To βιβλίο «Το καθήκον της μνήμης»
του Primo Levi, από τις εκδόσεις Άγρα, είναι η συζήτηση που
πραγματοποίησε ο συγγραφέας με την Anna Bravo, καθηγήτρια Κοινωνικής
Ιστορίας στην Παιδαγωγική Σχολή του πανεπιστημίου του Τορίνο και με
τον Federico Cereja, ιστορικό ερευνητή στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών
στο ίδιο πανεπιστήμιο. Η συζήτηση αυτή ήταν μέρος μιας ευρύτερης έρευνας για τη
μνήμη της εκτόπισης του Περιφερειακού Συμβουλίου του Πιεμόντε. Το συγκεκριμένο βιβλίο, όπως όλα του Primo Levi, συνιστά μια
μαρτυρία. Και όπως και στα άλλα, η μαρτυρία αυτή δίνεται με όσο το δυνατόν
αντικειμενικότερη γλώσσα. Επίσης, είναι και είναι μια κατάθεση ενώπιον ενός
δικαστηρίου –του δικαστηρίου της ιστορίας, των σύγχρονων και των επόμενων
γενεών. Ως διασωθείς από τη φρίκη των στρατοπέδων εξόντωσης, συγγραφέας
αισθάνεται την υποχρέωση να καταθέσει ενώπιον όσα είδε και όσα έζησε με τον
πληρέστερο τρόπο. Και πράττει αυτό το οδυνηρό καθήκον με ακρίβεια.
Ο Primo Levi, στο όνομα μιας άμεσης γνώσης, μιλά μόνο για όσα
γεγονότα και για όσες καταστάσεις είχε ο ίδιος εμπειρία και γνώση. Έτσι είναι
αδύνατον να αμφισβητηθεί η εμπειρία του λάγκερ. Ο
μάρτυρας Primo Levi, με τη διπλή έννοια (και αυτού του πραγματικά
υπέστη τα βασανιστήρια και τις κακουχίες στην εξουσία των δημίων και εκείνου
που καταθέτει όσα υπέστη ο ίδιος και άλλοι κρατούμενοι) δεν μπορεί ούτε να
αναιρεθεί ούτε να αμφισβητηθεί.

Primo Levi, 1919-1987
Εκτός από το καθήκον της μνήμης, που είναι το κεντρικό ζητούμενο αυτής της
συζήτησης και αυτού του βιβλίου, ένα άλλο, σημαντικό επίσης, είναι και το
ζήτημα ποιοι ήταν, τελικά, οι δήμιοι, οι βασανιστές των λάγκερ. Ή, ακριβέστερα,
ποιο ήταν το ποιόν τους, ποια τα κίνητρά τους; Τι τους ωθούσε να βασανίζουν και
να εκτελούν τα θύματά τους με τους γνωστούς απάνθρωπους τρόπους; Και από αυτό
το βιβλίο-συζήτηση προκύπτει ότι στην πλειοψηφία τους οι δήμιοι των λάγκερ ήταν
άνθρωποι του «μέσου όρου», «κοινοί, απλοί άνθρωποι», «άνθρωποι της διπλανής
πόρτας», υπάλληλοι που εκτελούσαν μια υποχρέωση, μια υπηρεσιακή δουλειά χωρίς
ίχνος ηθικού ελέγχου ως τυπικοί γραφειοκράτες, ως «γρανάζια» μιας απρόσωπης
μηχανής. Και αυτή η στάση, που η Χάνα Άρεντ είχε ονομάσει ως «κοινοτοπία (ή
«ρηχότητα») του κακού» είναι που καθιστά αυτές τις φρικώδεις πράξεις ακόμα
φρικωδέστερες. Ενδεικτικά αναφέρεται στη συζήτηση: «Ο Langbein είναι πάνω από εβδομήντα
χρονών. Είναι μισός Εβραίος. Υπήρξε κομμουνιστής. Και ως κομμουνιστής πολέμησε
στον εμφύλιο της Ισπανίας. Κατόπιν διέφυγε στη Γαλλία και, όπως πολλούς άλλους,
η κυβέρνηση του Πετέν τον παρέδωσε στους Γερμανούς. Πρώτα στο Μπούχενβαλντ
και μετά στο Άουσβιτς. Έγραψε
πολλά βιβλία. Μεταξύ αυτών και το Menschen in Auschwitz, στο οποίο εξιστορεί
όχι μόνο τη ζωή των κρατουμένων αλλά και των άλλων, αυτών που ήταν έξω. Μεταξύ
αυτών και μερικές κλινικές περιπτώσεις ΕςΕς. Μού φαίνεται κάτι το καινούργιο
και σημαντικό που σπάνια έχει εξιστορηθεί, σαν όλοι να συμπεριφέρονται με τρόπο
απεχθή χωρίς να είναι γεννημένοι τέρατα -εκτός από ελάχιστους, λίγοι ήταν
πραγματικά τέρατα, άρρωστοι διανοητικά, βασανιστές. Οι άλλοι συμμετείχαν σε
αυτόν τον μηχανισμό με κουρασμένη αδιαφορία. Όχι πως το είχαν αποδεχτεί με
ενθουσιασμό αλλά το είχαν αποδεχτεί. Ήταν το δημιούργημα μιας σχολής. Ο ρόλος
που έπαιζε το ναζιστικό σχολείο, το εθνικοσοσιαλιστικό σύστημα εκπαίδευσης στη
διαμόρφωση μιας τάξης υποταγμένων ανθρώπων, σπάνια αναλύθηκε επαρκώς. Ο
Langbein για μεγάλο διάστημα υπηρέτησε ως γραμματέας ενός αρχιάτρου των ΕςΕς
και συγχρόνως ήταν μέλος της Αντίστασης του λάγκερ. Επομένως, κατείχε μια
θέση-κλειδί, είχε πρόσβαση σε πολλές πληροφορίες και διηγείται πως αυτός ο
αρχίατρος, ο Writz, του οποίου ήταν γραμματέας, ήταν στην ουσία ένας άνθρωπος
κοινός. Προσχώρησε στα ΕςΕς για να κάνει καριέρα αλλά μετά ήταν δύσκολο να βγει
από τα ΕςΕς. Μετά αυτοκτόνησε· δικάστηκε και στη φυλακή αυτοκτόνησε...».
![]() |
Primo Levi, 1919-1987 |
Εκτός από το καθήκον της μνήμης, που είναι το κεντρικό ζητούμενο αυτής της συζήτησης και αυτού του βιβλίου, ένα άλλο, σημαντικό επίσης, είναι και το ζήτημα ποιοι ήταν, τελικά, οι δήμιοι, οι βασανιστές των λάγκερ. Ή, ακριβέστερα, ποιο ήταν το ποιόν τους, ποια τα κίνητρά τους; Τι τους ωθούσε να βασανίζουν και να εκτελούν τα θύματά τους με τους γνωστούς απάνθρωπους τρόπους; Και από αυτό το βιβλίο-συζήτηση προκύπτει ότι στην πλειοψηφία τους οι δήμιοι των λάγκερ ήταν άνθρωποι του «μέσου όρου», «κοινοί, απλοί άνθρωποι», «άνθρωποι της διπλανής πόρτας», υπάλληλοι που εκτελούσαν μια υποχρέωση, μια υπηρεσιακή δουλειά χωρίς ίχνος ηθικού ελέγχου ως τυπικοί γραφειοκράτες, ως «γρανάζια» μιας απρόσωπης μηχανής. Και αυτή η στάση, που η Χάνα Άρεντ είχε ονομάσει ως «κοινοτοπία (ή «ρηχότητα») του κακού» είναι που καθιστά αυτές τις φρικώδεις πράξεις ακόμα φρικωδέστερες.
Και επειδή κάτι τέτοιο όπως αυτό που καταγράφεται στις
μαρτυρίες αυτές, συνέβη, δεν είναι απίθανο να ξανασυμβεί. Την επανάληψη ενός
τέτοιου ενδεχομένου προσπαθούν να αποτρέψουν μαρτυρίες όπως αυτή
του Primo Levi αλλά και όλων όσοι κατέθεσαν τέτοιες μαρτυρίες με
οποιονδήποτε τρόπο. Η διάφορα της συγκεκριμένης από άλλες είναι η ακρίβεια, η
διαύγεια της και η προσπάθεια για απουσία οποιουδήποτε συναισθηματικού τόνου.
Αυτά τα στοιχεία την καθιστούν πολύ ιδιαίτερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου