Όλοι γνωρίζαμε την κοινωνία απ’ όπου βγήκε
αυτό το καθεστώς,...
Τα πρώτα έργα του Πέτερ Βάις ήταν
μια σειρά από αφηγήματα που άρχισαν να εκδίδονται το 1960 (Ο ίσκιος του κορμιού του αμαξά, Αποχαιρετώντας τους γονείς, Καταφύγιο,
Η κουβέντα των τριών πεζοπόρων). Το πρώτο του θεατρικό έργο ήταν το Νύχτα με επισκέπτες που ανέβηκε στο
Σίλλερτεάτερ του Βερολίνο, όμως το έργο που τον καθιέρωσε ήταν το Η καταδίωξη και η δολοφονία του Μαρά. Η Ανάκριση (ο πλήρης τίτλος του έργου είναι: Η
Ανάκριση, σκηνικό ορατόριο σε έντεκα τραγούδια) παρουσιάστηκε για πρώτη
φορά το 1966 από την «Ελεύθερη Λαϊκή Σκηνή» του Βερολίνου σε σκηνοθεσία του
Έρβιν Πισκάτορ. Πρόκειται για «θεατρικό έργο ντοκουμέντο», βασισμένο στα
πρακτικά της δίκης των δημίων των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και
εξόντωσης, κυρίως του Άουσβιτς, που έγινε το 1964 στη Γερμανία.
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στο αρχικό προλογικό σημείωμα του έργου,
στο θεατρικό αυτό έργο δεν επιχειρείται η αναπαράσταση του δικαστηρίου, ούτε,
ασφαλώς, και μια αναπαράσταση του στρατοπέδου επί σκηνής, πράγματα αδύνατα και
τα δύο. Στην πραγματική δίκη, του 1964, παρουσιάστηκαν εκατοντάδες μάρτυρες που
κατέθεσαν τις εμπειρίες τους, τις δοκιμασίες και τις κακουχίες που υπέστησαν
κατά τον εγκλεισμό τους στα στρατόπεδα του θανάτου. Στο έργο, όμως,
επιχειρείται μια συμπύκνωση των καταθέσεων-εμπειριών. Οι μάρτυρες κατηγορίας,
τα θύματα της απίστευτης θηριωδίας, καταθέτουν συμπυκνωμένα, όχι μόνο τις δικές
τους εμπειρίες αλλά και όλων των άλλων κρατουμένων-μαρτύρων. Λειτουργούν,
δηλαδή ως φωνή, ως «φερέφωνο», με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, και όλων
των άλλων συγκρατουμένων τους, ανδρών, γυναικών. Οι διαφορετικές εμπειρίες θεατρικά
δεικνύονται με αλλαγές στις στάσεις των σωμάτων και των φωνών. Δύο (2) είναι
μάρτυρες υπεράσπισης του προσωπικού του στρατοπέδου, δύο (2) είναι γυναικεία
πρόσωπα και όλα τα άλλα, άνδρες. Στο έργο, όπως και στη δίκη οι δεκαοκτώ (18)
μάρτυρες διατηρούν τα δικά τους ονόματα, ενώ την περίοδο της κράτησής τους, ως
γνωστόν, τους είχαν αφαιρεθεί από τους δήμιους, ως προσπάθεια (μιας ακόμα,
συμβολικής) εξόντωσης.

Peter Weiss, 1916-1982
Στην Ανάκριση γίνεται αναφορά σε
όλα τα στάδια και σε όλες τις πτυχές της φρικώδους κατάστασης στην οποία
υποβλήθηκαν τα θύματα και στα οποία τα υπέβαλαν οι δήμιοι: η διαδικασία της επιλογής
κατά την άφιξη, ο χωρισμός των οικογενειών, τα δήθεν λουτρά που, στην
πραγματικότητα, ήταν οι θάλαμοι αερίων, τα ιατρικά πειράματα του δόκτορος
Μένγκελε, η σκληρή καταναγκαστική εργασία, οι εκτελέσεις, οι ξυλοδαρμοί, τα κρεματόρια
και οι αποτεφρώσεις, οι στερήσεις, η πείνα και οι αρρώστιες λίγο πολύ αυτές οι
φρικιαστικές καταστάσεις έγιναν γνωστές αργότερα στις λεπτομέρειές τους από
αφηγήσεις και από κείμενα κάποιων από τους επιζήσαντες αυτής της κόλασης (Ζαν
Αμερί, Ελί Βιζέλ, Πρίμο Λέβι και από άλλους/άλλες). Την εποχή που ανεβαίνει η
παράσταση δεν ήταν ακόμα ευρέως γνωστά. Γι’ αυτό και η παράσταση είχε ισχυρό
αντίκτυπο στο κοινό.
Κάποια στοιχεία πρέπει, ωστόσο, να σημειωθούν όπως επιχειρεί να τα
αναδείξει (και) η παράσταση.
Το πρώτο. Στα στρατόπεδα αυτά συντελούνταν κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε
δευτερόλεπτο, απίστευτες θηριωδίες, πράξεις αδιανόητης απανθρωπιάς, βαναυσότητας,
πράξεις που δεν μπορεί να τις συλλάβει ο ανθρώπινος νους· ίσως ακόμα και η
γλώσσα να μην έχει τα κατάλληλα μέσα για να τις αποδώσει στην ακρίβειά τους. Όταν
οι επιζήσαντες προσπαθούσαν να αποκαλύψουν τα όσα υπέστησαν ή είδαν ως
μάρτυρες, δεν γίνονταν πιστευτοί.
«Μάρτυς
3:
Όταν
μιλάμε σήμερα για τις εμπειρίες μας με ανθρώπους που δεν έζησαν σε στρατόπεδο,
δημιουργείται γι’ αυτούς πάντα κάτι το ακατανόητο. Κι όμως είναι οι ίδιοι
άνθρωποι σαν αυτούς που ήταν κρατούμενοι και φύλακες στο στρατόπεδο. Μια και
φτάναμε εκεί σε πλήθη και μια και οι άλλοι μας μετέφεραν εκεί σε πλήθη, θα
έπρεπε σήμερα να είναι κατανοητή η κατάσταση αυτή. Πολλοί από αυτούς που
μεταφέρθηκαν εκεί ως κρατούμενοι είχαν μεγαλώσει στις ίδιες συνθήκες όπως αυτοί
που βρέθηκαν εκεί ως φύλακες. Είχαν δουλέψει για το ίδιο έθνος, την ίδια
πρόοδο, το ίδιο κέρδος. Κι αν δεν τους έκαναν κρατούμενους, θα μπορούσαν να
είχαν αποδώσει μια χαρά ως φύλακες. Πρέπει να απαλλαγούμε από την υπεροπτική
αντίληψη ότι ο κόσμος του στρατοπέδου μας είναι ακατανόητος. Όλοι γνωρίζαμε την
κοινωνία απ’ όπου βγήκε αυτό το καθεστώς, αυτό το καθεστώς που μπόρεσε να
φτιάξει τέτοια στρατόπεδα».

στιγμιότυπο από την παράσταση του Staatstheater, Στουτγάρδη, 1965
Το δεύτερο. Οι περισσότεροι από τους Γερμανούς (και όχι μόνο) πολίτες είχαν
γνώση των όσων γίνονταν στα στρατόπεδα του θανάτου. Και δεν ήταν μόνο το
στρατιωτικό προσωπικό, τα ανώτερα ή ανώτατα κλιμάκια του ναζιστικού κράτους που
επεξεργάστηκαν και υλοποίησαν τη μαζική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων εκεί. Ήταν
και πολλοί άλλοι: κεφαλαιοκράτες που έθεσαν στην υπηρεσία του ναζιστικού
σχεδίου υποδομές, βιομηχανίες και χρήμα αποσκοπώντας στο κέρδος, επιστήμονες,
κυρίως γιατροί, νοσηλευτές, δημόσιοι υπάλληλοι, από τον ανώτερο της ιεραρχίας
μέχρι τον τελευταίο ταχυδρόμο ή δακτυλογράφο, εκπαιδευτικοί, ακαδημαϊκοί,
δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, υπάλληλοι του σιδηροδρομικού δικτύου, ακόμα και οι
απλοί πολίτες, που έβλεπαν τα τρένα να περνούν από τα χωριά τους και να
αδειάζουν τα φορτία τους, λίγο πιο μακριά από τα σπίτια τους και έμεναν θεατές.
Πολλοί από όσους συνεργάστηκαν με τους δήμιους των στρατοπέδων ή τους εμπνευστές
των σχεδίων της εξόντωσης όχι μόνο δεν διώχτηκαν ποινικά αλλά, αντιθέτως,
έτυχαν ασυλίας και οι ίδιοι και οι επιχειρήσεις τους.
«Κατήγορος:
κύριε
μάρτυς, το θεωρείτε πιθανό ο υπασπιστής του διοικητή του στρατοπέδου να μη
γνώριζε τι συνέβαινε στα κρεματόρια;
Μάρτυς
3:
το θεωρώ
απίθανο. Το καθένα από τα 6.000 μέλη του προσωπικού του στρατοπέδου γνώριζε
αυτά που συνέβαιναν και το καθένα πρόσφερε στα πλαίσια της υπηρεσίας του ό,τι
χρειαζόταν για να λειτουργεί το σύνολο. Κάθε οδηγός ατμομηχανής, κάθε τεχνικός
σιδηροδρόμων, κάθε υπάλληλος του σταθμού που σχετιζόταν με τη μεταφορά ανθρώπων
γνώριζε τι γινόταν στο στρατόπεδο. Η κάθε τηλεγραφήτρια και στενοδακτυλογράφος
που από τα χέρια της περνούσαν εντολές για την αποστολή ανθρώπων το ήξερε.
Καθένας που υπηρετούσε σε μία από τις χιλιάδες υπηρεσίες που ασχολούνταν με
εκκαθαρίσεις ανθρώπων ήξερε τι γινόταν... Ο δρόμος γέμιζε από θεατές όταν μας
έδιωχναν από τα σπίτια μας και μας ανέβαζαν στα βαγόνια. Οι κατηγορούμενοι
αυτής της δίκης στέκονται σαν συνεργοί στο τελευταίο σκαλί. Άλλοι όμως
βρίσκονται πάνω από αυτούς και ποτέ δεν έδωσαν λογαριασμό σε δικαστήριο για τις
πράξεις τους. Μερικοί ζουν ανενόχλητοι. Βρίσκονται σε μεγάλες θέσεις.
Μεγαλώνουν την περιουσία τους κι εξακολουθούν να δουλεύουν ακόμα στα εργοστάσια
εκείνα όπου χιλιάδες κρατούμενοι έχασαν τη ζωή τους».
Το τρίτο. Η υπερασπιστική γραμμή πολλών από τους κατηγορουμένους,
στρατιωτικοί κυρίως, ήταν η υπακοή σε εντολές, υποχρέωση κάθε στρατιώτη. Από καταθέσεις
μαρτύρων προκύπτει ότι, αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, ακόμα και σε αυτήν την
περίπτωση, ήταν δυνατή, έστω μια μικρή ελάφρυνση των κρατουμένων, η επίδειξη
κάποιας στοιχειώδους ανθρωπιάς. Το αν θα επεδεικνυόταν αυτή ήταν κάποτε (και)
στη διακριτική ευχέρεια των διοικητών των επιμέρους μονάδων του στρατοπέδου. Υπήρχαν
όμως μαρτυρίες που κατέθεταν το αντίθετο: πολλοί στρατιωτικοί των στρατοπέδων
είχαν προνόμια, προαγωγές, τιμητικές διακρίσεις ανάλογα με τη βαναυσότητα που
έδειχναν απέναντι στα θύματα και ανάλογα με το πόσους κρατούμενους θα σκότωναν,
ακόμα και σε «στημένες» αποδράσεις.
Τέλος. Αυτό που έγινε στα στρατόπεδα της εξόντωσης της «Τελικής λύσης»,
παρότι φρικώδες και ανήκουστο, υπάρχει κίνδυνος να ξαναγίνει. Αφού έγινε μία
φορά, ποιος αποκλείει την επανάληψή του; Ίσως αυτό να είναι και ένα από τα
ισχυρότερα μηνύματα (κα) αυτού του έργου.
«Μάρτυς 3:
Οι περισσότεροι
από αυτούς που έφταναν στις προβλήτες δεν είχαν καιρό να αναλογιστούν τη θέση τους.
Βουβοί και ταραγμένοι βάδιζαν τον στερνό τους δρόμο κι άφηναν να τους σκοτώνουν
γιατί δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν. Βλέπουμε μπροστά μας αυτά τα εκατομμύρια
στο φως των προβολέων ανάμεσα σε βρισιές και γαβγίσματα σκυλιών κι ο κόσμος
αναρωτιέται σήμερα πώς ήταν δυνατόν ν’ αφήνουν να τους εξοντώνουν. Εμείς που
ζούμε ακόμα μ’ αυτές τις εικόνες ξέρουμε ότι και σήμερα είναι δυνατόν να
προσμένουν εκατομμύρια την εξόντωσή τους και ότι η εξόντωση αυτή μπορεί να
ξεπεράσει ασύγκριτα σε αποτελεσματικότητα τα παλιά μέσα.»
Το συγκλονιστικό αυτό έργο ολοκληρώνεται με το
εξής ανησυχητικό μήνυμα, που είναι ακόμα πιο ανησυχητικό, κατά τη γνώμη μου, στις
μέρες που ζούμε. Το μήνυμα εκφράζεται από τα τελευταία λόγια, που ανήκουν σε κατηγορούμενο
και είναι πάνω κάτω τα εξής: όλοι εμείς ήμασταν τότε στρατιώτες, δεν κάναμε
παρά το καθήκον μας, ακόμα και όταν δεν το θέλαμε. Σήμερα που η χώρα μας είναι
ξανά μεταξύ των ευυπόληπτων εθνών του κόσμου, γιατί αναμοχλεύουμε καταστάσεις
που, κανονικά, θα έπρεπε να είχαν παραγραφεί και να μην ασχολούμαστε με άλλα
πράγματα; Και οι άλλοι κατηγορούμενοι χειροκροτούν και επιδοκιμάζουν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου