Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Κλαίρη Μιτσοτάκη, Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου, Θέματα, πρόσωπα, σκηνές (ΑΓΡΑ)

Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Κάποιες φορές
 δεν πρόφταινε το κερί μου να σβήσει και …

 

 



Το μνημειώδες έργο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (À la recherche du temps perdu) ο Μαρσέλ Προυστ ξεκίνησε να το γράφει το 1909 και το συνέχισε μέχρι τον θάνατό του, το 1922. Την αρχική δομή του την είχε συλλάβει αρκετά νωρίς αλλά ακόμα και μετά την ολοκλήρωση των επτά (7) τόμων, συνέχισε να προσθέτει υλικό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια καταβύθιση στη μνήμη. Μέσω της γραφής ο αφηγητής καταβάλει προσπάθεια να «ανακτήσει» τον χρόνο που έχει περάσει, να «αναβιώσει» γεγονότα, στιγμές και πρόσωπα που τον καθόρισαν, να ξαναζήσει τη ζωή του, εντέλει, και μαζί μ’ αυτήν να αναπλάσει την εποχή του. Η εξιστόρηση αρχίζει από την παιδική του ηλικία. Αφηγείται με λεπτομέρειες στιγμές του προσωπικού του παρελθόντος καθώς σε ώριμη ηλικία πια επιχειρεί να ξανασυναντήσει εκείνα τα πρόσωπα και εκείνες τις καταστάσεις, εικόνες και αισθήσεις που απετέλεσαν την τοιχογραφία της ζωής του.

Το βιβλίο Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Θέματα, πρόσωπα και σκηνές από τις εκδόσεις Άγρα, συνιστά μια ανθολογία χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από τους επτά τόμους του μυθιστορήματος. Η συγγραφέας και μεταφράστρια Κλαίρη Μιτσοτάκη σταχυολογεί σε έναν τόμο 620 περίπου σελίδων πρόσωπα, θέματα και σκηνές, από τις σελίδες, ίσως τις πιο αντιπροσωπευτικές, του Αναζητώντας. Εστίασε σε χαρακτηριστικά πρόσωπα, σε κεντρικά θέματα και σε περιώνυμες σκηνές, δημιουργώντας έναν «οδηγό», μιας πρώτης τάξεως εισαγωγή, στο χαώδες αλλά τόσο γοητευτικό σύμπαν του Προυστ. Στην παρουσίαση του υλικού ακολουθεί τη σειρά ανάπτυξης του συγγραφέα διευκολύνοντας τον αναγνώστη, αμύητο ή/και μυημένο, στην παρακολούθηση της «υπόθεσης» και της πλοκής. Πρόσωπα, φυσιογνωμίες, ψυχολογικά πορτρέτα, συμπεριφορές, ενδύματα, χώροι, τόποι, τοπία, γεγονότα αναπλάθονται αριστοτεχνικά σ’ αυτό το μυθιστόρημα ποταμό και προβάλλουν στα μάτια του αναγνώστη με ενάργεια και λεπτομέρεια.

 

Pierre August Renoir, La Grenouiller, 1869


Πρώτα τα πρόσωπα. Ο αναγνώστης βλέπει μέσα από τις σελίδες μυθιστορηματικές μορφές: τη μητέρα και τον πατέρα του μικρού Μαρσέλ, τη γιαγιά του, την υπηρέτρια Φρανσουάζ, τη θεία Λεονί, τον κοσμοπολίτη Σαρλ Σουάν και την κόρη του, τη Ζιλπμπερντίν, την εταίρα Οντέτ ντε Κρεσύ, τον βαρόνο Σαιντ Λου, τον δούκα και τη δούκισσα ντε Γκερμάντ. Βλέπει, επίσης, τον γιατρό Κοτάρ, τον διπλωμάτη Νορπουά, τον ράφτη Ζυρπιέν, τον συνθέτη Βεντέιγ, τον μουσικό Μορέλ, τον ζωγράφο Ελστίρ, την ηθοποιό Μπερμά και πλήθος άλλους. Τα κύρια πρόσωπα των οποίων τα χαρακτηριστικά αναπτύσσονται στους επτά τόμους του Αναζητώντας, είναι περίπου 300 και όλα περίπου 2000, αν προσθέσουμε και εκείνα που εμφανίζονται μόνο μία φορά.

 «Όταν μια μέρα τον σύστησε [τον Σαρλ Σουάν] στην Οντέτ ντε Κρεσύ ένας παλιός του φίλος, που του είχε μιλήσει για εκείνη σαν μια θεσπέσια γυναίκα με την οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να κάνει κάτι, αλλά παριστάνοντάς την πιο δύσκολη απ’ ό,τι πραγματικά ήταν, για να φανεί ότι του έκανε κάποια εκδούλευση συστήνοντάς την, εκείνη του φάνηκε όχι χωρίς ομορφιά βέβαια, αλλά μ’ ενός είδους ομορφιά που εκείνου του φάνηκε αδιάφορη, που δεν του ενέπνεε κανένα πόθο, του προξενούσε κιόλας ένα είδος φυσικής αποστροφής…  Είχε για τα γούστα του πολύ έντονο προφίλ, το δέρμα της ήταν υπερβολικά εύθραυστο, τα ζυγωματικά υπερβολικά εξογκωμένα, τα χαρακτηριστικά υπερβολικά κουρασμένα. Τα μάτια της ήταν ωραία αλλά τόσο μεγάλα που κάμπτονταν από το ίδιο τους το βάρος, κούραζαν το υπόλοιπο πρόσωπό της και της έδιναν πάντα ένα ύφος κουρασμένο και κακόκεφο».

Έπειτα τα θέματα. Θέματα που αναδεικνύει η Κλαίρη Μιτσοτάκη είναι η μνήμη, ο έρωτας, ο εαυτός και η ταυτότητα, η γοητεία που ασκεί η προφορά των ονομάτων, η ζήλια, ο θάνατος, το Παρίσι με τα τοπόσημά του, τα αστικά και τα αριστοκρατικά σαλόνια, η κοινωνική διαστρωμάτωση, κυρίως η διάκριση των αστών και των αριστοκρατών, οι νοοτροπίες και τα ήθη, η γαλλική επαρχία, το γούστο, η οδύνη του αποχωρισμού, η τέχνη και η καλλιτεχνική δημιουργία, η ομοφυλοφιλία, ακόμα και συγκαλυμμένη, η υπόθεση Ντρέιφους, ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, η ασθένεια και τα γηρατειά  και –πώς θα μπορούσε αλλιώς;- ο χρόνος που περνά ανεπιστρεπτί και η φθορά που επιφέρει. 

 

Pierre August Renoir, Dance


«Αλλά από τη στιγμή που έφτασα στον δρόμο, τι θάμβος! Εκεί που τον Αύγουστο με τη γιαγιά μου δεν είχα δει παρά μόνο φυλλώματα στη θέση που ήταν οι μηλιές, τώρα μέχρι το βάθος του ορίζοντα ήταν ολάνθιστες, μια ανήκουστη πολυτέλεια, με τα πόδια στη λάσπη και με τουαλέτα χορού, χωρίς καμιά προφύλαξη για να μη χαλάσουν το ωραιότερο ροζ σατέν που είχε δει κανείς και που ο ήλιος το έκανε να λάμπει· ο μακρινός ορίζοντας της θάλασσας ήταν σαν να έδινε στις μηλιές ένα φόντο γιαπωνέζικης στάμπας. Αν σήκωνα το κεφάλι για ν’ αντικρίσω τον ουρανό ανάμεσα από τα λουλούδια, τα οποία έκαναν το γαλάζιο σχεδόν βίαιο, χρώμα του να μοιάζει καθισμένο, έδιναν την εντύπωση έδιναν την εντύπωση ότι απομακρύνονταν για να φανεί το βάθος αυτού του παραδείσου».  

Και βεβαίως, οι σκηνές: η πασίγνωστη σκηνή με τις μαντλέν, τις οποίες μπορεί κανείς μας να μην έχει γευτεί, αλλά λίγο πολύ όλοι μας μπορούμε κάτι να πούμε για τη γλύκα που μας έχουν αφήσει, η φωνή της γιαγιάς του αφηγητή από το τηλέφωνο που μόλις είχε κάνει την εμφάνισή του, η επίσκεψη των φαντασμένων αριστοκρατών ντε Γκερμάντ σ’ ένα σαλόνι φιλόδοξων αστών, ένα παραπάτημα στην αυλή των Γκερμάντ, μια μουσική φράση του Βεντέιγ, οι ερωτικές περιπτύξεις της κόρης του μια φίλη της, οι θαλασσογραφίες του Ελστίρ με τους αντικατοπτρισμούς τους, τα ανθισμένα κορίτσια στην παραλία του Μπαλμπέκ, ο ετοιμοθάνατος κύριος Σουάν.

«... πίσω από τα ποικιλόχρωμα μαρμάρινα κάγκελα, η μαμά διάβαζε περιμένοντάς με, έχοντας το πρόσωπο τυλιγμένο με ένα μακρύ τούλινο βέλο μιας λευκότητας το ίδιο σπαρακτικής, όσο και των μαλλιών της, για μένα που ένιωθα ότι η μαμά μου το είχε, θέλοντας να κρύψει τα δάκρυά της, προσθέσει στο ψάθινό της καπέλο, όχι τόσο για να έχει ύφος «αμπιγιέ» μπροστά στους ανθρώπους του ξενοδοχείου αλλά κυρίως για να μου φαίνεται εμένα λιγότερο πενθούσα, λιγότερο θλιμμένη, σχεδόν παρηγορημένη, διότι μην έχοντας με αναγνωρίσει αμέσως, μόλις τη φώναξα από τη γόνδολα, απηύθυνε προς εμένα από το βάθος της καρδιάς την αγάπη της που δεν σταματούσε παρά εκεί όπου δεν υπήρχε πια άλλη ύλη να τη συγκρατήσει στην επιφάνεια του παθιασμένου βλέμματός της …» 

 

Eduard Manet, 1832-1883


«Υποκαθιστά», αναρωτιέται η Ελισάβετ Κοτζιά «η ανθολόγηση το πρωτότυπο έργο;» Και απαντά: «ασφαλώς όχι. Προσφέρει όμως την αφορμή να βυθιστούμε πάλι στις σελίδες του. Και όπως ο ρυθμός του είναι ενιαίος, και η μετάφραση κατόρθωσε να τον αποδώσει, χωρίς δυσκολία περνάμε από το ένα χωρίο στο επόμενο». «Και ας δυσανασχετούμε σε σημεία που έχουν καταγραφεί μέσα μας αλλιώς, όπως λόγου χάριν ο τίτλος», προσθέτει (Καθημερινή 25.5.2025). Στην ίδια, όπως αναφέρει στην αρχή του ίδιου σημειώματος, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο της έδωσε τη δυνατότητα, όταν στα πρώτα νεανικά της χρόνια ένιωσε ένα βαθύ ρήγμα εντός της και άρχισε να μην καταλαβαίνει πώς σκέπτονται οι άνθρωποι και πώς αντιδρούν όσοι την περιβάλλουν, να βρει καταφύγιο στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος. Και να βρει μέσω της παρηγορητική του επίδρασης και της τέλειας αισθητικής του, κάποιες από τις απαντήσεις που επιζητούσε.

Νομίζω ότι κάπως έτσι λειτουργεί και σε πολλούς από εμάς αυτό το έργο: μας δείχνει πώς λειτουργούν, πώς σκέπτονται, πώς μιλούν και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι και πώς βιώνουμε συμπεριφορές των οποίων δεν μπορούμε σε πρώτο, τουλάχιστον, χρόνο να αποκρυπτογραφήσουμε τα κίνητρα και τις αιτίες τους. Δίνει όμως και διέξοδο και σε μια άλλη ανάγκη, ίσως πιο βαθιά για πολλούς από εμάς: την ανάγκη να ξαναδούμε την περασμένη μας ζωή, τα γεγονότα και τα πρόσωπα που όλα μαζί, από τις πιο μικρές μέχρι τις πιο σημαντικές τους λεπτομέρειες, μας έκαναν αυτό που είμαστε ή, μάλλον, αυτό που γίναμε: μια σκηνή χαμένη στο βάθος της μνήμης, κάποια λόγια που μας είπαν ή ακούσαμε να λέγονται σε άλλους, η αγωνία μας για κάτι που περιμέναμε και αργούσε να φανεί, ένα βάδισμα σε έναν δρόμο, ένα τοπίο στην εξοχή, ένας περίπατος στην πόλη ή σε μια παραλία, μια ακούσια συνάντηση, ένα χάδι, κάποια επιβράβευση, ένα μουσικό κομμάτι που μας άρεσε ή δεν μας άρεσε, κάποιο έργο τέχνης που μας εντυπωσίασε, τα φορέματα των γυναικών ή οι αταξίες ενός μεσήλικα, οι απιστίες μιας κυρίας, οι αποτυχημένες μας ερωτικές προσεγγίσεις … το «φρέσκο» ή, το παλίμψηστο της ζωής μας, εν τέλει. Πάνω απ’ όλα όμως μας δίνει την ευκαιρία, όλο το έργο αλλά και αυτή η ανθολόγηση που μας εισάγει σε αυτό, να στοχαστούμε πάνω στον χρόνο που φεύγει ανεπιστρεπτί, δηλαδή στη ζωή που ζήσαμε. Όπως και στη δύναμη της τέχνης, της λογοτεχνίας εν προκειμένω, να αναβιώνει αυτόν τον χρόνο, να μας κάνει να τον «ξαναζούμε», έστω και περασμένο.

Θα επανέλθω όμως. Έτσι κι αλλιώς με τον Προυστ και το Αναζητώντας οι αναγνωστικοί λογαριασμοί θα μένουν πάντα σε εκκρεμότητα.

 

 

 df    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.   Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ...