Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

James Joyce, Οι Νεκροί (Μεταίχμιο)

 

Η ψυχή του είχε πλησιάσει εκείνη την περιοχή
όπου κατοικούν τα απειράριθμα πλήθη των νεκρών. 





Δύο ηλικιωμένες δεσποινίδες, η Κέιτ και η Τζούλια, που ζουν μαζί με τη νεαρή ανιψιά τους στο Δουβλίνο, παραθέτουν στο σπίτι τους την καθιερωμένη εορταστική χοροεσπερίδα λίγες μέρες μετά την αλλαγή του χρόνου. Η γιορτή έχει ξεκινήσει με μουσική και με χορό και όταν καταφτάνουν και οι τελευταίοι καλεσμένοι, ο ανιψιός των δεσποινίδων Γκέιμπριελ με τη γυναίκα του Γκρέτα, γεμάτοι κρύο και χιόνι, και ο μονίμως μεθυσμένος Φρέντι Μάιλς, συγκεντρώνονται όλοι γύρω από το εορταστικό δείπνο. Ακολουθείται η προβλεπόμενη εθιμοτυπία, οι συνήθεις ευχές και τα γνωστά σε τέτοιες περιπτώσεις θέματα συζήτησης. Οι συζητήσεις αυτές, οι μουσικές και τα τραγούδια φέρνουν στη μνήμη θρησκευτικά και κοινωνικά ζητήματα, ιστορικά γεγονότα, πολιτικές υποθέσεις και δίνουν τη δυνατότητα στους συνδαιτυμόνες να διατυπώσουν τις απόψεις τους, που άλλοτε χωρίζουν και άλλοτε ενώνουν (όπως, για παράδειγμα, το πρόβλημα της Ιρλανδίας και οι σχέσεις με την Αγγλία).

 

James Joyce, 1882-1941


«Τα μάτια του Γκέιμπριελ, ερεθισμένα από το κερωμένο πάτωμα που γυάλιζε κάτω απ’ τον βαρύ πολυέλαιο, περιπλανήθηκαν στον τοίχο πάνω από το πιάνο. Ένας πίνακας που απεικόνιζε τη σκηνή του μπαλκονιού απ΄το Ρωμαίος και Ιουλιέτα ήταν κρεμασμένος εκεί και δίπλα του η εικόνα των δύο δολοφονημένων πριγκίπων στον Πύργο του Λονδίνου, την οποία η θεία Τζούλια είχε κεντήσει με κόκκινες, μπλε και καφέ κλωστές όταν ήταν μικρή. Πρέπει στο παρθεναγωγείο να τους δίδασκαν για μια χρονιά αυτήν την τέχνη. Η μητέρα του Γκέιμπριελ του ‘χε φτιάξει για δώρο γενεθλίων ένα μοβ γιλέκο από ποπλίνα με μικρούτσικα κεφάλια αλεπούδων πάνω, με φόδρα καφέ σατέν και με στρογγυλά βυσσινιά κουμπιά. Ήταν περίεργο που η μητέρα του δεν είχε καθόλου ταλέντο στη μουσική, αν και η θεία Κέιτ την αποκαλούσε το «μυαλό» της οικογένειας Μόρκαν. Τόσο εκείνη όσο και η Τζούλια έδειχναν πάντα λίγο υπερήφανες για τη σοβαρή και μητρικά στοργική αδελφή τους. Η φωτογραφία της δέσποζε απέναντι από τον μεγάλο καθρέφτη ανάμεσα στα δυο παράθυρα».

Κάτω από την επιφάνεια αυτών των τετριμμένων συμβάντων όμως βρίσκεται το παρελθόν των ανθρώπων και ανακαλείται. Έτσι ανασύρονται αναμνήσεις που οδηγούν σε εκμυστηρεύσεις και αλλαγές διάθεσης. Όταν το ζεύγος Κόνροϊ, μετά το δείπνο βρίσκεται στο δωμάτιο ενός τοπικού ξενοδοχείου για να περάσει τη νύχτα, η Γκρέτα, με αφορμή ένα μουσικό κομμάτι που είχε ακούσει λίγο πριν, ανακαλεί στη μνήμη της μια δική της παλιά ερωτική ιστορία με θλιβερό φινάλε, μια ιστορία των νεανικών της χρόνων, την οποία αφηγείται στον σύζυγό της. Η αφήγηση αυτή αναστέλλει, ματαιώνει σωστότερα, την ερωτική διάθεση του Γκέιμπριελ αλλά, το κυριότερο, τον οδηγεί στην «επιφάνεια», στη συνειδητοποίηση, ως έκλαμψη συνείδησης, της εσωτερικής ουσίας των πραγμάτων, του θανάτου, που είναι η τελική έκβαση των πάντων, των ανθρώπων και του κόσμου τους. Η τελευταία σκηνή του διηγήματος, το χιόνι που πέφτει αδιάκοπα και καλύπτει σαν πέπλο ολόκληρη την πόλη μέχρι τα πιο απόμερα σημεία, τις πιο μικρές γωνιές, αισθητοποιεί αυτή τη συνειδητοποίηση:  αυτοί που είναι τώρα ζωντανοί και υπάρχουν αύριο θα γίνουν σκιές που θα προστεθούν στις άλλες σκιές, εκείνες των νεκρών.

«Η ψυχή του είχε πλησιάσει εκείνη την περιοχή όπου κατοικούν τα απειράριθμα πλήθη των νεκρών. Είχε επίγνωση, αλλά δεν μπορούσε να συλλάβει την αλλοπρόσαλλη και τρέμουσα ύπαρξή τους. Η ίδια του η ταυτότητα έσβηνε μέσα σ’ έναν γκρίζο φαντασματικό κόσμο. Ο ίδιος στέρεος κόσμος τον οποίο αυτοί οι νεκροί είχαν πλάσει κάποτε και στον οποίο είχαν ζήσει, τώρα έφθινε και διαλυόταν.»

 



Οι Νεκροί είναι το τελευταίο διήγημα των Δουβλινέζων· γράφτηκε το 1906-1907. Οι Δουβλινέζοι, αυτή η συλλογή των δεκαπέντε διηγημάτων, που ο Τζόις άρχισε να γράφει το 1904 σε ηλικία είκοσι δύο ετών, μαζί με το Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία συνιστούν ένα είδος εισαγωγής, μια προετοιμασία για τη συγγραφή του Οδυσσέα, του αριστουργήματός του. Στους Νεκρούς, όπως παρατηρεί ο Αναστάσης Βιστωνίτης, βρίσκουμε πολλά από τα στοιχεία που  καθόρισαν τη συγγραφική πορεία του Τζόις: την κριτική μιας κοινωνίας που βουλιάζει σε παραλυτική αφασία, τον έρωτα και την απώλεια, τη μνήμη των νεκρών που στοιχειώνει τις ζωές των επιζώντων, τους ψυχολογικούς υπαινιγμούς που διαβρώνουν την καθημερινότητα και, βέβαια, την κοινωνική ατμόσφαιρα και τον ψυχισμό όχι μόνο μιας κοινωνίας αλλά και ολόκληρης της εποχής.

Στο διήγημα δρουν δέκα χαρακτήρες, δέκα «καθημερινοί» άνθρωποι τους οποίους ο συγγραφέας κατορθώνει να τους μετατρέψει σε εμβληματικούς ήρωες, κάτι που συμβαίνει με πολλούς από τους Δουβλινέζους. Σκιαγραφεί τα πορτρέτα τους, μέσα από τα οποία ανιχνεύονται αυτοβιογραφικά στοιχεία, εμφανή αν διαβαστεί και το υπόλοιπο έργο του. Κάποια παρίστανται στο δείπνο και κάποια άλλα παρίστανται/«επανέρχονται» μέσω αφηγήσεων και της λειτουργίας της μνήμης των πρώτων, όπως η μητέρα του Γκέιμπριελ, ο αδελφός του και ο Μάικλ Φιούρι, ο νεανικός έρωτας της Γκρέτας.

«Είχε στα γόνατά της ένα ανοιχτό βιβλίο κι έδειχνε κάτι στον Κονσταντάιν, που ήταν ξαπλωμένος στα πόδια της, ντυμένος με ναυτικό κοστουμάκι. Είχε διαλέξει η ίδια τα ονόματα των γιων της, γιατί απέδιδε ιδιαίτερη σημασία σε ό,τι είχε να κάνει με την αξιοπρέπεια της οικογένειας. Χάρη σ’ αυτήν ο Κοντσαντάιν ήταν τώρα εφημέριος στο Μπαλμπρίγκαν και χάρη σ’ αυτήν ο Γκέιμπριελ είχε πάρει το πτυχίο του απ΄το Βασιλικό Πανεπιστήμιο. Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπο του Γκέιμπριελ όταν θυμήθηκε την παγερή αντίθεσή της στο γάμο του. Κάποιες προσβλητικές φράσεις που η μητέρα του είχε ξεστομίσει ενοχλούσαν ακόμα τη μνήμη του· όπως τότε που είχε πει ότι η Γκρέτα ήταν μια παμπόνηρη χωριάτα, κάτι που δεν ίσχυε καθόλου.»

Όμως αυτός ο τελευταίος, ο νεκρός Μάικλ Φιούρι, είναι ο αφανής «πρωταγωνιστής» του διηγήματος. Είναι το δεύτερο πρόσωπο στην ιστορία της Γκρέτα, εκείνος που πέθανε από τον έρωτά του γι’ αυτήν και είναι θαμμένος τώρα στο νεκροταφείο πάνω από το οποίο πέφτει αδιάκοπα το χιόνι. Πρωταγωνιστές είναι όμως και τα άλλα νεκρά πρόσωπα του διηγήματος, καθώς το χιόνι πέφτει, «πάνω σε όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς». Ο Τζόις σχεδίασε αυτό το φινάλε με αριστοτεχνικό τρόπο: στην πραγματικότητα όλα τα στοιχεία του διηγήματος, με τις άλλοτε υπαινικτικές και άλλοτε άμεσες αναφορές στον θάνατο, προετοίμαζαν τον αναγνώστη για αυτό.

Η ατμόσφαιρα του διηγήματος είναι υποβλητική. Στη δημιουργία της συμβάλλει το χιόνι, το παλιό σπίτι, «σκοτεινό και στενάχωρο» με τον διάκοσμό του, το κερωμένο πάτωμα, οι ημιφωτισμένοι χώροι, οι παλιές φωτογραφίες με πρόσωπα απόντα, τα σκεύη, η ποικιλία των εδεσμάτων, τα ποτά, η προετοιμασία και οι τελετουργίες του δείπνου, οι αναφορές σε μνημεία της πόλης, σε κεντήματα, σε έργα συνθετών, σε πίνακες ζωγράφων, σε συγγραφείς και ποιητές, το πιάνο, οι χορωδίες, οι εκκλησίες, το θρησκευτικό συναίσθημα, οι παραδόσεις, τα τραγούδια, και οι θρύλοι, η ιστορία και, βεβαίως, η ατομική μνήμη.

Η ευφρόσυνη διάθεση στο σπίτι των δεσποινίδων Μόρκαν διαλύεται μετά από λίγο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου λόγω της αποκάλυψης που κάνει η Γκρέτα. Μέσα από την αφήγηση αυτή «ακούμε» τον ήχο του χρόνου, δηλαδή τη μνήμη. Και μέσα από τη νοσταλγία και την κρυμμένη μελαγχολία της, «βλέπουμε» την πρόσκαιρη αναδίπλωση του χρόνου, δηλαδή την ανάμνηση. Η ιστορία ενός παλιού, άδολου και αγνού έρωτα, λειτουργεί ως αφορμή για το πέρασμα στον κόσμο των «νεκρών» και συντελείται η επιφοίτηση του Γκέιμπριελ. Αυτός τώρα βλέπει με την ψυχή του και αυτή του αποκαλύπτει τον θάνατο που κατοικεί μέσα του, του επιβεβαιώνει με αμείλικτο τρόπο τη φθορά της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα χιόνια, οι λέξεις, έχουν λιώσει κι ένα ατέλειωτο γκρίζο πεδίο φιλοξενεί τα ανθρώπινα επιτεύγματα. Οι ζωντανοί τώρα θα γίνουν αύριο σκιές και τα δημιουργήματά τους θα χαθούν.

«Τα περίεργα μάτια του στάθηκαν για ώρα στο πρόσωπο και στα μαλλιά της. Κι όσο αναλογιζόταν εκείνη την εποχή και πώς θα έπρεπε να ‘ταν τότε η Γκρέτα, στην πρώτη κοριτσίστικη ομορφιά της, ένας παράξενος φιλικός οίκτος για εκείνη φώλιασε στην ψυχή του. Δεν ήθελε να ομολογήσει, ούτε καν στον εαυτό του, πως το πρόσωπό της δεν ήταν πια όμορφο, αλλά ήξερε πως δεν ήταν για το πρόσωπο που ο Μάικλ Φιούρι είχε αψηφήσει τον θάνατο. Μπορεί και να μην του είχε πει ολόκληρη την ιστορία. Τα μάτια του στράφηκαν προς την καρέκλα όπου η Γκρέτα είχε πετάξει κάποια ρούχα της. Το κορδόνι ενός μισοφοριού κρεμόταν ως το πάτωμα. Μια μπότα στεκόταν όρθια με το επάνω μαλακό της μέρος γερμένο –το ζευγάρι της ήταν πεσμένο στο πλάι. Αναρωτήθηκε για την έκρηξη των συναισθημάτων του πριν μία ώρα. Τι την είχε προκαλέσει; … Η καημένη η θεία Τζούλια! Και εκείνη θα ήταν σύντομα μια σκιά, μαζί με τη σκιά του Πάτρικ Μόρκαν και του αλόγου του.»

Το διήγημα είναι, πραγματικά, σπουδαίο (αλλά και ποιο κείμενο του Τζόις δεν είναι σπουδαίο;). Μέσα σε λίγες σελίδες αναπλάθει μια εποχή, στήνει έξοχα μια ατμόσφαιρα και μας οδηγεί στην «έξοδο» μέσα σε μια κορύφωση συναισθημάτων. Κυρίως μας κάνει να σκεφτούμε το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης και τη φθορά του ανελέητου χρόνου. Εξαίρετη η δουλειά του Αχιλλέα Κυριακίδη, όχι μόνο στο μεταφραστικό κομμάτι αλλά και στις κατατοπιστικότατες σημειώσεις και στο «Λεξικό» που συνοδεύουν την παρούσα έκδοση.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.   Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ...