Όταν ένα πρωί
ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε απόταραγμένο
ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι τουμεταμορφωμένος
σε τεράστιο ζωύφιο.
Ένα πρωί ο
Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε και είχε μεταμορφωθεί σε ζωύφιο, σε κατσαρίδα ή σκαθάρι.
Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν διαπίστωσε πως η πλάτη του είχε υπέρμετρα
σκληρύνει, η κοιλιά του είχε διογκωθεί και στη θέση των ποδιών του είχαν
εμφανιστεί πολλά μικρά θλιβερά ποδαράκια που αδυνατούσε να συντονίσει. Μεταξύ
ύπνου και ξύπνιου, δηλαδή μεταξύ ασύνειδου και συνειδητού, προσπαθεί να
καταλάβει τι του έχει συμβεί. Ρίχνει μια ματιά στο δωμάτιό του, έπειτα έξω στο
παράθυρο στον μουντό ουρανό και είναι βεβαιώνεται πως δεν ονειρεύεται. Βεβαίως,
δεν είναι απολύτως σίγουρος. Αποδίδει αυτήν την αλλαγή σε παιχνίδια του μυαλού,
«ανοησίες», «τρέλες» που οφείλονται στην εντατική δουλειά. Πιστεύει πως αν
κοιμηθεί λίγο ακόμα, όλα θα διορθωθούν. Από την άλλη βλέπει το ξυπνητήρι δίπλα
του και καταλαβαίνει πως πρέπει να βιαστεί γιατί θα χάσει το τρένο και θα
καθυστερήσει στην εργασία του. Αυτό όμως είναι πολύ δύσκολο στην κατάσταση που
βρίσκεται. Στο μεταξύ στους άλλους χώρους του σπιτιού, οι γονείς του βλέποντας
την καθυστέρησή του, προσπαθούν να τον κάνουν να βιαστεί. Χτυπούν την πόρτα του
δωματίου του επανειλημμένως όμως ο Γκρέγκορ αδυνατεί να ανταποκριθεί σε
οποιοδήποτε κάλεσμα. Οι προσπάθειες που κάνει να ξεκολλήσει από το κρεβάτι
αποδεικνύονται όλες μάταιες. Η κατάστασή του είναι τέτοια που δυσκολεύεται σε
κάθε κίνηση. Ωστόσο, παρά τη μεταμόρφωσή, διατηρεί τη συνείδησή του, μπορεί να
ακούει και να καταλαβαίνει ό,τι συμβαίνει γύρω του, τις ομιλίες των ανθρώπων
και τις αντιδράσεις τους. Έτσι απαντά στις εκκλήσεις της μητέρας του αλλά με
μια φωνή που τρομάζει τους πάντες με τον αποκρουστικό της τόνο και ήχο. Η
κατάσταση στο σπίτι των Σάμσα περιπλέκεται, όταν καταφτάνει εκεί ο επιστάτης
από τη δουλειά του. Η απουσία του έχει ήδη γίνει αισθητή και ο επιστάτης τον
απειλεί με καταγγελία στους ανωτέρους τους. Όταν μετά από μεγάλη προσπάθεια, ο
Γκρέγκορ-ζωύφιο κατορθώνει να τους ανοίξει την πόρτα του δωματίου του,
απευθύνει προς τον επιστάτη έναν λόγο προστατευτικό και υποστηρικτικό για τους
γονείς του, ο οποίος όμως είναι ακατάληπτος. Το αποτέλεσμα είναι ο επιστάτης να
θεωρήσει πως τον εμπαίζει και να φύγει εξοργισμένος απειλώντας με καταγγελία.
Όταν η μητέρα συνειδητοποιεί την κατάσταση λιποθυμά, ο πατέρας, βίαιος και
επιθετικός, τον κυνηγά με ένα χοντρό ραβδί, τον πετυχαίνει με όλη του τη δύναμη
και τον πετά αιμόφυρτο σε μια γωνιά του δωματίου, απομονώνοντάς τον εκεί και η
αδερφή του, Γκρέτε, αναλύεται σε λυγμούς. Έγκλειστος πια στο δωμάτιό του ο
Γκρέγκορ, προσπαθεί να συμβιβαστεί με τη νέα του κατάσταση, την κατάσταση του
εντόμου. Όταν εξοικειώνεται με τη νέα του σωματική κατασκευή, άλλοτε περπατάει
στο πάτωμα, άλλοτε στους τοίχους, άλλοτε στο ταβάνι και άλλοτε στέκεται πάνω
στα έπιπλα. Από τη μισάνοιχτη πόρτα που αφήνει σκόπιμα η συμπονετική αδερφή
του, ο Γκρέγκορ μπορεί να παρακολουθεί τι γίνεται στο υπόλοιπο σπίτι. Όποτε δεν
επικρατεί σιωπή, ακούει τις συζητήσεις μεταξύ των μελών που όλες περιστρέφονται
γύρω από την κατάστασή του. Η αδερφή του, πιο θαρραλέα και υποστηρικτική, έχει
αναλάβει τη φροντίδα και τη διατροφή του. Κάποια μέρα από καλή πρόθεσή μαζί με
τη μητέρα τους αρχίζει να αδειάζει το δωμάτιό του από τα έπιπλα. Το αδειάζουν
τελείως. Έτσι ο Γκρέγκορ απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από ό,τι τον συνέδεε
με το «ανθρώπινο» παρελθόν του.
«Όσο κι αν μάζευε το κεφάλι και τα
ποδαράκια του, όσο κι αν κολλούσε την κοιλιά του στο πάτωμα, το ομολογούσε
αναπόφευκτα ότι δεν θα το άντεχε για πολύ ακόμα. Του άδειαζαν το δωμάτιο. Του
έπαιρναν όλα όσα αγαπούσε. Και τη ντουλάπα όπου φυλούσε το πριόνι του και τα
υπόλοιπα εργαλεία του, την είχαν κιόλας βγάλει έξω. Και τώρα μετακινούσαν το
γραφείο του που έμοιαζε να έχει βγάλει ρίζες στο πάτωμα. Σ’ εκείνο το γραφείο διάβαζε
τα μαθήματά του για την εμπορική ακαδημία, το γυμνάσιο, ακόμα και το δημοτικό…»
Ο πατέρας του εξακολουθεί να είναι απειλητικός και επιθετικός. Τον κυνηγά, θέλει να τον εξουδετερώσει. Σιγά σιγά αρχίζουν να τον παραμελούν. Για όλους, ακόμα και για τη Γκρέτε, γίνεται βάρος. Αυτή, βέβαια, εξακολουθεί να τον φροντίζει αλλά όλο και με λιγότερο ενδιαφέρον. Η φροντίδα για τη διατροφή του και για την καθαριότητα του χώρου του είναι πλημμελής, μέχρι που ατροφεί εντελώς. Ελάχιστα ενδιαφέρεται πλέον αν έφαγε ή όχι. Επίσης, ελάχιστα ενδιαφέρεται αν είναι καθαρό το δωμάτιό του. Η οικογένεια απομακρύνει τον Γκρέγκορ, τον αποβάλει ως αυτό που είναι, ένα αποκρουστικό παράσιτο. Όταν, μάλιστα, εξαιτίας του οι τρεις νοικάρηδες που έχουν οι Σάμσα σπίτι τους για να συμπληρώνουν το εισόδημά τους αποχωρούν, τότε γίνεται για την οικογένεια όχι μόνο βάρος αλλά και εχθρός. Είναι το ον στο οποίο οφείλεται η καταστροφή της οικογένειας. Παράλληλα αρχίζει να χάνει τις δυνάμεις του.
«Πρέπει να φύγει από δω μέσα φώναζε η αδερφή του Γκρέγκορ, αυτή είναι η λύση, πατέρα. Πρέπει να βγάλεις από το μυαλό σου ότι αυτό το πράγμα είναι ο Γκρέγκορ. Και όλα τα τραβάμε γιατί τόσο καιρό αυτό νομίζαμε. Αλλά πώς γίνεται να είναι ο Γκρέγκορ τούτο ‘δω; Αν ήταν όντως αυτός, θα είχε καταλάβει προ πολλού πως δεν γίνεται να συμβιώνουν άνθρωποι με τέτοια πλάσματα και θα είχε πάρει δρόμο από μόνος του…»
Όταν
μάλιστα η πληγή που προκλήθηκε εξαιτίας ενός μήλου από τα πολλά που του
εκσφενδόνιζε ο πατέρας του σε μια έκρηξη οργής, κακοφορμίζει, τότε ελάχιστα μπορεί
πια να κινηθεί. Οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν, μέχρι που ένα πρωί η
καθαρίστρια του σπιτιού τον βρίσκει ψόφιο. Η οικογένεια, επιτέλους, απαλλάχτηκε
από το βάρος του και έτσι μπορεί να βγει μια βόλτα στον ήλιο. Το μέλλον
φαίνεται πιο αισιόδοξο χωρίς τον Γκρέγκορ και οι γονείς μπορούν να σχεδιάζουν
τον γάμο της κόρης τους απερίσπαστοι, Η ζωή συνεχίζεται κάτω από τον λαμπρό
ανοιξιάτικο ήλιο του Μαρτίου …
Ο Φραντς Κάφκα έγραψε τη Μεταμόρφωση μέσα σε είκοσι περίπου μέρες, από τις 17 Νοεμβρίου μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου του 1912 ενώ υπολόγιζε να την ολοκληρώσει σε μία νύχτα. Την έγραψε στο περιθώριο της συγγραφής ενός άλλου έργου του, της Αμερικής, σε μια προσπάθεια να ξεκολλήσει από ένα δύσκολο σημείο. Στη Μεταμόρφωση εξέφρασε τους πόνους του, τια αδιέξοδα, τους φόβους του, τις μόνιμες ενοχές του και τις εμμονές του. Η Μεταμόρφωση όμως είναι κυρίως μια αλληγορία αποξένωσης, μια αλληγορία αλλοτρίωσης.
Η αλλοτρίωση συντελείται πρώτα εξαιτίας της εργασίας. Ο Γκρέγκορ είναι εμπορικός αντιπρόσωπος. Κάνει ταξίδια σε διάφορες περιοχές και δειγματίζει υφάσματα. Είναι εμφανές ότι αυτή τη εργασία δεν τον ικανοποιεί. Αντιθέτως, τον καταπονεί, τον εξουθενώνει, τον καταπιέζει, σωματικά και ψυχικά· του στερεί κάθε χαρά και ζωτικότητα. Επιπλέον, δεν απολαύει της αναγνώρισης των προϊσταμένων του· το αντίθετο, βρίσκεται σε δυσμένεια. Ωστόσο, είναι υποχρεωμένος να την ασκεί υπομονετικά και με τη μέγιστη αφοσίωση γιατί η οικογένειά του –έτσι τον έχουν αφήσει να πιστεύει- βρίσκεται στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης. Την περίοδο που γράφει τη Μεταμόρφωση ο Κάφκα είχε κάποια θέση στην επιχείρηση αμιάντου του κουνιάδου του, όχι επειδή το ήθελε πραγματικά αλλά επειδή προσπαθούσε να επιτύχει την αποδοχή του πατέρα του και να του αποδείξει ότι μπορεί κάτι να καταφέρει επιχειρηματικά.
Έπειτα αποξενώνεται από την οικογένειά του. Είναι γνωστή η προβληματική και ανταγωνιστική σχέση του με τον πατέρα του. Ο Φραντς πάντα προσπαθούσε να κερδίσει τη συμπάθεια, την επιείκεια, την αποδοχή από τον πατέρα του χωρίς ποτέ να το επιτύχει. Απόμακρος, επικριτικός, βίαιος, απειλητικός ο πατέρας του, αντί για καλοσύνη τον κατέτρεχε με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, τιμωρίες, εκβιασμούς, ειρωνείες. Η πατρική φιγούρα όπως προβάλλει και στο Γράμμα στον πατέρα, επιβλητική και δεσποτική συνιστούσε για εκείνον πηγή μόνιμου άγχους, πανικού και τρόμου. Οι φυγές του αναζητούνται στη λογοτεχνία, σε κάποιους λόγους φίλους, σε τρελές ιδέες και στον εαυτό του. Στη Μεταμόρφωση από τον πατέρα δεν ακούει τον παραμικρό λόγο συμπάθειας ή ενθάρρυνσης. Ο πατέρας, δυσκίνητος και αδρανής, αντιμετωπίζει την κατάσταση με καχυποψία και τον ίδιο με τη γνωστή του αντιπάθεια και εχθρότητα. Τον αντιμετωπίζει ως αυτό που είναι, ως ζωύφιο. Από την αρχή τον καταδιώκει και τον υποχρεώνει να κλειστεί στο δωμάτιό του, τον πληγώνει με το ραβδί του, τού πετά μήλα σαν σφαίρες και ένα μάλιστα τον πετυχαίνει και καρφώνεται μόνιμα στην σκληρή του ράχη. Είναι φανερό: θέλει να τον εξαφανίσει από μπροστά του, να τον εξοντώσει. Ο δύστυχος Γκρέγκορ πάντα προσπαθεί να βρει τρόπους άμυνας στην πατρική βία. Τρέχει να σωθεί όπως μπορεί, όμως νιώθει ντροπή και ενοχές. Η μητέρα του πάλι, αδύναμη ως χαρακτήρας και φιλάσθενη, είναι κάπως πιο ήπια αλλά δεν μπορεί να συμβάλει στην προστασία του. Λιποθυμάει, μένει μακριά από τον γιο-ζωύφιο. Μόνο η αδερφή του, η Γκρέτε, νιώθει κάποιας μορφής συμπόνια, τουλάχιστον στο πρώτο διάστημα. Και εκείνης όμως το ενδιαφέρον φθίνει με τον καιρό. Όσο ο χρόνος προχωρεί και η κατάσταση ή δεν αλλάζει ή επιδεινώνεται, μετατρέπεται σε αδιαφορία και, τελικά σε εχθρότητα. Ενδεικτικό της αποξένωσης είναι και το ότι όλοι εκμεταλλεύονται τον Γκρέγκορ. Τον αφήνουν να πιστεύει ότι η οικογένεια κινδυνεύει από χρέη και ότι βρίσκεται στα όρια της εξαθλίωσης για να τον υποχρεώνουν να δουλεύει και να προσφέρει χρήματα. Η πραγματικότητα δεν είναι αυτή. Με τον συναισθηματικό εκβιασμό τον κρατούν δέσμιο και μόνο όταν βλέπουν ότι ως ζωύφιο δεν μπορεί πια να συνεισφέρει οικονομικά, τον απορρίπτουν. Όταν μάλιστα δείχνει να απειλεί την όποια τους ευημερία, όλοι με τον τρόπο τους θέλουν να τον ξεφορτωθούν, ακόμα και η Γκρέτε.
«Εκείνον τον καιρό ο Γκρέγκορ έκανε τα αδύνατα δυνατά ώστε η οικογένειά του να ξεπεράσει την οικονομική κατάσταση που τους είχε φέρει όλους σε απελπισία. Και έτσι είχε βαλθεί να δουλεύει με απαράμιλλο ζήλο, και μέσα σε μια νύχτα, που λέει ο λόγος, είχε καταφέρει από υπαλληλίσκος να γίνει εμπορικός αντιπρόσωπος, με μεγαλύτερα περιθώρια αποδοχών φυσικά. Οι επαγγελματικές επιτυχίες μεταφράζονταν αυτομάτως σε προμήθειες, άρα δε μετρητά που τα άπλωνε στο τραπέζι μπροστά στα μάτια της κατάπληκτης και ευχαριστημένης οικογένειας… Ο Γκρέγκορ έβγαζε τόσα χρήματα που μπορούσε να επωμίζεται τα έξοδα όλης της οικογένειας, όπως και έκανε. Και είχαν συνηθίσει όλοι αυτήν την κατάσταση…»
Τέλος, η αποξένωση από τον εαυτό του. Ο Γκρέγκορ από άνθρωπος γίνεται, «μεταμορφώνεται» σε έντομο, σε ένα καφετί, μικρό αποκρουστικό πλάσμα. Χάνει την ανθρώπινη φύση και ιδιότητα, διατηρώντας μόνο δύο γνωρίσματα αυτής. Μέχρι που πια γίνεται για όλους απεχθής. Ο ίδιος χαρακτήριζε τη Μεταμόρφωση «λίγο τρομακτική», μια «αδιακρισία» και απέναντι σ’ αυτήν διατηρούσε μια απέχθεια (άλλη αποξένωση αυτή).
Το
1915 που δημοσιεύτηκε η Μεταμόρφωση ,
ο Κάφκα περνά μια δύσκολη φάση. Μέλημά του είναι να διατηρήσει το μόνο στοιχείο
που μπορεί να του εξασφαλίσει γαλήνη μέσα στην ταραχή, τη συγγραφή.
Διακατέχεται από φόβο. Σε μεγάλο βαθμό αυτός σχετίζεται με τη Φελίτσε Μπάουερ
με την οποία είχε γνωριστεί το 1912 στο σπίτι του στενού του φίλου και εκδότη
Μαξ Μπροντ και με την οποία ήταν ερωτευμένος. Φοβάται όμως για την τελικά
έκβαση της σχέσης τους, κυρίως για δύο λόγους. Ο ένας είναι μήπως η Φελίτσε τον
απορρίψει εξαιτίας κάποιων γραμμάτων που ο Κάφκα είχε στείλει στη φίλη της
Φελίτσε, τη Γκρέττε Μπλοκ με την οποία διατηρούσε τακτική αλληλογραφία. Ο άλλος
είναι μήπως η οικογένειά του δεν την εγκρίνει ως γυναίκα του και αντιταχτεί
στον αρραβώνα στον οποίο ήδη είχαν αποφασίσει να προχωρήσουν. Αυτό το τελευταίο
συνέβη. Την περίοδο αυτή ο Κάφκα συνειδητοποιεί ότι δεν έχει να αντιμετωπίσει
μόνο τον πατέρα του αλλά ολόκληρη την οικογένειά του, ακόμα και την μικρότερη
αδερφή του, την Ότλα. Όλοι αντιτάσσονται σ’ αυτή τη σχέση. Αυτοί οι φόβοι τον
παραλύουν και τον εξαντλούν σε σημείο κατάρρευσης. Στη Μεταμόρφωση αυτή η κατάρρευση είναι ο θάνατος του Γκρέγκορ ως
ζωύφιο και η εξαφάνισή του από ένα ξένο μέλος της οικογένειας, την καθαρίστρια
του σπιτιού.
Εκτός
από αυτά ή, μάλλον, παράλληλα με αυτά, ο Κάφκα διανύει την πιο δραστήρια φάση
της συγγραφικής του διαδρομής. Αυτό του δίνει το κουράγιο να ξεπεράσει σε
κάποιον βαθμό κάποιους από τους φόβους του, κυρίως σε ό,τι αφορά (πάλι) τον
πατέρα του. Έτσι, τότε, στην αρχή του 1915, αποφασίζει να εκδώσει τη Μεταμόρφωση ενώ παράλληλα εργάζεται και
σε άλλα διηγήματα.
Η Μεταμόρφωση είναι ένα τρομακτικό κείμενο, ένα έργο παραλόγου, από τα καλύτερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, γραμμένο από έναν βασανισμένο άνθρωπο, έναν αποσυνάγωγο, έναν παρία. Ένα από τα πιο σπαρακτικά έργα του μεγάλου αυτού συγγραφέα. Η έκδοση του «οξέος» είναι εξαίρετη, διανθισμένη με σκίτσα του αργεντίνου σκιτσογράφου Luis Scafati, κάποια από τα οποία δανείστηκα για τη συγκεκριμένη παρουσίαση.
df
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου