Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και Σύντροφοι, Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του '30 (Εστία), 1ο μέρος

 


Στο βιβλίο Αργοναύτες και Σύντροφοι, όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30, η Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α. επιχειρεί να αποτυπώσει τον ιστορικό και λογοτεχνικό ορίζοντα της εποχής του Μεσοπολέμου, με έμφαση στη δεκαετία του ’30. Από την διερεύνηση αυτή τίθενται εκ νέου ερωτήματα αναφορικά τη λογοτεχνία και τις λογοτεχνικές αναζητήσεις εκείνης της περιόδου στην οποία κυριάρχησε η περίφημη γενιά του ’30· μια γενιά που άφησε ισχυρό αποτύπωμα όχι μόνο στην εποχή της αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα. Άξονες στη μελέτη αυτή είναι η πρόσληψη του Καβάφη και του Καρυωτάκη, η εδραίωση της δημοτικής, η εκπαιδευτική πολιτική του Βενιζέλου και οι εκλεκτικές συγγένειες των Ελλήνων λογοτεχνών με τα έργα ξένων, ευρωπαίων κυρίως, λογοτεχνών. Η γενιά του ’30 αναστοχάζεται τον «εθνικό εαυτό», αμφισβητεί τις κοινωνικές συμβάσεις και αναζητά νέους, πρωτοποριακούς, τρόπους έκφρασης. Παρά τις όποιες διαφορές τους, που είναι πολλές και σοβαρές, οι «αργοναύτες», αστοί και οι «σύντροφοι» μαρξιστές/κομμουνιστές διανοούμενοι και συγγραφείς διασταυρώνονται στο λογοτεχνικό και ιδεολογικό πεδίο και διαμορφώνουν τον πολύχρωμο χάρτη της λογοτεχνικής νεωτερικότητας.

 

Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια Ν.Ε.Φιλολογίας, ΕΚΠΑ


Στους κόλπους της ίδιας γενιάς, της γενιάς του ’30 συνυπάρχουν άτομα και ομάδες με διακριτά ιδεολογικά, αισθητικά, πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, που διεκδικούν τον δικό της καθεμιά χώρο έκφρασης. Χαρακτηριστικά κοινά, ωστόσο, είναι: α) η ρήξη με το παρελθόν, β) η διαφοροποίηση από την κατεστημένη τάξη, γ) η συσπείρωση γύρω από περιοδικά, λογοτεχνικά ή/και πολιτικά, δ) οι ποικίλες ευρωπαϊκές επιδράσεις, ιδίως του γαλλικού υπερρεαλισμού και του αγγλοσαξωνικού μοντερνισμού, ε) η αναζήτηση της ιδέας του έθνους και της παράδοσης μαζί με το αίτημα για κοινωνική αλλαγή.

Οι λογοτέχνες, ποιητές και πεζογράφοι, της γενιάς του ’30 ενηλικιώθηκαν στη δίνη σκληρών συγκρούσεων: των βενιζελικών και τους μοναρχικούς και της μικρασιατικής καταστροφής, που οδήγησε στον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας. Σε μεγάλο βαθμό, κατέληξαν να θεωρούν (και) τον Βενιζέλο ως έναν από τους δύο πόλους του Εθνικού Διχασμού.


Στο λογοτεχνικό πεδίο έχουμε, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μελέτη, τη μετάβαση από τη δημοτική ηθογραφία στον αστικό χώρο, στο άστυ. Μέσω αυτής της μετάβασης διατυπώνονται αιτήματα κοινωνικής αμφισβήτησης και (πανανθρώπινης) δικαιοσύνης. Παράλληλα, χάνουν έδαφος τα ιδεολογήματα όπως «έθνος» και «παράδοση» όπως είχαν οριστεί το προηγούμενο διάστημα. Καίρια αιτήματα, που τίθενται τώρα επιτακτικά, είναι η εθνική αναγέννηση, ο δημοτικισμός και ο επαναπροσδιορισμός της «ελληνικότητας». Κοινά χαρακτηριστικά των εκπροσώπων μιας ομάδας/τάσης εντός της γενιάς του ’30, αυτής περί τον Θεοτοκά, είναι η αστική καταγωγή, η ευρωπαϊκή παιδεία, η ενημέρωση για τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα, ο φιλελευθερισμός και ο δημοτικισμός. Έτσι λογικό είναι πολλοί από αυτούς (Θεοτοκάς, Τερζάκης, Πετσάλης Διομήδης, Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος) να βρίσκουν στον Βενιζέλο το πρόσωπο εκείνο που θα μπορούσε να υπηρετήσει και να εκπληρώσει τα σχέδια αυτά. Από την άλλη, οι αριστεροί λογοτέχνες και διανοούμενοι δεν είναι το ίδιο θετικοί απέναντι στην εκλογή του Βενιζέλου στην εξουσία (1928-1932). Το «Ιδιώνυμο» ποινικοποιούσε τις αριστερές και κομμουνιστικές ιδέες, τη στιγμή που αυτές κέρδιζαν συμπάθειες και οπαδούς, επομένως και κάθε προσπάθεια αλλαγής της ισχύουσας κοινωνικής κατάστασης.

 Η εθνική Αναγέννηση ως όραμα

Βασικά αιτήματα που θέτει η γενιά του ’30 (εννοείται όσοι συγκεντρώνονται γύρω από το περιοδικό «Νέα Γράμματα» και τον πυρήνα του Γ. Θεοτοκά) είναι: α) η αναζήτηση ενός νέου εθνικού οράματος, προσαρμοσμένου στις νέες συνθήκες, β) η ενσωμάτωση της ελληνικής ζωής, πολιτικής και τέχνης στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και γ) ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Ο Γ. Θεοτοκάς αρνείται τον εθνικισμό όπως και τον κομμουνιστικό μαρξισμό και τονίζει την ανάγκη η Ελλάδα να κομίσει τη δική της συνεισφορά στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Το αίτημα της «ελληνικότητας» και του προσδιορισμού της προβάλλει από αυτήν την τάση ως απάντηση αφενός ως απάντηση στις ανερχόμενες φασιστικές ιδέες και αφετέρου ως απάντηση στον διεθνισμό των μαρξιστικών/ κομμουνιστικών ιδεών. Τα αιτήματα αυτά, των φιλελεύθερων αστών (όπως και οι αγώνες των αριστερών/κομμουνιστών διανοουμένων και λογοτεχνών) θα ανακοπούν εξαιτίας της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936.


Πολιτική και καλλιτεχνική πρωτοπορία, οι «Νέοι Πρωτοπόροι»

Ο ιδεολογικός χώρος της κομμουνιστικής αριστεράς εκφράζεται στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», με διευθυντή τον Πέτρο Πικρό. Σε πρώτη φάση (ως το 1933) απευθύνεται και σε στρώματα εκτός του ευρέος κομμουνιστικού κύκλου ενώ στη δεύτερη φάση του (από το 1933 και εξής) περιχαρακώνεται πιο στενά στον κομμουνιστικό πυρήνα. Ταυτόχρονα η αρθρογραφία του γίνεται εντονότερα ιδεολογική και λιγότερο αισθητική. Αυτή η στροφή δεν ευνόησε την κυκλοφορία του εντύπου: οι αναγνώστες μειώνονται. Είναι μεν μαρξιστές αλλά δεν ανήκουν όλοι στο ΚΚΕ. Η θεματολογία του: α) λογοτεχνικά και φιλολογικά ζητήματα, β) γενικότερα ζητήματα αισθητικής και τέχνης, γ) σχολιασμός της επικαιρότητας, δ) ζητήματα εκπαίδευσης και γλώσσας, ε) πολιτική φιλοσοφία, στ) φεμινιστικό κίνημα. Πρόκειται σαφώς για σοβαρό εκδοτικό εγχείρημα, ανοιχτό, τουλάχιστον στην πρώτη φάση του, προς όλους επί τη βάσει μιας κοινής ιδεολογικής πλατφόρμας. Στρέφεται κατά του ελιτισμού, δυσπιστεί απέναντι στην αυθεντία των ειδικών εφόσον εστιάζει στη δύναμη του μαρξισμού λενινισμού ως εργαλείο που μπορεί να εξηγήσει τα πάντα, άρα και ζητήματα τέχνης και πολιτισμού και στέκεται καχύποπτα απέναντι στους (αστούς) διανοούμενους, τους οποίους ψέγει για ανοχή απέναντι στον φασισμό. Προώθησε την «προλεταριακή» αντίληψη περί τέχνης και δημιουργίας, με βασική γραμμή ότι οι εργάτες και οι αγρότες μπορούν να παράγουν τέχνη αν καθοδηγηθούν κατάλληλα, υιοθετώντας το δόγμα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» όπως αυτό προέκυψε από το Πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, το 1934. 

Νέοι Πρωτοπόροι, τεύχος 4


Οι «Νέοι Πρωτοπόροι» τοποθετούνται στον χώρο της πολιτικής αλλά και της αισθητικής/καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Το περιοδικό φιλοξενεί ποιήματα των Μαγιακόφσκι,  Χικμέτ, Αραγκόν (το ποίημα του τελευταίου, «Κόκκινο μέτωπο» σε μετάφραση του Νικήτα Ράντου είναι το πρώτο υπερρεαλιστικό ποίημα στην Ελλάδα) όπως και αποσπάσματα των «Μανιφέστων του Σουρεαλισμού» του Μπρετόν. Ο Ν. Ράντος συνεργάζεται με τους «Νέους Πρωτοπόρους» στην πρώτη φάση της κυκλοφορίας του. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τον δέχεται αλλά ταυτοχρόνως τον νουθετεί για την προτίμησή του στον σουρεαλισμό, ο οποίος κατά το περιοδικο δεν ευνοεί την κοινωνική αλλαγή. Όταν, μάλιστα γάλλοι υπερρεαλιστές διαγράφονται από το Κ.Κ.Γαλλίας, ο υπερρεαλισμός εγκαταλείπεται και από τους «Νέους Πρωτοπόρους». Επανέρχεται σ’ αυτόν λόγω της έκδοσης της Υψικάμινου του Εμπειρίκου αλλά τότε τίθεται ανοιχτά η αναντιστοιχία θέματος και τρόπου έκφρασης: ο υπερρεαλισμός είναι ακατανόητος για το προλεταριάτο, συνεπώς, εγκαταλείπεται οριστικά!

Πέτρος Πικρός, 1894-1956


Έμφαση δίνεται και στη βιβλιοκριτική, κυρίως στο περιεχόμενο των έργων και στην ιδεολογική «θέση». Από αυτήν την άποψη τοποθετείται αρνητικά απέναντι στον Παλαμά και στον Καβάφη, τους οποίους χαρακτηρίζει «μπουρζουάδες ποιητές» και την ποίηση τους «αστικό ξεπεσμό». Η γραμμή που ακολουθεί είναι: α) έμφαση στο προλεταριάτο ως φορέα επαναστατικής ανατροπής και προόδου και ως υποκείμενο της λογοτεχνικής πράξης, β) αίτημα είναι η κοινωνική ανατροπή, συνεπώς ο καλλιτέχνης οφείλει να λειτουργεί επαναστατικά και στην υπηρεσία του συλλογικού σκοπού –οι έκφραση του ατόμου και οι μοναχικοί δρόμοι αποκλείονται, γ) υπηρέτηση του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» ως αισθητική και ως αίτημα, γ) η τέχνη σε άμεση/στενή σχέση με την πραγματικότητα, δ) αισιοδοξία και ελπίδα για το σοσιαλιστικό σχέδιο, ε) θετικός ήρωας όποιος προέρχεται από την εργατική τάξη και αγωνίζεται για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό.

Ιδιαίτερη θέση επιφυλάσσεται στη λαϊκή παράδοση, η οποία αναγνωρίζεται ως η ανώτερη καλλιτεχνική έκφραση, εφόσον προβάλλει τις αστείρευτες λαϊκές δυνατότητες και δυνάμεις. Στους «Νέους Πρωτοπόρους» δημοσιεύονται μελέτες για το δημοτικό τραγούδι, το οποίο επανατοποθετείται σε άλλο, λαϊκό πλαίσιο και στον Σολωμό, ως τον ποιητή που με την ποίησή του εξέφρασε τους λαϊκούς αγώνες. Η λειτουργία των «Νέων Πρωτοπόρων» διακόπηκε στις 4 Αυγούστου του 1936.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.   Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ...