Συχνά στις μεγάλες καταστροφές
οδηγούμαστε με μικρά βήματα…
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1933 σε κάποια από τις αίθουσες του Ράιχσταγκ
λαμβάνει χώρα μία μυστική σύσκεψη. Σε αυτή μετέχουν υψηλόβαθμα στελέχη του
ναζιστικού κόμματος και είκοσι τέσσερις εκπρόσωποι του γερμανικού οικονομικού κατεστημένου,
μεγαλοβιομήχανοι οι περισσότεροι. Βρισκόμαστε λίγες ημέρες πριν από τις
κρίσιμες εκλογές και το ναζιστικό κόμμα χρειάζεται χρηματοδότες. Συνεπώς, οι
μεγαλοβιομήχανοι και οι άλλοι γερμανοί κεφαλαιοκράτες πρέπει να περάσουν από το
ταμείο για να συμβάλουν οικονομικά στην επικράτηση του κόμματος. Βεβαίως
προσδοκούν σοβαρά ανταλλάγματα, τα οποία, ασφαλώς, θα κερδίσουν. Οι καπιταλιστές
ποτέ δεν δίνουν κάτι χωρίς αντάλλαγμα. Στη σύσκεψη μετέχουν τα πιο επιφανή
ονόματα του γερμανικού κεφαλαίου: Κρουπ, Φέγκλερ, Κουάντ, Φλικ, Τέγκελμαν,
Σπριγκόρομ, Σνίτσλερ, Στίνες, Σούλτε, Ρόιτερ, Γκάουερτ, Λέβενσταϊν, Φινκ, ο δρ.
Στάιν, Βιτσλέμπεν, Χόιμπελ, Ρόστεργκ ... που εκπροσωπούσαν την Opel, τη Varta, την Τelefunken, την Αgfa, τη Siemens, την IG Farben, τη BMW, την Allianz, τη Βayern και άλλες βιομηχανίες και επιχειρήσεις.
Άλλωστε δεν είναι και λίγα αυτά που υπόσχεται το ναζιστικό κόμμα για την
κερδοφορία τους. Επίσης, οι μεγάλες και σοβαρές επιχειρήσεις πάντα έχουν ένα
«κομπόδεμα» στην άκρη για να μπορούν να κάνουν δώρα, λόμπινγκ, χρηματοδοτήσεις
κομμάτων.
«Άκουσαν. Τα πιο ουσιώδη συνοψίζονταν στα εξής: έπρεπε να μπει τέλος σε ένα
αδύναμο καθεστώς, να απομακρυνθεί η κομμουνιστική απειλή, να διαλυθούν τα
συνδικάτα και να επιτραπεί σε κάθε εργοδότη να γίνει Φύρερ στην επιχείρησή του.
Η ομιλία κράτησε μισή ώρα. Όταν ο Χίτλερ τελείωσε, ο Γκούσταφ σηκώθηκε, έκανε
ένα βήμα μπροστά και, στο όνομα όλων των παρόντων προσκεκλημένων, τον
ευχαρίστησε για την ξεκάθαρη εικόνα που δόθηκε, επιτέλους, προς το πολιτικό
τοπίο. Ο καγκελάριος χαιρέτησε ξανά στα γρήγορα όλους πριν φύγει. Τον
συνεχάρησαν. Έδειξαν αβρότητα. Μόλις εκείνος αποχώρησε, ο Γκαίρινγκ πήρε τον
λόγο, ξαναδιατυπώνοντας ζωηρά κάποιες ιδέες, ύστερα μίλησε πάλι για τις εκλογές
της 5ης Μαρτίου. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να βγούνε από
το αδιέξοδο. Αλλά για να γίνει προεκλογική εκστρατεία, χρειάζονται χρήματα και
το ναζιστικό κόμμα δεν είχε πια δεκάρα τσακιστή. Εκείνη τη στιγμή, ο Χιάλμαρ
Σαχτ σηκώθηκε, χαμογέλασε στην ομήγυρη και φώναξε: «Και τώρα κύριοι, περάστε
από το ταμείο…. Η πλειονότητα των προσκεκλημένων, λοιπόν, κατέβαλε μερικές
εκατοντάδες χιλιάδες μάρκα.»
Στις 12 Μαρτίου του 1938 στην ημερήσια διάταξη είναι η προσάρτηση της
Αυστρίας στο Ράιχ, αυτή η προσάρτηση που θα ονομαστεί «Άνσλους». Λίγες μέρες
πριν ο αυστριακός δικτατορίσκος καγκελάριος Κουρτ φον Σούσνιγκ συναντάται με
τον Χίτλερ στο Μπέργκχοφ. Μετά τις τυπικές αβρότητες, ο Χίτλερ, πίσω από τις
κλειστές πόρτες, αρχίζει να καθυβρίζει την Αυστρία, καταλογίζοντας στη χώρα του
μηδενική συμμετοχή στην ιστορία. Μετά διατυπώνεται ρητά ο εκβιασμός: το Ράιχ
απαιτεί από την Αυστρία πλήρη ελευθερία στη διακίνηση εθνικοσοσιαλιστικών
ιδεών, απελευθέρωση όλων των κρατουμένων για ναζιστικές ιδέες και διορισμό σε
καίριες θέσεις του αυστριακού κρατικού μηχανισμού υψηλόβαθμων γερμανών ναζί·
μάλιστα ζητείται η άμεση εφαρμογή αυτών των απαιτήσεων. Κάθε προσπάθεια του
Σούσνιγκ να μετριαστούν οι γερμανικές απαιτήσεις προσκρούει στην
αποφασιστικότητα και στον κυνισμό του Χίτλερ: «υπόγραψε το σχέδιο όπως είναι!»,
είναι η απάντησή του. Παρά τον ελιγμό που επιχείρησε ως ύστατη κίνηση, ο
Σούσνιγκ υποχρεώθηκε να υπογράψει, τελικώς μια συμφωνία επονείδιστη.
Μία ημέρα πριν από την προσάρτηση της Αυστρίας, στην κατοικία του πρωθυπουργού
της Μεγάλης Βρετανίας, το πρωθυπουργικό ζεύγος Τσάμπερλεν παραθέτει το
αποχαιρετιστήριο δείπνο προς τιμήν του αποχωρούντος από τη Μεγάλη Βρετανία,
πρέσβη Ρίμπεντροπ, ο οποίος παρίσταται με τη σύζυγό του και ο οποίος έχει ανακληθεί στο Βερολίνο και έχει ήδη
αναβαθμιστεί σε υπουργό των Εξωτερικών του Ράιχ. Κάπου στο μέσον του δείπνου,
στο οποίο μετέχει και ο Τσόρτσιλ, μεταφέρεται εμπιστευτικά στον Τσάμπερλεν ένα
πολύ σοβαρό νέο από το Φόρειν Όφις. Όμως το γεύμα δεν είναι δυνατόν να
διακοπεί. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά παρατείνεται βασανιστικά εξαιτίας των
Ρίμπεντροπ· παρατείνεται σαδιστικά. Οι Ρίμπεντροπ ξέρουν το περιεχόμενο του
μηνύματος αλλά εκμεταλλευόμενοι την παροιμιώδη ευγένεια των Τσάμπερλεν, κατορθώνουν με το πρόσχημα του δείπνου να αποσπάσουν τον Βρεταννό πρωθυπουργό από τα καθήκοντά του μια τέτοια κρίσιμη στιγμή. Το
πολύ σοβαρό αυτό μήνυμα έλεγε ότι οι Γερμανοί είχαν εισβάλει στην Αυστρία.
Ωστόσο τα άρματα μάχης panzer, και γενικά η
πολυδιαφημισμένη γερμανική στρατιωτική μηχανή, που τόσο εκθειάζεται στο
επίκαιρα της εποχής, βρίσκονται σχεδόν ακινητοποιημένα κάπου στα σύνορα με την
Αυστρία. Τα panzer δεν είναι ακόμα
τελειοποιημένα και ζορίζονται υπερβολικά. Για κάποιο διάστημα μένουν κολλημένα στο
Λιντς. Τελικά ο γερμανικός στρατός πέρασε τα σύνορα, αλλά κάπως άτακτα και με
βραδύτητα. Ο ίδιος ο Χίτλερ ξεκινά από το Μόναχο για να φτάσει στη Βιέννη με
μεγάλη συνοδεία. Μάλιστα γίνεται και μια τάση στο Μπράουναου, στο μέρος και στο σπίτι όπου
γεννήθηκε. Στις 15 Μαρτίου του 1938 οι Αυστριακοί, μπροστά στο αυτοκρατορικό
παλάτι, περιμένουν την άφιξη των γερμανικών στρατευμάτων με ανυπομονησία όπως
στο ποίημα του Καβάφη. Ο Χίτλερ εκφωνεί λόγο: ανακοινώνει το Άνσλους, διώξεις
Εβραίων και κυριαρχία. Εν τω μεταξύ έχουν αρχίσει οι διώξεις εναντίον των
Εβραίων της Βιέννης. Στην αυστριακή πρωτεύουσα εκείνη την περίοδο σημειώνεται
κύμα αυτοκτονιών. Χίλιες επτακόσιες περίπου μέσα σε μία εβδομάδα· οι αυτόχειρες
ήταν Εβραίοι.
«Μερικές φορές φαίνεται πως αυτό που μας συμβαίνει είναι γραμμένο σε
εφημερίδες που κυκλοφόρησαν καιρό πριν, ότι είναι ένα κακό όνειρο που έχουμε
δει. Έξι μήνες αργότερα, στο Μόναχο, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1938 βρισκόμαστε
στο Μόναχο για την περίφημη Συμφωνία. Για να σταματήσουν τις ορέξεις του Χίτλερ
ξεπουλάνε την Τσεχοσλοβακία. Στο μεγάλο χωλ, ο πολυέλαιος κουδουνίζει, τα
κρεμαστά κρύσταλλα, σαν καμπανάκια που τα πηγαινοφέρνει ο αέρας, παίζουν την
αιθέρια παρτιτούρα τους πάνω από τους μπαμπούλες. Οι ομάδες του Νταλαντιέ και
του Τσάμπερλεν προσπαθούν μέσω μιας γκροτέσκας αναμέτρησης, να αποσπάσουν από
τον Χίτλερ γελοίες υποχωρήσεις.»
Μερικά, λίγα, χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1944, ο γερο Γκούσταβ Κρουπ,
ένας από τους βαρόνους του 1933, που μετείχε στη σύσκεψη και είχε «ξηλωθεί» για
το κόμμα ετοιμάζεται να δραπετεύσει σε κάποιο ήσυχο μέρος της γερμανικής
επαρχίας για να σωθεί από την επέλαση των συμμάχων μέχρι να κατακάτσει ο
κουρνιαχτός. Μόλις περάσουν οι δύσκολες μέρες θα κάνει μπίζνες και με τη διάδοχη
κατάσταση. Κι αν όχι ο ίδιος, γιατί έχει μαλάκυνση και είναι βυθισμένος στη
σιωπή, σίγουρα η Μπέρτα με τον διάδοχό του, τον Άλφριντ. Κατά τη διάρκεια του
δείπνου για τα εβδομηκοστά του γενέθλια, ο γερο Κρουπ σηκώνεται και δείχνει προς τη σκοτεινή πλευρά του
δωματίου. Οι καλεσμένοι, η σύζυγός του, το υπηρετικό προσωπικό, όλοι, παγώνουν. Τι βλέπει, άραγε, αυτός ο γέρος εκείνη τη στιγμή; Τις χιλιάδες των
Εβραίων που ζήτησε και πήρε από τους ναζί για να τους έχει ως εργάτες, σκλάβους
το ορθότερο, στα εργοστάσιά του. Χιλιάδες ήταν αυτές οι ψυχές... Και βλέπει όχι
μόνο αυτούς τους κολασμένους που είχε στη δική του επιχείρηση, στη χαλυβουργία
του, που την επίμαχη περίοδο έκανε «χρυσές δουλειές» αλλά και τις άλλες
χιλιάδες που είχαν και τα άλλα είκοσι τρία καλογυαλισμένα καθάρματα στις δικές
τους επιχειρήσεις. Έχουν βγει από τον Άδη και τον κοιτάζουν με τα μάτια
ορθάνοιχτα, γυάλινα.
Η χαλυβουργία των Κρουπ ήταν μία από αυτές πάνω στις οποίες βασίστηκε η Ένωση
για τον Χάλυβα και για τον Άνθρακα...Η βάση της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης,
της ειρήνης και των δικαιωμάτων. Πριν δεχτεί να καταβάλει αποζημιώσεις, καθυστέρησε
τις διαδικασίες για δύο ολόκληρα χρόνια.
![]() |
| Eric Vuillard, 1968 |


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου