Είναι πολύ
πιθανό ότι το μεγαλείο της ζωήςβρίσκεται σε
όλους τους ανθρώπους και πάντα σε όλον του τον πλούτοαλλά κρυμμένο,
χωμένο στον πυθμένα, αόρατο... (απόσπασμα από το
ημερολόγιο του Κάφκα, 1921)
Τον Ιούνιο του 1923 ο Φραντς Κάφκα έχει μόλις κλείσει τα σαράντα του χρόνια και έχει συνταξιοδοτηθεί λόγω της χρόνιας και ανίατης πάθησής του. Επισκέπτεται την αδελφή του, Έλλι με τα δύο της παιδιά, τον Φέλιξ και τη Γκέρτι, που παραθερίζουν σε μια λουτρόπολη της Βαλτικής, το Μίριτς. Εκεί γνωρίζει μια αρκετά νεότερή του κοπέλα, την Ντόρα Ντιμάντ, εβραϊκής καταγωγής, όπως και ο ίδιος, που εργάζεται στην παραθεριστική κατασκήνωση του Εβραϊκού Λαού του Βερολίνου. Η Ντόρα έχει εγκαταλείψει την ορθόδοξη πολωνική της οικογένεια για να ακολουθήσει τον δικό της, αυτόνομο, δρόμο. Τα δύο αυτά πρόσωπα, ο σαραντάρης Κάφκα, ο Καθηγητής όπως αποκαλείται στο βιβλίο και η νεαρή κοπέλα από την Πολωνία, νιώθουν έντονη έλξη ο ένας για τον άλλον και ερωτεύονται.
"Το επόμενο πρωί στην παραλία της δίνει το χέρι.
Την περίμενε. Της λέει πως δείχνει κουρασμένη. Τι έγινε; μοιάζει να τη ρωτάει
με τα μάτια. Κι επειδή είναι μπροστά η Τίλλε και η ανεψιά του, η Γκέρτι, η
Ντόρα του χαμογελάει και του λέει κάτι για τη θάλασσα, για το φως, όπως τους
τυλίγει τώρα εδώ και τους δύο. Ελάχιστα λόγια έχουν αλλάξει μεταξύ τους, αλλά
μ' αυτά τα λόγια , μ' αυτά τα βλέμματα πρέπει τώρα να ζήσει."
Κάτω από την επίδραση αυτού του δυνατού συναισθήματος,
ο Καθηγητής αποφασίζει να τολμήσει κάτι πρωτόγνωρο για αυτόν: να εγκαταλείψει
την Πράγα και το πατρικό του σπίτι και να ακολουθήσει μια γυναίκα σε μια άλλη
πόλη, σε μια άλλη χώρα. Αποφασίζει να ακολουθήσει την Ντόρα στο Βερολίνο,
εκείνος που είχε κάνει δύο αποτυχημένους αρραβώνες και να ζήσει ως συγγραφέας,
εκείνος που με τη συγγραφή ασχολιόταν μόνο περιστασιακά, τον χρόνο που του
επέτρεπε η εργασία του στο νομικό παράρτημα του Ασφαλιστικού Γραφείου Εργατικών
Ατυχημάτων της Πράγας και που είχε δεσμεύσει τον αδελφικό του φίλο, Μαξ Μπροντ να καταστρέψει όλα του τα χειρόγραφα αμέσως μετά τον θάνατό του.
Ο Κάφκα είχε κάνει δύο αρραβώνες με συμβατικές
Εβραιοπούλες. Πρόκειται για πυρετικές, αγχώδεις προσπάθειες που ναυάγησαν λόγω,
κυρίως, των δικών του φόβων "Είμαι διανοητικά ανήμπορος να παντρευτώ. Τη
στιγμή που παίρνω την απόφαση να παντρευτώ παύω πια να κοιμάμαι, το κεφάλι μου
καίει μέρα - νύχτα, η ζωή δεν λέγεται πια ζωή. Ο γάμος είναι για μένα
εμποδισμένος επειδή είναι δική σου επικράτεια...", γράφει στον πατέρα του
στο γνωστό γράμμα του 1919 που σκόπευε να του επιδώσει μέσω της μητέρας
του. Στα επόμενα χρόνια, επιχειρεί να συνάψει μια σχέση με τη Μιλένα Γιέσενκα
Πόλακ, μια γυναίκα με πολύ δυναμική προσωπικότητα, που ζει στη Βιέννη και
μετέφρασε κάποια από τα διηγήματά του στην τσεχική γλώσσα. Η σχέση αυτή είναι κυρίως επιστολική και υποσκάπτει ακόμα περισσότερο το ηθικό του Κάφκα, περισσότερο απ'
ό,τι οι προηγούμενοι αρραβώνες. Εκείνοι ανταποκρίνονταν μόνο στις επιθυμίες του
πατέρα του τις οποίες, ωστόσο, ανέστειλε το δέος του γι' αυτόν και η ασφυξία του οικογενειακού κύκλου. Η Μιλένα, παθιασμένη για ζωή και γεμάτη
επιθυμίες, αδιάφορη για κοινωνικές συμβάσεις και τυπικότητες, αφυπνίζει πόθους
αλλά και φόβους. Αυτή η κοπέλα πέθανε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης το
1944. Η νεκρολογία που έγραψε για τον Κάφκα ήταν η μόνη ουσιαστική που
εμφανίστηκε στον τύπο της Πράγας.

Μιλένα Γιασένκα Πόλακ
Ένα μόνο στοιχείο ακόμα: στις επιστολές που στέλνει ο
Κάφκα στη Μιλένα, η λέξη "φόβος" εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε σελίδα
("Είμαστε και οι δυο παντρεμένοι, εσύ στη Βιέννη και εγώ με τον φόβο μου
στην Πράγα", της γράφει).

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου