Ανάθεμα τα τάλαρα…
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923) ανήκει
στους επιγόνους μιας μεγάλης σειράς επτανήσιων συγγραφέων που καθόρισαν τη
λογοτεχνική παραγωγή κυρίως κατά τον 19ο αιώνα. Στη ζωή του και στη
συγγραφική του παραγωγή παρουσιάζει μια σειρά τυπικών χαρακτηριστικών της επτανησιακής
παιδείας και παραγωγής: αριστοκρατική καταγωγή, οικονομική επιφάνεια, παιδεία
δυτικού τύπου. Η οικονομική άνεση της οικογένειά του τού επιτρέπει μακροχρόνιες
σπουδές στις θεωρητικές επιστήμες και πολύ χρόνο αφιερωμένο στη μελέτη και στη
συγγραφή.
Στην πνευματική του πορεία δύο πρόσωπα
λειτούργησαν ως καθοδηγητές και τον επηρέασαν καθοριστικά. Ο ένας ήταν ο
Λορέντζος Μαβίλης και ο άλλος, ο Κώστας Χατζόπουλος. Ο πρώτος τον διατήρησε εντός της επτανησιακής
παράδοσης, του ενέπνευσε έντονα πατριωτικά αισθήματα, τον παρακίνησε στην
ενασχόλησή του με την ποίηση και με την εκμάθηση ξένων γλωσσών (γνώριζε πολύ
καλά γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, αρχαία ελληνικά, λατινικά,
σανσκριτικά, εβραϊκά και παλαιοπερσικά). Ο δεύτερος τον ώθησε στα σοσιαλιστικά
ιδεώδη, στην ενασχόλησή του με την πεζογραφία και στην αγάπη για τη δημοτική. Δεν
ήταν όμως αμελητέα, κάθε άλλο, και η καθοριστική παρουσία μιας γυναίκας στην
πνευματική του πορεία, της Ειρήνης Δεντρινού (1879-1974), ποιήτριας, πεζογράφου
και μελετήτριας της κερκυραϊκής λογοτεχνίας, μία από τις πρώτες διανοούμενες με
αυτόνομη δυναμική παρουσία στα γράμματα. Σε αυτήν την γυναίκα, άλλωστε,
αφιέρωσε τη νουβέλα «Η τιμή και το χρήμα».
Αρχικά ο Θεοτόκης, επηρεασμένος από το
κλίμα του αισθητισμού και του νιτσεϊσμού, άντλησε τα θέματά του από τον χώρο
των μύθων και από παλαιούς θρύλους. Στη συνέχεια, όμως, στράφηκε στη σύγχρονη
ζωή, στον μικρόκοσμο του νησιού του. Επικεντρώθηκε στα προβλήματα των συγχρόνων
του, τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής, τη φτώχεια, την αμάθεια, την υποταγή σε
παρωχημένες αντιλήψεις. Το σκηνικό των ιστοριών του τώρα γίνεται η Κέρκυρα των
αρχών του εικοστού αιώνα. Στο διάστημα από το 1898 έως το 1912 έγραψε δέκα
διηγήματα που αφορούν κυρίως τη ζωή στα κερκυραϊκά χωριά και απαρτίζουν το
κύριο μέρος της συλλογής «Κορφιάτικες ιστορίες». Το 1912 έως το 1921
επεξεργαζόταν το μυθιστόρημα «Σκλάβοι στα δεσμά τους». Στο ενδιάμεσο, το 1918
έγραψε τον «Κατάδικο», ένα πρόσωπο με έντονα χριστιανικά χαρακτηριστικά που
υποφέρει καρτερικά και θυσιάζεται. Στους αντίποδες αυτού του προσώπου είναι ο
Καραβέλας, της ομώνυμης νουβέλας («Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα»), που
γράφει την επόμενη χρονιά, το 1919.
Όταν ο Θεοτόκης έκανε τα πρώτα του
βήματα, η ελληνική ηθογραφία βρισκόταν στην ακμή της. Οι σημαντικότεροι
εκπρόσωποί της, που ζούσαν στην ύπαιθρο, αντλούσαν, όπως είναι λογικό, τη
θεματολογία τους από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Ωστόσο, αρκετοί από τους διαπρεπείς
συγγραφείς της περιόδου, ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Κονδυλάκης, ο
Καρκαβίτσας, ο Ξενόπουλος, ο Χατζόπουλος κ.α. δεν περιορίστηκαν μόνο στην πιστή
αποτύπωση των ηθών των περιοχών τους, δεν εστίασαν μόνο στην απόδοση του λαϊκού
στοιχείου, αλλά, αντίθετα, πρόβαλλαν και ανέλυσαν σε βάθος αυτές τις βαθιά
παραδοσιακές κοινωνίες για να αναδείξουν σοβαρά προβλήματα και σοβαρές
παθογένειες.
Τη νουβέλα «Η τιμή και το χρήμα» ο Θεοτόκης την
έγραψε το 1911-1912. Η υπόθεση αυτής της νουβέλας διαδραματίζεται σε προάστιο,
ούτε στην πόλη της Κέρκυρας ούτε σε κάποιο χωριό της, αλλά σε έναν μεταιχμιακό
χώρο. Αυτός είναι το προάστιο Μαντούκι, του οποίου οι κάτοικοι δεν είναι όλοι
δέσμιοι παλαιών συνηθειών. Κάποιοι μάλιστα επιδιώκουν να τις σπάσουν. Σε αυτήν οι προσωπικότητες των γυναικών είναι πολύ ισχυρές και εμφανίζονται όχι απλώς
θετικά αλλά και ως «λύση» με νεωτερικές (τουλάχιστον) κοινωνικές ιδέες. Αφηγείται
μια απλή ιστορία, ανάλογη με πολλές άλλες εκείνης της περιόδου. Μια νέα και
πολύ όμορφη κοπέλα, ταπεινής καταγωγής, η Ρήνη, ερωτεύεται έναν επίσης φτωχό
αλλά κάπως ανώτερο κοινωνικά άνδρα, τον Ανδρέα Ξη. Αυτός για να επιβιώσει αλλά
και για να ξεχρεώσει δουλεύει στη θάλασσα με δικό του καϊκι και κάνοντας και
λαθρεμπόριο. Και εκείνος ανταποκρίνεται στον έρωτα της Ρήνης και το ειδύλλιο θα
κατέληγε σε γάμο, αν η μητέρα της κοπέλας, η Επιστήμη Τρινκούλαινα έδινε στον
γαμπρό την προίκα που αυτός επιθυμούσε. Όμως εκείνη αρνείται, όχι επειδή δεν
έχει το συγκεκριμένο ποσό (600 τάλαρα) αλλά επειδή θέλει να εξασφαλίσει και τα
άλλα της παιδιά. Σε μια απεγνωσμένη κίνηση και μπροστά στο ενδεχόμενο η Ρήνη να
παντρευτεί κάποιον άλλον, ο Ανδρέας την πείθει να τον ακολουθήσει. Η μητέρα της
και τότε ακόμα παραμένει ανένδοτη. Η κατάσταση χειροτερεύει όταν οι αρχές
κατάσχουν το πλεούμενο του Ανδρέα και όταν το πατρικό του σπίτι πρόκειται να βγει στον πλειστηριασμό. Ο φόβος της χρεοκοπίας και της κοινωνικής ατίμωσης, υποχρεώνουν τον Ανδρέα να εγκαταλείψει
τη Ρήνη, επιλέγοντας να εργαστεί ως ψαράς και να απειλήσει πως παντρευτεί μια άλλη για γυναίκα του, πλουσιότερη και διατεθειμένη να
του δώσει πολύ γενναιότερη προίκα. Η Ρήνη όμως είναι έγκυος, πιάνει δουλειά,
συμφιλιώνεται με την μητέρα της και σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει ό,τι
είναι δυνατόν, η Επιστήμη αποφασίζει να υποχωρήσει στις απαιτήσεις του γαμπρού,
δίνοντάς του το ποσό που ζητούσε. Εκείνος, μπροστά στα νέα δεδομένα, δέχεται αλλά τώρα δεν δέχεται η
Ρήνη, της οποίας πια τα αισθήματα για τον Ανδρέα έχουν παγώσει. Έτσι αποφασίζει
να μην προχωρήσει στον γάμο, απογοητευμένη για τη φιλοχρηματία και για τη
σκληρότητα του πρώην αγαπημένου της. Κρατάει το παιδί και αποφασίζει να το
αναθρέψει μόνη της, με τη σκληρή δουλειά της.
Η νουβέλα αυτή έχει «θέση». Στηρίζεται στις
σοσιαλιστικές ιδέες οι οποίες προβάλλονται με συγκεκριμένες φράσεις ή σκηνές
και ακολουθεί τη δομή της σύγκρουσης. Κύρια θέματα, ασφαλώς, η τιμή της κοπέλας
και ο γάμος αλλά και το χρήμα με διάφορες μορφές, ως χρέος, ως εργασία, ως
προίκα. Όλοι ενδιαφέρονται γι’ αυτό: η Επιστήμη Τρινκούλαινα, δυναμική,
εργάτρια, μητέρα, που κρατάει ολόκληρο το σπιτικό μόνη, που κάνει και «μπίζνες» στα όρια (ή και λίγο πιο πέρα) της νομιμότητας,
ο Ανδρέας Ξης, που το χρειάζεται για να ξεχρεώσει αλλά παλεύει και με το
ερωτικό πάθος, ο θείος του, ο Σπύρος, ένας πανούργος, παρασιτικός και μοχθηρός τύπος, που
ζει εις βάρος του ανεψιού του, ακόμα και ο Θανάσης Τρίνκουλος, που το
χρειάζεται για να πίνει. Μόνο η Ρήνη δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό, γιατί μοναδικό
κίνητρο των επιλογών της είναι ο έρωτας, η εμπιστοσύνη, η αφοσίωση και η άδολη,
αγνή αγάπη. Η στάση της Ρήνης στο τέλος της νουβέλας είναι, για τα δεδομένα της εποχής, εντυπωσιακή: απορρίπτει τον Ανδρέα, τον άνδρα στον οποίο είχε δοθεί ολοκληρωτικά και διακηρύσσει την ανεξαρτησία της. Διακηρύσσει την απόφασή της να κρατήσει το παιδί που φέρει μέσα της, να εγκαταλείψει το μέρος όπου ζει και με τη δική της και μόνο σκληρή δουλειά να επιβιώσει. Απόφαση χειραφέτησης και ανεξαρτησίας.
Ένα από τα καλύτερα έργα του Θεοτόκη. Σπουδαίο.
Ανάθεμα τα τάλαρα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου