Μπροστά στους ανθρώπους έτρεμα πάντα από τον φόβο ...
Ο Οσάμου Ντατζάι είναι ένας από τους σημαντικότερους Ιάπωνες συγγραφείς. Ίσως κανένας άλλος δεν συγκεντρώνει την αγάπη και τον θαυμασμό (και τη λατρεία, γιατί όχι ;) των συμπατριωτών του όσο αυτός. Ωστόσο στο εξωτερικό είναι ελάχιστα γνωστός, για λόγους που δεν σχετίζονται τόσο με τον ίδιο όσο με τις αρκετές ιδιαιτερότητες της ιαπωνικής κουλτούρας, γλώσσας και λογοτεχνίας. Λατρεύτηκε κυρίως από τους νέους και ήταν ο πιο δημοφιλής μεταπολεμικός συγγραφέας.
Το Οσάμου Ντατζάι είναι λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τσουσίμα Σούτζι. Γεννήθηκε στην επαρχία Αομόρι του Τοοχόκου, της βόρειας, δηλαδή περιοχής του κεντρικού νησιού του αρχιπελάγους, το 1909 και πέθανε, αυτοκτόνησε, το 1948. Ήταν παιδί μιας πλούσιας οικογένειας γεοκτημόνων. Ο πατέρας του ήταν σχεδόν απών από τη ζωή του, ασχολούμενος ενεργά με την πολιτική, ο αδελφός του, τυπικός εκπρόσωπος της ισχυρής ιαπωνικής παράδοσης και η μητέρα του, κι αυτή απούσα γενικά από τη ζωή του, λόγω της ασθενικής της κράσης. Έτσι ο Οσάμου, έκτο παιδί αυτής της οικογένειας, μεγάλωσε στο σπίτι των θείων του, μαζί με τους ίδιους και το υπηρετικό τους προσωπικό. Η απουσία των γονιών του και η έλλειψη στοργής διαμόρφωσαν στον συγγραφέα την αίσθηση του "περιττού" μαζί με την επαναστατική συνείδηση του "παρείσακτου".
"Αρχίσαμε ένα παιχνίδι μαντέματος τραγικών και κωμικών ουσιαστικών, που το είχα σοφιστεί ο ίδιος. Βασιζόταν στην ιδέα ότι τα ουσιαστικά διακρίνονται σε αρσενικά και σ θηλυκά, ταυτόχρονα όμως διακρίνονται και σε τραγικά και κωμικά. Για παράδειγμα το ατμόπλοιο και το τρένο με ατμομηχανή είναι και τα δυο τραγικά, ενώ το τραμ και το λεωφορείο είναι κωμικά. Άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν γιατί τα πράγματα είναι έτσι, δεν μπορούν να συζητήσουν για ζητήματα τέχνης."
Άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά του χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά του σε μαθητικά έντυπα. Η λογοτεχνική του δραστηριότητα συνεχίστηκε μέχρι το 1927, οπότε αυτοκτόνησε το λογοτεχνικό του ίνδαλμα, ο Ακουταγκάουα Ριονόσουκε. Από τότε, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι καταστροφικές φάσεις στη ζωή του, οι "επαίσχυντες", όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος: σπουδές που συνεχώς εγκαταλείπονται, ερωτικές απογοητεύσεις, ενασχόληση με τον μαρξισμό, που εκείνη την εποχή ήταν απαγορευμένος στην πατρίδα του, συγκρούσεις και ρήξη με το οικογενειακό του περιβάλλον, αποκλήρωση από την οικογένειά του, εξάρτηση από τη μορφίνη, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, διαδοχικές απόπειρες αυτοκτονίας. Αυτή η πραγματικότητα θα ήταν από τότε και στο εξής, με ελάχιστα, μικρής διάρκειας διαλείμματα, ολόκληρη η ζωή του.
Το βιβλίο "Δεν ήμουν πια άνθρωπος" απηχεί κάποιες από τις απόπειρες αυτές, οι οποίες ήταν περισσότερες στην πραγματικότητα, χωρίς, εννοείται να συνιστούν και πιστή αποτύπωσή τους. θα λέγαμε ότι ο τρόπος γραφής του είναι "ημι-αυτοβιογραφικος". Αυτό σημαίνει ότι αφορμάται από την πραγματική, προσωπική του ζωή αλλά τα στοιχεία μεταπλάθονται κατά διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, η αυτοκτονία που υπάρχει στο βιβλίο με τη Τσουνέκο (όπως εμφανίζεται σε αυτό η μπαργούμαν Σιμέκο Τανάμπε, ερωμένη του και πραγματική ηρωίδα του επεισοδίου) περιγράφεται από τον Ντατζάι σε άλλα βιβλία του με πέντε διαφορετικούς τρόπους. Αυτό το μείγμα, μυθοπλασίας και στοιχείων της πραγματικής (του) ζωής συνιστά ένα από τα βασικά στοιχεία του έργου του.
Τη λογοτεχνική του διαδρομή την ξεκινά με το έργο "Το τρένο" (1933) με το ψευδώνυμο που τον καθιέρωσε. Κερδίζει ένα βραβείο και συνεχίζει ακάθεκτος: γράφει τη "Μεταμόρφωση" , το "Ενάντια στο ρεύμα", το "Ο θεός της κωμωδίας" , το "Ψεύτικη άνοιξη", όλα πριν τον πόλεμο. Το 1936 δημοσιεύει το "Τα τελευταία χρόνια", συλλογή διηγημάτων, στα οποία ήδη διαφαίνονται τα αισθήματα απογοήτευσης και αποξένωσης ου τον διακατείχαν. Προσβάλλεται από φυματίωση, εθίζεται στο αλκοόλ και στη μορφίνη, αποτυγχάνει σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, κάνει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας. Το 1937 κάνει μία ακόμα, αυτή τη φορά με τη σύζυγό του, τη Χατσούγιο, η οποία τον είχε απατήσει με τον καλύτερό του φίλο όσο εκείνος βρισκόταν σε κλινική.
Η σπουδαιότερη φάση της δημιουργία του είναι η μεταπολεμική. Η επίδραση της ήττας της Ιαπωνίας είναι εμφανής και στο έργο του: επανέρχονται οι αυτοκαταστροφικές τάσεις, τις οποίες είχε για λίγο, αποβάλει. Σε αυτό το καταθλιπτικό πνεύμα όμως αποδίδονται και δύο από τα αριστουργήματά του, το "Δύων ήλιος" (1947) και το "Δεν ήμουν πια άνθρωπος" (1948). Στις 13 Ιουνίου του 1948 πέτυχε να βάλει τέλος στη ζωή του: έπεσε μαζί με τη σύζυγό του, Γιαμαζάκι Τομίε, στα νερά του ποταμού Ταμαγκάουα.
![]() |
Hanayashiki in Asakusa Park”, Asakusa, Tokyo, 1920. |
Ο τίτλος του βιβλίου "Δεν ήμουν πια άνθρωπος" προέρχεται από μία από τις τελευταίες φράσεις του Ningen Shikkaku, που δημοσιευόταν σε συνέχειες. Στην πρόταση αυτή αναφέρεται όσο νοσηλευόταν στην ψυχιατρική κλινική: "δεν ήμουν πια άνθρωπος". λέει σε μια στιγμή, και πρέπει να είχε γραφεί λίγο πριν την αυτοκτονία του. Πρέπει να έχει τη βάση της στην εμπειρία του, όταν έμαθε την απιστία της συζύγου του και του φίλου του.
"Μπροστά στους ανθρώπους έτρεμα πάντα από φόβο. επειδή δεν είχα την παραμικρή αυτοπεποίθηση στα λόγια μου και στη συμπεριφορά μου, κρατούσα μυστικά, μόνο για τον εαυτό μου την αγωνία και το άγχος μου, βαθιά σ' ένα μικρό κουτί μέσα στο στήθος. Κι έτσι, κρύβοντας καλά καλά όλη τη μελαγχολία και τη νευρικότητά μου, για να μην φανούν, προσποιούμενος με όλη μου τη δύναμη μια ουράνια αισιοδοξία, βαθμηδόν τελειοποιούσα τον εαυτό μου στον ρόλο του γελωτοποιού. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως οτιδήποτε ήταν καλό, αρκεί να έκανε τους ανθρώπους να γελάσουν."
Στο βιβλίο αυτό ο ήρωας νιώθει φόβο για τους ανθρώπους. Ο φόβος είναι διάχυτος, το άγχος και η ανασφάλεια είναι παντού. Μαζί με το άγχος και τον φόβο εμφανίζεται και το αίσθημα της αηδίας για την υποκρισία, το ψεύδος και την εξαπάτηση που ενυπάρχουν στην ανθρώπινη φύση. Και μαζί με αυτά και μια προσπάθεια κατανόησης των βαθύτερων λειτουργιών των ανθρώπων, των πράξεων και των κινήτρων τους.
Πρόκειται για ένα βιβλίο θλίψης, άγχους, πολύ ανθρώπινο, γραμμένο από έναν ταλαιπωρημένο, πονεμένο από τη ζωή, ευαίσθητο άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου