Δεν έχω
ξαναδεί κόκκινο σαν αυτό της Μπολόνιας Αχ! Να γνωρίζαμε
το μυστικό αυτού του κόκκινου …
Το βιβλίο «Η
κόκκινη τέντα της Μπολόνιας» του John Berger, είναι αφενός ένα οδοιπορικό μνήμης και αφετέρου
μια σύντομη ξενάγηση με τη μορφή μικρών στιγμιοτύπων. Αρκετά χρόνια μετά από το
πρώτο του ταξίδι σ’ αυτήν την πόλη, ο ώριμος πλέον αφηγητής, όταν ξαναπηγαίνει,
ανακαλεί στη μνήμη του εκείνο το παλαιό ταξίδι που είχε κάνει με τον θείο του.
Η Μπολόνια, πόλη με τεράστια πολιτιστική παράδοση, με τις ποικιλίες των εδεσμάτων
της, με τις αψιδωτές στοές της, το ιστορικό της πανεπιστήμιο, τους πύργους της,
την πιάτσα Ματζόρε, τη βασιλική της Santa Maria della
vita, τα επιβλητικά δημόσια κτήρια, το αντιφασιστικό της
παρελθόν και, βεβαίως με τις τέντες στη χαρακτηριστική κόκκινη απόχρωση,
λειτουργούν ως σκηνικό όπου ανακαλούνται από τον αφηγητή στιγμές του παρελθόντος
όπως τις είχε ζήσει με τον θείο του μαζί με στιγμιότυπα του παρόντος.
«Για τους ανθρώπους που ζουν εδώ, οι
στοές είναι κάτι σαν προσωπική ατζέντα, φτιαγμένη από πέτρα, τούβλα και
κυβόλιθους. Μπορείς να επισκεφτείς τους πιστωτές σου, τον κρυφό σου έρωτα, τον
ορκισμένο εχθρό σου, το αγαπημένο σου καφέ, τη μητέρα σου, τον οδοντογιατρό
σου, το τοπικό γραφείο ανέργων, τον καλύτερό σου φίλο ή ένα παγκάκι στο οποίο
κάθεσαι συνήθως τελείως μόνος –μπορείς να πας σε όλα σου τα ραντεβού χωρίς να
χρειαστεί να περπατήσεις κάτω απ’ τον ουρανό. Και τι αλλάζει αυτό στα γεγονότα της
ζωής σου; Τίποτα. Κι όμως, κάτω από τις στοές ο αντίλαλος αυτών των γεγονότων
ηχεί διαφορετικά…»
Καθισμένος στα
σκαλιά της Πιάτσα Ματζόρε, έχοντας προηγουμένως αγοράσει τρία μέτρα κόκκινο ύφασμα
από ένα φημισμένο κατάστημα, ο αφηγητής παρατηρεί όσα γίνονται μπροστά του, όπως κάνουν
επί αιώνες οι κάτοικοι αυτής της πόλης: μια ηλικιωμένη κυρία που μαλώνει τον
σκύλο της, κάποιοι περαστικοί που συζητούν για τον καιρό και διαφωνούν,
κάποιοι έφηβοι που παίζουν ποδόσφαιρο, ένα κοριτσάκι με ένα μπαλόνι, ένας ώριμος άνδρας που επιστρέφει από το σούπερ μάρκετ με ψώνια και έχει ανάγκη από τσιγάρο.
Δεν έχω
ξαναδεί κόκκινο σαν αυτό της Μπολόνιας
«Ύστερα από λίγο φεύγω από την
εκκλησία της Santa Maria della vita. Έξω η βραδιά είναι ήρεμη. Οι άνθρωποι συζητούν για τον αυριανό
καιρό. Μπαίνω στο εμπορικό κέντρο Παβαλιόνε, γιατί έχω ένα προαίσθημα. Υπάρχει ένα
μέρος όπου δύο στοές διασταυρώνονται κάτω από έναν θόλο. Στις γωνίες αυτού του
χώρου υψώνονται ψηλές κολόνες. Είναι ένα πέρασμα. Φαίνεται πως όταν το Παβαλιόνε
λειτουργούσε σαν σκεπαστή λαϊκή αγορά, εδώ ήταν το πιο ήσυχο μέρος. Παρατηρείται
ένα ηχητικό φαινόμενα εδώ. Θα το αποκαλούσαμε «ψιθυριστή κραυγή».

John Berger, 1926-2017
Ο θείος του
αφηγητή, ο Έντγκαρ, ήταν ένας άνθρωπος που σύμφωνα με τις οικογενειακές αξίες
θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποτυχημένος: μονίμως άφραγκος, εργένης, άχρωμος,
χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και με μια μάλλον ασαφή επαγγελματική απασχόληση. Ωστόσο
ορισμένα χαρακτηριστικά του όπως η ευρυμάθειά του, η φιλοσοφικότητά του, η αγάπη
του για τις τέχνες, το ποδήλατο, τα βιβλία, τις επιστολές και, κυρίως, για τα
ταξίδια και την περιπλάνηση, ασκούν έλξη στον αφηγητή. Έτσι, μεταξύ των δύο
αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη, στενή σχέση. Κάτω από την επίδραση αυτού του
παράξενου ανθρώπου, ο νεαρός τότε αφηγητής έρχεται σε επαφή με τον κόσμο των
βιβλίων, των συγγραφέων και με τη ζωγραφική και, ταυτόχρονα, ανακαλύπτει τη γοητεία των μικρών αλλά, τελικά, πολύτιμων πραγμάτων. Λεπτομέρειες αυτού του όμορφου κόσμου, των μικρών σταθερών τελετουργιών,
των ασήμαντων κινήσεων, των στοχαστικών απόψεων για τη ζωή και τους ανθρώπους,
των ταπεινών αντικειμένων και των ευτελών δώρων μας μεταφέρει με τη μορφή
μικρών «σκηνών», σύντομων "καρέ" ο συγγραφέας με φόντο σημεία της Μπολόνια.
Ένα πολύ
όμορφο βιβλίο, γλυκό, γραμμένο με μεγάλη αγάπη, τρυφερότητα και ευαισθησία,
αφιερωμένο σε ορισμένους ανθρώπους που με τον δικό τους τρόπο καθόρισαν τη ζωή μας.
