» μας παραδίδει τον εαυτό του
ακεραιωμένο μέσα από στάσεις που φαίνονται αντίθετες κι από πρόσωπα που
μοιάζουν αντίπαλα, μα δεν είναι:
«Ονειρεύομαι, πλάθω, ζω το στίχο/στα λιγνά μου τα
χέρια από παιδάκι?/ τον έχτισα τριγύρω μου σαν τοίχο,//σαν σηκωμού τον έστησα
μπαϊράκι? /σαν ποτήρι, και πρόσφερα με κείνο/ το νερό, το κρασί και το
φαρμάκι.// Μα ο κεραστής εγώ, κι εγώ τα πίνω?/ το στόμα ξένο, ανόρεχτο του
κόσμου./ Πότε αμύριστο, αμάραντο είναι κρίνο// μιας μαστοριάς ο στίχος ο δικός
μου,/ πότε χορτάρι ηλιοθρεμμένων τόπων,/ και πότε ωμά τον αμολά ο θυμός μου//
φασκέλωμα στα μάτια των ανθρώπων».
Ας το δεχτούμε, λοιπόν, το κέρασμά του. Κι ας το
δεχτούμε με την ευρυχωρία ψυχής που μας το προσέφερε - κι ακόμη μας το
προσφέρει.
Ομιλία σε εκδήλωση του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ
(24.2.2003) για τα εξήντα χρόνια από το θάνατο του Παλαμά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου