Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Αλέξης Πανσέληνος, Η κρυφή πόρτα (Μεταίχμιο)

 

Χρησιμοποιούσε κόλλες ριγωμένες
γιατί ελεύθερη η γραφή του κατέρρεε. Οι ρίγες την
κρατούσαν σε μια ευθεία παρήγορη…

 

 

 

 



Με το μυθιστόρημα Η κρυφή πόρτα (2016) ο Αλέξης Πανσέληνος μας μεταφέρει στα όχι και τόσο μακρινά χρόνια της οικονομικής κρίσης, στα χρόνια των μνημονίων. Βρισκόμαστε στο κέντρο της Αθήνας, μιας πόλης που καταρρέει μαζί με τους κατοίκους της. Οι ελληνικές κυβερνήσεις υπογράφουν το ένα μνημόνιο μετά το άλλο βυθίζοντας τους πολίτες στην απόγνωση, ο ξένος παράγοντας ελέγχει πλήρως τη χώρα η οποία χάνει την αξιοπιστία της και τα περιουσιακά της υπάρχοντα, μαγαζιά κλείνουν, εμπορικοί δρόμοι παραδίδονται στο σκοτάδι, άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους και μένουν στον δρόμο, συμμορίες νεοναζί λυμαίνονται τις γειτονιές και τις πλατείες σπέρνοντας βία και μίσος, κτίρια φλέγονται, οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής σχεδόν καθημερινές, ερήμωση, εξαθλίωση, εγκατάλειψη, μιζέρια, μαζεμένη αγανάκτηση, θυμός.

Σε μια από τις γειτονιές αυτής της Αθήνας, της Αθήνας της ανασφάλειας και της παρακμής, ανάμεσα στους παραζαλισμένους και εξοργισμένους ανθρώπους τοποθετεί ο συγγραφέας τον πρωταγωνιστή της ιστορίας του, τον Ευγένιο. Έχει περάσει το κατώφλι της μέσης ηλικίας, είναι συνταξιούχος του δημοσίου, ζει μόνος του σε μια μεσοαστική πολυκατοικία και είναι συγγραφέας κάποιων έργων μικρής απήχησης. Έχει έναν αποτυχημένο γάμο στο παθητικό του, πολλές ανασφάλειες και επισφαλή οικονομικά. Παρότι προέρχεται από μια οικογένεια εύπορη, που «είχε τον τρόπο της», υφίσταται και αυτός έντονα τις συνέπειες της πολύμορφης κρίσης και προσπαθεί να συμπληρώσει το γλίσχρο του εισόδημα με μεταφράσεις έργων αμφίβολης ποιότητας. Πρόκειται για άνθρωπο μετρημένο, συνετό, προσεκτικό, τελικώς συμβιβασμένο, από αυτούς του «θέλουν την ησυχία τους», που δεν ενοχλούν και δεν θέλουν να τους ενοχλούν, ούτε οι άλλοι ούτε οι εξωτερικές συνθήκες· άνθρωπος που δεν γνώρισε μεγάλες συγκινήσεις στη ζωή του –ούτε τις επιδίωξε- ακόμη και οι εξωσυζυγικές του σχέσεις, ελάχιστες, κατέληξαν άδοξα. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η ηρεμία, η αδιατάρακτη πορεία των πραγμάτων, η ήπια, χωρίς εντάσεις καθημερινότητα, τα «ήρεμα νερά». Τα οποία, ήρεμα νερά, όμως, διαταράσσονται από τις θύελλες της κρίσης και των συνεπειών της. Νιώθει έντονα την απειλή και μοναχικός καθώς είναι φύσει, καταλήγει φυγόκοσμος.

«Η παλιά αστική γειτονιά είχε γεμίσει φοιτητές, άγνωστα πρόσωπα που κρατούσαν τα διαμερίσματα για λίγο, τα άφηναν σε ένα ή δύο χρόνια και μετά οι ιδιοκτήτες γέμιζαν με ενοικιαστήρια τις εισόδους και τους τοίχους. Κάποια έμεναν εκεί για πάντα, αφού κανείς δεν σκοτιζόταν να τα αφαιρέσει. Για τους παλιούς κατοίκους, όσους απόμεναν, η παρακμή δεν ήταν τόσο ορατή, καθώς συνέτρεχε με τη δική τους. Γερνούσαν στην ίδια μεριά της πόλης όπου κάποτε ήταν νέοι. Και τον Ευγένιο ελάχιστα τον ενοχλούσε η μετάλλαξή της από απλή γειτονιά σε κέντρο διερχομένων. Του άρεσε που κάθε λίγο πρόβαλλαν στα απέναντι παράθυρα πρόσωπα νέα … Έβγαινε σπάνια πια. Θέατρο είχε χρόνια να δει, κινηματογράφο αραιά και πού, ταβέρνες μόνο αν έβρισκε παρέα, κοινωνικές σχέσεις ελάχιστες διατηρούσε από την εποχή που όλοι οι δικοί του είχαν πεθάνει (τελευταία ήταν η μητέρα του) και είχε χωρίσει με την Ηρώ. Οι πιο συχνές του επαφές ήταν ο Στέφανος, παλιός συνάδελφος από το υπουργείο και η κυρία Βεατρίκη, υπεύθυνη ενός εκδοτικού οίκου για τον οποίο ο Ευγένιος μετέφραζε βιβλία που εκτινάσσονταν στη δημοσιότητα και ο ίδιος έβρισκε τα περισσότερα από κακά έως αδιάφορα.»  

 

 

Αλέξης Πανσέληνος, 1943


Όταν οικονομικά θα ζοριστεί όσο δεν πάει άλλο, θα αναγκαστεί να νοικιάσει το μισό διαμέρισμά του. Έτσι το μεσοαστικό διαμέρισμα διπλασιάζεται, χωριζόμενο στα δύο με μια κρυφή πόρτα, μια κερκόπορτα, που δεν διακρίνεται. Ενοικιαστής είναι μια νεαρή κοπέλα, η οποία τον πληροφορεί ότι σχεδιάζει ιστοσελίδες, αλλά η πραγματικότητα είναι άλλη: δέχεται συνέχεια ανδρικές επισκέψεις. Ο Ευγένιος μπαίνει στον πειρασμό να διερευνήσει αυτήν την «διπλή ζωή». Παράλληλα αρχίζει να σαγηνεύεται, να έλκεται ερωτικά από αυτό το νέο, γεμάτο ζωή και δροσιά κορίτσι. Η κοπέλα φαίνεται να ανταποκρίνεται, παρότι η σχέση θα μένει για καιρό ανολοκλήρωτη. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Ο συγγραφέας πρέπει πρώτα τοποθετήσει όλα τα κομμάτια του παζλ: να μιλήσει για το παρελθόν και των δύο, να γίνουν αισθητές κάποιες κοινές γραμμές που δεν μπορεί να είναι συμπτώσεις για να μπορέσουμε εμείς οι αναγνώστες να διαμορφώσουμε συνολική εικόνα για τις ζωές των δύο προσώπων.

 «Ο Στέφανος από την πρώτη μέρα κατάλαβε. Θυμόταν τώρα ο Ευγένιος τα παράξενα μισόλογά του, το σιβυλλικό «Μακάρι» που είχε ο άλλος ξεστομίσει ακούγοντας το νοίκι που του πλήρωνε η νοικάρισσα και τη δουλειά που έκανε. Τίποτα δεν ξέφευγε του Στέφανου –και δεν είχε παρά να τον ρωτήσει να πει ξεκάθαρα τη γνώμη του. αλλά δεν το έκανε. Δύο μέρες μετά, αργά το απόγευμα, η νοικάρισσα κάλεσε το ασανσέρ και μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω της, ο Ευγένιος κατρακύλησε τη σκάλα και έφτασε στο ισόγειο την ώρα που εκείνη έβγαινε στον δρόμο. Είχε αποφασίσει να δει πού πήγαινε και τι έκανε.»

 

Όταν όλα τα κομμάτια του παζλ τοποθετηθούν ή γίνουν υπόνοιες γι’ αυτά, τέτοιες που –δεν μπορεί, θα τις καταλάβει ο αναγνώστης, τότε θα επέλθει η «λύση» του δράματος. Τότε θα φανεί ότι ακόμα και η ζωή ενός ανθρώπου άχρωμου, μουντού και συνεσταλμένου όπως ο Ευγένιος, δεν μπορεί να είναι απολύτως ευθύγραμμη· ότι κάθε ζωή έχει τις τεθλασμένες της γραμμές, τις υπόγειες διαδρομές της, τα «σκοτεινά» της σημεία· ότι επιλογές και πράξεις που έγιναν σε ανύποπτο, ουδέτερο φαινομενικά χρόνο, έχουν δυσανάλογη βαρύτητα και η σημασία τους αποκαλύπτεται αρκετό καιρό μετά, όταν πολλοί δεν το περιμένουν.

«Η «μικρή», έγραφε «πήρε τον δικό της δρόμο, εγώ της είπα να τον αφήσει αλλά δεν μ’ άκουσε. Όλα εδώ πληρώνονται, Ευγένιε και τώρα να χαρείς τη δυστυχία που έσπειρες ίσαμε να σε αρπάξει και να σε καταπιεί». Η μουρλή η Σωτηρία! Η αλήτρα, η τσιμπουκλού, η μαλακισμένη η Σωτηρία! Άντε πάλι ύστερα από τόσα χρόνια. Έστειλε, έγραφε στο άλλο της γράμμα, να δεις πώς το ‘γραφε… αμόλησε, λέει, το μίσος της στο δρόμο και άμα με βρει θα με κατασπαράξει. Πού τα ‘μαθε αυτά τα τραγικά, τα θεατρικά, πού έμαθε να γράφει η άχρηστη, η αμόρφωτη, πού;»

 Αυτό το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου είναι λίγο παραπάνω από εκατό σελίδες. Στην ουσία είναι μια μικρή ανθρώπινη ιστορία, από αυτές που συμβαίνουν –δεν αποκλείονται, κάθε άλλο- στη ζωή. Δεν πρόκειται για σύμπτωση (ακόμα και για σύμπτωση να επρόκειτο, ευλογοφανής θα ήταν), δοσμένη με μεγάλη τρυφερότητα, με κατανοητική διάθεση, με ευαισθησία. Ο Πανσέληνος είναι συγγραφέας που έχει την ικανότητα να πλάθει αληθοφανείς χαρακτήρες. Κυρίως, όμως, μπορεί να φτιάχνει τέλεια την «ατμόσφαιρα» μιας εποχής, να δίνει άριστα το κλίμα ενός χώρου, να σκιαγραφεί με λιτότητα χαρακτήρες και πρόσωπα, σκηνές, επεισόδια και καταστάσεις. Η πρώτη μου επαφή, και μέχρι την Κρυφή πόρτα μοναδική, με το έργο του ήταν Οι βραδιές μπαλέτου, μυθιστόρημα της δεκαετίας του ’90 στο οποίο δύο διαφορετικές γενιές, αυτή της Αντίστασης και εκείνη των εγγονών της σκιαγραφούν τις διαδρομές της ελληνικής κοινωνίας μετά τον πόλεμο. Αυτά τα χαρακτηριστικά, ακόμα πιο εμφανή εκεί, με είχαν κάνει να τον αγαπήσω. Και με αυτό το μυθιστόρημα δεν άλλαξα γνώμη.


df

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.   Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ...