Κάτι έγινε μέσα στο κορμί μουκαι με μεταμόρφωσε σε βυζί.
Τη
18η Φεβρουαρίου 1971, από τα μεσάνυχτα έως τις τέσσερις π.μ. ο
καθηγητής συγκριτικής φιλολογίας, Ντέιβιντ Άλαν Κέπες, τριάντα οκτώ χρονών,
απολύτως υγιής, μεταμορφώθηκε σε βυζί, σε θηλαστικό αδένα χωρίς καμία σχέση με
την ανθρώπινη μορφή που ήταν πριν ή με οποιαδήποτε άλλη. Είναι εβδομήντα κιλά
και ύψος ένα και ογδόντα πέντε. Διατηρεί και σε αυτή τη νέα μορφή μεγάλο μέρος
του καρδιαγγειακού και του νευρικού του συστήματος αλλά το απεκκριτικό του
σύστημα είναι πλέον υποτυπώδες. Το μεγαλύτερο μέρος του όγκου του αποτελείται
από λιπώδη ιστό. Η μία του άκρη μοιάζει με τεράστιο καρπούζι ενώ η άλλη
καταλήγει σε μια θηλή ρόδινη, κυλινδρική, που εξέχει δώδεκα πόντους από το
κυρίως σώμα, με δεκαεπτά τρυπούλες, καθεμιά στο μέγεθος της ανδρικής ουρήθρας.
Αυτοί είναι οι γαλακτοφόροι αδένες του. Ο Ντέιβιντ Κέπες, λοιπόν, έχει υποστεί
μια ορμονική μετάλλαξη και από άνθρωπος έχει μεταμορφωθεί σε βυζί. Και
επιπλέον, δεν μπορεί πλέον να δει –έχει χάσει την όρασή του. Μπορεί όμως να
ακούει και να μιλάει. Μεταφέρεται σε νοσοκομείο. Εκεί γίνεται αντικείμενο
επιστημονικής έρευνας, ιατρικής και νοσηλευτικής φροντίδας και ψυχανάλυσης. Οι
άνθρωποι που τον επισκέπτονται είναι η κοπέλα του, Κλαίρη, ο πατέρας του, ο
πρύτανης του πανεπιστημίου όπου δίδασκε, Άρθουρ Σόνμπρουν για τον οποίο δεν
έχει την καλύτερη γνώμη, ο προσωπικός του γιατρός και ο ψυχαναλυτής του, δρ.
Κλίνγκερ. Με όλα αυτά τα πρόσωπα ο Κέπες – βυζί συνομιλεί. Ο πατέρας του του
μεταφέρει αδιάφορες ειδήσεις, ο γιατρός του τον ενημερώνει για την κατάστασή
του, η Κλαίρη τον φροντίζει και τον ικανοποιεί σεξουαλικά και με τον ψυχαναλυτή
του συνεχίζουν κανονικά, αν και υπό διαφορετικές συνθήκες τώρα, τις συνεδρίες
τους.
Από ένα σημείο και
μετά, αρχίζει να πειραματίζεται με τη σεξουαλικότητά του. Νιώθει να διεγείρεται
καθώς μια νοσοκόμα τον φροντίζει. Με αυτή, ανεπιτυχώς με την Κλαίρη, όμως,
επιτυχώς. Νομίζει πως μπορεί να εξακολουθήσει να λειτουργεί σαν άνδρας, μόνο
που αντί για πέος τις διεισδύσεις θα τις πραγματοποιεί με την υπερμεγέθη θηλή
του.
«… η ίδια η Κλαίρη μού πρότεινε να
παίζει με τη θηλή μου, αν ήθελα. Αυτό έγινε στην τέταρτη επίσκεψή της, την
τέταρτη μέρα· προ ολίγου της είχα περιγράψει για πρώτη φορά την παράξενη ηδονή
που ένιωθα όταν με έπλενε η νοσοκόμα το πρωί. Σκόπευα να της πω μόνο αυτό.
Τουλάχιστον προς το παρόν. Όμως η Κλαίρη είπε: «θες να σου κάνω κι εγώ το
ίδιο;» … Άλλη μια φορά, μέρες αργότερα, μετά από μια ασυνάρτητη συζήτηση, που
κράτησε σχεδόν μια ώρα, μου είπε: Ντέιβιντ, μωρό μου, τι θες; Θες να τη βάλω
στο στόμα μου;»
Ο Κέπες – βυζί
περνά όλα τα αναγκαία ψυχολογικά στάδια μέχρι να φτάσει στην αποδοχή της νέας
του κατάστασης: σοκ, αμηχανία, δυσπιστία, άρνηση, θυμός (ενδεικτικό είναι ότι
στις πρώτες φάσεις περνάει κρίσεις, πιστεύει πως βρίσκεται σε ένα όνειρο-
εφιάλτη, έπειτα ότι έχει χάσει τα λογικά του και βρίσκεται τρόφιμος σε
ψυχιατρική κλινική), τρόμος ενδοσκόπηση και τελικώς αποδοχή της πραγματικότητας
όπως είναι πλέον αμετάκλητα διαμορφωμένη. Μετά από δεκαπέντε μήνες ως βυζί, ο
Ντέιβιντ Κέπες είναι πλέον συμφιλιωμένος με το αμετάκλητο της κατάστασης του
και ζει πλέον ως βυζί. Ακούει σε ηχητική
έκδοση που του δώρισε ο πρύτανης Σόνμπρουν, τα έργα του Σαίξπηρ, άλλα από αυτά,
του διαβάζει η Κλαίρη
«Οι μισές ώρες που η Κλαίρη περνάει
μαζί μου αφιερώνονται, οι μισές στην ηδονή και οι άλλες μισές σε συζητήσεις. Με
βοηθάει στον Σαίξπηρ μου. Ναι, τώρα τελευταία ακούω δίσκους από παραστάσεις
μεγάλων σαιξπηρικών τραγωδιών…»
Είναι βυζί πια
–πρέπει να το πάρει απόφαση!

Philip Roth, 1933-2018
Το «Βυζί» ήταν το πέμπτο βιβλίο του Ροθ. Εκδόθηκε το 1972, όταν
ο συγγραφέας ήταν τριάντα εννέα ετών. Σε αυτή τη νουβέλα εντοπίζονται, στοιχεία
που θα ωριμάσουν ως ιδέες και θα ολοκληρωθούν σε επόμενα βιβλία του: το
διαβρωτικό χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός του ήρωα, ο σαρκασμός του Ροθ απέναντι
στους κενούς συναισθημάτων πανεπιστημιακούς, η αίσθηση ευνουχισμού του από το
γυναικείο φύλο, η σεξουαλικότητα σε διάφορες μορφές, η πάλη της σεξουαλικότητας
με την πνευματικότητα, η ταυτότητα των φύλων. Επιπλέον, όπως αναφέρει ο ίδιος ο
Ροθ, ο Κέπες είναι μια από τις «ηρωικότερες» μορφές που έχει δημιουργήσει,
ηρωικότερος από τη Λούσι Νέλσον (του «Όταν ήταν φρόνιμη») και από τον Άλεξ Πορτνόι
(«Η νόσος του Πορτνόι»). Οι δύο προηγούμενοι, την ίδια στιγμή που λαχταρούν μια
κοινωνικά αποδεκτή και τακτοποιημένη ζωή, διατηρούν την απομόνωσή τους και την
αυτονομία τους από το περιβάλλον τους· οχυρώνονται απέναντι σε αυτό. Ο Κέπες,
και ως βυζί, δεν μπορεί να αποδώσει την κατάστασή του σε ψυχολογικές, ιστορικές
ή κοινωνικές αιτίες (και αυτό τον απογοητεύει!) αλλά (αντιθέτως), θέλει
απεγνωσμένα να τα ξαναβρεί με τον εαυτό του, να ξαναγίνει ό,τι ήταν: άνδρας.
Το «Βυζί» είναι νουβέλα που εντάσσεται στον κατάλογο των
μεταμορφώσεων, που στην ιστορία της λογοτεχνίας δεν είναι μικρός. Ας θυμηθούμε
τα ομηρικά έπη, τον Οβίδιο και, ασφαλώς, δύο κορυφαία έργα, τη «Μεταμόρφωση»
του Κάφκα και τη νουβέλα «Η μύτη» του Γκόγκολ. Ο Κάφκα από την αρχή διακηρύσσει
πως ό,τι συμβαίνει δεν είναι παραίσθηση ή όνειρο ή οτιδήποτε άλλο πέρα από την
πραγματικότητα. Ο Γκόγκολ από την άλλη, σαρκάζοντας συνεχώς την κατάσταση του
ήρωά του, αφήνει εκκρεμές το ζήτημα της «αλήθειας» των γεγονότων (η ιστορία
μπορεί να είναι παραμύθι, μπορεί και όχι). Ο Ροθ, όπως λέει ο ίδιος,
προσεγγίζει την ιστορία του με μια μείξη των δύο καταστάσεων. Θέλει η
φανταστική κατάσταση της μεταμόρφωσης ενός υγιούς, σεξουαλικά ενεργού νέου
άνδρα σε γαλακτοφόρο μαστικό αδένα, να προσληφθεί από τον αναγνώστη σαν να
εξελίσσεται σε ό,τι θα λέγαμε «πραγματικό κόσμο», να δημιουργεί στον αναγνώστη
τη στιγμή που διαβάζει, ερωτήματα: «μα, για ένα λεπτό, συμβαίνει στ’ αλήθεια;
Μπορώ να το πιστέψω αυτό;». Στο «Βυζί» ο Κέπες συνεχώς κάνει αναφορές στη
«Μεταμόρφωση» και στη «Μύτη» στην προσπάθειά του να κατανοήσει τι του
συμβαίνει. Αυτό που κάνει ο Κάφκα, να δηλώνει εξαρχής πως η μεταμόρφωση» του
Σάμσα σε σκαθάρι, δεν είναι όνειρο ούτε φαντασία και αυτό που κάνει ο Γκογκολ,
να κινείται στο μεταίχμιο αλήθειας και πραγματικότητας (είναι αλήθεια; Ή δεν
είναι;) στο «Βυζί» αφομοιώνονται στον ίδιο τον Κέπες. Και οι αναφορές στους δύο
αυτούς συγγραφείς είναι φυσιολογική για έναν καθηγητή συγκριτικής φιλολογίας,
που, εννοείται, τους ξέρει καλά. Η προσπάθεια του αναγνώστη να κατανοήσει το
μυστήριο στην αφήγηση της νουβέλας είναι, εν πολλοίς, και η συμμετοχή του στον
αγώνα του Κέπες να καταλάβει τι του συμβαίνει. Πρέπει, όμως, να το δεχτούμε,
και εμείς οι αναγνώστες και ο ίδιος ο Κέπες: έχουμε ηττηθεί. Ούτε όλοι οι
καθηγητές φιλολογίας δεν μπορούν να επαναφέρουν στον Κέπες στην προηγούμενη
κατάστασή του. δεν υπάρχει επάνοδος ούτε μέσω της λογοτεχνίας και των όποιων
ερμηνειών της. Για τον Κέπες, τώρα πια μόνο μία είναι η αδιαμφισβήτητη
πραγματικότητα: η εκπαίδευσή του στην κακοτυχία. Ήταν τρελά άτυχος.
«Αυτό που έγινε το είχα πάθει εγώ και κανένας άλλος, γιατί
δεν μπορούσε να συμβεί σε κανέναν άλλον, κι ακόμα κι αν δεν γνώριζα γιατί, έτσι
ήταν κι έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος, άσχετο αν εγώ δεν θα τον μάθαινα ποτέ».
Το «Βυζί» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα, παρότι το θέμα του
δεν είναι ευχάριστο. Είναι, όμως, ευφάνταστο, είναι πνευματώδες, χιουμοριστικό σε κάποια σημεία,
αυτοσαρκαστικό σε άλλα. Νιώθει περίεργα όταν το διαβάζει κανείς. Προσωπικά,
ένιωσα μελαγχολία καθώς το διάβαζα. Σε μένα φάνηκε πιο πολύ η ελεειακή του πλευρά. Συμμεριζόμουν τον ήρωα, έπασχα
μαζί του, σε βαθμό να μην μπορώ να νιώσω τόσο την ευθυμία που απέρρεε σε κάποια
σημεία του. Aναμφισβήτητα, πολύ καλό βιβλίο.
