Και τότε το σημείο αυτό
γινόταν αναχωρητήριο
ακόμα και αν την ίδια στιγμή
στρίγγλιζε το καμπανάκι του τραμ …
Πόσοι
συγγραφείς, άραγε, έχουν σκεφτεί να γράψουν ένα δοκίμιο για το αποχωρητήριο;
Να ασχοληθούν με αυτό το μέρος της οικίας εξεταστικά και δοκιμιακά; Ο Πέτερ Χάντκε
κάνει αυτό ακριβώς: γράφει ένα δοκίμιο, περίπου εβδομήντα σελίδων στις εκδόσεις
Εστία για το αποχωρητήριο.
Είναι το πιο
απροσδόκητο από τα πέντε δοκίμια του νομπελίστα συγγραφέα και κυκλοφόρησε το 2012 με τον γερμανικό τίτλο Versuch über den Stillen Ort. Όπως σημειώνει
ο Νίκος Μπακουνάκης, «ο Χάντκε δεν ασχολείται με το αποχωρητήριο ως
αφοδευτήριο. Ούτε τον ενδιαφέρει η εθνολογία και η ανθρωπολογία του μέρους. Τον
ενδιαφέρει ως χώρος στιγμιαίας απόσυρσης, αυτό το «επιτέλους μόνος», ως χώρος
προσωρινής παραίτησης και σιωπής, που θα του επιτρέψει σε λίγο να ξαναβγεί στον
κόσμο, να ξαναβρεί με νέο σθένος τη γλώσσα και τη λαλιά (Lifo, 18.2.2024). Και πραγματικά, στο συγκεκριμένο κείμενο εξετάζεται
το «μέρος» ως χώρος που ευνοεί τη στιγμιαία απόσυρση, την πρόσκαιρη αναχώρηση από την πολυκοσμία, τους θορύβους, την ανοησία του πλήθους και τους ποικίλους περισπασμούς της καθημερινότητας, τη φλυαρία των ανθρώπων που κουράζει και την
περιφερόμενη ανοησία, που, δυστυχώς, στους καιρούς μας πλεονάζει σε όλες τις μορφές
της. Από αυτήν την άποψη το αποχωρητήριο είναι μια μικρή ουτοπία, ένα ασφαλές
καταφύγιο από την τύρβη και τον πανικό.
Το αποχωρητήριο, το
μέρος, δηλαδή όπου οι άνθρωποι καταφεύγουν για εκπληρώσουν τις φυσικές ανάγκες της
αφόδευσης και της ούρησης και όπου και οι βασιλείς αποσύρονται κατά μόνας,
εξετάζεται από τον Χάντκε σε πολλές εκδοχές: από το αφοδευτήριο στην αγροικία
του παππού του μέχρι ανάλογους χώρους σε ιαπωνικούς ναούς. Πάντα όμως με την
ίδια οπτική: της (προσωρινής) λυτρωτικής απομόνωσης.
 |
Peter Handke, |
Ο Πέτερ Χάντκε
επιστρέφει στην παιδική του ηλικία, εκεί που διαπιστώνει ότι για πρώτη φορά,
παρακολουθώντας της ταινία Τα αστέρια
κοιτάζουν τη γη και εστιάζοντας σε μια σκηνή, συλλαμβάνει την έννοια του
αποχωρητηρίου ως καταφύγιο και αναχωρητήριο. Κάποιοι έφηβοι στη συγκεκριμένη
ταινία καταφεύγουν εκεί όταν θέλουν να αποφύγουν την παρουσία των ενηλίκων και
όταν αυτή γίνεται αφόρητη. Πηγαίνουν και κλείνονται εκεί για να μην ακούν τη
φλυαρία και μένουν περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται. Ο ένας ήρωας συχνάζει στο «μέρος»
για να «αφουγκραστεί τη σιωπή του», απομονωμένος από τα άλλα διαμερίσματα της οικίας
και από τα πρόσωπά της, εννοείται.
Για τον Χάντκε
το αποχωρητήριο άρχισε να σημαίνει κάτι παραπάνω/διαφορετικό από το προφανές
στο μεταίχμιο της παιδικής με την εφηβική του ηλικία. Συγκρατεί στη μνήμη του
κυρίως το αφοδευτήριο στο αγροτικό σπίτι του παππού του στη νότια Καρεντία, μια
περιοχή στη Σλοβενία, αμέσως μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο: ένα φρεάτιο, πολύ
μακρύ, όπως του φαινόταν τότε, οδηγούσε το υλικό της απόρριψης από την τρύπα
όπου καθόταν ο χρήστης κάτω στον σωρό της κοπριάς που βρισκόταν στον στάβλο με
τα ζώα και σελίδες μια τοπικής εφημερίδας κομμένες που λειτουργούσαν ως χαρτί
υγείας. Εκεί συνειδητοποιεί ότι το αποχωρητήριο είναι μακριά από όλα, από τις φωνές
της αγοράς, από τα τραγούδια των πανηγυριών, από τα όργανα και από κάθε
ενόχληση, εν τέλει. Ωστόσο, τον μάγευε το φως σ’ αυτό το μέρος –όχι ηλεκτρικό
εννοείται, και μάλιστα σε δύο μορφές. Η πρώτη όπως του φαινόταν πως διαπερνούσε
το ίδιο το ξύλο, «φιλτραριζόταν» μέσα από αυτό και ξανάβγαινε προς τα έξω αλλά
μέσα από τους ρόζους των ξύλων, στα σημεία όπου είχε κοπεί το ξύλο για να συνδεθεί
με το διπλανό του· ήταν «έμμεσο» φως, τέτοιο που δεν έβρισκε πουθενά αλλού στο
σπίτι. Η δεύτερη ήταν αυτή που του φαινόταν πως ερχόταν από κάτω του, από το κάθετο
φρεάτιο που οδηγούσε στην κοπριά.
Έπειτα το αποχωρητήριο
του οικοτροφείου. Εκεί καταφεύγει την πρώτη κιόλας μέρα μετά από ένα «ατύχημα» την ώρα του δείπνου. Βρίσκει το πιο απομακρυσμένο αποχωρητήριο
του οικήματος, το επισκέπτεται και μένει ώρα. Εκεί και τότε αρχίζει να συνειδητοποιεί και τον
εαυτό του σε αποχωρητήριο. Ποτέ άλλοτε δεν του είχε συμβεί πριν. Από τη νύχτα
εκείνη το αποχωρητήριο γίνεται για τον συγγραφέα ένα μέρος ασύλου. Αρχίζει να
αποτραβιέται εκεί και να απομονώνεται. Το ίδιο όπως και στο καμαράκι του
εξομολογητηρίου! Εκείνη την εποχή την «έκανε» για το αποχωρητήριο για να «λουφάρει».
Ένα άλλο αποχωρητήριο
ήταν σε σιδηροδρομικό σταθμό. Αφού πέρασε πολλή ώρα παρακολουθώντας την κίνηση
των τρένων, αποτραβήχτηκε στο αποχωρητήριο του σταθμού, ρίχνοντας ένα σελίνι
και παρέμεινε εκεί ολόκληρη τη νύχτα. Ξάπλωσε στα πλακάκια με το σακίδιό του
για προσκέφαλο, βολεύτηκε όπως όπως στον στενό χώρο και συνέχισε να διαβάζει τους
Μπούντεμπροκ. Στο μεταξύ ύπνου και
ξύπνιου, έφταναν στ’ αυτιά του ήχοι του έξω κόσμου: εμπορικές αμαξοστοιχίες,
κραυγές από κουκουβάγιες, ανάλαφρα φυσήματα των δέντρων.
Στα φοιτητικά του
χρόνια, αρχίζει να βρίσκει και άλλους χώρους που λειτουργούσαν το ίδιο με τα
αποχωρητήρια των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων. Στρούγκες για το άρμεγμα
λίγο έξω από τις δημοσιές, θημωνιές και απλώστρες για τα στάχυα στα λιβάδια,
μικροσκοπικές ξύλινες καλύβες στα χωράφια του έδιναν μια παρόμοια αίσθηση
αναχώρησης και απομόνωσης. Την ίδια δοκιμάζει και τους άδειους ναούς ή τη
μοναξιά των νεκροταφείων, δεν του αφήνουν όμως την ίδια αίσθηση.
«…αξιοσημείωτο είναι το ότι, εκείνη την
εποχή, τα επίσημα ή κατά κοινή ομολογία αναχωρητήρια, όσον αφορά εμένα, δεν
άξιζαν το όνομά τους. Ναι μεν, ιδίως τα φοιτητικά χρόνια, με τραβούσαν οι
άδειες εκκλησίες και τα νεκροταφεία της πόλης. Όμως από τους οίκους του θεού, τους
τόσο απομονωμένους από την τύρβη, δεν εκπορευόταν ποτέ, τουλάχιστον αυτό μου
υπαγορεύει η μνήμη μου, η παραμικρή σπίθα φωτός ή θαλπωρής· το πολύ πολύ, αν
ήμουν τυχερός, μια γλυκιά αχνοφεγγιά και κάποιο φευγαλέο θυμίαμα στην άκρη, που
σε ηρεμούσε… Το πρώτο νεκροταφείο που μέσα του ένιωσα να βρίσκομαι σε
αναχωρητήριο, και τι αναχωρητήριο, ήταν πολύ αργότερα στην Ιαπωνία, και
μεταμορφώθηκε σε τέτοιο μέσω της τουαλέτας του που βρισκόταν μες στη μέση».
Στα φοιτητικά του χρόνια σε ένα
αποχωρητήριο της σχολής του συναντά έναν από τους καθηγητές του να λούζεται σε
έναν νιπτήρα του αποχωρητηρίου. Μετά από λίγο αρχίζει να λούζεται και ο ίδιος εκεί, και μάλιστα, συστηματικά. Πάντως
σταδιακά μέσα στο αποχωρητήριο αρχίζει αναλύσεις αυτοπροσδιορισμού. Ο χώρος αυτός
λειτουργεί υποδειγματικά για ενδοσκόπηση μπροστά από τον καθρέφτη του νιπτήρα και κάτω από το φως νέον. Ο συγγραφέας
νιώθει πλέον «λιποτάκτης», «διαιτητής ποδοσφαίρου ή, έστω λάινσμαν», πάντως όχι πρωταγωνιστής.
Μεσολαβούν πολλά άλλα WC, τρένων,
αεροπλάνων, ώσπου την προσοχή του τραβά το αποχωρητήριο ενός ιαπωνικού ναού,
που όπως του φάνηκε βρισκόταν σε νεκροταφείο. Βρίσκει το βιβλίο του Τανιζάκι Εγκώμιο της σκιάς, εκεί όπου ο Τανιζάκι
εκθειάζει την αρχιτεκτονική των αποχωρητηρίων των ιαπωνικών ναών, θεωρώντας τους
τα μέρη εκείνα όπου το πνεύμα βρίσκει την πραγματική ηρεμία, ανώτερα από τα
τεϊοποτεία. Ο ναός είναι στη Νάρα, έναν τόπο που για τον Χάντκε χαρακτηρίζεται
για τη φιλοξενία και τη θαλπωρή με την οποία τυλίγει τον επισκέπτη. Το διαυγές
γεμάτο ανταύγειες μισοσκόταδο, το σύθαμπο τον συνεπήρε. «Ήταν κάτι όμορφο,
θεσπέσιο», ομολογεί.
 |
Nara, Japan |
«Το «μέρος» στη Νάρα ήταν ένας τόπος
απελευθέρωσης. Δεν ήταν απλώς καταφύγιο, άσυλο, από-χωρητήριο. Ήταν εκείνη την
ώρα του πρωινού ένας τόπος ανεπανάληπτος, που ίσως δεν είχε υπάρξει ποτέ στο
παρελθόν, ο κατ’ εξοχήν «τόπος». Μέσα του αποτίναξα τους φραγμούς, έμπλεος μιας
ενέργειας που ήταν αναζωογονητικά απροσδιόριστη… έφερνε γαλήνη και την ίδια
στιγμή σε κέντριζε, σε παρακινούσε –σ’ έκανε να νιώθεις ανήμερος, αχαλίνωτος,
σαν να σού είχαν κάνει μάγια, άτρωτος…»
Από την άλλη τα αποχωρητήρια ενδιέφεραν τον Χάντκε και
για τα όσα διαδραματίζονταν εκεί. Αυτά με τη γεωμετρία τους είναι γι’ αυτόν
τόποι όπου, μαζί με άλλους, βέβαια, που ο κόσμος διαμορφώνεται. Τα πιο παράξενα
αποχωρητήρια, σημειώνει, είναι αυτά που έχουν σχεδιαστεί ακριβώς για να είναι
πολύ πολύ μακριά από την τύρβη του κόσμου και τους θορύβους της καθημερινότητας:
(πολύ) κάτω από εστιατόρια ή από συνεδριακά κέντρα, κάτι σαν κατακόμβες που, γι’
αυτόν μοιάζουν με τους τόπους των δικών του ονείρων: περίπλοκοι, λαβυρινθώδεις,
μισοσκότεινοι ή, αλλιώς, ημιφωτισμένοι.
Τελικά, το να ψάχνει με τέτοια επιμονή ο συγγραφέας τα
αποχωρητήρια, μήπως ήταν μια τάση φυγής από την κοινωνία; Ή έστω, ενός κορεσμού
από την υπερβολική κοινωνικότητα; Μερικές φορές, ναι, ομολογεί. Αναμφίβολα. Ήταν
για αυτόν η αίσθηση του «επιτέλους μόνος». Αλλά την ίδια στιγμή οι ήχοι που
έρχονταν μέσα εκεί στον χώρο της απομόνωσης από τον έξω (άνεμος, τρένο, νερά
ποταμού, τραμ, ομιλίες και γέλια ανθρώπων, μουσικές, χοροί κλπ) ανασημασιοδοτούνταν· γίνονταν μέσα σε αυτόν τον χώρο και όπως έρχονταν απ' έξω, κάτι πιο οικείο, πιο φιλικό. Έτσι, αυτή τη απόδραση από την τύρβη, που του
παρείχε το αποχωρητήριο, χρησίμευε στον συγγραφέα για να επιστρέψει ξανά στους δικούς
του πίσω, στους θορύβους και στη ζωή, εν γένει.
Το δοκίμιο για το αποχωρητήριο ο Πέτερ Χάντκε άρχισε να το γράφει στη Γαλλία, σε μια ενδιάμεση, μεταιχμιακή, ζώνη, ανάμεσα στο Παρίσι και
τη Νορμανδία, ανάμεσα στη μεγαλούπολη και τη θάλασσα. Αλλά το αποχωρητήριο, όπως το παρουσιάζει στο κείμενό του είναι από μια άποψη, επίσης ένας ενδιάμεσος χώρος, ένα ουτοπικό καταφύγιο. Για
τον Χάντκε –ξέροντας στοιχεία της ζωής του και τη διαρκή μετακίνησή του– θα μπορούσε
επίσης να λειτουργήσει και ως μεταφορά για την έλλειψη στέγης και τη διαρκή
αναζήτηση μιας πατρίδας.
Πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, που, αν μη τι
άλλο μας κάνει να βλέπουμε κάπως διαφορετικά αυτό τον χώρο του σπιτιού μας, του
γραφείου μας, του σχολείου μας, του εστιατορίου του σταθμού κ.ο.κ. και που
άλλοτε το λέμε «μέρος», «αποχωρητήριο», «τουαλέτα», «WC», «αφοδευτήριο», «απόπατο» ή όπως αλλιώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου