Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Rainer Maria Rilke, Οι σημειώσεις για τον Μόλτε Λάουριντς Μπρίγκε (Κίχλη)

 

Ώστε, λοιπόν, οι άνθρωποι έρχονται εδώ για να ζήσουν,
 εγώ θα έλεγα πως έρχονται για να πεθάνουν
 

 

 

 


Τον Φεβρουάριο του 1904 ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε επισκέφτηκε με τη συζυγό του τη Ρώμη. Ήδη από τις πρώτες μέρες της παραμονής του στη Ρώμη, η σκέψη του ταξίδευε σε άλλους τόπους, στη Ρωσία, στις Σκανδιναβικές χώρες, ιδίως στη Δανία, στη Γαλλία, στη Γερμανία. Ωστόσο, εκεί, τη Ρώμη, άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Σημειώσεις για τον Μόλτε Λάουριντς Μόλτε, στο οποίο τότε είχε δώσει τον τίτλο Μ.Λ. Λάρσεν. Σύμφωνα με τον ίδιο, εκείνη η πρώτη μορφή συνιστούσε «μια συμπαγή, αδιάλειπτη πρόζα, αλλά και μια πρόοδο». Η επίσκεψη όμως της μητέρας του στη Ρώμη και κάποια άλλα συμβάντα, ήσσονος σημασίας, του προκάλεσαν δυσθυμία, με αποτέλεσμα να μην ασχοληθεί περισσότερο με αυτό. Πάντως τον Ιούνιο του ίδιου έτους, του 1904, επισκέφτηκε τη Δανία, την πατρίδα του ήρωά του. Η συγγραφή του μυθιστορήματος διήρκεσε έξι χρόνια, έως το 1910. Από την αλληλογραφία του μαθαίνουμε ότι το τελευταίο μέρος το επεξεργάστηκε από τον Δεκέμβριο του 1908 έως τα τέλη του 1909. Όταν το έργο ολοκληρώθηκε, το υλικό παρουσίαζε μεγάλα προβλήματα: καθώς ήταν διασκορπισμένο σε πολλά τετράδια, στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν δυσανάγνωστο. Ο Ρίλκε ζήτησε από τον εκδότη του έναν έμπειρο αντιγραφέα στον οποίο θα υπαγόρευε το κείμένό του. Ύστερα από μακρά συνεργασία με μια έμπειρη γραμματέα, στο σπίτι του εκδότη του, τελικώς το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1910 σε δύο μικρούς τόμους από τις εκδόσεις Insel. 

 

R.M. Rilke, 1875-1926

Όταν κυκλοφόρησε η υποδοχή ήταν και θετική και αρνητική. Το στοιχείο που καθυστέρησε την αποδοχή και καθιέρωσή του ήταν η πρωτοποριακή γραφή και ο μοντερνισμός. Ακόμα και η στενή του φίλη, Έλεν Κέυ, εμφανώς σοκαρισμένη, το χαρακτήρισε «εξωφρενικό». Από την άλλη, υπήρξαν και κριτικοί που το επαίνεσαν για τη λυρική του γλώσσα και άλλοι που το χαρακτήρισαν αντιπροσωπευτικό δείγμα του μοντερνισμού. Και ο ίδιος ο Ρίλκε, μετά την ολοκλήρωση και την έκδοση αυτού του έργου του, σε κρίση δημιουργικότητας, πίστευε πως με αυτό είχε ολοκληρώσει τη συγγραφική του διαδρομή: ό,τι είχε να πει το είπε με αυτό το βιβλίο. Γενικά, πάντως θεωρείται το πρώτο μοντερνιστικό μυθιστόρημα της γερμανόφωνης λογοτεχνίας.

Ο Μόλτε Λάουριντς Μπρίγκε, ένας εικοσιοχτάχρονος Δανός ευπατρίδης, γόνος παρηκμασμένης αριστοκρατικής οικογένειας, στα όρια της φτώχειας, μεταβαίνει στο Παρίσι με σκοπό να αφιερωθεί στη λογοτεχνία, ειδικά στην ποίηση. Πριν όμως θέλει να δει την πόλη, τους ανθρώπους, το περιβάλλον, εν γένει. Πάνω στο περιβάλλον αυτό προβάλλει εικόνες του δικού του εσωτερικού κόσμου, ο οποίος κυριαρχείται από το άγχος, την ανασφάλεια και τον φόβο. Επιδιώκει «βλέποντας» να ξεπεράσει τους φόβους του, την κρίση ταυτότητας και την αίσθηση αποξένωσης που του προκαλεί, νεοφερμένος καθώς είναι, μια μεγάλη πόλη όπως το Παρίσι.  Οι ήχοι/θόρυβοι της πόλης εισέρχονται στο δωμάτιό του, στον χώρο όπου ζει σε συνθήκες απόλυτης μοναξιάς και ένδειας. Το Παρίσι λειτουργεί σαν φυλακή αλλά και σαν καθρέφτης (και η πόλη, και οι άνθρωποι και το δωμάτιό του και η κατάσταση της μόνωσης). Πάνω σε αυτόν τον καθρέφτη προβάλλονται είδωλα του εαυτού του. Η αποξένωση τώρα μετατρέπεται σε υπαρξιακή αγωνία. 

 

Paris, 1910


Τα πλήθη, η πολυκοσμία του προκαλούν φόβο. Δεν είναι ακριβώς ο φόβος της επαφής με τους άλλους όσο η αίσθηση του θανάτου που του υποβάλλουν οι συνωστισμένοι άνθρωποι. Χαρακτηριστική είναι η εναρκτήρια πρόταση του βιβλίου: Ώστε, λοιπόν, οι άνθρωποι έρχονται εδώ για να ζήσουν, εγώ θα έλεγα πως έρχονται για να πεθάνουν. Τους ανθρώπους, όπως τους παρατηρεί, τους χωρίζει σε δύο κατηγορίες: τους περαστικούς (passants) και τους περιπλανώμενους (flaneurs). Ο ίδιος έχει στοιχεία και των δύο, με τη διαφορά ότι αυτός ως «παρατηρητής» εντοπίζει σε κάθε τι που βλέπει, αντικείμενα, τόπους, ανθρώπους, το ατελέσφορο (και το παράλογο;) της ύπαρξης, το τέλος που σημαίνουν η φθορά και ο θάνατος. Ο Μπρίγκε από την αρχή ως το τέλος του βιβλίου ζει σε μια κατάσταση απόλυτης μοναξιάς. Με κανέναν δεν συναντιέται, με κανέναν δεν συνομιλεί, καμιά κοπέλα δεν ερωτεύεται, με καμιά δεν κάνει έρωτα. Περιπλανώμενος στους δρόμους του Παρισιού, μαθαίνει να «βλέπει», εξασκεί τη ματιά του. Στην πραγματικότητα δεν ξέρει τι θα πει χαρά· δεν χαμογέλα ποτέ. Μόνο βλέπει, παρατηρεί, περιγράφει την ασχήμια και τη δυστυχία, διαβάζει, αυνανίζεται και μένει μόνος.


«Η ύπαρξη του τρομερού σε κάθε μόριο του αέρα. Το εισπνέεις με όλη του τη διαφάνεια. Μέσα σου όμως γκρεμίζεται, γίνεται σκληρό, αποκτά γωνίες, γεωμετρικές φόρμες ανάμεσα στα όργανα, γιατί όλα τα μαρτύρια και οι φρικωδίες που έχουν συμβεί στους τόπους εκτελέσεων, στα μπουντρούμια των βασανιστηρίων, στα τρελοκομεία, στα χειρουργεία, κάτω από τα τόξα των γεφυριών στο όψιμο φθινόπωρο: όλα είναι καμωμένα από μια συνεκτική αφθαρσία, όλα αυτά αλληλοτροφοδοτούνται, φθονούν κάθε ύπαρξη και είναι προσκολλημένα στη φοβερή τους πραγματικότητα. Οι άνθρωποι θα ήθελαν να μπορούσαν να ξεχάσουν πολλά από αυτά. Ο ύπνος τους λιμάρει απαλά τέτοιου είδους αυλακώσεις του εγκεφάλου, όμως τα όνειρα εκτοπίζουν τον ύπνο, σχεδιάζοντας τα ίδια σχήματα από την αρχή.»


Paris, 1910


Το μόνο, κάπως πιο «φωτεινό», αλλά όχι εντελώς ανέφελο, μέρος του βιβλίου είναι αυτό που αναφέρεται στην παιδική του ηλικία. Ζει σε ένα περιβάλλον ειδυλλιακό, στην ύπαιθρο, στον οικογενειακό πύργο, με αγάπη, στοργή, προστασία και φροντίδα. Μεγαλώνει με αριστοκράτες αυλικούς, γκουβερνάντες, δασκάλους, υπηρέτες και συγγενείς. Τελικά, οι χώροι όπου πέρασε ο Μόλτε την παιδική του ηλικία και τα πρόσωπα που τον περιστοίχιζαν συνιστούν γι’ αυτόν έναν «τόπο» όπου κάποιος θα μπορούσε να έχει έναν «κανονικό» θάνατο, δηλαδή μια ζωή με βασικό στοιχείο την αγάπη και την κατανόηση.

«Η μαμά τραβούσε τα μικρά συρτάρια που ήταν όλα άδεια. "Αχ, τριαντάφυλλα!" έλεγε σκύβοντας ελαφρά προς την ξεθυμασμένη, αλλά όχι εντελώς σβησμένη ευωδία τους. Είχε πάντα την εντύπωση πως θα μπορούσε να βρει έξαφνα σε κάποια κρυφή θήκη, που κανείς εν είχε σκεφτεί και που θα άνοιγε αν πίεζες κάποιο κρυμμένο ελατήριο. «Μπορεί να πεταχτεί μπροστά στα μάτια σου, θα δεις», έλεγε με ύφος σοβαρό και φοβισμένο, τραβώντας όλα τα συρτάρια…»

Κύριο στοιχείο των Σημειώσεων του Μόλτε Λάουριντς Μπρίγκε είναι η αποσπασματικότητα. Στην αποσπασματικότητα αυτή όλα τα επεισόδια λειτουργούν ως ψηφίδες και συνθέτουν ένα μωσαϊκό. Προφανώς πρόκειται για επιλογή: σκοπός του Ρίλκε είναι, και δια της γραφής και δια της μορφής που έχει το έργο, να μεταδοθεί στον αναγνώστη η αδυναμία σύλληψης του κόσμου σαν ένα ενιαίο και συμπαγές όλον, σαν μια ενιαία και πλήρης εικόνα, της αδυναμίας μας να έχουμε μια πλήρη εικόνα της πραγματικότητας. Ο αφηγητής μεταμορφώνεται γιατί συνδυάζει αυτές τις διαφορετικές όψεις της ζωής (του ιδίου και άλλων) για να συνθέσει/κατασκευάσει αυτό το μωσαϊκό. Το ίδιο όμως κάνει και ο αναγνώστης.

Ενδιαφέρον έχει να δούμε το έργο και άλλων λογοτεχνών που γράφουν την ίδια περίοδο με τον Ρίλκε: ο Κάφκα («Περιγραφή ενός αγώνα», «Προετοιμασίες για ένα αγροτικό γάμο» και ξεκινούσε το «Ημερολόγιο»), ο Προυστ, που έγραψε ένα μέρος του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», ο Ζιντ («Η στενή πύλη), ο Μανν («Τόνιο Κρέγκερ», «Θάνατος στη Βενετία»), ο Μούζιλ που αναφέρει στο ημερολόγιό του ότι ξεκινά να γράφει το «Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες», ο Τζόυς («Οι Δουβλινέζοι» και το «Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία»), ο Έλιοτ («Προύφροκ»).    

Η ανάγνωση αυτού του δαιδαλώδους έργου απαιτεί προσήλωση, επιστροφές σε προηγούμενα σημεία, υπομονή. Η συνειδητοποίηση των  χρονικών παλινδρομήσεων, ας πούμε, από τους Πάπες της Αβινιόν στη Δανία του 17ου και του 19ου αιώνα και η επάνοδος στη ζωντανή πραγματικότητα του παρόντος του Παρισιού του 1910, καθώς και οι θαμμένες μνήμες του αφηγητή, απαιτούν μεγάλη προσοχή και συγκέντρωση.  Το βιβλίο είναι από εκείνα που λέμε «δύσκολα», «δύσβατα». Απευθύνεται σε αναγνώστες που δεν βιάζονται και, προφανώς, σε αναγνώστες που θα επιστρέψουν κάποια στιγμή σε αυτό σε προσεχή χρόνο. Προσωπικά το έχω διαβάσει δύο φορές από το 2021 που το αγόρασα. Αριστούργημα.     

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.   Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ...