Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Michael Kumpfmuller, Το μεγαλείο της ζωής (Άγρα)

 

Είναι πολύ πιθανό ότι το μεγαλείο της ζωής
βρίσκεται σε όλους τους ανθρώπους και πάντα σε όλον του τον πλούτο
αλλά κρυμμένο, χωμένο στον πυθμένα, αόρατο... 
(απόσπασμα από το ημερολόγιο του Κάφκα, 1921)
 
 
 


Τον Ιούνιο του 1923 ο Φραντς Κάφκα έχει μόλις κλείσει τα σαράντα του χρόνια και έχει συνταξιοδοτηθεί λόγω της χρόνιας και ανίατης πάθησής του. Επισκέπτεται την αδελφή του, Έλλι με τα δύο της παιδιά, τον Φέλιξ και τη Γκέρτι, που παραθερίζουν σε μια λουτρόπολη της Βαλτικής, το Μίριτς. Εκεί γνωρίζει μια αρκετά νεότερή του κοπέλα, την Ντόρα Ντιμάντ, εβραϊκής καταγωγής, όπως και ο ίδιος, που εργάζεται στην παραθεριστική κατασκήνωση του Εβραϊκού Λαού του Βερολίνου. Η Ντόρα έχει εγκαταλείψει την ορθόδοξη πολωνική της οικογένεια για να ακολουθήσει τον δικό της, αυτόνομο, δρόμο. Τα δύο αυτά πρόσωπα, ο σαραντάρης Κάφκα, ο Καθηγητής όπως αποκαλείται στο βιβλίο και η νεαρή κοπέλα από την Πολωνία, νιώθουν έντονη έλξη ο ένας για τον άλλον και ερωτεύονται.


"Το επόμενο πρωί στην παραλία της δίνει το χέρι. Την περίμενε. Της λέει πως δείχνει κουρασμένη. Τι έγινε; μοιάζει να τη ρωτάει με τα μάτια. Κι επειδή είναι μπροστά η Τίλλε και η ανεψιά του, η Γκέρτι, η Ντόρα του χαμογελάει και του λέει κάτι για τη θάλασσα, για το φως, όπως τους τυλίγει τώρα εδώ και τους δύο. Ελάχιστα λόγια έχουν αλλάξει μεταξύ τους, αλλά μ' αυτά τα λόγια , μ' αυτά τα βλέμματα πρέπει τώρα να ζήσει." 


Κάτω από την επίδραση αυτού του δυνατού συναισθήματος, ο Καθηγητής αποφασίζει να τολμήσει κάτι πρωτόγνωρο για αυτόν: να εγκαταλείψει την Πράγα και το πατρικό του σπίτι και να ακολουθήσει μια γυναίκα σε μια άλλη πόλη, σε μια άλλη χώρα. Αποφασίζει να ακολουθήσει την Ντόρα στο Βερολίνο, εκείνος που είχε κάνει δύο αποτυχημένους αρραβώνες και να ζήσει ως συγγραφέας, εκείνος που με τη συγγραφή ασχολιόταν μόνο περιστασιακά, τον χρόνο που του επέτρεπε η εργασία του στο νομικό παράρτημα του Ασφαλιστικού Γραφείου Εργατικών Ατυχημάτων της Πράγας και που είχε δεσμεύσει τον αδελφικό του φίλο, Μαξ Μπροντ να καταστρέψει όλα του τα χειρόγραφα αμέσως μετά τον θάνατό του. 


Ο Κάφκα είχε κάνει δύο αρραβώνες με συμβατικές Εβραιοπούλες. Πρόκειται για πυρετικές, αγχώδεις προσπάθειες που ναυάγησαν λόγω, κυρίως, των δικών του φόβων "Είμαι διανοητικά ανήμπορος να παντρευτώ. Τη στιγμή που παίρνω την απόφαση να παντρευτώ παύω πια να κοιμάμαι, το κεφάλι μου καίει μέρα - νύχτα, η ζωή δεν λέγεται πια ζωή. Ο γάμος είναι για μένα εμποδισμένος επειδή είναι δική σου επικράτεια...", γράφει στον πατέρα του στο γνωστό γράμμα του 1919 που σκόπευε να του επιδώσει  μέσω της μητέρας του. Στα επόμενα χρόνια, επιχειρεί να συνάψει μια σχέση με τη Μιλένα Γιέσενκα Πόλακ, μια γυναίκα με πολύ δυναμική προσωπικότητα, που ζει στη Βιέννη και μετέφρασε κάποια από τα διηγήματά του στην τσεχική γλώσσα. Η σχέση αυτή είναι κυρίως επιστολική και υποσκάπτει ακόμα περισσότερο το ηθικό του Κάφκα, περισσότερο απ' ό,τι οι προηγούμενοι αρραβώνες. Εκείνοι ανταποκρίνονταν μόνο στις επιθυμίες του πατέρα του τις οποίες, ωστόσο, ανέστειλε το δέος του γι' αυτόν και η ασφυξία του οικογενειακού κύκλου. Η Μιλένα, παθιασμένη για ζωή και γεμάτη επιθυμίες, αδιάφορη για κοινωνικές συμβάσεις και τυπικότητες, αφυπνίζει πόθους αλλά και φόβους. Αυτή η κοπέλα πέθανε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1944. Η νεκρολογία που έγραψε για τον Κάφκα ήταν η μόνη ουσιαστική που εμφανίστηκε στον τύπο της Πράγας. 


Μιλένα Γιασένκα Πόλακ


Ένα μόνο στοιχείο ακόμα: στις επιστολές που στέλνει ο Κάφκα στη Μιλένα, η λέξη "φόβος" εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε σελίδα ("Είμαστε και οι δυο παντρεμένοι, εσύ στη Βιέννη και εγώ με τον φόβο μου στην Πράγα", της γράφει).


Ας επιστρέψουμε όμως στο καλοκαίρι του 1923, στο Μίριτς. Ένα μήνα μετά τη γνωριμία της με τη Ντόρα Ντιμάντ, ο (Καθηγητής) Κάφκα αποφασίζει να μεταφερθεί στο Βερολίνο, μακριά -επιτέλους!- από τον ασφυκτικό κλοιό της Πράγας και της δυναστευτικής παρουσίας της οικογένειας, για να ζήσει μαζί της. Και η απόφασή του αυτή τον κάνει ευτυχισμένο. Το ίδιο και τη Ντόρα. Πώς μπόρεσε, όμως, αυτός το "φοβισμένος" και σχεδόν ετοιμοθάνατος άνθρωπος να πάρει αυτήν την απόφαση; μια απόφαση που δεν είχε διανοηθεί όσο ήταν υγιής; Κι όμως, αυτός ο Κάφκα που αοριστολογεί στις επιστολές του στη Μιλένα, αυτός του οποίου οι επιθυμίες προσκρούουν στο φράγμα της πραγματοποίησής τους, αυτός ο άνθρωπος, τελικά, παίρνει την απόφαση να δραπετεύσει, να αποδράσει. Έτσι, οι δύο ερωτευμένοι νοίκιασαν εάν μικρό διαμέρισμα στα περίχωρα του Βερολίνου.



"Από τότε που νοίκιασε τη σοφίτα ο Καθηγητής είναι πιο αισιόδοξος. Η σπιτονοικοκυρά δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τα λεφτά, δεν τον ρώτησε ούτε πότε ακριβώς θα μετακομίσει. Το ότι είναι καθηγητής την έχει προφανώς εντυπωσιάσει. ... έχει, λοιπόν, κάμαρα στο Βερολίνο. Νομίζει ότι μπορεί να θυμηθεί πού περίπου είναι, στέλνει τηλεγράφημα στη Ντόρα ότι όλα κανονίστηκαν, προς στιγμήν σχεδόν εύθυμος, τώρα που βλέπει την καινούργια ζωή πιο κοντά, κοντά του. Του γράφει ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο στο Μίριτς και ότι προς το παρόν θα πάει σε μια φίλη της. Ίσως αυτό είναι καλό, ίσως όχι. Το θαύμα του ξεφεύγει, έχει την αίσθηση πως δεν το νιώθει πια παρά μόνο στα γράμματά της."
 
Ήταν η Ντόρα Ντιμάντ ή ο θάνατος που πλησίαζε που του υπέδειξαν αυτήν την απόφαση; Μπορεί το ένα, μπορεί και το άλλο. Ίσως να μην ήταν δυνατόν να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο. Πάντως είναι η πρώτη φορά που ο Καθηγητής θα ζήσει στον ίδιο χώρο μόνος του με μια γυναίκα, μια νέα, όμορφη, γεμάτη ζωτικότητα γυναίκα. Η οποία τον αγαπά, είναι ερωτευμένη μ' αυτόν κι εκείνος μ' αυτήν! Η Ντόρα, πράγματι, είναι τρελά ερωτευμένη μ' αυτόν. Τον αγαπά και τον θαυμάζει.
 
"Αν ήθελε να πει την ιστορία της ζωής της, θα έγραφε μόνο τις μικρές κι ασήμαντες λεπτομέρειες. Γιατί η μεγαλύτερη ευτυχία, σκέφτεται, είναι στα μικρά πράγματα: όταν εκείνος δένει τα κορδόνια των παπουτσιών του, όταν κοιμάται, όταν περνάει το χέρι του στα μαλλιά της. Του αρέσουν τα μαλλιά της, ασχολείται με τα μαλλιά της. Την έχει ήδη χτενίσει, την έχει λούσει -κι ήταν παράξενα ωραίο. Τα μαλλιά της, λέει, μυρίζουν καπνό και θειάφι, μυρίζουν χορτάρι, μερικές φορές και θάλασσα. Δεν θα σταματήσει ποτέ ν' ασχολείται μαζί της, λέει. αν σταματούσε, θα πέθαινε. Και γι' αυτό είναι αθάνατος." 
 
Οι μέρες όμως στη Γερμανία του 1923 είναι δύσκολες. Το ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με σοβαρές δυσκολίες: ελλείψεις στην τροφοδοσία, ελλείψεις στα τρόφιμα, ταραχές, πληθωρισμός στα ύψη που εξανεμίζει τις λιγοστές του οικονομίες.Ο Καθηγητής και η Ντόρα αντιμέτωποι με τη φτώχεια. Ωστόσο ο Κάφκα αποφασίζει να παντρευτεί! Στέλνει γράμμα στον πατέρα της Ντόρας για να τη ζητήσει. Εκείνος το αρνείται: ποιος θα έδινε την κόρη του σε ένα άνθρωπο του οποίου το τέλος είναι κοντά; Ένας άλλος πατέρας στέκεται εμπόδιο στην ευτυχία του. Ένα γερό, υγιές κορίτσι δεν είναι δυνατόν να παντρευτεί έναν μεσόκοπο ετοιμοθάνατο. Η άρνηση του πατέρα της Ντόρας είναι απόλυτη.

Όμως αυτοί οι εννέα μήνες που το ζευγάρι πέρασε μαζί στην σοφίτα του Βερολίνου έχουν και άλλα "καφκικά" στοιχεία: βαρύς χειμώνας, δωμάτια με ανεπαρκή θέρμανση, πενταροδεκάρες, δυνατοί πυρετοί που καταβάλλουν τον ήδη ταλαιπωρημένο ασθενή (τον κάνουν "γκρίζο σαν τη στάχτη" ...), κορίτσι που φροντίζει με περισσή αγάπη τον ασθενή. Όμως, τώρα ο Κάφκα, μακριά από την τυραννική Πράγα, φαίνεται να έχει -επιτέλους- απελευθερωθεί από το μίσος και την αμφιβολία για τον εαυτό του, από εκείνες τις ενοχικές παρορμήσεις αυτοεξάλειψης και εξάρτησης από τον πόνο που επί τόσα χρόνια τον κατέβαλλαν. Νιώθει μάλιστα τόσο καλά, που συναινεί να εκδοθούν κάποια από τα έργα του, "Η Δίκη", "Η σωφρονιστική αποικία", "Η μεταμόρφωση". Μάλιστα, αρχίζει να μελετά με επιμέλεια και εβραϊκά. Γράφει και ένα διήγημα, το "Λαγούμι" , την ιστορία ενός ζώου με έντονη την αίσθηση του κινδύνου, της απειλής και της παγίδευσης. 
 
"Εδώ και μέρες έχει ενοχλητική διάρροια, δεν μπορεί να πιει σχεδόν τίποτα, για να φάει ούτε λόγος. Του κάνουν δύο ενέσεις αιθυλικής αλκοόλης την ημέρα, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο πυρετός και η δίψα δεν έχουν τέλος. Αρχίζει τους αποχαιρετισμούς. Γράφει μια μεγάλη κάρτα στον Μαξ, την οποία η Ντόρα πηγαίνει και ταχυδρομεί το απόγευμα. Γεια σου, του γράφει. Σε ευχαριστώ για όλα. Κι εκείνη σκέφτεται ξανά και ξανά πως το τέλος είναι κοντά, μα η σκέψη κάθε φορά καινούργια και αδιανόητη…"
 
Η Ντόρα είναι απολύτως πεπεισμένη πως διανύουν μαζί τις τελευταίες μέρες. Προσπαθεί να ελέγξει τα αισθήματά της, όταν τον βλέπει να βασανίζεται. Προσπαθεί να παρηγορηθεί, αναλογιζόμενη όσες όμορφες στιγμές έζησαν μαζί. Μια ολόκληρη ζωή σε έναν χρόνο. Ο Καθηγητής Κάφκα κατέληξε τον Ιούνιο του 1924. Η Ντόρα πρέπει να τον συνοδεύσει πίσω στη  Πράγα. Μετά τις τυπικές γραφειοκρατικές διαδικασίες, μετά από μία εβδομάδα, επιστρέφουν στην Πράγα. Εκεί γνωρίζει τους δικούς του. Το βιβλίο "Το μεγαλείο της ζωής" κλείνει με τη συνάντηση της Ντόρας με τον Μαξ Μπρόντ. Στη συνάντηση αυτή, όχι τόσο εγκάρδια, της ανακοινώνει την πρόθεσή του να δημοσιεύει λίγα λίγα κάποια από τα έργα του και της ζητά επιστολές που οι δυο τους είχαν ανταλλάξει.
 
Είναι ένα συγκινητικό, όμορφο βιβλίο, ένα χαμηλών τόνων μυθιστόρημα. Ένα βιβλίο που αποδίδει με εξαιρετική λεπτότητα τον τελευταίο χρόνο της ζωής ενός βασανισμένου ανθρώπου, ενός χρόνου που συμπίπτει με τον τελευταίο του έρωτα. Εξαίρετο!

 

   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.   Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ...