Η περίπτωση του Περικλή Γιαννόπουλου και το
αρχετυπικό φως
Το Αιγαίο, ως χώρος και ως μετωνυμία της Ελλάδας, συνδέεται στενά με τη γενιά του ’30. Σε κάποιες περιπτώσεις, το Αιγαίο δεν εκλαμβάνεται μόνο ως τόπος που παρέχει έμπνευση, αλλά σχεδόν «κατασκευάζεται» δημιουργικά μεταξύ πραγματικότητας και ιδέας. Συνιστά τη διεύρυνση του ελληνικού χώρου, δίνοντας παράλληλα και την ψευδαίσθηση μιας αισθητικής διεύρυνσης. Οι καλλιτέχνες της γενιάς του ’30 στρέφονται στο Αιγαίο για να εμπλουτίσουν την παράδοση της φύσης όπως την έχουν παραλάβει από τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Σικελιανό, τον Παλαμά. Ενδεικτικό είναι ότι ο Ελύτης αναφερόμενος στον Κάλβο, λέει ότι «είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής με θαλασσινή συνείδηση, κάτι που τον φέρνει στο επίκεντρο της ελληνικής πραγματικότητας, σε άμεση επαφή όμως και με τους ευρωπαίους ομοϊδεάτες του.
Ωστόσο, το άχρονο νησιωτικό τοπίο, οι γραμμές και η θάλασσα, το φως και ο ουρανός και οι συμβολισμοί του Αιγαίου αισθητοποιούνται για πρώτη φορά με μεγάλη ενάργεια από τον Περικλή Γιαννόπουλο. Αναφέρεται σε όλα αυτά σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στα «Παναθήναια» το 1901 με τίτλο Αι νύμφαι του Αιγαίου. Κατά τον Περικλή Γιαννόπουλο όλο το «ελληνικό παρελθόν» είναι αρμονικά δεμένο με το Αιγαίο και το τοπίο του, εκεί όπου είναι εφικτή η βίωση μιας υπερβατικής αίσθησης του χρόνου.
α) σε ό,τι
αφορά το γλωσσικό ζήτημα, θεωρεί ότι η γλωσσική διαμάχη είναι εν πολλοίς
σπατάλη χρόνου: το ύφος ενός δημιουργού είναι απολύτως προσωπικό ζήτημα,
επομένως είναι αδιέξοδοι οι όποιοι γλωσσικοί αποκλεισμοί. Άσκησε μεγάλη
επιρροή, γλωσσικά, στον Εμπειρίκο, παρότι οι όποιες οφειλές δεν ομολογούνται,
ίσως και λόγω των ακραία εθνικιστικών θέσεων του Γιαννόπουλου, που μεταπολεμικά
υιοθετήθηκαν από φασιστικούς κύκλους,
β) στον πυρήνα
της φιλοσοφίας του βρίσκεται το «ελληνικό κύτταρο και η φυσιολογία του, υπό την
προϋπόθεση ότι είναι απαλλαγμένο από δυτικές/βαρβαρικές/φράγκικες επιρροές.
Μάλιστα για να μελετήσει διεξοδικά τη σύσταση και την ιδιαιτερότητα του
κυττάρου αυτού απομονώθηκε επί μακρόν σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί, άγνωστο
ποιο (η Αμοργός, ίσως;),
γ) θεωρεί ότι
η διαύγεια και η ενέργεια των γραμμών, τα χρώματα του ουρανού, της θάλασσας και
του εδάφους διαμορφώνουν το «είναι» του Έλληνα, ο οποίος, εφοδιασμένος με τα
στοιχεία του τόπου του, δημιουργεί έργα,
δ) πιστεύει
ότι η ελληνική τέχνη πρέπει να απαλλαγεί από δυτικές επιρροές και να
χαρακτηρίζεται από αυθεντικά λαϊκά στοιχεία, σε απόλυτη αρμονία με τον φυσικό
χώρο, το (ελληνικό) τοπίο,
ε) απεχθάνεται
τον νεοπλουτισμό και τον λογιοτατισμό, σε σημείο να συμπορεύεται με τον Γ.
Σεφέρη που εκείνη την εποχή έχει ανακαλύψει τη γοητεία του Μακρυγιάννη.
![]() |
Περικλής Γιαννόπουλος, 1869-1910 |
Όπως και να
έχει, οι θέσεις του Περικλή Γιαννόπουλου για το ελληνικό φως (όχι μόνο του
Αιγαίου) επηρέασαν σημαντικά τους δημιουργούς της γενιάς του ’30. Η κυρίαρχη
άποψη είναι πως το αρχέγονο/αρχετυπικό και εξιδανικευμένο ελληνικό τοπίο είναι
συνυφασμένο με πολιτισμικούς δείκτες, εφόσον συναρμόζει την ιστορικότητα με τη μορφολογία, το
ανάγλυφο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην Αττική και στον νησιωτικό χώρο. Έτσι
μέσω της λογοτεχνίας επιχειρείται η ταύτιση της φύσης με την
ιστορικότητα/ιστορία.
Ελλάδα και Έλληνες στη δεκαετία του ‘30
Δύο
παρατηρήσεις:
(1)
ο γερμανικός ρομαντισμός, ιδίως ο Herder αλλά και
άλλων ρομαντικών, θεωρεί ότι το έθνος είναι φυσική οντότητα,
(2)
ότι το κλίμα και η φύση καθορίζουν τον χαρακτήρα των ανθρώπων, ακόμα και σε
εθνικό επίπεδο, και την αισθητική του.
Αυτά
τα παραπάνω σημαίνουν ότι κάθε επαφή με ξένα στοιχεία νοθεύουν την
αυθεντικότητα της εθνικής ουσίας και του γνήσια εθνικού και, επομένως συνιστά
κίνδυνο που πρέπει τα έθνη να αποτρέπουν και οι καλλιτέχνες τους να
αντιμάχονται.
Ο
εντοπισμός των στοιχείων της ελληνικότητας, η ελληνικότητα, συνιστά πυρήνα των
έργων πολλών καλλιτεχνών του ’30: του Γιαννόπουλου, του Σικελιανού, του
Δραγούμη, του Πικιώνη, της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Εκεί, περί το 1920, το
ελληνικό τοπίο γίνεται προσπάθεια να αξιοποιηθεί αισθητικά. Αυτό διαμορφώνει
την πεποίθηση ότι οι αρχαιότητες, τα κάθε λογής μνημεία που είναι διάσπαρτα
παντού, επιβεβαιώνουν τη συνέχεια και την ενότητα του ελληνικού έθνους. Έτσι:
α) επιχειρείται η συναίρεση του ιστορικού χρόνου με το τοπίο και β) το παρελθόν
εξιδανικεύεται. Απηχήσεις αυτής της άποψης εντοπίζονται στο Λεμονοδάσος του Πολίτη και στη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση. Αναφορικά με την αναζήτηση της
ελληνικότητας, ο Καραντώνης την πιστώνει, υμνητικά μάλιστα, στη γενιά του ’30
ως μια επιδίωξη που τιμά την ίδια και την προσφορά της. Ο Σεφέρης θεωρεί τον Περικλή
Γιαννόπουλο «αυθεντική φωνή» που συνυπάρχει με άλλες εξίσου σημαντικές φωνές, που έσκαψε βαθιά μέσα της στην αναζήτηση της ελληνικότητας. Για τον Σεφέρη,
η ιστορία είναι παρούσα ως παρόν και η αισθητική προσέγγιση του παρελθόντος
γίνεται μέσω της μνήμης, του τοπίου, του μύθου και της γλώσσας.
Ο
Κατσίμπαλης προσπάθησε να υποδείξει (και να επιβάλει) τον Σεφέρη ως αισθητικό
και ιδεολογικό πρότυπο του Περικλή Γιαννόπουλου. Παράλληλα, προσπαθεί να αποσπάσει
τον Σεφέρη από τις δυτικές επιρροές και να τον στρέψει πιο στενά στα οράματα
του Περικλή Γιαννόπουλου. Γι’ αυτό τον προτρέπει να ερευνήσει την τέχνη και την
αισθητική με «τα δικά του μάτια, τα ελληνικά». Ο Σεφέρης, ως πρωταγωνιστικό
μέλος των «Νέων Γραμμάτων», ασχολείται με τον Γιαννόπουλο, μάλιστα προτείνει να
γίνει αφιέρωμα του περιοδικού στο έργο του και στις απόψεις του, κάτι που
πράγματι έγινε. Στο αρχείο του βρέθηκε, όχι ολοκληρωμένο, κείμενο για τον
Περικλή Γιαννόπουλο στο οποίο ο Σεφέρης: α) ασχολείται με την ελληνικότητα, β)
αναφέρεται στο έργο του Γιαννόπουλου και στην προσωπικότητά του, γ) εστιάζει με
αρνητικό τρόπο στις επικρίσεις του Θεοτοκά γι’ αυτόν (ο Θεοτοκάς είχε
χαρακτηρίσει «θεατρικό» τον θάνατό του, τον είχε συνδέσει με τον Ρεμπώ και τον
Αρνώ).
Αναφορικά
με την ελληνικότητα, ο Σεφέρης επιχειρεί να διευρύνει τα στοιχεία που την
αποτελούν με πιο βαθύ και σύνθετο τρόπο. Την ίδια στιγμή εξακολουθεί να μελετά
ξένες λογοτεχνίες.
Το
συγκεκριμένο αφιέρωμα στον Περικλή Γιαννόπουλο από τα «Νέα Γράμματα» προκάλεσε
ποικίλες αντιδράσεις: θετικές, διότι ως δημιουργός επανεξετάστηκε το έργο του
και τα στοιχεία του και αρνητικές κυρίως λόγω των υπερβολών που αναδείχτηκαν
μέσα από τις αντιπαραθέσεις του Θεοτοκά με τον Καραντώνη. Ωστόσο, μέσω του συγκεκριμένου
αφιερώματος στον Γιαννόπουλο, αναδεικνύονται οι βαθιές διαφορές των
διανοουμένων και των συγγραφέων της γενιάς του ’30: ο Καραγάτσης, ο Τερζάκης
και ο Θεοτοκάς τοποθετούνται ανρητικά. Αντίθετα, ο Καραντώνης διάκειται
ευνοϊκά. Ο Σεφέρης μένει αμέτοχος, στάση που κατά τον Θεοτοκά, είναι θετική για
τον Γιαννόπουλο και τον Καραντώνη. Το δοκίμιο που έγραφε ο Σεφέρης, όπως
είπαμε, έμεινε ημιτελές παρά τις πιέσεις του Κατσίμπαλη να το ολοκληρώσει.
Τέλος, φασιστικοί κύκλοι (και της 21ης Απριλίου) οικειοποιούνται
κατά καιρούς το έργο του Γιαννόπουλου, απομονώνοντας φράσεις από τα γραπτά του,
αποκομμένα από το ευρύτερο πνευματικό κλίμα της περιόδου.
Το
πρώτο κείμενο που γράφει ο Γιάννης Ρίτσος για τον Κώστα Καρυωτάκη είναι από το
σανατόριο των Χανίων όπου ο Ρίτσος νοσηλευόταν, 22 χρονών, προσβεβλημένος από
φυματίωση. Εκεί ο Ρίτσος διαβάζει ποιήματα του Καρυωτάκη μαζί με κομμουνιστικά
κείμενα. Εντοπίζει σε αυτόν έναν συνοδοιπόρο, έναν δικό του άνθρωπο, και το
κείμενο που γράφει είναι υμνητικό (ο Ρίτσος ήταν στενός φίλος της Μαρίας
Πολυδούρη και παρών στη συνάντηση εκείνης με τον Καρυωτάκη στη «Σωτηρία», τρεις
μήνες πριν την αυτοκτονία του τελευταίου στην Πρέβεζα. Το κείμενο που συνιστά
τη μαρτυρία του Ρίτσου για τη συνάντηση των δύο, στη σελίδα 213 του βιβλίου
είναι, πραγματικά εξαίρετο).
Η ποίηση του Καρυωτάκη εκφράζει την παρακμή, την αίσθηση του
ανικανοποίητου, την ψυχική οδύνη και φθορά, την εσωτερική περιπλάνηση και τα
εσωτερικά αδιέξοδα την ασφυξία απέναντι στην κοινωνική αδικία και τη μίζερη
καθημερινότητα.
Γενικά
όμως, αναφέρει η Χριστίνα Ντουνιά, οι αριστεροί ποιητές συναντώνται με τον
Καρυωτάκη σε κάποια φάση της δημιουργίας τους. Σε αυτόν βρίσκουν ως πολύ
σημαντικά στοιχεία την κοινωνική σάτιρα και τη ρεαλιστική αποτύπωση. Τα
αριστερά περιοδικά, περί το 1920, επαναξιολογούν το έργο του, αναγνωρίζοντας σε
αυτό το «γκρέμισμα» των παραδοσιακών αστικών αξιών.
![]() |
Ανδρέας Καραντώνης, 1910-1982 |
Ας
ξαναγυρίσουμε, όμως στον Ρίτσο. Ο Ανδρέας Καραντώνης, διευθυντής των «Νέων
Γραμμάτων», στέκεται αρνητικά απέναντί του –ακόμα και με εμπάθεια. Οι λόγοι
είναι: α) η πολιτική τοποθέτηση του Ρίτσου στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, β) η
πρώιμη αναγνώριση της ποιητικής του αξίας, που αρχίζει να βρίσκει
μιμητές, γ) η πρόθεσή του Καραντώνη να προχωρήσει σε ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» μέσω
της επικριτικής του στάσης απέναντι στον Ρίτσο και στον Καρυωτάκη με άλλους
συγγραφείς της γενιάς του ’30 μέσα από τα «Νέα Γράμματα». Ο απώτερος σκοπός του
είναι να λειτουργήσει προληπτικά και παιδαγωγικά: να αποτρέψει/αναχαιτίσει τους
μιμητές αυτών των δύο υποδειγμάτων.
Την
περίοδο του Εμφυλίου η απόσταση ανάμεσα στον Καραντώνη και τον Ρίτσο μεγαλώνει
ακόμα περισσότερο, εφόσον ο Καραντώνης: α) είναι κάθετα αντίθετος σε ποιήματα,
γενικότερα σε λογοτεχνικά έργα της Αντίστασης όπως και με τη «στρατευμένη»
τέχνη της αριστεράς και β) εντοπίζει ταύτιση των «παρακμιακών καρυωτακικών»
ποιητών του Μεσοπολέμου και ποιητές της αριστεράς και συνοδοιπόρους του ΚΚΕ,
στοχεύοντας εμφανώς κατά του Ρίτσου και του Βρεττάκου. Μάλιστα τους αποκαλεί «θλιβερούς
ουραγούς του καρυωτακισμού» και «κιβδηλοποιούς του υπερρεαλισμού» που επιζητούν
τη λογοτεχνική καταξίωση μέσω της ένταξής τους σε κομματικούς μηχανισμούς (και
μάλιστα της αριστεράς). Η λογοτεχνική κριτική εκείνης της περιόδου δεν μένει
ανεπηρέαστη από τον Εμφύλιο και το κλίμα που αυτός διαμορφώνει. Μέσα σε αυτό το
κλίμα ο Ρίτσος αποσιωπάται, εκτός από την κριτική της αριστεράς. Είναι ήδη
εξόριστος στη Λήμνο (1948) και στον Αη Στράτη (1952) και δέχεται την πολεμική
του Καραντώνη και των «Νέων Γραμμάτων».
Η
Σονάτα του σεληνόφωτος είναι έργο
τομή στην παραγωγή του Ρίτσου, που συμβάλλει στην ποιητική του καθιέρωση. Γενικά
γίνεται θετικά αποδεκτή και στην Ελλάδα και στον εξωτερικό (ο Αραγκόν μιλά με
ενθουσιασμό για αυτήν). Ο Κώστας Κουλουφάκος στην «Επιθεώρηση Τέχνης» αναφέρει
ότι με την ποίηση του Ρίτσου είναι δυνατόν να εντοπιστεί η ελληνικότητα όχι
μόνο στη λαμπρή απεικόνιση του ελληνικού τοπίου αλλά και στον τρόπο με τον
οποίο σκέφτονται οι ποιητής και τα πρόσωπα των ποιημάτων του, και στην ύπαιθρο
και στην πόλη. Αυτή η προσέγγιση είναι σύμφωνη με την προσπάθεια που έκαναν
πολλοί αριστεροί/κομμουνιστές λογοτέχνες να εντοπίσουν τη δική τους εκδοχή της ελληνικότητας (κάτι ανάλογο με τη «ρωσικότητα» που επιχείρησε να
επιτύχει ο Γκόρκι στο Πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, το 1934). Από την
άποψη αυτή η Ρωμιοσύνη είναι
ενδεικτική για την «αριστερή» εκδοχή της ελληνικότητας.
Η
Σονάτα του σεληνόφωτος άλλαξε σε
κάποιον βαθμό την οπτική του Καραντώνη απέναντι στον Ρίτσο: α) η εμπάθεια
φαίνεται να υποχωρεί, εφόσον του αναγνωρίζει κάποια θετικά στοιχεία: καθαρό
λυρισμό, επικό και αφηγηματικό στοιχείο, εσωστρέφεια και μοναξιά του ποιητικού
υποκειμένου, β) επιμένει να τον κρίνει σε συσχετισμό με τον Σεφέρη, αδυνατώντας
να ξεφύγει από τις δικές του, προσωπικές εμμονές. Όπως και να έχει, είναι πιο
ένθερμος κριτικός της ποίησης του Ρίτσου (κάποτε και πιο ένθερμος από
αριστερούς κριτικούς) αλλά δεν παραλείπει με κάθε ευκαιρία να επιτίθεται στους αριστερούς
ποιητές και στην αριστερή ποίηση. Συχνά είναι μειωτικός και είρωνας. Αυτή η σφοδρή
αντιπαλότητα λαμβάνει χώρα μέσω του περιοδικού «Νέα Γράμματα».
Η περίπτωση του Νικηφόρου Βρεττάκου: αρχικά
απορρίπτεται από όλους, και από την αριστερή κριτική και από τον Καραντώνη.
Όλοι τον κατηγορούν για «καρυωτακισμό». Μερικοί τον συνδέουν με τους
«καταραμένους» Μποντλέρ, Ουάιλντ και Λαφόργκ.
![]() |
Νικηφόρος Βρεττάκος, 1912-1991 |
- Εντάσσεται στη λογοτεχνία της αριστεράς και της αντίστασης,
- Επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο,
- Εκφράζει τη βαθιά του πίστη στον ελληνικό λαό, ειδικότερα στη δύναμη του ΕΑΜ/ΚΚΕ,
- Γράφει ένα σημαντικό έργο, το «33 ημέρες» με θέμα τα «Δεκεμβριανά», ποίημα με εμφανές αριστερό στίγμα αλλά και με έντονο χριστιανικό χρώμα, στο οποίο εξυμνούνται και εξιδανικεύονται οι ηττημένοι της αναμέτρησης αυτής,
- Στο έργο του, σύμβολα και συμβολισμοί που αναδεικνύουν τον αριστερό/κομμουνιστικό λόγο της εποχής συμπορεύονται με χριστιανικό τόνο και με στοιχεία της λαϊκής παράδοσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου