Λογοτεχνία και γλώσσα
Από τη γενιά
του ’30 τίθεται και ένα άλλο σοβαρό ζήτημα αυτό της γλώσσας, ειδικότερα της
«σωστής» χρήσης της δημοτικής στη λογοτεχνία. Το αίτημα αυτό απηχούσε την
ανάγκη για την οριστική εγκατάλειψη της καθαρεύουσας και τη ρύθμιση της ορθής
χρήσης της δημοτικής, μακριά από τις ακρότητες του «ψυχαρισμού». Μάλιστα, από
τον Σεφέρη διατυπώθηκε η ιδέα ενός «κανονιστικού» συνεδρίου με αυτό το θέμα. Η
συναπόφαση των συμμετεχόντων επ’ αυτού θα διαμόρφωνε και «όρους γενιάς». Από
πολλούς διαπιστώνεται μια τέτοια ανάγκη, της δημιουργίας ενός κοινού κανόνα της
δημοτικής γλώσσας και σύνταξης, κι αυτό διότι μπορεί μεν η δημοτική να είχε
καθιερωθεί πλέον, όμως επανεμφανιζόταν η καθαρεύουσα και έκαναν και την
εμφάνισή τους πολλοί «βαρβαρισμοί», αδόκιμοι τύποι της δημοτικής. Ειδικά ο
Πέτρος Χάρης διαβλέπει μια «γλωσσική αναρχία». Μαζί με αυτόν, τη γλωσσική
αναρχία καταδικάζει ο Γ. Θεοτοκάς και ο Στρ. Μυριβήλης. Ο τελευταίος, μάλιστα, στάθηκε
πολέμιος της γλώσσας των νέων ποιητών ήδη από το 1920. Ο συντηρητικός και μεταξικός,
Παύλος Μελάς προτείνει στο περιοδικό της 4ης Αυγούστου, «Ιδέα» την
καθιέρωση του δημοτικισμού, την «επανάσταση του δημοτικισμού» για την ακρίβεια,
ιδέα με την οποία συμφωνεί και ο Θεοτοκάς. Εννοείται ότι πίσω από την ιδέα αυτή
υποκρύπτονται (και) πολιτικές σκοπιμότητες. Στο επίκεντρο της
κριτικής και στα γλωσσικά, πάλι ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης. Ο πρώτος
αντιμετωπίστηκε με αρνητικό τρόπο από την «Ιδέα» ενώ το περιοδικό «Σήμερα»
έκανε ειδικό αφιέρωμα σε αυτόν.
Κάποιες
ειδικές περιπτώσεις:
α) Ο Τάκης
Παπατσώνης: συνήγορος, και μάλιστα ένθερμος, του Καβάφη. Αντίθετoς με τους προηγούμενους,
διέκρινε στον Καβάφη δυναμισμό, διαχρονικότητα και τον αναγνώρισε ως «μεγάλο»
ποιητή. Υποστήριξε την επικράτηση της δημοτικής, χωρίς, όμως να αρνείται τη
λόγια παράδοση, κάτι που σημαίνει πως κράτησε αποστάσεις και από τη ρομαντική
στροφή στο δημοτικό τραγούδι που παρατηρήθηκε στο όνομα του δημοτικισμού
εκείνον τον καιρό και ευνοήθηκε για προφανείς λόγους και από το καθεστώς της
δικτατορίας.
β) Ο Ανδρέας
Καραντώνης: τοποθετείται κατά της
γλωσσικής ακαταστασίας του Καρυωτάκη καθώς και όσων νέων ποιητών τον μιμούνται.
Εννοείται, στρέφεται και κατά του Παπατσώνη. Ο Σεφέρης, διατυπώνει μια παρόμοια
κριτική κατά του Καρυωτάκη, πιο ήπια (αναφέρεται σε «καρυωτακισμούς).
γ) Ο μαρξιστής/τροτσκιστής,
Βάσος Βαρίκας, συνηγορώντας υπέρ του Καρυωτάκη, σημειώνει ότι η χρήση της
καθαρεύουσας στα ποιήματά του δεν υπακούει μόνο σε αισθητικούς λόγους αλλά,
κυρίως, υπηρετεί την πρόθεσή του να εκφράσει την αίσθηση της αστάθειας, της
αποσύνθεσης και της παρακμής.
δ) Ο Κοσμάς
Πολίτης: στο Λεμονοδάσος και στην Εκάτη κάνει μείξη καθαρευουσιάνικων και
δημοτικών στοιχείων, σε βαθμό που ο Γρηγόριος Ξενόπουλος τον χαρακτήρισε
«γλωσσικό μιγάδα».
Το γλωσσικό σύμφωνο
Το περιοδικό «Νέα
Γράμματα» προωθούσαν συστηματικά την ιδέα της προώθησης της δημοτικής γλώσσας
μέσα από την οργάνωση ενός συνεδρίου των δημοτικιστών λογοτεχνών που έργο του
θα είχε τη συγκρότηση κανόνων της δημοτικής. Αυτό το αίτημα συμβαδίζει με
εκείνο της γενικότερης πολιτιστικής ανόρθωσης και, σαφώς έχει ιδεολογικό
υπόβαθρο. Απέναντι στην ιδέα αυτή:
![]() |
Γ. Θεοτοκάς, 1906-1966 |
α) ο Γ.
Θεοτοκάς στέκεται επιφυλακτικός και αντιπροτείνει ένα είδος «προσωπικής
συνεννόησης» όσων λογοτεχνών εκφράζονται στη δημοτική και σκέπτονται μια
«γλωσσική τακτοποίηση»,
β) ο Γιώργος
Σεφέρης, στον οποίο ανήκει η ιδέα του συνεδρίου, θεωρεί αυτήν την τακτοποίηση
εκ των ουκ άνευ για την ποίηση και επικαλείται ως πρότυπα τον «Ερωτόκριτο», τα
δημοτικά τραγούδια και τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Επίσης, θεωρεί ζωτικής
σημασίας τη στενή σύνδεση του ποιητή με τις αυθεντικές λαϊκές ρίζες και
παραδόσεις. Προτείνει τον παραμερισμό των γλωσσικών διαφωνιών και τη δημιουργία
μιας ενιαίας γραμματικής της δημοτικής γλώσσας και ενός συντακτικού αυτής με τη
συμμετοχή του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, έστω και υπό τη μορφή ενός άτυπου
σχεδιάσματος. Τέλος εισηγείται την ανάγκη απόδοσης στην ελληνική γλώσσα ξένων
όρων που δύσκολα αποδίδονται.
γ) ο Άγγελος
Τερζάκης εισηγείται τη δημιουργία ομάδας συγγραφέων και γλωσσολόγων υπό την
εποπτεία του Τριανταφυλλίδη για τη σύνταξη κανόνων της δημοτικής.
Εν τέλει: α)
επιτυγχάνεται η σύνταξη της Γραμματικής της δημοτικής γλώσσας και β)
συγκροτείται επιτροπή εργασιών στις 12.3.1937 για την «τακτοποίηση της γλώσσας»
στην οποία μετέχουν ο Κλέων Παράσχος, υπεύθυνος λογοκριτής στον τύπο και ο
Μελής Νικολαϊδης, αρθρογράφος στο περιοδικό της ΕΟΝ. Εννοείται, αριστεροί συγγραφείς και επιστήμονες έχουν
αποκλειστεί. Ο Βάσος Βαρίκας, έμμεσα και πλαγίως, επικρίνει την επιτροπή αυτή
και τις εργασίες της.
Οι αποκλίνοντες / υπερρεαλιστές
Ο Νικήτας
Ράντος, από τους πρωτοπόρους του υπερρεαλιστικού εγχειρήματος στην Ελλάδα,
επικρίνει τη στροφή στη λαϊκή τέχνη και στις λαϊκές παραδόσεις ως έκφραση
εθνικιστικού συντηρητισμού. Αντιθέτως, εξυμνεί τον Κάλβο και υπερασπίζεται τον
Καβάφη: θεωρεί ότι τα έργα αυτών των δύο ποιητών «ξεπερνούν τον γλωσσικό καυγά
και ανήκουν στην ελληνική γλώσσα». Σε αντίθεση με όσους πρεσβεύουν στην
δημοτικιστική τακτοποίηση, υποστηρίζει την ελεύθερη κίνηση της γλώσσας που θα
τροφοδοτείται από ολόκληρο το φάσμα της παράδοσης, λόγιας και λαϊκής χωρίς
αποκλεισμούς: η δημοτική είναι η ζωντανή γλώσσα αλλά δεν είναι αμελητέα και η
εκφραστική δυνατότητα στις αποχρώσεις της λόγιας. Στην ίδια γραμμή βρίσκεται
και ο Εμπειρίκος (με την «Υψικάμινο», 1937) και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Ο
Εγγονόπουλος αδιαφορεί για τη διάκριση δημοτική – καθαρεύουσα. Κατ’ αυτόν η
γλώσσα είναι μία (1). «Χρησιμοποιώ τη γλώσσα που μιλάω. Και αυτή είναι η γλώσσα
που έμαθα διαβάζοντας κείμενα αρχαία, βυζαντινά και μεταβυζαντινά… Η ελληνική
γλώσσα είναι μία, και είναι λάθος να επικεντρώνεται κάποιος σε μία μορφή αυτής», λέει.
![]() |
Νικήτας Ράντος, 1907-1988 |
Ο Θεοτοκάς
υποστηρίζει τη χρήση μίας γλώσσας, αποδεκτής από όλους χωρίς τις ακρότητες του
παρελθόντος. Διακρίνει δύο φάσεις: α) την «ηρωική», που μοιραία χαρακτηρίζεται
από υπερβολές και β) τη «συμβιβαστική» που διαμορφώνει μια γλώσσα πολιτισμού,
μακριά από ακρότητες, με σκοπό την καθιέρωση της «νεοελληνικής κοινής» παντού
και για κάθε χρήση (και όχι αποκλειστικά ως λογοτεχνικό όργανο). Η θέση αυτή, κατά
τη Χριστίνα Ντουνιά, είναι (κυρίως) πολιτική: αποσκοπεί στην απόκρουση της
διγλωσσίας και στην ενθάρρυνση προς τον Μεταξά να στηρίξει τις εργασίες του
Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Ο δημοτικισμός της 4ης Αυγούστου
Ο δικτάτορας
Ιωάννης Μεταξάς, επιδιώκοντας την άμεση επικοινωνία με τα λαϊκά στρώματα,
χρησιμοποιούσε στους λόγους του γλώσσα απλή δημοτική και προέτρεπε και τους
λογοτέχνες να κάνουν το ίδιο. Στο μεταξικό περιοδικό «Νεολαία» γίνονται
συστάσεις επ’ αυτού. Για την εκπλήρωση αυτών των σκοπών, ο Μεταξάς
προσεταιρίστηκε τους δημοτικιστές. Εφάρμοσε αυτήν την πολιτική, τη φιλική προς
τη δημοτική και προς τους δημοτικιστές, αφενός για να εξασφαλίσει την
αποτελεσματικότητα της προπαγάνδας του και, επομένως και την αποδοχή του
καθεστώτος του στα λαϊκά στρώματα, αφετέρου για να περιορίσει την επιρροή των
κομμουνιστών και των αριστερών εν γένει. Επομένως, αναπτύσσει έναν διμέτωπο
αγώνα: εναντίον των καθαρολόγων που εμμένουν στην καθαρεύουσα και τον
δυσκολεύουν και εναντίον στων κομμουνιστών που θεωρούνται «γλωσσικά απάτριδες».
Τελικά την περίοδο εκείνη οι λογοτέχνες αγκαλιάζουν τη Γραμματική του
Τριανταφυλλίδη και εκφράζονται, γενικά, σύμφωνα με τους κανόνες αυτής.
Η ΠΟΙΗΣΗ
Για τους
περισσότερους λογοτέχνες/ποιητές της γενιάς του ΄30 ο Παλαμάς ήταν αξεπέραστο
ποιητικό πρότυπο. Με κάποιον σκεπτικισμό αρχίζει να αντιμετωπίζεται στη Στροφή του Γ. Σεφέρη. Ο Κατσίμπαλης
προσπαθεί να επαναφέρει τον Σεφέρη στον «ίσιο δρόμο», στην κοινή γραμμή περί
Παλαμά, προορίζοντάς τον ως τον συνεχιστή αυτού, ως έναν εξίσου ισχυρό,
«εθνικό» ποιητή. Δεν είχε αποτέλεσμα αυτή η προσπάθεια.
![]() |
Γιώργος Κατσίμπαλης, 1899-1978 |
Στον διάλογο
περί ποίησης που έχει με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, ο Σεφέρης επιχειρεί να
εντοπίσει κοινά σημεία της δικής του ποιητικής φωνής με εκείνη του Παλαμά και
να τα προβάλει ως συνέχεια του ελληνικού ποιητικού
λόγου, αλλά, διαπιστώνει πως οι διαφορές τους είναι πολλές και στη «φωνή» και
στην «ποιητική». Τον σέβεται, ασφαλώς (πώς αλλιώς!) αλλά μια ψυχρότητα δεν
περνά απαρατήρητη.
Ο Γιάννης
Ρίτσος από την άλλη εμπνέεται από τον Παλαμά και νιώθει βαθύ σεβασμό γι’ αυτόν.
Αλλά και ο Παλαμάς τοποθετείται υπέρ του Ρίτσου και, κατά μία έννοια, τον
χρήζει διάδοχό του (αντίθετα με τις επιδιώξεις του Κατσίμπαλη). Οι υμνητικές
αναφορές του Παλαμά ενόχλησαν πολλούς και, στην καλύτερη των περιπτώσεων, έγιναν
θέμα έντονων συζητήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου