Το ολιγοσέλιδο βιβλίο «Ο Αυτοκτόνος, Μικρά Μελέτη» από τις εκδόσεις της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας, 2024, αποτελείται από τα εξής μέρη όπως τα διαβάζουμε στα περιεχόμενά του:
α) Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Οι αυτοκτόνοι στον
Παπαδιαμάντη»,
β) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ο Αυτοκτόνος, Μικρά
Μελέτη»,
Ο Αυτοκτόνος είναι από τα πρώτα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη (1891-1892) με πρωταγωνιστή ένα πρόσωπο που σκοπεύει να βάλει τέλος στη ζωή του. Με τον όρο «αυτοκτόνος» εννοούμε πρόσωπα που είτε έχουν ιδεασμούς αυτοκτονίας, άλλοτε επιφανειακούς άλλοτε ισχυρούς, είτε πραγματοποιούν την απόφασή τους και αυτοκτονούν. Ένα πρόσωπο με τον ίδιο ιδεασμό, της αυτοκτονίας, συναντάμε και στο διήγημα Η Μετανάστις (1879). Και τα δύο αυτά διηγήματα έμειναν ημιτελή. Ο Γιώργος Βαλέττας υποστηρίζει ότι εμπόδιο για την ολοκλήρωση αυτών των διηγημάτων στάθηκε η βαθιά θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, η απόλυτη προσήλωσή τους στη χριστιανική πίστη που καταδικάζει την αυτοχειρία, εξισώνοντάς την με φόνο.
![]() |
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη γνωστή φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα στη Δεξαμενή |
Στα εισαγωγικά σχόλια του βιβλίου, όμως, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης απορρίπτει τη συγκεκριμένη εκδοχή. Κι αυτό διότι στο σύνολο του παπαδιαμαντικού έργου εντοπίζονται δέκα (10) διηγήματα, ημιτελή ή ολοκληρωμένα, στα οποία εμφανίζονται αυτοκτονικά πρόσωπα. Ανάμεσα σε αυτά, υπερτερούν οι γυναίκες. Όμως, σε αντίθεση με τους άνδρες ίδιων τάσεων, όσες γυναίκες σκέφτονται να αυτοκτονήσουν δεν μεταβάλλουν την απόφασή τους, αλλά την πραγματοποιούν. Οι περισσότερες από αυτές εκτός από μία (1) είναι νέες. Οι τρόποι είναι ή με φαρμάκι ή με πνιγμό στη θάλασσα. Οι λόγοι που ωθούν τα πρόσωπα αυτά στην αυτοχειρία ή σε ανάλογες σκέψεις δεν είναι πάντα ευδιάκριτοι. Άλλωστε κατά τον Παπαδιαμάντη η ανθρώπινη ψυχή περιβάλλεται από πυκνό μυστήριο, επομένως η πλήρης κατανόησή της είναι αδύνατη. Αυτό σημαίνει ότι για να δοθούν κάποιες εξηγήσεις για τις αυτοκτονίες πρέπει να στραφούμε περισσότερο στους κοινωνικούς παράγοντες, στον κοινωνικό περίγυρο και στους συνανθρώπους των αυτοκτόνων και ελάχιστα σ’ αυτούς τους ίδιους. Άλλωστε ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να συνθέσει το ψυχογράφημά τους αλλά να επικεντρωθεί στην κακότητα του κόσμου· τα πρόσωπα αυτά σπρώχνονται στην αυτοκτονία εξαιτίας της κακίας, της μοχθηρίας και της κακογλωσσιάς.
Έτσι, η Ουρανίτσα στο διήγημα Το
νησί της Ουρανίτσας μένει έγκυος από τον αρραβωνιαστικό της και, έτσι
άμαθη όπως είναι, αργεί να το καταλάβει. Όταν το εκμυστηρεύεται στην πεθερά
της, εκείνη υποστηρίζει ότι το παιδί είναι άλλου και μάλιστα την παρακινεί στην
αυτοκτονία. Η Βανθούλα στο Μετανάστις, η μικρή αυτή φτωχή κοπέλα
που την έφερε ο Γιαννάκης από την Αίγυπτο στον νησί του ως υπηρέτρια της
γυναίκας του, πνίγεται στον Μέγα – Γιαλό, μη μπορώντας να αντέξει τη ζήλεια και
το μίσος της κυρίας της. Η Μαρία στο Φύλλα εσκορπισμένα, ένα
κορίτσι άμεμπτης ηθικής, φαρμακώνεται μην αντέχοντας τα κακεντρεχή σχόλια της
φαρμακόγλωσσης πεθεράς της. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη Μυρμήγκαινα
στο Οι Μάγισσες· αυτή φαρμακώνεται επειδή πιστεύει πως έχουν
μαθευτεί οι μαγικές της ικανότητες και δεν μπορεί να αντέξει την κατακραυγή.
Ας επιστρέψουμε στον Αυτοκτόνο. Στο διήγημα αυτό, αυτοκτόνος είναι ένας παρίας, ένας περιθωριακός στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης και της πείνας άνθρωπος. Το όνομά του είναι Σακελλάριος και κατάγεται από την Ήπειρο, από περιοχές όμως που δεν έχουν απελευθερωθεί και δεν έχουν προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό και δεν υπόκειται στην υποχρέωση της στράτευσης. Η αιτία που τον σπρώχνει να βάλει τέλος στη ζωή του είναι μάλλον η φτώχεια του, η απενταρία του και ο εξευτελισμός που προέρχεται από αυτήν. Ωστόσο αξιοσημείωτο είναι πως ο συγκεκριμένος τύπος είναι συμπαθής: όλοι τον αγαπούν, τον κερνούν, τον συντρέχουν, οι φίλοι του τού πληρώνουν ένα μέρος των εξόδων του, ακόμα και το νοίκι του δωματίου του ξενοδοχείου όπου διαμένει (για το δωμάτιο που έχει νοικιάσει ούτε λόγος –χρωστάει τρία νοίκια και η σπιτονοικοκυρά του τον αναζητά). Εκείνο το βράδυ του Σαββάτου όμως είτε γιατί οι φίλοι του δεν είχαν χρήματα είτε γιατί δεν ήθελαν να του δώσουν, μένει ξεκρέμαστος. Οπότε μόνη «λύση» του μένει η αυτοκτονία. Πηγαίνει στον κουρέα για να ξυριστεί (όχι τόσο για λόγους ευπρέπειας όσο για να κλέψει το ξυράφι του κουρέα με το οποίο θα «ξυραφιστεί») και αναζητά καταφύγιο στον φούρνο ενός συμπατριώτη του για να περάσει τη νύχτα… Και κάπου εκεί το διήγημα διακόπτεται και έτσι δεν μαθαίνουμε αν τελικώς αυτοκτόνησε. Εικάζουμε όμως με βάση την αρχή του ότι ο συμπαθής και απελπισμένος αυτός άνθρωπος μάλλον δε πραγματοποίησε την απόφασή του.
Όπως δεν την πραγματοποίησε, αυτό είναι απολύτως σίγουρο, και ένας άλλος, ο αφηγητής στα Ρόδινα ακρογιάλια, ένα από τα πιο παράξενα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ο συγκεκριμένος είναι απελπισμένος εξαιτίας κάποιας ερωτικής απογοήτευσης. Ωστόσο του αρέσει κιόλας να μένει μέσα στην κατάσταση της μελαγχολίας, να τελεί υπό την επήρειά της. Εν πάση περιπτώσει, με μια ξένη βάρκα, σαραβαλιασμένη, ανοίγεται στη θάλασσα με σκοπό να πνιγεί. Όταν όμως η βάρκα αρχίζει να μπάζει νερά και τελικώς βουλιάζει, εκείνος επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις και κολυμπώντας κατορθώνει να φτάσει στην ακτή ενός μικρού νησιού όπου συναντά δυο άλλους τύπους. Τον περιποιούνται και όλοι μαζί το ρίχνουν στο φαϊ, στο ποτό και στις ιστορίες. Η ιδέα της αυτοχειρίας έχει φύγει πλέον από το μυαλό του αφηγητή μας, γεγονός που δείχνει ότι η σκέψη αυτή ήταν επιφανειακή και επιπόλαιη, πιο πολύ σκέψη παρά αμετάκλητη απόφαση. Γι’ αυτό και εγκαταλείφθηκε σχεδόν αμέσως.
![]() |
Χειρόγραφο του "Αυτοκτόνου', 1891 |
Κάτι τελευταίο, αξιοσημείωτο, για τη στάση
του Παπαδιαμάντη απέναντι στην αυτοκτονία. Ο Παπαδιαμάντης είναι βαθιά
θρησκευόμενος άνθρωπος, επομένως ξέρει ότι η εκκλησία καταδικάζει την πράξη
αυτή, θεωρώντας την ως φόνο, και αρνείται την ταφή του αυτόχειρα σύμφωνα με το
προβλεπόμενο τυπικό. Έτσι στα διηγήματα όπου οι αυτοκτόνοι τελικώς οδηγούνται
στην αυτοχειρία προσπαθεί να συμβιβάσει δύο θέσεις: αφενός τη διδασκαλία της
εκκλησίας και τον κανόνα περί μη ταφής αφετέρου την κατανόηση που φύσει
επεδείκνυε σε κάθε ανθρώπινη αδυναμία, σε κάθε άνθρωπο που πονάει, που υποφέρει
από τα δεινά της ζωής και από την κακία των άλλων. Ο Παπαδιαμάντης δείχνει
απίστευτη κατανόηση προς τους αυτόχειρες, τους συμπονά, τους κατανοεί, τους
περιβάλλει με στοργή, με όλη του την αγάπη. Ενδεικτική περίπτωση είναι η
Ουρανίτσα (Ουρανία, ενδεικτικό και το όνομα!) η οποία, άδολη, αγνή και τίμια
καθώς είναι, αυτοκτονεί μην μπορώντας να αντέξει τη ντροπή της κυοφορίας ενός
παιδιού. Μάλιστα και νεκρή ακόμα δέχεται τις ύβρεις και τις κατάρες των
συγχωριανών της, οι οποίοι σχεδόν πετούν το άψυχο σώμα της σαν μίασμα στο νησί
που προορίζεται να το δεχτεί. Όμως στο σημείο όπου τελικώς τάφηκε όπως όπως,
στην ουσία παραπετάχτηκε και παραχώθηκε, μετά από καιρό ανάβλυζε μια ευωδία,
δείγμα ότι αυτή η ταπεινή και αδικημένη ψυχή είχε αγιάσει. Οι άνθρωποι την
κατέτρεξαν, η εκκλησία της αρνήθηκε μια κανονική ταφή αλλά ο θεός τη
συναρίθμησε μεταξύ των αγίων του, γιατί αυτός είναι πάνω από τους ανθρώπους,
τους νόμους και τις αντιλήψεις τους και το έλεός του είναι απέραντο. Παρόμοια
τύχη ο Παπαδιαμάντης επιφυλάσσει και σε άλλους αυτοκτόνους που μπορεί να μην
ενταφιάστηκαν κατά το κανονικό τυπικό όμως μνημονεύονται με κάποιον τρόπο και
δεν καταδικάζονται στη συνείδησή του για την απόφαση που έλαβαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου