Βαρέθηκα να ‘μαι το καλό Εβραιόπουλο,που δημόσια είμαι ο καμάρι των γονιών τουκαι ιδιωτικά ο πρωταθλητής της χούφτας!
Σε
συνέντευξη που είχε δώσει στoν Τζορτζ
Πλίμπτον για τη New York Book Revue το 1969, έτος που κυκλοφόρησε
το Σύνδρομο του Πορτνόυ, ο Φίλιπ Ροθ
αναφέρει ότι στο βιβλίο αυτό διοχετεύτηκαν
ιδέες που υπήρχαν στο μυαλό του από το ξεκίνημα της συγγραφικής του διαδρομής·
συγκεκριμένα, αναφέρθηκε σε ιδέες περί ύφους και αφήγησης. Το Σύνδρομο του Πορτνόυ, για παράδειγμα,
προχωρεί μέσα από την αλληλοδιαδοχή «συνειδησιακών δομικών υλικών» , μέσα από
κομμάτια, δηλαδή, υλικού ποικίλων σχημάτων και μεγεθών που στοιβάζονται το ένα
πάνω στο άλλο και διατηρούν τη συνοχή τους (και ανακαλούνται) μέσω των
συνειρμών περισσότερο και λιγότερο μέσω της χρονικής διαδοχής. Από την άλλη,
ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει το βιβλίο είναι η χρήση της γλώσσας, το
λεξιλόγιο. Πολλοί σημείωσαν επικριτικά ότι το λεξιλόγιο στο Σύνδρομο του Πορτνόυ δεν είναι το πρέπον.
Πραγματικά, το βιβλίο είναι γεμάτο από εκφράσεις και από λέξεις της
καθομιλούμενης αργκό, ιδιαιτέρως του σεξουαλικού λεξιλογίου. (και) Γι' αυτό το στοιχείο, ο Ροθ συγκέντρωσε συντονισμένα πυρά από κριτικούς αλλά και
από ένα μέρος του κοινού, που ένιωσε να προκαλείται και να σκανδαλίζεται. Όπως,
όμως, επισημαίνει και ο ίδιος ο Ροθ, «Η αισχρολογία […] ως λεξιλόγιο και η
σεξουαλικότητα ως θέμα απασχολούσαν τους συγγραφείς ήδη από την εποχή του
Τζόυς, του Χένρι Μίλλερ και του Ντ. Χ. Λώρενς, και (και από πολύ παλαιότερα, θα
έλεγα εγώ) δεν νομίζω πως υπάρχει σοβαρός συγγραφέας που να έχει αισθανθεί
περιορισμένος από την εποχή, ή που ξαφνικά, αισθάνεται απελευθερωμένος επειδή η
εποχή μας διαφημίζεται ως «ανέμελη. Όλα τα χρόνια που γράφω η αισχρολογία, σε
γενικές γραμμές, από λογοτεχνικό γούστο και από διακριτικότητα, δεν επηρεάζεται
από τα ήθη του κοινού». Και συμπληρώνει: «Η αισχρολογία δεν είναι μόνο το είδος
της γλώσσας που χρησιμοποιείται στο βιβλίο. Είναι, σχεδόν το ίδιο το θέμα του!
Το βιβλίο δεν είναι γεμάτο από άσεμνες λέξεις επειδή «έτσι μιλούν οι άνθρωποι».
Αυτός δεν είναι ο πειστικότερος λόγος. Άλλωστε ελάχιστοι άνθρωποι μιλούν όπως ο
ήρωας του βιβλίου. Ο Πορτνόυ μιλάει έτσι εξαιτίας μιας ακατανίκητης εμμονής:
θέλει να σωθεί· είναι άσεμνος επειδή θέλει να σωθεί! Είναι ένας αλλόκοτος, ίσως
παρανοϊκός τρόπος αναζήτησης της προσωπικής του σωτηρίας. Ωστόσο στον πυρήνα
του μυθιστορήματος είναι η διερεύνηση αυτού του πάθους».
Tι συμβαίνει όμως με τον Άλεξ Πορτνόυ; Και, ποια είναι η «νόσος» του; Ό,τι συνιστά το υλικό και την υπόθεση του βιβλίου, ό,τι διαβάζουμε εμείς, οι αναγνώστες, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μονόλογος με τη μορφή εξομολόγησης σε ψυχοθεραπευτή, τον δρ. Σπηλφόγκελ, την οποία κάνει ο Πορτνόυ. Ο Άλεξ Πορτνόυ, λοιπόν, είναι το ένα από τα δύο παιδιά ενός ζεύγους Εβραίων, του Τζακ και της Σόφι, που μπαίνει στην εφηβεία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Η οικογένειά του είναι η τυπική εβραϊκή οικογένεια: ο πατέρας, ένας μάλλον άβουλος τύπος, ασφαλιστικός πράκτορας που τρέχει από το πρωί ως το βράδυ να πουλήσει συμβόλαια και να μαζέψει οφειλές σε μια συνοικία νέγρων, ακούραστος και ευσυνείδητος αλλά θύμα των εργοδοτών του· η μητέρα, στην πραγματικότητα, η ηγετική φιγούρα του σπιτιού, δυναμική, υπερβολικά σχολαστική, παρατηρητική, αγχωτική και αγχωμένη με οτιδήποτε, αυστηρή, επικριτική, καταπιεστική, δεσποτική, άκαμπτη και αμετακίνητη στις θέσεις της· μια κόρη, η Χάνα, υπέρβαρη και ελάχιστα κοινωνική· και ο Άλεξ που μέσα στο περιβάλλον αυτό νιώθει να πνίγεται. Οι γονείς του, ιδίως η μητέρα του, τον θέλουν τέλειο σε όλα, στην κοινωνική συμπεριφορά, στην ηθική του, στη φροντίδα του σώματός του, στην προσήλωση στις επιταγές του εβραϊσμού, στις σχολικές επιδόσεις. Και πραγματικά, ο Άλεξ, εκών άκων, συνεχώς πρωτεύει: υψηλός δείκτης ευφυίας, πρώτος μαθητής και σπουδαστής της νομικής, ηθικά άμεμπτος. Κοντολογίς το καμάρι της μητέρας του, που τον περιφέρει ως απόδειξη της αξιοσύνης της και επαινείται δημόσια με κάθε ευκαιρία.
![]() |
Philip Roth, 1933-2028 |
Μέχρι που μπαίνει στην εφηβεία του. Εκεί γύρω στα δεκατρία και δεκατέσσερα αρχίζει την επανάστασή του εναντίον όλων. Κυρίως εναντίον της οικογένειάς του και των αξιών που αυτή πρεσβεύει, εναντίον του εβραϊσμού, άξιος φορέας του οποίου είναι (κυρίως) η οικογένειά του. Η οργή του είναι ασυγκράτητη εναντίον όλων: του πατέρα του, που τον θεωρεί δυστυχισμένο και αιώνιο θύμα, της μητέρας του, που με τις ανησυχίες της, τον υπερπροστατευτισμό της, τις απειλές και τις καταπιέσεις της, τον έχει εμποτίσει με μύριες όσες ενοχές και με τον φόβο της τιμωρίας, της αδερφής του, των γειτόνων του, των συγγενών του, των ραβίνων, σύμπασας της εβραϊκής κοινότητας της μεταπολεμικής Αμερικής.
«Πραγματικά, σ’ εκείνη την παρατεταμένη περίοδο οργής που ήταν η εφηβεία μου, αυτό που με τρομοκρατούσε περισσότερο σχετικά με τον πατέρα μου, δεν ήταν η βία που περίμενα να εξαπολύσει για μια στιγμή εναντίον μου, αλλά η βία που ποθούσα εγώ να εξαπολύσω εγώ κάθε βράδυ στο τραπέζι εναντίον αυτού του αγράμματου βαρβαρικού τομαριού. Πώς ήθελα να τον πετάξω από το παράθυρο όταν έτρωγε μέσα από την πιατέλα με το πιρούνι του ή όταν ρουφούσε τη σούπα με το κουτάλι του, αντί να περιμένει ευγενικά να κρυώσει ή όταν επιχειρούσε να εκφέρει γνώμη, αν είναι δυνατόν, για οποιοδήποτε θέμα… κι εκείνο που με τρομοκρατούσε περισσότερο είναι ότι αν το επιχειρούσα θα το πετύχαινα. Οι πιθανότητες είναι ότι θα με βοηθούσε κι εκείνος».
Τα βάσανα του Πορτνόυ απορρέουν από την άρνησή του να συνεχίσει να δεσμεύεται από τις αρχές του (εβραϊκού) καθωσπρεπισμού, από τα σεξουαλικά ταμπού, από οποιεσδήποτε απαγορεύσεις του στερούν ή του περιορίζουν τις ευκαιρίες απόλαυσης, κυρίως της σεξουαλικής, κα νιώθει ότι τον ευνουχίζουν. Το αντιφατικό και περίεργο με τον Πορτνόυ είναι ότι για εκείνον η διάρρηξη των ταμπού που λειτουργούν ευνουχιστικά, είναι το ίδιο ευνουχιστική όσο και η τήρησή τους.
Όπως κάθε έφηβος που σέβεται τον εαυτό του, ο Άλεξ επιδίδεται μετά μανίας στον αυνανισμό: αυνανίζεται οπουδήποτε, με οποιονδήποτε τρόπο (ακόμα και με ένα μήλο από το οποίο έχει αφαιρέσει τα κουκούτσια και με μία συκωταριά που αγόρασε επί τούτου πίσω από μία μάντρα, αλλά και με τη συκωταριά που προορίζεται για τον οικογενειακό τραπέζι). Επιστρατεύει κάθε τέχνασμα και κάθε ονειροπόληση. Τα σημεία που ο Φίλιπ Ροθ με μαεστρία αφηγείται τις χοντροκομμένες αυνανιστικές επινοήσεις και τους ευφάνταστους αυτοσχεδιασμούς του Πορτνόυ είναι πραγματικά πολύ αστείες, σπαρταριστές.
«Πού έχει πάει τo μυαλό μου εκείνο το απόγευμα που γυρίζω απ’ το σχολείο και λείπει η μητέρα μου απ’ το σπίτι και στο ψυγείο υπάρχει μέσα ένα μεγάλο βιολετί κομμάτι συκώτι; […] Eκείνο το συκώτι που αγόρασα από τον χασάπη και το πήδηξα πίσω από μια μάντρα δεν ήταν το πρώτο μου. Το πρώτο μου το γλέντησα ιδιωτικά στο ίδιο μου το σπίτι, τυλιγμένο γύρω από την ψωλή μου στο σπίτι μου γύρω στις τρισήμιση –και έπειτα πάλι στις πεντέμιση στην άκρη ενός πιρουνιού, μαζί με τα άλλα μέλη της φτωχής οικογένειάς μου. Ορίστε, τώρα ξέρετε το φρικτότερο πράγμα που έκανα ποτέ μου: γάμησα το δείπνο της ίδιας μου της οικογένειας.»
Σε κάθε παράβαση, σε κάθε παρέκκλιση από τις εντολές επέρχεται η ενοχή και ελλοχεύει ο διασυρμός και η τιμωρία. Έπειτα είναι και οι κοπέλες, κυρίως οι χριστιανές. Αυτές οι τελευταίες τον έλκουν ερωτικά, τον διεγείρουν, τις επιθυμεί, τις ονειρεύεται, με αυτές θέλει να συνευρίσκεται. Από την άλλη είναι και οι περιορισμοί από την εβραϊκή οικογένεια: μακριά από χριστιανές, θα σε ισοπεδώσουν και θα σε πετάξουν. Αυτές τις συμβουλές ακούει από τους γονείς, από τους συγγενείς από τους ραβίνους. Όμως ο Άλεξ δημιουργεί δεσμούς με πολλές από αυτές. Ειδικά με τη Μαίρη Τζέιν Ρηντ (τη Μαϊμού όπως τη λέει, χαϊδευτικά), γυναίκα εκθαμβωτικής ομορφιάς, κόρη φτωχής οικογένειας, κακοποιημένη από τους άνδρες, με ένα τραυματικό διαζύγιο, ανύπαρκτης μόρφωσης, με την οποία μένει αρκετό διάστημα και φτάνει σε σημείο σχεδόν να την αγαπήσει. Αλλά δεν μπορεί να την υποφέρει λόγω της ανυπόφορης ελαφρότητάς της και του επιλήψιμου παρελθόντος της.
![]() |
Newark, New Jersey, 1950 |
Βρίσκει και άλλες, τις οποίες σχεδόν αγαπάει αλλά, τελικά, δεν δημιουργεί κάτι μονιμότερο με αυτές για διάφορους λόγους. Ούτε και με μία Εβραία των κιμπούτζ, την οποία γνωρίζει κατά την επίσκεψη του στο Ισραήλ μπορεί να δημιουργήσει μια σοβαρή ερωτική σχέση (το αντίθετο, μάλιστα: με αυτήν όλα καταλήγουν σε αποτυχία!). Και έτσι ο Άλεξ Πορτνόυ καταλήγει (για μια φορά ακόμα) μόνος· μόνος με τις διαψεύσεις του, τα αιώνια και αναπάντητα ερωτημάτά του, τις ενοχές του, με τους «δαίμονές» του εν ολίγοις.
«Ακόμα παλεύω ενάντια στην οικογένειά μου! Τι με ωφέλησε που πήδηξα εκείνες τις δύο τάξεις στο δημοτικό και ξεπέρασα όλους τους άλλους, όταν το αποτέλεσμα είναι ότι κατέληξα πολύ πιο πίσω: Η γεμάτη υποσχέσεις αρχή μου είναι μύθος: βεντέτα σε όλα εκείνα τα θεατρικά έργα που ανεβάζαμε στο δημοτικό! […] Γιατί τότε ζω μόνος μου και δεν έχω δικά μου παιδιά; Δεν είναι ανακόλουθη αυτή η ερώτηση! Επαγγελματικά, κάτι έχω πετύχει, εντάξει, αλλά ιδιωτικά! –τι έχω καταφέρει; Παιδιά που να μου μοιάζουν θα ΄πρεπε να παίζουν στη γη! Γιατί όχι; Γιατί να έχει παιδιά ο κάθε μαλάκας που ‘χει βεράντα στο σπίτι του και γκαράζ και όχι εγώ: …»
Η νόσος του Πορτνόυ, ένα από τα πρώτα βιβλία του Φίλιπ Ροθ, προκάλεσε σάλο όταν εκδόθηκε. Προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, κύματα επιθέσεων, οργανωμένη πολεμική, από το εβραϊκό στοιχείο των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι μόνο. Κατηγορήθηκε για βλάσφημο, δυσφημιστικό, προκλητικό, κείμενο αυτοαπέχθειας ενός ανθρώπου που απεχθάνεται αυτό που είναι: Εβραίος! που νιώθει ενοχές για ό,τι γεννήθηκε, για την εβραϊκή αγωγή που έλαβε, για την εβραϊκή του ταυτότητα. Είναι, όμως ένα βιβλίο συγκινητικό, απίστευτα αστείο· αστείο και πικρό ταυτόχρονα για έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε ενάντια στον συντηρητισμό, τον μικροαστισμό, την οικογενειακή καταπίεση, τα πολιτισμικά ταμπού· που ήθελε να «γίνει» κάτι άλλο από αυτό που ήταν και που προσπάθησε να το πετύχει αλλά, τελικά, απέτυχε (ή μήπως, όχι;) Πολύ καλό βιβλίο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου