Σάββατο 26 Απριλίου 2025

John Berger, H κόκκινη τέντα της Μπολόνιας (Αντίποδες)

 
 
Δεν έχω ξαναδεί κόκκινο σαν αυτό της Μπολόνιας
Αχ! Να γνωρίζαμε το μυστικό αυτού του κόκκινου …
 
 
 

Το βιβλίο «Η κόκκινη τέντα της Μπολόνιας» του
John Berger, είναι αφενός ένα οδοιπορικό μνήμης και αφετέρου μια σύντομη ξενάγηση με τη μορφή μικρών στιγμιοτύπων. Αρκετά χρόνια μετά από το πρώτο του ταξίδι σ’ αυτήν την πόλη, ο ώριμος πλέον αφηγητής, όταν ξαναπηγαίνει, ανακαλεί στη μνήμη του εκείνο το παλαιό ταξίδι που είχε κάνει με τον θείο του. Η Μπολόνια, πόλη με τεράστια πολιτιστική παράδοση, με τις ποικιλίες των εδεσμάτων της, με τις αψιδωτές στοές της, το ιστορικό της πανεπιστήμιο, τους πύργους της, την πιάτσα Ματζόρε, τη βασιλική της Santa Maria della vita, τα επιβλητικά δημόσια κτήρια, το αντιφασιστικό της παρελθόν και, βεβαίως με τις τέντες στη χαρακτηριστική κόκκινη απόχρωση, λειτουργούν ως σκηνικό όπου ανακαλούνται από τον αφηγητή στιγμές του παρελθόντος όπως τις είχε ζήσει με τον θείο του μαζί με στιγμιότυπα του παρόντος.
 
«Για τους ανθρώπους που ζουν εδώ, οι στοές είναι κάτι σαν προσωπική ατζέντα, φτιαγμένη από πέτρα, τούβλα και κυβόλιθους. Μπορείς να επισκεφτείς τους πιστωτές σου, τον κρυφό σου έρωτα, τον ορκισμένο εχθρό σου, το αγαπημένο σου καφέ, τη μητέρα σου, τον οδοντογιατρό σου, το τοπικό γραφείο ανέργων, τον καλύτερό σου φίλο ή ένα παγκάκι στο οποίο κάθεσαι συνήθως τελείως μόνος –μπορείς να πας σε όλα σου τα ραντεβού χωρίς να χρειαστεί να περπατήσεις κάτω απ’ τον ουρανό. Και τι αλλάζει αυτό στα γεγονότα της ζωής σου; Τίποτα. Κι όμως, κάτω από τις στοές ο αντίλαλος αυτών των γεγονότων ηχεί διαφορετικά…»  
 
Καθισμένος στα σκαλιά της Πιάτσα Ματζόρε, έχοντας προηγουμένως αγοράσει τρία μέτρα κόκκινο ύφασμα από ένα φημισμένο κατάστημα, ο αφηγητής παρατηρεί όσα γίνονται μπροστά του, όπως κάνουν επί αιώνες οι κάτοικοι αυτής της πόλης: μια ηλικιωμένη κυρία που μαλώνει τον σκύλο της, κάποιοι περαστικοί που συζητούν για τον καιρό και διαφωνούν, κάποιοι έφηβοι που παίζουν ποδόσφαιρο, ένα κοριτσάκι με ένα μπαλόνι, ένας ώριμος άνδρας που επιστρέφει από το σούπερ μάρκετ με ψώνια και έχει ανάγκη από τσιγάρο.



 
«Ύστερα από λίγο φεύγω από την εκκλησία της Santa Maria della vita. Έξω η βραδιά είναι ήρεμη. Οι άνθρωποι συζητούν για τον αυριανό καιρό. Μπαίνω στο εμπορικό κέντρο Παβαλιόνε, γιατί έχω ένα προαίσθημα. Υπάρχει ένα μέρος όπου δύο στοές διασταυρώνονται κάτω από έναν θόλο. Στις γωνίες αυτού του χώρου υψώνονται ψηλές κολόνες. Είναι ένα πέρασμα. Φαίνεται πως όταν το Παβαλιόνε λειτουργούσε σαν σκεπαστή λαϊκή αγορά, εδώ ήταν το πιο ήσυχο μέρος. Παρατηρείται ένα ηχητικό φαινόμενα εδώ. Θα το αποκαλούσαμε «ψιθυριστή κραυγή».  
 
 
 
John Berger, 1926-2017

Ο θείος του αφηγητή, ο Έντγκαρ, ήταν ένας άνθρωπος που σύμφωνα με τις οικογενειακές αξίες θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποτυχημένος: μονίμως άφραγκος, εργένης, άχρωμος, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και με μια μάλλον ασαφή επαγγελματική απασχόληση. Ωστόσο ορισμένα χαρακτηριστικά του όπως η ευρυμάθειά του, η φιλοσοφικότητά του, η αγάπη του για τις τέχνες, το ποδήλατο, τα βιβλία, τις επιστολές και, κυρίως, για τα ταξίδια και την περιπλάνηση, ασκούν έλξη στον αφηγητή. Έτσι, μεταξύ των δύο αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη, στενή σχέση. Κάτω από την επίδραση αυτού του παράξενου ανθρώπου, ο νεαρός τότε αφηγητής έρχεται σε επαφή με τον κόσμο των βιβλίων, των συγγραφέων και με τη ζωγραφική και, ταυτόχρονα, ανακαλύπτει τη γοητεία των μικρών αλλά, τελικά, πολύτιμων πραγμάτων. Λεπτομέρειες αυτού του όμορφου κόσμου, των μικρών σταθερών τελετουργιών, των ασήμαντων κινήσεων, των στοχαστικών απόψεων για τη ζωή και τους ανθρώπους, των ταπεινών αντικειμένων και των ευτελών δώρων μας μεταφέρει με τη μορφή μικρών «σκηνών», σύντομων "καρέ" ο συγγραφέας με φόντο σημεία της Μπολόνια.
 
Ένα πολύ όμορφο βιβλίο, γλυκό, γραμμένο με μεγάλη αγάπη, τρυφερότητα και ευαισθησία, αφιερωμένο σε ορισμένους ανθρώπους που με τον δικό τους τρόπο καθόρισαν τη ζωή μας.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

Junichiro Tanizaki, Το πόδι της Φουμίκο (Άγρα)

 

 
Χάρη σ’ αυτό που του πρόσφερε η Ο-Φούμι, ο γέρος μπόρεσε
ν΄αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στην πιο μεγάλη ηδονή.
 
 
 
 
 

Ο Ουνοκίτσι, φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών, αφηγείται την ιστορία του συνταξιούχου εμπόρου, Τσουκακόσι και της μαιτρέσσας του, Φουμίκο. Ο γέρος έμπορος, παθιασμένος με την ομορφιά του ποδιού της ερωμένης του, αναθέτει στον νεαρό ζωγράφο να αποδώσει δυτικότροπα τη Φουμίκο, όπως όμως απεικονίζεται μια γυναικεία φιγούρα σε μια παλαιά ιαπωνική γκραβούρα. Ο Ουνοκίτσι στην αρχή αδυνατεί να καταλάβει αυτήν την απαίτηση, ιδίως μάλιστα όταν βλέπει πόσο άβολη είναι για την Φουμίκο η πόζα στην οποία πρόκειται να σταθεί. Αρχίζει να καταλαβαίνει τη σκοπιμότητα αυτής της θέσης όταν βλέπει (και αυτός) το πόδι της Φουμίκο: η συγκεκριμένη στάση αναδεικνύει ιδανικά την αψεγάδιαστη ομορφιά του ποδιού της. Και συνεπαίρνεται και ο ίδιος με την ομορφιά της. Ωστόσο η εμμονή του γέρου Τσουκακόσι για το πόδι της Φουμίκο θα αποκτήσει τέτοια ένταση που θα τον οδηγήσει στα όρια της παραφροσύνης.
 
Οι σεξουαλικές «διαστροφές» παρείχαν το υλικό για τις πρώτες νουβέλες και τα πρώτα διηγήματα του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι. Η νουβέλα «Το πόδι της Φουμίκο» πρωτοδημοσιεύτηκε 1919 στο περιοδικό «Γιούμπεν» και επικεντρώνεται στον φετισχισμό του ποδιού. Ο Τανιζάκι είχε διαβάσει το έργο του Richard von Krafft-Ebing, «Σεξουαλική ψυχοπαθολογία», στο οποίο περιγράφονται και αναλύονται βασικές σεξουαλικές «διαστροφές». Ο Τανιζάκι, όπως και ο νεαρός φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών της νουβέλας, διαπιστώνει ότι οι σεξουαλικές επιθυμίες από τις οποίες διακατεχόταν ο ίδιος και οι οποίες χαρακτηρίζονταν ως «διαστροφές» δεν ήταν μόνο δικές του αλλά, αντιθέτως, ήταν επισήμως καταγεγραμμένες ως μέρος της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Συνεπώς, ότι και αυτός δεν είναι μια εξαιρετική, μη φυσιολογική περίπτωση ούτε ένας αισχρός, διεστραμμένος άνθρωπος. Βασιζόμενος στο έργο του Krafft-Ebing, που είχε διαβάσει (μάλιστα στη νουβέλα γίνεται έμμεση αναφορά σε ένα "εγχειρίδιο ειδικού", που είναι σίγουρα αυτό), ο Τανιζάκι αρχίζει να διερευνά (και) λογοτεχνικά αυτές τις σεξουαλικές «παρεκκλίσεις», κάτι που κάνει και στη νουβέλα «Το πόδι της Φουμίκο». Η έλξη για το γυναικείο πόδι, όμως, εμφανίζεται για πρώτη σε έργο του στο σύντομο διήγημα «Τατουάζ», το 1910.
 
«Μπορεί να φανεί παράξενο που μιλάμε για έκφραση, αναφερόμενοι σε ένα πόδι, αλλά, αν θέλετε τη γνώμη μου, πιστεύω πως ένα πόδι δεν είναι λιγότερο εκφραστικό από ένα πρόσωπο. Έχω την αίσθηση ότι μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μια γυναίκα παθιασμένη ή ένα ψυχρό και σκληρό άτομο από την εντύπωση που δημιουργεί το πόδι τους.»
 
Suzuki Harunοbu, Woman
admiring Plum 

Αν διαβάσουμε τη νουβέλα του Τανιζάκι μέσα από την οπτική της φροϋδικής θεωρίας του φετιχισμού, μπορούμε να βρούμε σημεία σύγκλισης. Ένα από αυτά είναι η σύνδεση του φετιχισμού με τον ευνουχισμό. Για τον Φρόυντ, αυτό που συνδέει τον φετιχισμό με τον μαζοχισμό είναι η αποδοχή του ευνουχισμού, αφού και ο μαζοχισμός και ο ευνουχισμός συνδέονται αμφότεροι με το ένστικτο του θανάτου. Όταν η λίμπιντο σπρώχνει αυτό το ένστικτο (του θανάτου) προς τα έξω, έχουμε τον σαδισμό ενώ όταν το σπρώχνει προς τα μέσα, έχουμε τον μαζοχισμό. Στους δύο άνδρες της ιστορίας μας, στον γέρο έμπορο και στον νέο φοιτητή, ο φετιχισμός του ποδιού είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένος με τον μαζοχισμό. Ένα άλλο σημείο σύγκλισης με τη φροϋδική θεωρία είναι αυτό που σχετίζεται με το βλέμμα, με την πράξη της ηδονοβλεψίας. Κατά τον Φρόυντ, όταν το αντικείμενο του πόθου, που αρχικά ο παρατηρητής είχε κάπου δει αλλά τώρα δεν το έχει, απουσιάζει, τότε ένα μέρος του σώματος, ας πούμε το χέρι του, το πόδι του, μια τούφα από τα μαλλιά του, ή ένα αντικείμενο ή ένα ρούχο, γάντι, παπούτσι, πανωφόρι ή -κυριότατα- εσώρουχο παίρνει συμβολικά τη θέση του. Και τότε η ηδονή επέρχεται ηδονοβλεπτικά. Κάτι τέτοιο έχουμε και στη συγκεκριμένη νουβέλα από την πλευρά του γέρου Τσουκακόσι και του νέου καλλιτέχνη, Ουνοκίτσι.

Στο «Πόδι της Φουμίκο», λοιπόν έχουμε πολλά πεδία βλέμματος: την αρχική παλαιά ιαπωνική γκραβούρα που αποτελεί τη βάση του νέου πίνακα, την περιγραφή της Φουμίκο (και του ποδιού της) από το βλέμμα του Ουνoκίτσι και τη (δυτικότροπη) απόδοση του νέου πίνακα από τον Ουνοκίτσι. Ενδιαφέρον έχει και μια άλλη παρατήρηση: τα ιδεογράμματα Φου και Μι της μαιτρέσσας του εμπόρου σημαίνουν το πρώτο πλούτο και το δεύτερο ομορφιά. Υπάρχει, όμως και ένα λογοπαίγνιο: με άλλο, διαφορετικό ιδεόγραμμα αλλά με την ίδια προφορά το «φούμου», από το οποίο προκύπτει το όνομα της Φουμίκο, σημαίνει πατώ πάνω, ποδοπατώ. Επομένως, Φουμίκο είναι η κοπέλα που πατάει πάνω σε κάτι, που ποδοπατάει. Τώρα πού πατάει, εύκολο να το υποθέσει κάποιος!  
 

«Μες στη λευκότητα του ποδιού, ένα ροζ ιρίδιζε στα άκρα των δαχτύλων, καταλήγοντας σε ένα ωχρό κόκκινο φωτοστέφανο. Μού θύμιζε τα καλοκαιρινά γλυκά, τις φράουλες στο γάλα, τα χρώματα ενός φρούτου που λιώνει μέσα σε ένα λευκό υγρό, και είναι ακριβώς αυτό το χρώμα που απλωνόταν σε όλη τη γραμμή του ποδιού της Ο-Φούμι.»
 

Ο Τζουνιτσίρο Τανιζάκι (1886 – 1965) είναι γνήσιο τέκνο του «Έντο», γεννημένος στη λαϊκή εμπορική περιοχή στο λιμάνι του Τόκυο, που ήταν το λίκνο των αυθεντικών συνεχιστών της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας της Ιαπωνίας. Αργότερα μετακινήθηκε στην Οσάκα και στο Κιότο, στο κέντρο της παραδοσιακής ιαπωνικής κουλτούρας. Το πάθος του για τον δυτικό κινηματογράφο, τη δυτική μόδα και τις δυτικές διατροφικές συνήθειες ήταν εφήμερο αλλά εκείνο για τη δυτική λογοτεχνία παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Θεωρείται από τα πιο σημαντικά ονόματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας με τεράστια θεματική, ειδολογική και στυλιστική γκάμα.

Η νουβέλα «Το πόδι της Φουμίκο» από τις εκδόσεις Άγρα, συνοδεύεται και από Επίμετρο του μεταφραστή από τα ιαπωνικά, Παναγιώτη Ευαγγελίδη και από βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, πολύ κατατοπιστικά κείμενα για την βαθύτερη κατανόηση και την πληρέστερη απόλαυση αυτής. Πολύ καλή νουβέλα, απλή, αισθησιακή, με λεπτές, ζωγραφικές σχεδόν, αποχρώσεις και σκιές. Τη συστήνω χωρίς επιφύλαξη.


Suzuki Harunobu (1725-1770), A courtesan
and her client beside a brazier

 

Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης)

 

 
Ανάθεμα τα τάλαρα…
 
 
 



Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923) ανήκει στους επιγόνους μιας μεγάλης σειράς επτανήσιων συγγραφέων που καθόρισαν τη λογοτεχνική παραγωγή κυρίως κατά τον 19ο αιώνα. Στη ζωή του και στη συγγραφική του παραγωγή παρουσιάζει μια σειρά τυπικών χαρακτηριστικών της επτανησιακής παιδείας και παραγωγής: αριστοκρατική καταγωγή, οικονομική επιφάνεια, παιδεία δυτικού τύπου. Η οικονομική άνεση της οικογένειά του τού επιτρέπει μακροχρόνιες σπουδές στις θεωρητικές επιστήμες και πολύ χρόνο αφιερωμένο στη μελέτη και στη συγγραφή.
Στην πνευματική του πορεία δύο πρόσωπα λειτούργησαν ως καθοδηγητές και τον επηρέασαν καθοριστικά. Ο ένας ήταν ο Λορέντζος Μαβίλης και ο άλλος, ο Κώστας Χατζόπουλος. Ο πρώτος τον διατήρησε εντός της επτανησιακής παράδοσης, του ενέπνευσε έντονα πατριωτικά αισθήματα, τον παρακίνησε στην ενασχόλησή του με την ποίηση και με την εκμάθηση ξένων γλωσσών (γνώριζε πολύ καλά γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, αρχαία ελληνικά, λατινικά, σανσκριτικά, εβραϊκά και παλαιοπερσικά). Ο δεύτερος τον ώθησε στα σοσιαλιστικά ιδεώδη, στην ενασχόλησή του με την πεζογραφία και στην αγάπη για τη δημοτική. Δεν ήταν όμως αμελητέα, κάθε άλλο, και η καθοριστική παρουσία μιας γυναίκας στην πνευματική του πορεία, της Ειρήνης Δεντρινού (1879-1974), ποιήτριας, πεζογράφου και μελετήτριας της κερκυραϊκής λογοτεχνίας, μία από τις πρώτες διανοούμενες με αυτόνομη δυναμική παρουσία στα γράμματα. Σε αυτήν την γυναίκα, άλλωστε, αφιέρωσε τη νουβέλα «Η τιμή και το χρήμα».
 

Αρχικά ο Θεοτόκης, επηρεασμένος από το κλίμα του αισθητισμού και του νιτσεϊσμού, άντλησε τα θέματά του από τον χώρο των μύθων και από παλαιούς θρύλους. Στη συνέχεια, όμως, στράφηκε στη σύγχρονη ζωή, στον μικρόκοσμο του νησιού του. Επικεντρώθηκε στα προβλήματα των συγχρόνων του, τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής, τη φτώχεια, την αμάθεια, την υποταγή σε παρωχημένες αντιλήψεις. Το σκηνικό των ιστοριών του τώρα γίνεται η Κέρκυρα των αρχών του εικοστού αιώνα. Στο διάστημα από το 1898 έως το 1912 έγραψε δέκα διηγήματα που αφορούν κυρίως τη ζωή στα κερκυραϊκά χωριά και απαρτίζουν το κύριο μέρος της συλλογής «Κορφιάτικες ιστορίες». Το 1912 έως το 1921 επεξεργαζόταν το μυθιστόρημα «Σκλάβοι στα δεσμά τους». Στο ενδιάμεσο, το 1918 έγραψε τον «Κατάδικο», ένα πρόσωπο με έντονα χριστιανικά χαρακτηριστικά που υποφέρει καρτερικά και θυσιάζεται. Στους αντίποδες αυτού του προσώπου είναι ο Καραβέλας, της ομώνυμης νουβέλας («Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα»), που γράφει την επόμενη χρονιά, το 1919.   
 
Όταν ο Θεοτόκης έκανε τα πρώτα του βήματα, η ελληνική ηθογραφία βρισκόταν στην ακμή της. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί της, που ζούσαν στην ύπαιθρο, αντλούσαν, όπως είναι λογικό, τη θεματολογία τους από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Ωστόσο, αρκετοί από τους διαπρεπείς συγγραφείς της περιόδου, ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Κονδυλάκης, ο Καρκαβίτσας, ο Ξενόπουλος, ο Χατζόπουλος κ.α. δεν περιορίστηκαν μόνο στην πιστή αποτύπωση των ηθών των περιοχών τους, δεν εστίασαν μόνο στην απόδοση του λαϊκού στοιχείου, αλλά, αντίθετα, πρόβαλλαν και ανέλυσαν σε βάθος αυτές τις βαθιά παραδοσιακές κοινωνίες για να αναδείξουν σοβαρά προβλήματα και σοβαρές παθογένειες.
  
Τη  νουβέλα «Η τιμή και το χρήμα» ο Θεοτόκης την έγραψε το 1911-1912. Η υπόθεση αυτής της νουβέλας διαδραματίζεται σε προάστιο, ούτε στην πόλη της Κέρκυρας ούτε σε κάποιο χωριό της, αλλά σε έναν μεταιχμιακό χώρο. Αυτός είναι το προάστιο Μαντούκι, του οποίου οι κάτοικοι δεν είναι όλοι δέσμιοι παλαιών συνηθειών. Κάποιοι μάλιστα επιδιώκουν να τις σπάσουν. Σε αυτήν οι προσωπικότητες των γυναικών είναι πολύ ισχυρές και εμφανίζονται όχι απλώς θετικά αλλά και ως «λύση» με νεωτερικές (τουλάχιστον) κοινωνικές ιδέες. Αφηγείται μια απλή ιστορία, ανάλογη με πολλές άλλες εκείνης της περιόδου. Μια νέα και πολύ όμορφη κοπέλα, ταπεινής καταγωγής, η Ρήνη, ερωτεύεται έναν επίσης φτωχό αλλά κάπως ανώτερο κοινωνικά άνδρα, τον Ανδρέα Ξη. Αυτός για να επιβιώσει αλλά και για να ξεχρεώσει δουλεύει στη θάλασσα με δικό του καϊκι και κάνοντας και λαθρεμπόριο. Και εκείνος ανταποκρίνεται στον έρωτα της Ρήνης και το ειδύλλιο θα κατέληγε σε γάμο, αν η μητέρα της κοπέλας, η Επιστήμη Τρινκούλαινα έδινε στον γαμπρό την προίκα που αυτός επιθυμούσε. Όμως εκείνη αρνείται, όχι επειδή δεν έχει το συγκεκριμένο ποσό (600 τάλαρα) αλλά επειδή θέλει να εξασφαλίσει και τα άλλα της παιδιά. Σε μια απεγνωσμένη κίνηση και μπροστά στο ενδεχόμενο η Ρήνη να παντρευτεί κάποιον άλλον, ο Ανδρέας την πείθει να τον ακολουθήσει. Η μητέρα της και τότε ακόμα παραμένει ανένδοτη. Η κατάσταση χειροτερεύει όταν οι αρχές κατάσχουν το πλεούμενο του Ανδρέα και όταν το πατρικό του σπίτι πρόκειται να βγει στον πλειστηριασμό. Ο φόβος της χρεοκοπίας και της κοινωνικής ατίμωσης, υποχρεώνουν τον Ανδρέα να εγκαταλείψει τη Ρήνη, επιλέγοντας να εργαστεί ως ψαράς και να απειλήσει πως παντρευτεί μια άλλη για γυναίκα του, πλουσιότερη και διατεθειμένη να του δώσει πολύ γενναιότερη προίκα. Η Ρήνη όμως είναι έγκυος, πιάνει δουλειά, συμφιλιώνεται με την μητέρα της και σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει ό,τι είναι δυνατόν, η Επιστήμη αποφασίζει να υποχωρήσει στις απαιτήσεις του γαμπρού, δίνοντάς του το ποσό που ζητούσε. Εκείνος, μπροστά στα νέα  δεδομένα, δέχεται αλλά τώρα δεν δέχεται η Ρήνη, της οποίας πια τα αισθήματα για τον Ανδρέα έχουν παγώσει. Έτσι αποφασίζει να μην προχωρήσει στον γάμο, απογοητευμένη για τη φιλοχρηματία και για τη σκληρότητα του πρώην αγαπημένου της. Κρατάει το παιδί και αποφασίζει να το αναθρέψει μόνη της, με τη σκληρή δουλειά της.
 
Η νουβέλα αυτή έχει «θέση». Στηρίζεται στις σοσιαλιστικές ιδέες οι οποίες προβάλλονται με συγκεκριμένες φράσεις ή σκηνές και ακολουθεί τη δομή της σύγκρουσης. Κύρια θέματα, ασφαλώς, η τιμή της κοπέλας και ο γάμος αλλά και το χρήμα με διάφορες μορφές, ως χρέος, ως εργασία, ως προίκα. Όλοι ενδιαφέρονται γι’ αυτό: η Επιστήμη Τρινκούλαινα, δυναμική, εργάτρια, μητέρα, που κρατάει ολόκληρο το σπιτικό μόνη, που κάνει και «μπίζνες» στα όρια (ή και λίγο πιο πέρα) της νομιμότητας, ο Ανδρέας Ξης, που το χρειάζεται για να ξεχρεώσει αλλά παλεύει και με το ερωτικό πάθος, ο θείος του, ο Σπύρος, ένας πανούργος, παρασιτικός και μοχθηρός τύπος, που ζει εις βάρος του ανεψιού του, ακόμα και ο Θανάσης Τρίνκουλος, που το χρειάζεται για να πίνει. Μόνο η Ρήνη δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό, γιατί μοναδικό κίνητρο των επιλογών της είναι ο έρωτας, η εμπιστοσύνη, η αφοσίωση και η άδολη, αγνή αγάπη. Η στάση της Ρήνης στο τέλος της νουβέλας είναι, για τα δεδομένα της εποχής, εντυπωσιακή: απορρίπτει τον Ανδρέα, τον άνδρα στον οποίο είχε δοθεί ολοκληρωτικά και διακηρύσσει την ανεξαρτησία της. Διακηρύσσει την απόφασή της να κρατήσει το παιδί που φέρει μέσα της, να εγκαταλείψει το μέρος όπου ζει και με τη δική της και μόνο σκληρή δουλειά να επιβιώσει. Απόφαση χειραφέτησης και ανεξαρτησίας.
Ένα από τα καλύτερα έργα του Θεοτόκη. Σπουδαίο.

Στον τόμο των «Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης» υπάρχει εκτενέστατη εργασία (σελ. 131-303) της Έρης Σταυροπούλου, ομότιμης καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας του πανεπιστημίου της Αθήνας, με θέμα «ερωτευμένες ηρωίδες στο έργο του Θεοτόκη και λογοτεχνικές αδελφές τους: παραλλαγές μιας τυπολογίας», λεπτομερέστατο και πολύτιμο βοήθημα στην ανάγνωση.     

 

 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Stephane Carlier, Η Κλάρα διαβάζει Προυστ (Ίκαρος)

 Όλη τη νύχτα ονειρευόταν ένα κουδούνι κρεμασμένο στην πόρτα ενός κήπου, 
το θρόισμα ενός φορέματος από μουσελίνα σε μια σκάλα, 
καμπάνες που χτυπούν μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά…




Η Κλάρα ζει σε μια κωμόπολη της γαλλικής επαρχίας. Είναι νέα και όμορφη όμως συνειδητοποιεί πως η ζωή της έχει οδηγηθεί σε τέλμα. Η καθημερινότητά της περιορίζεται στο παλιομοδίτικο κομμωτήριο στο οποίο εργάζεται, σε με μια μεσόκοπη αφεντικίνα που δεν περιμένει τίποτα από τη ζωή, σε μια στρυφνή και αδέξια συνάδελφο, σ’ έναν εκκεντρικό κομμωτή, εξωτερικό συνεργάτη της επιχείρησης, στο αγόρι της, που είναι εκθαμβωτικά σέξι αλλά με το οποίο η ερωτική ατμόσφαιρα έχει εξατμιστεί, σε μια ιδιοκτήτρια καφέ που έχει τάσεις αυτοκτονίας και σε μια δύστροπη γάτα που απεχθάνεται τα χάδια. Τον μικρόκοσμό της συμπληρώνουν οι πελάτισσες του κομμωτηρίου, προχωρημένης ηλικίας οι περισσότερες, ένας οδηγός σχολικού που έκανε αλλαγή φύλου και ζητά μόνο αυτήν για να την περιποιηθεί, η αδελφή της με την οποία συναντιέται αραιά και πού και οι γονείς της που με κάθε ευκαιρία ενθαρρύνουν τη μονιμοποίηση της σχέσης της. Η ζωή της κυλά στους αργούς ρυθμούς του κομμωτηρίου με τις γηραιές κυρίες και τη νοσταλγική μουσική που παίζει ασταμάτητα από το ραδιόφωνο, στις μετακινήσεις της με το λεωφορείο, στις μικρές αναποδιές της δουλειάς της και στο ερωτικό αδιέξοδο με τον κούκλο. Ώσπου μια μέρα ένας μυστηριώδης πελάτης, από τους λόγους άνδρες που επισκέπτονται το κομμωτήριο, ξεχνάει (ή αφήνει;) τον πρώτο τόμο από το μυθιστόρημα  του Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, με τον τίτλο Από τη μεριά του Σουάν. Η Κλάρα ασυναίσθητα το κρατάει σε ένα συρτάρι, ίσως και γιατί θα ήθελε να ξαναδεί τον πελάτη που άσκησε πάνω της κάποια έλξη και το ίδιο ασυναίσθητα κάποια μέρα το πιάνει στα χέρια της και αρχίζει να το ξεφυλλίζει.
 

Στην αρχή δυσκολεύεται, όπως είναι λογικό, αλλά δεν εγκαταλείπει την ανάγνωση. Όσο προχωρεί και όσο εξοικειώνεται με τη γραφή του Προυστ, όσο περισσότερο γνωρίζεται με την κοινωνία και τα ήθη της εποχής, με τα πρόσωπα του αχανούς αυτού έργου, τα ονόματά τους, τις ιδιότητές τους, τους χαρακτήρες τους, την εξέλιξη του βίου του καθενός και τις περιπέτειές τους, τόσο περισσότερο γοητεύεται. Την συνεπαίρνει η μουσικότητα των ατελείωτων φράσεων, οι λεπτομερείς περιγραφές, το εύρημα καθαυτό της αναβίωσης ενός ολόκληρου βίου μέσα από τις δυνατότητες της λογοτεχνίας. Μετά από τον πρώτο τόμο,  Από την πλευρά του Σουάν, αγοράζει από το τοπικό βιβλιοπωλείο και τους άλλους, Από την πλευρά των Γκερμάν, Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, Σόδομα και Γόμορα κ.ο.κ. Από ένα σημείο και μετά, όταν έχει πλήρως εξοικειωθεί με τον κόσμο και με τη γραφή του Προυστ, πειραματίζεται και στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να διαβάζει αποσπάσματα αυτού του έργου μπροστά σε κοινό. Έτσι, η ανάγνωση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, αυτό, δηλαδή, που ξεκίνησε από απλή περιέργεια και ως δοκιμασία αυτοεπιβεβαίωσης, με ελάχιστες, πάντως, πιθανότητες συνέχειας και ολοκλήρωσης, εξελίσσεται για την Κλάρα σε ένα πανέμορφο ταξίδι ανακάλυψης, αυτοανάλυσης, διερεύνησης νέων δυνατοτήτων, χαλάρωσης (είναι η γιόγκα μου, λέει συχνά), αυτοσυνειδησίας και επαναπροσανατολισμού ολόκληρης της μέχρι τότε ζωής της.
 

Το βιβλίο «Η Κλάρα διαβάζει Προυστ» του Stephane Carlier είναι μια τρυφερή ιστορία που παρακινεί τον αναγνώστη να διαβάσει Προυστ (που είναι πραγματικά μεγάλος συγγραφέας), αλλά και να ξαναδεί τις επιλογές του, να κάνει τις δικές του αναθεωρήσεις και επαναπροσδιορισμούς και –γιατί όχι- να απορρίψει ό,τι έως πρόσφατα θεωρούσε σταθερό και αδιαπραγμάτευτο. Ένα βιβλίο που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει μια όμορφη ρομαντική
feelgood
ταινία, ένα βιβλίο που διαβάζεται μέσα σε λίγες ώρες και που όταν τελειώσει σου αφήνει ένα χαμόγελο και μια γλύκα και σε κάνει να θέλεις αμέσως να το ξαναδιαβάσεις. Την ίδια στιγμή.  

Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Jean Michel Guenassia, Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων (Πόλις)

 

Η διαφορά ανάμεσα σ΄εμάς και τους άλλους είναι ότι αυτοί είναι ζωντανοί ενώ εμείς επιζώντες. Όταν έχεις επιζήσει δεν πρέπει να παραπονιέσαι για την τύχη σου. Είναι ύβρις για όσους έμειναν πίσω… 


Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων είναι στην πραγματικότητα μια λέσχη σκακιστών, ένας χώρος στο πίσω μέρος ενός μπιστρό, του «
Balto», κάπου σε μια συνοικία στο Παρίσι του 1959. Στον χώρο αυτό συγκεντρώνονται άνθρωποι που εγκατέλειψαν τις χώρες τους στην ανατολική Ευρώπη και βρήκαν καταφύγιο στη Γαλλία. Είναι άνθρωποι που κουβαλούν ο καθένας και μια πονεμένη ιστορία, ένα βαρύ παρελθόν για το οποίο δεν θέλουν να μιλούν ή μιλούν ελάχιστα, απορροφημένοι από τον αγώνα της επιβίωσης και την προσπάθεια να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους. Κάποιοι αρνήθηκαν υψηλές θέσεις και αξιώματα, κάποιων η ζωή κινδύνευε και αναγκάστηκαν να εκπατριστούν, κάποιοι έπεσαν στη δυσμένεια των αρχών, κάποιοι δραπέτευσαν στη Δύση και κατέληξαν στη Γαλλία για να ζήσουν πιο ελεύθεροι και εκεί αναζήτησαν πολιτικό άσυλο. Είναι ο Ιγκόρ, ένας γιατρός που προσπαθεί εναγωνίως να πετύχει την αναγνώριση του πτυχίου του για να μπορέσει επιτέλους να ασκήσει το επάγγελμά του, ο Λεονίντ, πρώην σοβιετικός πιλότος που ανδραγάθησε στον πόλεμο και παρασημοφορήθηκε από τον ίδιο τον Στάλιν, δύο Ούγγροι ηθοποιοί που είναι ζευγάρι, ο Σάσα, ένας ύποπτος φωτογράφος που όλοι τον αντιπαθούν, ο Βιρζίλ ένας Ρουμάνος, ο Βλάντιμιρ, που συγγράφει αιωνίως ένα έργο διπλωματικής ιστορίας, ο Πάβελ από την Πολωνία, ο Γρηγόρης, Έλληνας που έφυγε για να σωθεί από τις διώξεις του μετεμφυλιακού καθεστώτος και άλλοι πολλοί. Κουβαλούν τον φόβο και την καχυποψία, θέλουν να περνούν απαρατήρητοι, ζουν στο περιθώριο, όσο το δυνατόν πιο διακριτικά στη σιωπή και στους ψιθύρους. Όλους αυτούς τους άνδρες τους συνδέει ο πόνος του εκπατρισμού, της αποκοπής από τις οικογένειές τους, ο ξεριζωμός, η αγάπη για την ανάγνωση και για το σκάκι. Εκεί, στο πίσω μέρος του μπιστρό «Balto», στη λέσχη των αισιόδοξων, βρίσκουν ένα μέρος για να περνούν τις ώρες τους, παρέα με τη μελαγχολία τους και τις αναμνήσεις τους, αλλά και για να ξεχαστούν ανταλλάσσοντας νέα, διαβάζοντας εφημερίδες, παίζοντας σκάκι, καυγαδίζοντας και πίνοντας. Όταν πίνουν (και πίνουν πολύ!), γίνονται όλοι μια κεφάτη παρέα, μια παρέα ανδρών που δεν παίρνουν τίποτα στα σοβαρά, που γελούν με τα πάντα και πρώτα με τους εαυτούς τους. Και παραμένουν αθεράπευτα αισιόδοξοι γιατί έχουν σωθεί από πολλά και έχουν επιζήσει. Στη λέσχη αυτή όμως σύχναζαν και εκπρόσωποι της γαλλικής διανόησης, ο Σαρτρ, που έβρισκε έναν χώρο για να γράψει και για να καπνίσει και ο Ζοζέφ Κέσελ, που όποτε μπορούσε βοηθούσε οικονομικά αλλά και μυστικοί αστυνομικοί, γενικά ακίνδυνοι και κάποτε υποστηρικτικοί.
 

Με αυτήν την παρέα έρχεται σε επαφή ο αφηγητής της ιστορίας, ο Μισέλ Μαρινί, που εκείνη την περίοδο βρίσκεται στα πρώτα χρόνια της εφηβείας και που εκτός των άλλων έχει και τα δικά του προβλήματα, οικογενειακά και εκπαιδευτικά. Η περιέργεια τον σπρώχνει να περάσει στον πίσω χώρο του μπιστρό και εκεί σιγά σιγά κερδίζει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων του. Παρακολουθεί τις σκακιστικές παρτίδες, κερδίζει τη συμπάθειά τους και δένεται όλο και πιο πολύ μαζί τους. Στα δύσκολα (και έχει πολλά κι αυτός, άλλου τύπου βέβαια) τρέχει σ’ αυτούς και ζητά συμβουλές. Κι εκείνοι τον αγαπούν και τους τις παρέχουν με τον τρόπο τους. Λίγο λίγο μαθαίνει στοιχεία από το παρελθόν τους, όταν θέλουν να του ανοιχτούν. Ρίχνεται με τα μούτρα στην ανάγνωση βιβλίων, ασχολείται με τη φωτογραφία, βελτιώνεται στο σκάκι, κάνει τις πρώτες του συγγραφικές απόπειρες. Μέσα από την αφήγηση του Μισέλ Μαρινί μαθαίνουμε εμείς οι αναγνώστες της Λέσχης των αθεράπευτα αισιόδοξων τις ιστορίες των ανθρώπων αυτών· ιστορίες πόνου, τραύματος, οδύνης.
 
Στην ουσία το βιβλίο αυτό είναι η αναπαράσταση μιας εποχής και ταυτόχρονα το χρονικό μιας ενηλικίωσης. Μας μεταφέρει στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στα πρώτα χρόνια του «Ψυχρού πολέμου», στη Γαλλία που προσπαθεί να καταστείλει την επανάσταση στην Αλγερία, στο Παρίσι του ροκ εν ρολ, των δισκάδικων και της ατμόσφαιρας που προετοιμάζει τον Μάη. Μεταφερόμαστε όμως, μέσα από τις σπαρακτικές αφηγήσεις των πρωταγωνιστών και στη σκοτεινή περίοδο του σταλινισμού, των απαγωγών αντιφρονούντων, των στημένων κατηγοριών, των εξαφανισμένων ποιητών (πόσο συγκινητικό το συγκεκριμένο κομμάτι της διήγησης του Σάσα! από τα πιο δυνατά, κατά τη γνώμη μου, του βιβλίου!). Ο αφηγητής μεγαλώνει, ωριμάζει μέσα από τις ιστορίες που ακούει, όπως και μέσα από τα δικά του βιώματα, τα αναγνώσματά του, το σκάκι, τα οικογενειακά δράματα, τους πρώτους έρωτες, τις πρώτες συγγραφικές απόπειρες, την αμφισβήτηση.
 
Ένα βιβλίο γλυκόπικρο, κυρίως μελαγχολικό και, κάπου κάπου, εύθυμο· ένα βιβλίο που αποφεύγει τον εύκολο διδακτισμό αλλά μας παροτρύνει να σκεφτούμε πάνω στα σημαντικά στη ζωή: την ίδια τη ζωή ως γεγονός και ως παρόν, τα ιδανικά που χάνονται ή που προδίδονται, στη φιλία και στην αλληλεγγύη, στη δύναμη της λογοτεχνίας και της γραφής, εν τέλει. Ήταν το πρώτο βιβλίο του Jean Michel Guenassia που διάβασα και, ομολογώ, με κέρδισε ολοκληρωτικά. Με επιδέξια σύνθεση, αδιάκοπο ρυθμό, κινηματογραφική γραφή, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Καθόλου αποτρεπτικά δεν θα πρέπει να λειτουργήσουν οι πολλές του σελίδες. Συγκινητικό, βαθιά ανθρώπινο. Πραγματικά, σπουδαίο.   
 

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Ο κροκόδειλος (Γκοβόστης)

 



Όσο πιο κούφιο είναι ένα ανθρώπινο κεφάλι
τόσο πιο λίγο επιθυμεί να γεμίσει... 




Ένας κυβερνητικός υπάλληλος, γελοίος και ημιμαθής, ο Ιβάν Ματβέγεβτις , που θεωρεί τον εαυτό του αδικημένη ιδιοφυία, πριν  αναχωρήσει από την Πετρούπολη για ταξίδι διακοπών στην Ευρώπη, επισκέπτεται μαζί με τη γοητευτική και φιλάρεσκη σύζυγό του και έναν στενό του φίλο και συνάδελφο, το εμπορικό κέντρο του Περίδρομου, έναν αχανή και πολυτελή πολυχώρο αναψυχής και αγορών στον οποίο εκτός των άλλων στεγάζεται και ένας μικρός ζωολογικός κήπος. Ενώ η σύζυγός του, η Γελένα Ιβάνοβνα, περιεργάζεται κάποιους πιθήκους, εκείνος αρχίζει να ενοχλεί έναν κροκόδειλο που ανήκει στον Γερμανό
Julius Gebhardt.  Τότε ο κροκόδειλος τον καταβροχθίζει, τον κάνει μια χαψιά. Ο Ιβάν Ματβέγεβιτς χάνεται στο εσωτερικό του ζώου αλλά παραμένει ζωντανός. Μέσα στον κενό χώρο του εσωτερικού του κροκόδειλου  διατηρεί την αρτιμέλειά του, τις αισθήσεις του και τη διαύγειά του. Όταν ο συνάδελφος του το απόγευμα της ίδιας μέρας τον επισκέπτεται στον Περίδρομο, του αποκαλύπτει πώς σχεδιάζει να εκμεταλλευτεί την αφύσικη κατάσταση στην οποία βρέθηκε. Σκοπεύει  να αποδείξει σε όλους όσοι τον αμφισβητούσαν την αξία του, να δώσει αποστομωτικές απαντήσεις, να αποδείξει, εν ολίγοις, την ιδιοφυία του και να γίνει διάσημος. Σκοπεύει να παρουσιάσει καινοτόμες οικονομικές θεωρίες για την αύξηση του κεφαλαίου και τη δημιουργία αστικής τάξης στη Ρωσία, να αναφερθεί σε μείζονα ζητήματα πολιτικής, ηθικής, αισθητικής και ποίησης, να εισηγηθεί ακόμα και την εφαρμογή πρωτότυπων κοινωνικών συστημάτων. Κι όλα αυτά με διαλέξεις που θα δίνει στο κοινό μέσα από την κοιλιά του ζώου. Οι φιλοδοξίες του δεν έχουν όριο: θα συναρπάζει, θα γοητεύει, θα σαγηνεύει. Σκοπεύει να κάνει το ίδιο διάσημη και τη χαζή γυναίκα του…Το μόνο που φαίνεται να τον απασχολεί είναι η μεταχείριση που φοβάται ότι θα του επιφυλάξει ο ανυπόληπτος τύπος της πόλης του.
 
Τη συγκεκριμένη νουβέλα, άγνωστη γενικά στο ευρύ κοινό,  ο Φιόντορ Ντοστογιέβσκι τη δημοσίευσε στο δεύτερο τεύχος του βραχύβιου περιοδικού «Εποχή» που διηύθυνε ο ίδιος με τον αδελφό του, Μιχαήλ, το 1865 υπό τον τίτλο Αφήγησις παράξενος ή περίδρομος στον Περίδρομο· ή η αληθινή ιστορία ενός όλως αξιοσέβαστου σε ηλικία και εμφάνιση κυρίου, τον οποίο περιδρόμιασε ολοσχερώς, άνευ υπολειμμάτων και εξολοκλήρου ζωντανό, ένας κροκόδειλος στον Περίδρομο, μετά των σχετικών συνεπειών. Η ιστορία που διαβάζουμε είχε δήθεν παραδοθεί στον συγγραφέα Ντοστοφιέφσκι από τον θυρωρό στην είσοδο της πολυκατοικίας του, σταλμένη από κάποιον άλλον, άγνωστο συγγραφέα, τον Σιέμεν Στρίζοφ, με την παράκληση να σταλεί προς δημοσίευση στο συγκεκριμένο περιοδικό.

 
Ο συγγραφέας σατιρίζει πολλά από τα κακώς κείμενα της κοινωνίας της Αγίας Πετρούπολης. Ασκεί πλάγια κριτική στην τυπολατρία της κυβερνητικής γραφειοκρατίας, την αναξιοπιστία των εφημερίδων και την έλλειψη ηθικής των δημοσιογράφων, τις θεωρίες των οικονομολόγων και των κοινωνικών αναμορφωτών, ακόμα και τις θεωρίες των φυσικών επιστημόνων της εποχής, την ελαφρότητα των κοινωνικών ηθών και του έγγαμου βίου, την κενότητα και τη ματαιοδοξία της ανερχόμενης αστικής τάξης.
 
Πνευματώδης, παιγνιώδης νουβέλα με σαφείς επιρροές από την Παλαιά Διαθήκη και από τον σύγχρονο του Ντοστογιέφσκι, Νικολάι Γκόγκολ (θυμίζει τη νουβέλα του τελευταίου Η Μύτη, σύμφωνα με την οποία ένα πρωί η μύτη ενός ανώτατου στρατιωτικού του ρωσικού στρατού αποκολλάται από το πρόσωπό του και περιπλανιέται στην Αγία Πετρούπολη μέχρι να επανασυνδεθεί στην αρχική της θέση),  που διαβάζεται απνευστί. Αιχμαλωτίζει με την λεπτή ειρωνεία της, το χιούμορ της και την απλότητα της γραφής της. Από τα βιβλία που διαβάζεις μέσα σε λίγη ώρα γιατί δεν μπορείς να τα αφήσεις από το χέρι σου.



Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Ίαν ΜακΓιούαν, Το καρυδότσουφλο (Πατάκης)

 


Η Τρουντ είναι μια κακομαθημένη επιφανειακή γυναίκα στον ένατο μήνα της κύησης. Απατά τον άνδρα της, τον Τζον, έναν ευαίσθητο άνθρωπο, ποιητή και εκδότη, με τον αδελφό του, τον Κλοντ, έναν κρετίνο μεσίτη ακινήτων. Μαζί σχεδιάζουν να τον δολοφονήσουν για να κληρονομήσουν την περιουσία του. Σχεδιάζουν ακόμα να εγκαταλείψουν το βρέφος αμέσως μόλις αυτό γεννηθεί. Ωστόσο, το βλακώδες σχέδιό τους δεν μένει κρυφό. Το γνωρίζει και κάποιος άλλος. Το έμβρυο. Το οποίο έμβρυο δεν είναι τυχαίο. Σκέπτεται έξυπνα, πρωτότυπα και, κυρίως, ... δοκιμιακά. Επίσης, είναι λάτρης της λογοτεχνίας: ξέρει απέξω κι ανακατωτά τους Άγγλους κλασικούς καθώς και τον Δάντη. Και τον Έλτον Τζον. Έχει απίστευτες γνώσεις ιστορίας και διεθνούς πολιτικής, λαογραφίας και εθνολογίας. Μπορεί να κάνει εύστοχες παρατηρήσεις για την πορεία των ευρωπαϊκών πραγμάτων και έχει μεγάλη εμπειρία στη γευσιγνωσία, ιδίως ακριβών κρασιών. Το χαρισματικό αυτό πλάσμα, λοιπόν, είναι σε θέση να γνωρίζει τα πάντα για το σχέδιο του διαβολικού ζεύγους. Παρακολουθεί την ανηθικότητα των δύο εραστών και σχολιάζει καίρια την αθεράπευτη και αβάσταχτη βλακεία τους. Έτσι την κατάλληλη στιγμή αποφασίζει να δράσει.
 
Ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, συγκινητικό και αστείο με τον δικό του τρόπο. Διαβάζεται απνευστί.

Τι μας αρέσει στα αστυνομικά του Ζορζ Σιμενόν

Στα μυθιστορήματα του Ζορζ Σιμενόν μας αρέσουν τα μισοφωτισμένα γραφεία των αστυνομικών με τους χάρτες των πόλεων, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των υπόπτων και των θυμάτων και τις ξύλινες αρχειοθήκες, τα μικρά καφέ με τις separé τηλεφωνικές καμπίνες, οι βρεγμένοι δρόμοι, το άψογο ανδρικό ντύσιμο με τα κουστούμια, τα γιλέκα και τις ρεπούμπλικες, τα μπαρ που παίζουν τζαζ, οι μαύρες σιτροέν  που αστράφτουν στα φώτα της πόλης, το έντονο κόκκινο στο κραγιόν των γυναικών, ο καπνός από την πίπα του επιθεωρητή Μεγκρέ, η τρυφερή και πανέξυπνη κυρία Μεγκρέ και το Παρίσι του ΄50 βεβαίως, που είναι το καλύτερο Παρίσι όλων των εποχών.


Δημήτρης Φωτεινόπουλος



Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Τόμας Μαν, Δόκτορ Φάουστους (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος)


Ο Τόμας Μαν άρχισε να γράφει το «Δόκτωρ Φάουστους»
το 1943, δηλαδή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το εξέδωσε το 1947 με τον τίτλο Doktor Faustus: Das Leben des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkühn, erzählt von einem Freunde («Δόκτωρ Φάουστους: Η Ζωή του Γερμανού Συνθέτη Άντριαν Λέβερκιν, Όπως τη διηγήθηκε ένας Φίλος»). Πρόκειται για μια ακόμα παραλλαγή στο γνωστό θέμα του Φάουστ που εξελίσσεται στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα στη Γερμανία. Είναι η μυθιστορηματική βιογραφία του συνθέτη λόγιας μουσικής, Άντριαν Λέβερκιν, όπως την αφηγείται ο παιδικός του φίλος Σερένους Τσάιτμπλομ.

 
Ο Άντριαν Λέβερκιν (που παραπέμπει στον αυστριακό συνθέτη Arnold Schönbergεκπρόσωπο του εξπρεσιονιστικού κινήματος) από την παιδική του ηλικία, προικισμένος με εξαίρετη νοημοσύνη και μεγάλες ικανότητες, εγκαταλείπει τις θεολογικές σπουδές και αφιερώνεται στη μουσική. Δείχνει να προορίζεται για την επιτυχία, αλλά η πραγματική φιλοδοξία του είναι η κατάκτηση του μεγαλείου στην πιο καθαρή του μορφή, η ανάδειξη της μεγαλοφυίας του, της μοναδικότητάς του. Στην επιδίωξή του να κατακτήσει τις υψηλότερες κορυφές του μεγαλείου, της καλλιτεχνικής δόξας, συνάπτει μια συμφωνία με τον Μεφιστοφελή: να αρνηθεί για είκοσι τέσσερα χρόνια την ειλικρινή, αγάπη σε οποιαδήποτε μορφή και για οποιονδήποτε άνθρωπο με αντάλλαγμα τη δημιουργική ιδιοφυία. Έτσι σκόπιμα αφήνεται να μολυνθεί από σύφιλη, κάτι που θα τον βοηθήσει να φτάσει στο ύψιστο σημείο δημιουργικής έκφρασης μέσω της τρέλας, αποτέλεσμα της εκφυλιστικής αυτής νόσου, μέσα στα είκοσι τέσσερα αυτά χρόνια της προθεσμίας. Ο Διάβολος του λέει: "Ο καλλιτέχνης είναι αδελφός του εγκληματία και του τρελού. Έχεις την εντύπωση πως δημιουργήθηκε ποτέ έργο πραγματικά μεγάλο χωρίς ο δημιουργός του να έχει προηγουμένως εξοικειωθεί με την έννοια του εγκληματία ή με του τρελού; Και ο Λέβερκιν συμφωνεί: «Μόνο με τον Διάβολο γίνονται τα μεγάλα, τα αξιομνημόνευτα έργα. Μόνο με τον Διάβολο!». Η συμφωνία κλείνεται. Ακολουθούν χρόνια δαιμονικής έμπνευσης και τρελής δημιουργικότητας. Ο συνθέτης παράγει έργα. Οι φίλοι του, ωστόσο, τον θεωρούν ψυχρό, απρόσωπο, απλησίαστο. Και τη δημιουργία του το ίδιο: σπάνια την αντιλαμβάνονται ή τη νιώθουν.
 
Όμως σε κάποια φάση της ζωής του, αυτός ο εσωστρεφής, ο απολύτως αφοσιωμένος στη μουσική του άνθρωπος, νιώθει να ερωτεύεται και μάλιστα ετοιμάζεται να προχωρήσει σε γάμο. Αυτό όμως συνιστά παραβίαση της αρχικής συμφωνίας, αφού αγάπησε πραγματικά. Έτσι πρέπει να τιμωρηθεί: ο θάνατος του στερεί τον μικρό ανεψιό του, παιδί της αδελφής του, ένα πλάσμα αξιολάτρευτο, αγγελικό, μια «Ηχώ», όπως το αποκαλεί ο Λέβερκιν. «Δεν υπάρχει καλό στον κόσμο»,  ομολογεί, «δεν υπάρχει ανθρωπιά, αγάπη, καλοσύνη. Υπάρχει μόνο το Κακό
».

Ολοένα περισσότερο στοιχειώνεται από την εμμονή του με την «Αποκάλυψη και την Ημέρα της Κρίσης». Αισθάνεται την εξέλιξη της σύφιλης και βαδίζει ολοταχώς  προς νευρικό κλονισμό και στο τέλος. Λίγο πριν παραδοθεί απολύτως στην παράνοια, καλεί τους ελάχιστους φίλους του και ομολογεί τη συμφωνία που χρόνια πριν είχε συνάψει με τον Διάβολο. Η τρέλα τον οδηγεί σε μια νηπιακή κατάσταση στην οποία παραμένει υπό τη φροντίδα των συγγενών του για άλλα δέκα χρόνια.
 
Η ζωή του Αντριάν Λέβερκιν ξετυλίγεται στο πλαίσιο, και παράλληλα με, το Γερμανικό πολιτιστικό και πολιτικό περιβάλλον που οδήγησε στην άνοδο και πτώση της Ναζιστικής Γερμανίας. Οι παραλληλισμοί είναι αναπόφευκτοι: οι γερμανικοί θρίαμβοι έχουν τίμημα. Η Γερμανία έφτασε στο μεγαλείο της κορυφής έχοντας όμως συνάψει μια συμφωνία με τον Διάβολο. Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος βρίσκονται συνεχώς σε σύγχυση και σε αντιφάσεις, όπως και οι Γερμανοί της περιόδου εκείνης. Ο αφηγητής, ο Σερένους Τσάιτμπλομ, που παρακολουθούσε από κοντά την πορεία προς την καταξίωση και την πτώση,  εξακολουθεί να επισκέπτεται περιστασιακά τον παιδικό του φίλο και επιβιώνει για να παρακολουθήσει την κατάρρευση των Γερμανικών «άσωτων θριάμβων» καθώς αφηγείται την ιστορία του φίλου του. Το μυθιστόρημα «Δόκτορ Φάουστους» είναι βαθύ, στοχαστικό, σκοτεινό, δύσκολο να προσεγγιστεί (αλλά ποιο βιβλίο του Μαν προσεγγίζεται εύκολα;) Ωστόσο κάπου αναφέρεται μέσα στο βιβλίο: "και στη μουσική δεν είναι  ανάγκη να τα ακούει κανείς όλα". Όπως και να το κάνουμε είναι μεγαλειώδες. Αποζημιώνει τον αναγνώστη για την υπομονή και τις αντοχές που επέδειξε. Είναι αριστούργημα.
 


Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Νυχτερινό

 

Τα βράδια που γυρίζω απ’ τη δουλειά
κρατώ το σπίτι στο σκοτάδι του,
μόνο ό,τι φωτίζει ο δρόμος
 
ανάβω ένα κερί βανίλια,
κάθομαι στον καναπέ
και μένω εκεί για ώρα
 
ακούγοντας τις σκέψεις μου,
τα τριξίματα των επίπλων
ή κάποια μπαλκονόπορτα που κλείνει.

 



Δημήτρης Φωτεινόπουλος, 
Μικρομεσαία στιχουργήματα, 2019

Χάνα Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (Νησίδες)

 

Το 1963 η Χάννα Άρεντ, γερμανoεβραία πολιτική επιστήμων, δημοσίευσε το βιβλίο της "Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: η κοινοτοπία του κακού". Θέμα του βιβλίου αυτού είναι η δίκη του λοχαγού των Ες Ες, Άντολφ Άιχμαν στο Ισραήλ, την οποία κάλυψε ως ανταποκρίτρια του περιοδικού «The New Yorker». «Είμαι της άποψης πως το κακό δεν είναι ποτέ ριζικό, αλλά μονάχα ακραίο, και ότι δεν έχει ούτε βαθύτητα ούτε κάποια δαιμονική διάσταση. Το κακό δύναται να κατακυριεύει τα πάντα και να σαρώνει τον κόσμο ολόκληρο, ακριβώς γιατί διασπείρεται σαν μύκητας. ... Εδώ έγκειται η ρηχότητά του ...», έγραφε. Ο Άιχμαν παρουσιάζεται ως ένας τυπικός γραφειοκράτης, ένα άχρωμο ανθρωπάκι με φτωχή σκέψη, υπάκουος σαν πτώμα, που θα υπέγραφε και την καταδίκη της μάνας του αν υποχρεωνόταν. Κάθε άλλο παρά ένα τέρας, όπως ήθελε να τον εμφανίσει στο δικαστήριο το κατηγορητήριο και η ισραηλινή προπαγάνδα. Τα ειδεχθέστερα εγκλήματα είναι δυνατόν να διαπραχθούν από τους πλέον ρηχούς και συνηθισμένους ανθρώπους: από στενόμυαλους γραφειοκράτες, οι οποίοι ούτε φανατικοί είναι ούτε από μίσος διακατέχονται. Είναι απλώς ανίκανοι να σκεφτούν το κακό που διαπράττουν και να πάρουν τη θέση του άλλου... Είναι ανίκανοι να κατανοήσουν τι κάνουν.
 
Ο Άιχμαν αντιπροσωπεύει την απουσία σκέψης, την απουσία εσωτερικής διάστασης της συνείδησης .... Ήταν ασφαλώς ένας άνθρωπος που είχε στείλει εκατομμύρια Εβραίους στους θαλάμους αερίων, αλλά το κίνητρό του δεν ήταν ο αντισημιτισμός. Έγινε Ναζί επειδή του άρεσε να πηγαίνει με το πλήθος. Τα εγκλήματά του ήταν η απόδειξη της «κοινοτοπίας του κακού. Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι και αυτός όπως και πολλοί άλλοι, ήταν τρομακτικά -ακραία φυσιολογικός !
Η Χάννα Άρεντ πέθανε στις 4 Δεκέμβρη του 1975.

Susan Lillian Townsed, Η βασίλισσα και εγώ (Άγρωστις)

 
Στο Ηνωμένο Βασίλειο από ένα «ατύχημα» όπως θα το χαρακτήριζαν στην Ελλάδα οι εκπρόσωποι του κατεστημένου και οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι πάσης απόχρωσης και «σχολής», ένα μικρό επαναστατικό κόμμα επικρατεί στις εκλογές. Μεταξύ άλλων στο πρόγραμμά του προβλέπεται η άμεση κατάργηση της μοναρχίας και η δήμευση της βασιλικής περιουσίας εκτός από ελάχιστα βαρύτιμα αντικείμενα. Έτσι η βασίλισσα αναγκάζεται να εγκαταλείψει μαζί με τη χρυσή οικογένειά της και τους άλλους γαλαζοαίματους παράσιτους κηφήνες το Μπάκιγχαμ. Εγκαθίστανται όλοι σε ένα λαϊκό σπίτι με ελάχιστες ανέσεις σε ένα υποβαθμισμένο προάστιο του Λονδίνου για να διαγάγουν το υπόλοιπο του βίου τους ως κοινοί θνητοί δίπλα σε προλετάριους και περιθωριοποιημένους ανθρώπους.
Ένα ανατρεπτικό, αστείο, μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας.

 

Boris Vian, Ο έρως είναι τυφλός (Γράμματα)

 

Ένας λύκος που όταν έχει πανσέληνο γίνεται άνθρωπος και περιφέρεται στην πόλη ως ανθρωπόλυκος, ένας τύπος που έχει κλέψει μια χρυσή καρδιά αλλά πέφτει από ένα παράθυρο, μια ανεξήγητη ομίχλη που σκεπάζει την πόλη και απελευθερώνει τη σεξουαλικότητα των ενοίκων μιας πολυκατοικίας, ένα πάρτι γενεθλίων που δεν εξελίσσεται όπως θα έπρεπε, ένας νεαρός στοχαστής που διατυπώνει μια κοινότοπη αλήθεια.

Αυτά είναι μερικά από τα θέματα των διηγημάτων του βιβλίου "Ο έρως είναι τυφλός". Τρελό χιούμορ, εξωφρενικές καταστάσεις, απολαυστικές αφηγήσεις παιδικής αφοπλιστικής απλότητας και λεπτής αφέλειας, σουρρεαλισμός. Σαν να βλέπεις καρτούν. Αν διαβάσει κανείς ένα κείμενο του Μπορίς Βιάν αποκλείεται να μην τον λατρέψει. 

Truman Capote, Τα βρόμικα σαλόνια της μπουρζουαζίας (Οξύ)

 

Ένας νεαρός συγγραφέας με τραυματική παιδική ηλικία, ηδονοθήρας και φιλόδοξος, προσπαθεί να καθιερωθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους. Για να το επιτύχει περνάει από κρεβάτια ανδρών και γυναικών, γίνεται ζιγκολό και αρσενική πόρνη, συναναστρέφεται κάθε καρυδιάς καρύδι, γνωρίζει φτασμένες σταρ του σινεμά και κάποιες άλλες ξεπεσμένες, ατζέντηδες, πάμπλουτους πολιτικούς, μεγαλοεπιχειρηματίες, εφοπλιστές, τύπους του διεθνούς τζετ σετ, αργόσχολους ηρωινομανείς, αλκοολικούς, παραγωγούς του κινηματογράφου, αδίστακτα τσουλάκια, νταβατζήδες περιωπής, τζογαδόρους.

Εξαίρετος Τρούμαν Καπότε μας ξεναγεί στα ξέφρενα πάρτι του '50 και του '60 στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι και μας γνωρίζει τον σκοτεινό κόσμο της μπουρζουαζίας.
Προκλητικό, πνευματώδες, ευχάριστο... ό,τι πρέπει για ένα απόγευμα Κυριακής. 
 

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, Αδελφοί Καραμάζοφ (Γκοβόστης)

 



Τον δέκατο έκτο αιώνα στην Ισπανία, στην ακμή της Ιερής Εξέτασης, επανεμφανίζεται στην κεντρική πλατεία της Σεβίλλης ο Ιησούς. Κάνει θαύματα και γρήγορα οι άνθρωποι μαζεύονται γύρω του και τον ακολουθούν με βαθιά πίστη, ακριβώς όπως και την πρώτη φορά στην Ιουδαία. Κάποια στιγμή, κάνει την εμφάνισή του ένας υπέργηρος και κάτισχνος Ιεροεξεταστής, ο Μέγας Ιεροεξεταστής, που μάλλον παραπέμπει στον Τομάς Τορκουεμάδα (1420-1498). Το πλήθος αμέσως τον προσκυνά, αφήνοντας τον Ιησού. Ο Ιεροεξεταστής διατάσσει τους ακολούθους του να συλλάβουν τον Ιησού και να τον οδηγήσουν στο δεσμωτήριο. Τον καταδικάζει σε θάνατο. Τη νύχτα όμως, πριν την εκτέλεση της καταδίκης τον επισκέπτεται στο κελί του.
 
Εκεί απευθύνει στον Ιησού ένα «κατηγορώ», αποδομώντας τη διδασκαλία του. Παρατηρεί ότι το σύστημα που πρότεινε στους ανθρώπους κατά την πρώτη εμφάνισή του στη Γη, ο χριστιανισμός, δηλαδή, είναι ανεπαρκής. Συνεχώς πρέπει να βελτιώνεται και να τροποποιείται από τους ανθρώπους, από τους ισχυρούς ανθρώπους, δηλαδή από την Καθολική Εκκλησία. Ο άνθρωπος,  λέει  ο Ιεροεξεταστής στον Ιησού, είναι ατελές και αδύναμο ον, και βασικά αφελές και είναι από τη φύση του τέτοιο. Επιθυμεί όχι μόνο τον άρτο αλλά και το μυστήριο, το θαύμα, την αίσθηση του υπερβατικού. Και, το κυριότερο, επιθυμεί κάποιον ισχυρότερό του, απέναντι στον οποίο να υποκλίνεται κα να παραδίνεται. Αυτές οι τρεις επιθυμίες, του θαύματος, του μυστηρίου και της κυριαρχίας, είναι τόσο ισχυρές που τον εμποδίζουν να είναι ελεύθερος. Ο Ιησούς πρότεινε ένα σύστημα που δεν μπορεί, λοιπόν, να εφαρμοστεί γιατί απευθύνεται στους ικανούς, τους ισχυρούς ηθικά και σωματικά, εν τέλει στους εκλεκτούς, στους αγίους. Και τέτοιοι δεν μπορεί παρά να είναι ελάχιστοι.
 
Ο Ιησούς αγάπησε τους ανθρώπους γι' αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν, δηλαδή άγιοι, ενώ ο Ιεροεξεταστής γι' αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή τρωτοί και αδύναμοι. Πιστεύει ότι για να γίνει ανεκτός έστω αυτός ο κόσμος πρέπει να αγαπηθεί με περισσότερη ανοχή και συγκατάβαση. «Ζήτησες πολλά από τους ανθρώπους», λέει στον Ιησού ο Ιεροεξεταστής, «γι' αυτό τους έχασες. Γιατί, λοιπόν, ξανάρθες; Γιατί δεν μας αφήνεις, εμάς, που ξέρουμε και μπορούμε να τα καταφέρουμε, να κάνουμε τη δουλειά μας όπως ξέρουμε; Τι θέλεις πάλι και ξανάρθες;»
 

Ο Ιησούς ζήτησε να αντικαταστήσει το υλικό συναίσθημα με το ηθικό, ώστε ο υλικός άρτος να γίνει λίγο πολύ ανήθικος για να αναδειχθεί ο επουράνιος. «Αυτό ήταν λάθος», λέει ο Ιεροεξεταστής, «Το θαύμα είναι ακριβώς το αντίθετο: ο επίγειος άρτος».
Όλη αυτή την ώρα που ο Ιεροεξεταστής απευθύνει αυτό το ¨κατηγορώ" ο Ιησούς μένει αμίλητος. Μόνο στο τέλος, λέει: «Έχεις δίκιο, σοφέ γέροντα. Ευχαριστώ». Και τον ασπάζεται. Όπως ακριβώς κάνει και ο Αλιόσα Καραμάζοφ, δόκιμος μοναχός, στον αδελφό του, τον ορθολογιστή Ιβάν, ο οποίος τόση ώρα του μιλούσε με αυτόν τον μονόλογο πριν τον αποχαιρετήσει.
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία των «Αδελφών Καραμάζοφ» Και μπορεί να διαβαστεί, και ως φιλοσοφικό δοκίμιο και ως πολιτικό κείμενο. Πώς, τελικά, μπορεί ο άνθρωπος, αυτό το ταλαιπωρημένο ον, να οικοδομήσει μια πιο δίκαιη κοινωνία; Με την πίστη ή με την επιβολή μιας εξουσίας; Με την ανοχή και την αγάπη ή με τον εξαναγκασμό; Η λογοτεχνία δεν δίνει απάντηση. Θέτει ερωτήματα.
Εξαίρετο μέρος των «Αδελφών Καραμάζοφ». Όπως και ολόκληρο το μυθιστόρημα.

 

John Berger, H κόκκινη τέντα της Μπολόνιας (Αντίποδες)

    Δεν έχω ξαναδεί κόκκινο σαν αυτό της Μπολόνιας Αχ! Να γνωρίζαμε το μυστικό αυτού του κόκκινου …       Το βιβλίο «Η κόκκινη τέντα της Μπο...