Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Honoré de Balzac, Χαμένες ψευδαισθήσεις (Εξάντας)

 

Να είσαι κακός με τους ανθρώπους, έτσι πρέπει…

 



Ο Λυσιέν, ένας νέος αγγελικής ομορφιάς, που ζει στη γαλλική επαρχία της Ανγκουλέμ την περίοδο της Παλινόρθωσης, ευγενικής καταγωγής από την πλευρά της μητέρας του αλλά κατώτερης από την πλευρά του πατέρα του, αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι για να εκπληρώσει το όνειρο της ζωής του, να καταξιωθεί ως συγγραφέας και να κατακτήσει τη δόξα. Έχει στο ενεργητικό του μια συλλογή σονέτων και ένα μυθιστόρημα και είναι τρελά ερωτευμένος με μια μεγαλύτερή του γυναίκα, τη Μαντάμ ντε Μπαρζετόν, μέλος της τοπικής αριστοκρατίας. Δεν έχει τα αναγκαία χρήματα, αλλά στηριζόμενος στον καλό του φίλο, Νταβίντ, γιο ενός κερδοσκόπου τυπογράφου της Ανγκουλέμ, στην αδελφή του Εύα, μια ευγενική ψυχή, στη μητέρα του, που περιποιείται ασθενείς στην περιοχή τους, και, κυρίως, στις παροτρύνσεις και τις εγγυήσεις της Μαντάμ ντε Μπαρζετόν, κάνει το μεγάλο βήμα. Στο Παρίσι, όμως, δεν βρίσκει τα πράγματα όπως τα περίμενε. Η γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος τον αποπέμπει μόλις αντιλαμβάνεται πως οι αριστοκράτες της πρωτεύουσας τον χλευάζουν για την ταπεινή του καταγωγή και τους άξεστους τρόπους του και, κυρίως, μόλις της υποδεικνύουν ότι αυτή η σχέση θα βλάψει την κοινωνική της εικόνα. Ο Λυσιέν, συναισθηματικά τραυματισμένος και απένταρος, περνά μέρες απίστευτων στερήσεων. Για κάποιο διάστημα συνδέεται με μια παρέα διανοουμένων που τον εντυπωσιάζουν με το πνεύμα τους, τις αξίες τους και τον ιδεαλισμό τους ενώ παράλληλα μελετά συστηματικά λογοτεχνία και προσπαθεί, ανεπιτυχώς όμως, να πουλήσει τα έργα του. Ώσπου μια τυχαία συνάντηση τον φέρνει σε επαφή με τον κόσμο της παρισινής δημοσιογραφίας. Μπαίνει βαθιά στον κόσμο των εφημερίδων, των εκδόσεων, της λογοτεχνικής και, γενικότερα, της καλλιτεχνικής κριτικής, της διακίνησης και της εμπορίας των βιβλίων, των θεάτρων, των παρασκηνίων και της πολιτικής διαμάχης. Βλέπει ότι, αν διαθέσει το λογοτεχνικό του ταλέντο στη σύνταξη άρθρων για λογαριασμό των εκδοτών εφημερίδων, θα προωθήσει τα έργα του και, το κυριότερο, θα γίνει πλούσιος και υπολογίσιμος. Έτσι γίνεται μέρος αυτού του κόσμου. Συνάπτει  συνεργασίες με εφημερίδες και με τα κείμενά που γράφει αποκτά φήμη, δόξα, χρήμα, ερωμένη, εξουσία. Το Παρίσι, επιτέλους, τον αποδέχεται, τον υπολογίζει, τον σέβεται και τον φοβάται. Παράλληλα ετοιμάζει την εκδίκηση για τη γυναίκα τον απέρριψε και τον παράτησε όπως και για τους ανθρώπους του στενού της περιβάλλοντος. Βρίσκεται στην κορυφή της δόξας και όλες του οι φιλοδοξίες φαίνεται να εκπληρώνονται. Όμως από το σημείο αυτό και έπειτα τα πράγματα ακολουθούν διαφορετική, αρνητική εξέλιξη. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναδείχτηκε προετοιμάζει την καταστροφή του. Έτσι, αρχίζει η κατακρήμνιση του Λυσιέν Σαρντόν ή Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ.   

 

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, 1799-1850)

«Η λογοτεχνική ζωή έχει τα παρασκήνιά της. Οι άξαφνες ή επάξιες επιτυχίες, αυτές χειροκροτούνται από την πλατεία. Πάντοτε αποκρουστικά μέσα, κομπάρσοι στημένοι, κλακαδόροι, και αβανταδόροι, αυτά έχουν τα παρασκήνια. Εσείς είστε ακόμα στην πλατεία. Έχετε καιρό, παραιτηθείτε πριν βάλετε πόδι στον θρόνο που τον διαφιλονικούν τόσες φιλοδοξίες και μην ατιμασθείτε όπως το κάνω εγώ για να ζήσω (κι ένα δάκρυ λαμπύρισε στο μάτι του Ετιέν Λουστό)… Στο γαλλικό θέατρο δεν αρκεί να σε προστατεύει κάποιος πρίγκιπας ή κάποιος Πρώτος Ευγενής του Συμβουλίου του Στέμματος για να σε δεχτούν: οι ηθοποιοί δεν υποκλίνονται παρά μόνο σ’ αυτούς που απειλούν την καλή τους φήμη. Αν έχετε την εξουσία να πείτε ότι ο πρωταγωνιστής έχει άσθμα ή η πρωταγωνίστρια έχει συρίγγιο οπουδήποτε, ότι η σουμπρέτα χάφτει μύγες τότε θα σας ανεβάσουν αύριο κιόλας. Δεν ξέρω αν εγώ που σας μιλώ θα έχω καταφέρει σε δύο χρόνια να έχω τέτοια εξουσία: χρειάζομαι πάρα πολλούς φίλους … Ζω πουλώντας τα εισιτήρια που μου δίνουν οι διευθυντές των θεάτρων για να εξαγοράσουν την ευμένειά μου στη στήλη της εφημερίδα, καθώς και τα βιβλία που μου στέλνουν οι εκδότες και για τα οποία πρέπει να μιλήσω…»

 

στο μπουντουάρ της Μαντάμ ντε Μπαρζετόν (1837)

Διαβάζοντας τις Χαμένες ψευδαισθήσεις ο αναγνώστης συνεπαίρνεται από την υπόθεση, την πλοκή και την αφηγηματική ικανότητα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, στοιχεία, ασφαλώς, που μπορεί να συναντήσει και σε άλλα μυθιστορήματά του. Με αυτό όμως οδηγείται μέσα, και μάλιστα πολύ βαθιά, στον κόσμο της δημοσιογραφίας και του εκδοτικού κυκλώματος. Στοιχεία αυτού του κόσμου είναι η γενικευμένη διαφθορά, η εξαπάτηση, η συκοφαντία, η δωροδοκία, η ανεντιμότητα, οι εκβιασμοί, η ανηθικότητα, ο οπορτουνισμός, η οσφυοκαμψία, η κυριαρχία του χρήματος, η εξαγορά συνειδήσεων και γραφίδων, οι δολοφονίες χαρακτήρων οι λίβελοι και τα χτυπήματα κάτω από τη μέση. Στο Παρίσι του 1830 ένα κείμενο με ψέματα και ανακρίβειες, ένα υποβολιμαίο άρθρο πολεμικής, ανυπόγραφο ή επώνυμο, ένας κατά παραγγελία λίβελος, ένα χλευαστικό σχόλιο, μικρό ή μεγάλο, και ακόμα χειρότερα, μια συντονισμένη επίθεση από πλήθος γραφίδων που υπακούν σε εντολές ή υποκινούνται από προσωπικά συμφέροντα ή από εμπάθεια, μπορεί να καταδικάσουν έργα και να ενταφιάσουν άξιους συγγραφείς ή αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις. Από την άλλη κείμενα εγκωμιαστικά για ασήμαντα έργα και ατάλαντους καλλιτέχνες μπορούν να απογειώσουν τις καριέρες τους, να τους ανασύρουν από την αφάνεια ή να εκτοξεύσουν τις πωλήσεις μιας ανοησίας.

«Ο Τύπος αντί να είναι ιερό τέμενος, έχει γίνει μέσο για τα κόμματα. Από μέσο έγινε εμπόριο. Κι όπως όλα τα εμπόρια είναι ένα μαγαζί όπου πουλούν στο κοινό λόγια του χρώματος που θέλουν. Αν υπήρχε εφημερίδα των καμπούρηδων θα αποδείκνυε πρωί κι απόγευμα το καλλος των καμπούρηδων, την καλοσύνη και την αναγκαιότητα των καμπούρηδων. Η εφημερίδα δεν φωτίζει πια αλλά κολακεύει τις δοξασίες. Γι’ αυτό και σε ένα άλφα διάστημα όλες οι εφημερίδες θα είναι άνανδρες, υποκριτικές, ανέντιμες, ψευδολόγες, δολοφονικές. Θα σκοτώνουν τις ιδέες, τα συστήματα, τους ανθρώπους και θα ανθίζουν απ’ αυτό ακριβώς. Θα απολαμβάνουν το ευεργέτημα όλων των λογικών οντοτήτων: το κακό θα γίνεται χωρίς κανένας να είναι ένοχος..»  

 

στο Παρίσι (εικονογράφηση του 1837)

 

Οι συγγραφείς και οι εκδότες ξέρουν τη δύναμη του τύπου, την υπολογίζουν, ενίοτε, την προκαλούν: μερικοί δεν διστάζουν να εκλιπαρήσουν για μερικές αράδες κριτικής, ακόμα και αρνητικής (!) Οι πένες των δημοσιογράφων και των κριτικών που έχουν βήμα στις εφημερίδες, γίνονται φονικά όπλα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών του χρήματος, των επιχειρήσεων και της πολιτικής. Η διαπλοκή σε όλο της το μεγαλείο! Στον κόσμο αυτόν τίποτα δεν είναι καθαρό: όλα πωλούνται, όλα αγοράζονται. Τα τρολ της εποχής δολοφονούν χαρακτήρες και απολαμβάνουν τα προνόμια των εκδουλεύσεών  τους: χρήμα, απολαύσεις, πολυτελή βίο, δωρεάν εισιτήρια και θεωρεία, θέσεις εξουσίας, ερωμένες και εραστές, ακριβά δώρα. Στον κόσμο αυτόν είναι όλοι -πολιτικοί, εκδότες, δημοσιογράφοι, βιβλιοπώλες, τυπογράφοι, διακινητές εντύπων, διαφημιστές, αριστοκράτες και αστοί, έμποροι, επιχειρηματίες- όλοι είναι βουτηγμένοι στη διαφθορά. Στον κόσμο αυτόν, όπου δεν υπάρχει κανένας ηθικός φραγμός, καμιά αναστολή, όλα τα μέσα είναι θεμιτά. Τίποτα δεν αποκλείεται.

« «Ο υποκριτικός και χωρίς γενναιοδωρία κόσμος», συνέχισε ο Βινιόν, «θα διώξει από τους κόλπους του το ταλέντο, όπως η Αθήνα έδιωξε τον Αριστείδη. Θα δούμε τις εφημερίδες, που διευθύνονται κατ' αρχήν από έντιμους ανθρώπους, να πέφτουν αργότερα στα χέρια των πιο μέτριων, που έχουν την υπομονή και την προστυχιά της γομολάστιχας, που τους λείπουν τα σωστά μυαλά, ή των μπακάληδων που έχουν λεφτά ν' αγοράσουν πέννες. Τα βλέπουμε ήδη αυτά. Αλλά μέσα σε δέκα χρόνια το πρώτο κωλόπαιδο που θα βγει από το κολέγιο θα θεωρηθεί μεγάλος άντρας, θ' αναρριχηθεί στη στήλη μιας εφημερίδας για να χτυπήσει τους προγόνους του, θα τους τραβήξει απ' τα πόδια για να πάρει τη θέση τους.».

Οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις γράφτηκαν σε συνέχειες στη διάρκεια έξι χρόνων (1837-1843) και αρχικά εκδόθηκαν σε τρεις (3) διαφορετικούς τόμους. Αποτελούν μέρος της Ανθρώπινης Κωμωδίας (La Comédie humaine), του φιλόδοξου σχεδίου του Ονορέ ντε Μπαλζάκ να ενώσει τα μυθιστορήματά από το 1829 έως το 1848 με τα οποία απεικονίζει τη γαλλική κοινωνία στην περίοδο της Παλινόρθωσης (1815–1830) και της Ιουλιανής μοναρχίας (1830–1848) καθώς και να μιλήσει για την κοινωνία και την ανθρώπινη φύση στην ολότητά της. Αποτελείται από 91 ολοκληρωμένα έργα και 46 ημιτελή. Αυτά συνιστούν μια πραγματική τοιχογραφία της γαλλικής κοινωνίας, του Παρισιού και της επαρχίας αλλά και μια τεράστια πινακοθήκη προσώπων και χαρακτήρων που έρχονται και επανέρχονται με το ίδιο ή με άλλο όνομα. Αναπαριστούν μια πιστή αποτύπωση των ηθών, έναν κόσμο πλούτου, ανταγωνισμών, διαφθοράς, ανηθικότητας αλλά και ιδεαλισμού. Πάνω απ’ όλα όμως κυριαρχεί το χρήμα με τη διαβρωτική του παρουσία.

 

Νταβίντ και Εύα στην Ανγκουλέμ (1837)

Εμείς, οι αναγνώστες του εικοστού πρώτου αιώνα, με την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει πια από τα πάσης φύσεως τρολ του διαδικτύου και τη «δουλειά» που κάνουν ορισμένοι δημοσιογράφοι διατεταγμένης υπηρεσίας, υπηρέτες των εργοδοτών τους και των συμφερόντων αυτών, όπως και εξοικειωμένοι πια με το έργο κάποιων κριτικών τέχνης, μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο αυτό ομοιότητες, πραγματικά ανατριχιαστικές. Πραγματικά, σπουδαίο βιβλίο, όπως όλα του Μπαλζάκ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 




 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.   Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ...