Σάββατο 10 Μαΐου 2025

Luigi Bartolini, Ο κλέφτης των ποδηλάτων (Μεταίχμιο)

 

 

Οι κλέφτες από συγκυρία γίνονται κακοποιοί.
Και ποιος δεν είναι κλέφτης;

   


Στη μεταπολεμική Ρώμη που μαστίζεται από ελλείψεις αγαθών, φτώχεια και υψηλό πληθωρισμό, ένας φτωχός καλλιτέχνης κάνει το λάθος να αφήσει για δευτερόλεπτα αφύλακτο το ποδήλατό έξω από ένα μαγαζί και πέφτει θύμα κλοπής. Ένας κλέφτης, από τους πολλούς που δρουν στη συγκεκριμένη περιοχή, του το αρπάζει και εξαφανίζεται με τη βοήθεια συνεργών του. Από εκείνη τη στιγμή ο συμπαθής καλλιτέχνης, που έχει ανάγκη το ποδήλατο εκτός των άλλων και γιατί με αυτό μπορεί να κάνει σύντομες εκδρομές έξω από τη Ρώμη, αρχίζει να το ψάχνει με επιμονή. Κινείται σε κακόφημα στέκια, σε απόμερα σοκάκια, σε πλατείες· μπαίνει σε μαγαζιά, σε μπαρ, σε καταγώγια· παρατηρεί τους τρόπους που κινούνται οι κλέφτες, τα τεχνάσματά τους, τις πρακτικές που ακολουθούν, τη διαδικασία «μεταμόρφωσης» του κλοπιμαίου για να μην αναγνωρίζεται, τη συνέργεια των νόμιμων εμπόρων και των κλεπταποδόχων, τη μεταπώληση. Γίνεται μάρτυρας μιας κλοπής από μικρό παιδί, κατάλληλα εκπαιδευμένο, βλέπει την προστασία που παρέχουν γειτονιές ολόκληρες στους κλέφτες και διαπιστώνει με οδυνηρό τρόπο πόσο δύσκολο είναι να βρει ένας άνθρωπος το δίκιο του και πόσο εύκολο είναι να καταλήξει τραυματισμένος, σκοτωμένος, συκοφαντημένος, κατηγορούμενος ή κρατούμενος σε άθλια αστυνομικά τμήματα.

«Η ανάγκη να αποκτήσεις ένα ποδήλατο σε κάνεις να το αγοράσεις μόνο από κείνους που έχουν την αποκλειστικότητα στις πωλήσεις, δηλαδή από τους κλεπταποδόχους και τους κλέφτες. Κι ας μην ξεχνάμε ακόμα ότι πολλοί από τους αγοραστές ποδηλάτων είναι οι ίδιοι οι καταστηματάρχες. Κι αυτό είναι κάτι φυσικό, από τη στιγμή που ανάμεσα στη Βόρεια Ιταλία –τη σπουδαιότερη προμηθεύτρια ποδηλάτων –και την απελευθερωμένη Ιταλία υπάρχει ένα πύρινο φράγμα και δυο αντιμαχόμενοι ξένοι στρατοί.»

Η αναζήτησή του κλεμμένου του ποδηλάτου, τον φέρνει σε επαφή με κάθε καρυδιάς καρύδι: με κλέφτες, με κλεπταποδόχους, με εμπόρους που συνεργάζονται με όλους αυτούς και καλύπτουν στις βρομοδουλιές τους, με πόρνες, με νταβατζήδες και ματρόνες, με παπατζήδες, με αμαξάδες, με παλιατζήδες, με μαυραγορίτες, με μικροαπατεώνες, κοντολογίς με κάθε φτωχοδιάβολο.

Σκηνή από την ταινία Ladri di biciclette, 1948

«Πρώην δάσκαλος … Η φυσιογνωμία του μαρτυρούσε έναν άνθρωπο θύμα. Πουλούσε πένες, στιλό, γομολάστιχες, τετράδια, χαρτί γραφείου. Όλα κλεψιμαίικα. Καθισμένος τώρα πάνω στο λιθόστρωτο του δρόμου, ο κακομοίρης αυτός δασκαλάκος είχε υπάρξει την εποχή του φασισμού η πλέον αντιπροσωπευτική φιγούρα του ταπεινότερου οπαδού του φασιστικού κόμματος. Ένας φαφλατάς και τίποτα παραπάνω. Όχι κανένας ονειροπόλος ή μάρτυρας, γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση δεν θα είχε επιδοθεί σε κλοπές, όπως περίτρανα μαρτυρούσε η παρουσία του εδώ. Ήταν ένας μεγαλορρήμονας, ένας φαφλατάς, ένας πολυλογάς, ένας φλύαρος. Ένας από κείνους που απαντούσαν σαν παπαγάλοι στα τηλέφωνα της φασιστικής συνοικιακής οργάνωσης για το φασιστικό ζήτημα σε άψογη έμμετρη απαγγελία. Ένας αρθρογράφος της πεντάρας».

 

Luigi Bartolini, 1892-1963

Ο Λουίτζι Μπαρτολίνι με το βιβλίο αυτό βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για διάφορα ζητήματα. Ο άτυχος ήρωας, παράλληλα με το επίπονο ψάξιμο για το ποδήλατό του, μιλά, ενίοτε με φιλοσοφική διάθεση, για τη συνήθεια των ανθρώπων να κλέβουν και να εξαπατούν, για το πρόσφατο παρελθόν της πατρίδας του, τον φασισμό και τους φασίστες τους οποίους απεχθάνεται, για τους συμπατριώτες του που αμέσως μόλις άλλαξαν τα πράγματα, από φασίστες έγιναν αντιφασίστες και κατηγορούσαν αγωνιστές όπως ο ίδιος· αναφέρεται με θυμό, στις αδυναμίες του σωφρονιστικού συστήματος να ελέγξει του κλέφτες, στην ανάλγητη και ανυπόληπτη δικαιοσύνη που καταδικάζει τους φτωχούς, στη διαφθορά κρατικών λειτουργών, κυρίως των αστυνομικών που είναι σε τέτοιο βαθμό διαφθαρμένοι ώστε, αντί να κυνηγούν τον έγκλημα, τρομοκρατούν έντιμους πολίτες, καλύπτουν τους κλέφτες και, κάποτε, συνεργάζονται με αυτούς, στην πορνεία και στις πόρνες, στη συζυγική απιστία, στη θλιβερή κατάσταση των καλλιτεχνών, ιδίως των συγγραφέων, οι οποίοι δεν απολαύουν τον σεβασμό κανενός, δεν αμείβονται ανάλογα με τον μόχθο τους και την προσφορά τους και, επιπλέον πέφτουν θύματα εξαπάτησης, στην αποστολή που πρέπει να έχουν οι κυβερνήσεις, και, βέβαια, αναφέρεται στην πόλη του, τη Ρώμη και στην ιστορία της.

 «Ο άνθρωπος, εξάλλου, από τη φύση του είναι κλέφτης. Υπάρχουν πολιτικές θεωρίες που αποδέχονται την κλοπή. Κι ο ίδιος ο άγιος Φραγκίσκος στο βιβλίο του Κανών αναφέρει πως μπορούμε, περιφερόμενοι στους αγρούς, να κόψουμε τόσα σύκα και τόσα σταφύλια, όσα σηκώνει ένα φορτίο. Ο άγιος Φραγκίσκος δίνει και το μέγεθος του  φορτίου: όσα σηκώνει ένα σάλι δεμένο. Μα αυτό είναι πάρα πολύ! Σήμερα ένα σάλι δεμένο γεμάτο σύκα ή ό,τι άλλο αντιπροσωπεύει μια περιουσία (τα φρέσκα σύκα κάνουν εξήντα λιρέτες το κιλό) εξακοσίων λιρετών περίπου. Κατά τον άγιο Φραγκίσκο λοιπόν, μπορούμε να κλέψουμε μέχρι εξακόσιες λιρέτες. Εξακόσιες λιρέτες από κάποιον όμως που τις έχει, όχι από έναν φτωχό ποιητή. Όπως και να ‘χει το πράγμα, ούτε ο άγιος Φραγκίσκος δέχεται την κλοπή ενός ποδηλάτου αξίας, ας πούμε, δεκαπέντε χιλιάδων».

 

Αφίσα της ταινίας τουVittorio de Sica 

Ιδιαίτερη, όμως, εντύπωση στο βιβλίο Ο κλέφτης των ποδηλάτων κάνει η διάθεση κατανόησης με την οποία ο ήρωας, παρά τον θυμό του, προσπαθεί να επιδείξει απέναντι στους κλέφτες. Ομολογεί ότι του είναι δύσκολο να τους καταγγείλει και να επιζητήσει την καταδίκη τους. Οι σελίδες όπου εκθέτει το σκεπτικό του ξεχειλίζουν από πραότητα, τρυφερότητα και ανθρωπιά καθώς αναφέρονται στη ματαιότητα και τη συντομία του βίου και στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής στην ομορφιά της φύσης, στην ηρεμία, στον στοχασμό, στην παρατήρηση των απλών πραγμάτων, στο dolce far niente. Είναι, κατά τη γνώμη μου από τις πιο δυνατές του βιβλίου, εκεί όπου, στην ουσία, μας μιλάει ο ίδιος ο Bartolini, ξεδιπλώνοντας τις απόψεις του για τη ζωή και τους ανθρώπους.

Την ιστορία την αφηγείται ο ίδιος ο καλλιτέχνης που ψάχνει το ποδήλατό του. Δεν ξέρουμε το όνομά του. Από την αφήγησή του μαθαίνουμε ότι είναι περίπου πενήντα χρονών, θαυμάζει την Άννα Στίκλερ αλλά είναι παντρεμένος με την Αννίτα, πρότυπο εντιμότητας και αφοσίωσης, που την υπεραγαπά, ότι έχει μια κορούλα, ότι είναι χαράκτης, ζωγράφος και ποιητής και ότι είχε αναπτύξει κάποιας μορφής αντιφασιστική δράση. Του αρέσει το ωραίο φύλο, είναι άριστος γνώστης της γυναικείας ψυχοσύνθεσης με ερωτικό παρελθόν όχι ευκαταφρόνητο, ξέρει τη Ρώμη απ' έξω κι ανακατωτά, είναι ευέλικτος, προσαρμοστικός, οξυδερκής παρατηρητής ανθρώπων και συμπεριφορών, ονειροπόλος, φιλόσοφος, γνήσιος "αρκάδας"  όπως λέει ο ίδιος. Έχει όμως και εχθρούς: λόγω των κειμένων του, πολλοί ομότεχνοι του, τον αντιπαθούν, τον εχθρεύονται, τον φθονούν και τον υπονομεύουν. Ένας συμπαθής, τελικά, τύπος, θυμόσοφος, πλάνης, πράος και, κυρίως τετραπέρατος.   

 

Σκηνή από την ταινία Lardi di biciclette, 1948

"Αυτό κάνουμε σε όλη μας τη ζωή. Ψάχνουμε να βρούμε αυτό που έχουμε χάσει. Μπορεί να το βρούμε μια φορά, δυο φορές, όπως εγώ που δυο φορές βρήκα το ποδήλατό μου. Αλλά θα υπάρξει μια επόμενη φορά που δεν θα βρούμε τίποτα. Έτσι είναι η ζωή μας. Ένα συνεχές τρέξιμο προς τα πίσω, για να χάσουμε εν τέλει, ή να πεθάνουμε. Ένα τρέξιμο που ξεκινάει από τη βρεφική μας ηλικία, τότε που βγαίνοντας από τη μήτρα κλαίμε για τη μητρική κοιλιά που έχουμε χάσει..."

Ο κλέφτης των ποδηλάτων είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, που αποδίδει με τη δύναμη της λογοτεχνίας τον κόσμο του περιθωρίου, τη φτώχεια των λαϊκών στρωμάτων της Ρώμης τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τον αγώνα τους να επιβιώσουν άλλοτε έντιμα άλλοτε ανέντιμα, τη διαφθορά, την αναλγησία και την αδιαφορία των αρχών. Είναι, όμως, και ένα βιβλίο που σκύβει με τρυφερότητα και κατανόηση πάνω στις ανθρώπινες καταστάσεις και αντιμετωπίζει με ανθρωπιά ακόμα και τους παράνομους, που στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι παρίες αυτού του κόσμου. Πάνω σε αυτό βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Βιττόριο ντε Σίκα (Ladri Di Biciclette) το 1948, ταινία σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου, αντιπροσωπευτικό δείγμα του ιταλικού νεορεαλισμού.  

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.   Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ...