Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.




 

Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ ενός σιδηροδρομικού σταθμού συναντά τυχαία τον καθηγητή που δίδασκε ιαπωνική λογοτεχνία στο λύκειό της, τον Ματσουμοτό Χαρούτσουνα -εκείνη θα τον λέει «Σενσέι», δηλαδή δάσκαλο- που είναι στο κατώφλι των εβδομήντα ετών, συνταξιούχος πλέον. Την πλησιάζει, εκείνος πρώτος, και αρχίζει μεταξύ τους μια πρώτη συνομιλία που αφορά τα περασμένα.  Μετά από εκείνη τη συνάντηση, η Τσούκικο και ο Σένσει συναντώνται περιστασιακά στο ίδιο μπαρ. Ακολουθούν μια συνηθισμένη τελετουργία που περιλαμβάνει φαγητό, σάκε και συζητήσεις. Καθώς ο χρόνος περνάει -από την άνοιξη, την εποχή των ανθισμένων κερασιών μέχρι το μάζεμα των μανιταριών το φθινόπωρο- ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα αναπτύσσεται σιγά σιγά, κάποτε με αδεξιότητα και με αμηχανία, κάποια οικειότητα, πολύ συγκρατημένη, που εξελίσσεται αργά σε τρυφερή αγάπη.

«Δεν μιλάμε με τον Σένσει. Δεν είναι ότι δεν τον βλέπω. Συχνά πέφτω πάνω του στο συνηθισμένο μπαρ αλλά δεν μιλάμε. Ρίχνουμε ένα βλέμμα ο ένας στον άλλον με την άκρη του ματιού, βεβαιωνόμαστε ότι είμαστε στο μαγαζί, και μετά κάνω ότι δεν τον είδα. Το ίδιο και ο Σένσει. Είναι από τότε που μπήκε στον μαυροπίνακα του μπαρ «Βραστό κατσαρόλας της ημέρας», περίπου ένας μήνας τώρα. Ακόμα κι όταν καθόμαστε δίπλα στον πάγκο, δεν βγάζουμε λέξη.».

 

Hiromi Kawakami, 1958


Η σημαντική διαφορά στην ηλικία δεν συνιστά εμπόδιο στην ανάπτυξη αυτής της σχέσης. Αντιθέτως, οδηγεί στην αργή και σταθερή ωρίμασή της. Μέσα από την αφήγηση διαφορετικών επεισοδίων, η συγγραφέας χτίζει με λεπτότητα, γλυκύτητα και χιούμορ, κάποτε, αυτή τη σχέση, τη σχέση δύο μοναχικών ανθρώπων που έχουν ανάγκη από συμπαράσταση και κατανόηση.

"Ήμουν μόνη. Έπαιρνα το λεωφορείο μόνη, τριγύριζα στην πόλη μόνη, έκανα τα ψώνια μου μόνη και έπινα μόνη. Η αλήθεια είναι ότι και τώρα με τον Σένσει, δεν ένιωθα διαφορετικά. Φαίνεται ότι δεν είχε τόση σημασία αν ήμουν ή όχι με τον Σένσει, εντούτοις κάνοντας αυτά τα πράγματα μαζί του, ένιωθα ότι έκανα το "σωστό"." 

Ενδιαφέρον είναι ότι ο Σένσει δεν εμφανίζεται ως ένας στριφνός ηλικιωμένος, μέντορας και σοφός, αλλά ως ένας ώριμος άνδρας, με ευάλωτες πλευρές, με ιδιοτροπίες που προσπαθεί να πλησιάσει τη νεαρότερή του γυναίκα με πραγματικό ενδιαφέρον, ευγένεια και στοργή. Η Τσούκικο, πάλι, αποφεύγει την εύκολη ανταπόκριση στα αισθήματα του Σένσει· διατηρεί την απόσταση ασφαλείας που χρειάζεται μέχρι να κατανοήσει και η ίδια τη συναισθηματική της κατάσταση.

 

Kawase Hasui, 1883-1957

«Σκεφτόμουν τον Σένσει. Ούτε μια φορά δεν είχε αποκαλέσει τον εαυτό του «γέρο». Εκτός του ότι ήταν αρκετά μεγάλος για να κάνει αστεία με την ηλικία του, δεν ήταν του χαρακτήρα του. Στεκόμουν εκεί στον δρόμο και αισθανόμουν ότι ήμουν πολύ μακριά του. Αισθανόμουν έντονα την απόσταση μεταξύ μας, όχι μόνο τη διαφορά ηλικίας ούτε και τη φυσική απόσταση που μας χώριζε αλλά την πραγματική απόσταση που υπήρχε ανάμεσά μας».

Στη νουβέλα Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας η Χιρόμι Καβακάμι αφηγείται μια ιστορία αγάπης· μια αγάπη που παίρνει τη μορφή ερωτικής έλξης (έρωτα ;) μεταξύ δύο ανθρώπων με πολλές διαφορές αλλά με την ίδια ανάγκη για στοργή, ενδιαφέρον, καλοσύνη. Μεταμορφώνει ένα τρυφερό ειδύλλιο ανάμεσα σε δυο ανθρώπους αρκετά διαφορετικούς σε μια σπουδή πάνω στον χρόνο που περνά, τη μεταβλητότητα των πραγμάτων, τη μοναξιά, το γήρας, την τέχνη, τη διδασκαλία, τον ιαπωνικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων. Είναι ένα κείμενο, κατά τη γνώμη μου, πολύ ελκυστικό όχι μόνο λόγω του θέματός του, αλλά και λόγω των στοιχείων της ιαπωνικής κουλούρας που είναι διάσπαρτα και, σαφώς, αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο εξελίσσεται η υπόθεση. Παλιά πανδοχεία, τελετουργία του τσαγιού, ιαπωνική κουζίνα, σάκε, ανθισμένες κερασιές, μάζεμα μανιταριών, Ματσούο Μπάσο. Αλλά και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό: διαβάζοντας την ιστορία αυτών των ανθρώπων, εμείς οι δυτικοί αναγνώστες, γοητευόμαστε, μαγευόμαστε από στοιχεία που συνθέτουν την ιαπωνική κουλτούρα: την ευγένεια, τη λεπτότητα, τη διακριτικότητα, την αυτοσυγκράτηση, την εσωστρέφεια.

«Τελευταία, εδώ και κάμποσο καιρό, δεν έχω δει τον Σένσει. Και δεν είναι επειδή βρεθήκαμε σ’ εκείνο το περίεργο μέρος μαζί –τον αποφεύγω επίτηδες. Δεν πλησιάζω καν στο μπαρ του Σατορού και ούτε κάνω απογευματινούς περιπάτους τις μέρες που έχω ρεπό΄. Δεν κυκλοφορώ στον εμπορικό δρόμο, στην παλιά αγορά, μόνο κάνω βιαστικά τα ψώνια μου στο μεγάλο σούπερ μάρκετ δίπλα στον σταθμό. Ούτε πάω στον βιβλιοπώλη που πουλάει μεταχειρισμένα βιβλία ή στα δύο βιβλιοπωλεία στην πόλη. Πιστεύω ότι αν καταφέρω να τα αποφύγω αυτά, δεν θα πέσω πάνω στον Σένσει. Θα είναι εύκολο».  

Η σχέση της Τσούκικο και του Σένσει χτίζεται αθόρυβα, υπόγεια, υποδόρια, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, χωρίς ακραίες αντιδράσεις, χωρίς μελοδραματισμούς. Η ιστορία πάλλεται από τις σιωπές, από την αυτοσυγκράτηση, από την αμηχανία, από τη συστολή. Μέσα από τις συχνές συναντήσεις αυτών των δύο ανθρώπων και τις επαναλαμβανόμενες τελετουργίες τους, κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων συντελούνται ψυχικές διεργασίες και λανθάνουσες αλλαγές διάθεσης και οπτικής. Οι σιωπές είναι ηχηρές, εύγλωττες· «μιλούν» περισσότερο από τον λόγο. Το ίδιο και οι αμήχανες κινήσεις, τα συγκρατημένα βλέμματα, οι δισταγμοί, οι αδεξιότητες. Το ερωτικό στοιχείο λανθάνει, ποτέ δεν λέγεται ρητά και ποτέ δεν «δείχνεται»· υπάρχει ως διαρκές αίτημα, πλανάται στην ατμόσφαιρα, στα λόγια στη σιωπή αλλά παραμένει ασαφές και άδηλο. Οι αναγνώστες το υποψιαζόμαστε, το μαντεύουμε αλλά, και πάλι, δεν είμαστε σίγουροι. Άλλωστε όλα στη νουβέλα αυτή κινούνται στο μεταίχμιο, στο ημίφως, στα όρια σαφούς και ασαφούς, στις σιωπές και στη διακριτικότητα, που είναι, το δίχως άλλο, μια σπάνια αρετή.

 

Utagawa Hiroshige


Το βιβλίο είναι πραγματικά πολύ καλό. Οι αναγνώστες της ιαπωνικής λογοτεχνίας θα το αγαπήσουν για τη λεπτότητα και την ευγένεια που αποπνέει. Η μετάφραση είναι της Μαρίας Αρώνη και της Kyoko Shibayama.  

 


df

 

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ο πεθαμένος και η ανάσταση (Δόμος)

 



Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «Σχολής της Θεσσαλονίκης» μαζί με την αδελφή του, την ποιήτρια, Ζωή Καρέλη, τον Κώστα Ταχτσή, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Κλείτο Κύρου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και άλλους. Ωστόσο πρόκειται για μια ιδιάζουσα περίπτωση πεζογράφου, ο οποίος με την ιδιόρρυθμη γραφή του δεν καταργεί απλώς κάθε κανόνα ρεαλιστικής αποτύπωσης μιας πραγματικότητας αλλά οδηγείτα και στη διάσπαση του λόγου, ακόμα και των λέξεων. Η ιδιοτυπία αυτή είναι εμφανής στο πεζογράφημα «Ο πεθαμένος και η ανάσταση», που το γράφει το 1938, όταν ήταν περίπου τριάντα ετών, τρία χρόνια μετά από τον «Ανδρέα Δημακούδη» που ήταν το πρώτο του πεζό. Δημοσιεύτηκε, ωστόσο το 1944.

Σε αυτό το πεζό διαβάζουμε για έναν συγγραφέα που επιχειρεί να γράψει για έναν αυτόχειρα νέο. Ο τραυματισμένος ερωτικά νέος ωθείται, σύμφωνα με το σχέδιο του συγγραφέα, στην αυτοκτονία. Όμως έπειτα ακολουθούν οι ενοχές και οι μεταφυσικοί προβληματισμοί. Μέσα από τις οδυνηρές διαδρομές του συγγραφέα, παρακολουθούμε την επενέργεια της θλίψης αλλά και της λυτρωτικής δύναμης της μεταφυσικής συντριβής. Μέσα από αυτές τις καταστάσεις, ο θάνατος του συγγραφικού «εγώ» αλλά και η ανάσταση του συγγραφέα, μαζί με τον ήρωα, συναιρούνται σε έναν «κοινό εαυτό».

 

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, 1908-1993


Στον «Πεθαμένο και στην ανάσταση» έχουμε δύο μυθικά πεδία: το πρώτο είναι του συγγραφέα-αφηγητή που γράφει το μυθιστόρημα και το δεύτερο του νέου που αυτοκτονεί. Αυτά τα δύο πεδία-πρόσωπα δεν είναι απολύτως διαχωρισμένα· αντιθέτως συμφύρονται, συναιρούνται σε μια οντότητα. Ωστόσο κυρίαρχο είναι εκείνο του συγγραφέα, που παράγει το πεδίο του νέου. Αυτός ο τελευταίος προέρχεται από και λειτουργεί σύμφωνα με τις διαθέσεις, τη βούληση του πρώτου. Ο συγγραφέας γράφει το μυθιστόρημά του, όμως κατά βούληση το διακόπτει, κάποτε και απότομα, και αναλύεται σε δικές του εσωτερικές και συνειρμούς. Έτσι, ακόμα και η υποτυπώδης διάκριση του πρώτου από το τρίτο πρόσωπο, τελικά, λειτουργεί ως πρόσχημα που γρήγορα εξαϋλώνεται/διαλύεται. Έτσι, τελικά, εκείνο που παρακολουθεί ο αναγνώστης είναι η περιπέτεια του συγγραφέα-αφηγητή την ώρα της συγγραφής-αφήγησης· παρακολουθεί ένα μυθιστόρημα που γράφεται, τη στιγμή που γράφεται. Η παρεμβολή/εισχώρηση του νέου-αυτοκτόνου μέσα στον συγγραφέα-αφηγητή και στον κόσμο του, στο πλαίσιο μιας γενικότερης απομυθοποιητικής λειτουργίας, οδηγεί τον αναγνώστη στη συνειδητοποίηση ότι αυτό που διαβάζει δεν είναι παρά μια πλαστή δημιουργία, μια fiction κατάσταση, ένας κόσμος ψεύτικος, κατασκευασμένος με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Στόχος είναι να επιτευχθεί η απόσταση αφενός ανάμεσα στον αναγνώστη και στο κείμενο και αφετέρου ανάμεσα στον συγγραφέα και στο κείμενο· να αποφεύγεται η συναισθηματική εμπλοκή του πρώτου στις καταστάσεις του κειμένου και να διατηρεί απλώς τη θέση του κριτικού παρατηρητή από απόσταση.

Διαλύοντας κάθε παραδομένη τεχνική και σύμβαση, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης επιχειρεί να καταγράψει άμεσα και ευθέως τη συγκίνηση, μια συναισθηματική κατάσταση στην πιο αυθεντική, «καθαρή» της μορφή, χωρίς τη μεσολάβηση οποιασδήποτε λογικής επεξεργασίας. Έτσι και η παρουσία του ίδιου του συγγραφέα μέσα στο κείμενό του μειώνεται σημαντικά καθώς οι αναγνώστες δεν τον «αισθάνονται», δεν τον «νιώθουν» κοντά τους σε οποιονδήποτε καθοδηγητικό ρόλο.    

 



Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι και ο ιδιότυπος χρονικός, ημερολογιακός χαρακτήρας του κειμένου. Αναφέρεται στο κείμενο ότι αυτό «αποτελεί μια συρραφή από κομμάτια, που προηγουμένως ο συγγραφέας είχε συνθέσει ως πρόζες». Αυτή η επιλογή επιτυγχάνει την «ενότητα μέσα από τη διάσπαση». Όμως δεν είναι απλά μια τεχνητή συγκόλληση στιγμών αλλά ανταποκρίνεται στην ανάγκη να δοθούν στον αναγνώστη οι ημερολογιακές στιγμές κατά τις οποίες ο συγγραφέας προσπαθεί να ορίσει το σχήμα του μέσω του ήρωά του. η συγγραφή αρχίζει με το φυσικό φως, συνεχίζεται τη νύχτα στο φως της λάμπας και τελειώνει με το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας.

Διακρίνουμε όμως και μια άλλη δομική ενότητα: η περιπέτεια της γραφής του μυθιστορήματος από τον συγγραφέα έχει μια αφετηρία, την αυτοκτονία του νέου και ένα τέρμα, την ανάστασή του. Όμως τα γεγονότα της αφήγησης δεν προηγούνται της γραφής αλλά γίνονται ταυτόχρονα με αυτήν. Έτσι δεν συμφύρονται μόνο πρόσωπα αλλά και χρόνοι, με αποτέλεσμα ο χρόνος της ιστορίας να εξισώνεται με τον χρόνο της συγγραφής της. Ενώ τυπικά υπάρχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια (μία ημέρα), ο χρόνος που υπάρχει δεν είναι άλλος από αυτόν της ατομικής διατύπωσης εφόσον το κείμενο γράφεται «εδώ και τώρα». Έτσι ο Πεντζίκης ελαχιστοποιεί όσο μπορεί την αίσθηση του χρόνου. Τελικά: α) στην αναζήτηση του σχήματος, ο συγγραφέας συμφύρεται με τον νέο και β) όσα κείμενα αναφέρονται στη μνήμη φαίνονται ως παρεκβάσεις στην κύρια αφήγηση, κάτι που ακυρώνει τη συμβατή ενότητα του χωρο-χρόνου. Η πλοκή του κειμένου δεν είναι απολύτως εμφανής, για την ακρίβεια κινείται κάτω από την επιφάνεια της μνήμης που δηλώνεται με τις πολλές παρεκβάσεις και τους συνειρμούς. Η λογική παράθεση των στοιχείων χάνεται και τη θέση της καταλαμβάνει η αποτύπωση της συγκίνησης, όπως τη νιώθει ο συγγραφέας.  Εν τέλει τ στοιχείο που συνθέτουν τον μύθο στο κείμενο είναι η άμεση αποτύπωση της συγκίνησης. Μέσα από τη λειτουργία της μνήμης δίνεται από τον Πεντζίκη ένας κόσμος εκτός τόπου και χρόνου που τείνει προς το γενικό χωρίς σαφές πλαίσιο. Μέσα σε αυτή τη ρευστή, τη συγκεχυμένη πραγματικότητα εντάσσεται και ο ίδιος ο μεταμορφωμένος συγγραφέας.

 

Άγιον Όρος


Το «Ο πεθαμένος και η ανάσταση» είναι, κατά δήλωση του Πεντζίκη συρραφή από άλλα κείμενά του. Είναι κείμενα ατελή που παίζουν έναν ρόλο στην όλη σύνθεση του κειμένου. Εκ πρώτης όψεως δείχνουν σαν αποτυχημένες προσπάθειες του συγγραφέα να γράψει ένα όλον κείμενο που να τον ικανοποιεί. Η ιστορία του νέου δεν ολοκληρώνεται ποτέ, εφόσον ο συγγραφέας δεν είναι ικανοποιημένος. Έτσι συνεχίζει (ή αρχίζει εκ νέου;) να γράφει διαπλέκοντας το ένα κείμενο με το άλλο, μέχρι πουθ μετά από κάποιες σελίδες θα υποστεί τον θάνατο και ο ίδιος. Έτσι συντελείται μια σειρά από θανάτους της γραφής που δηλώνονται με σιωπές και με φράσεις όπως «είμαι ανίκανος να συνεχίσω να γράφω» ή «βαριέμαι αυτή τη συγγραφή». Είναι μια προσπάθεια κάθαρσης που επιχειρείται μέσω της εξομολόγησης της αμαρτίας του εγωισμού μέσω της γραφής. Οι σιωπές παραπέμπουν στον θάνατο, γεγονός που κειμενικά δηλώνεται και με την επιστροφή στη νύχτα. Όταν αυτός ο θάνατος γίνει τελεσίδικος κι όταν σταματήσουν οι μεταβάσεις από κείμενο σε κείμενο, όταν ο διακόπτης του δωματίου γυρνά και επικρατεί σκοτάδι, τότε συντελείται και η αναγνώριση πραγματικού εαυτού και η συγγραφή ενός κειμένου ολοκληρωμένου στα χνάρια περίπου των προηγούμενων ατελών. Θυμίζει το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» όπου ο Προυστ προσπαθεί να γράψει ένα κείμενο και το κατορθώνει μόνο όταν αποφασίζει να παραιτηθεί από την προσπάθειά του. Έτσι και εδώ ο συγγραφέας δεν γράφει αλλά προσπαθεί να γράψει ένα κείμενο, κάτι που το επιτυγχάνει μόνο όταν πέσει το σκοτάδι, γυρνώντας τον διακόπτη και βυθίζοντας τον χώρο/κόσμο στο σκοτάδι. Από εκείνη τη στιγμή συντελείται η ανάσταση του νέου ως θαύμα καθώς και η πορεία του προς τον τόπο της ελευθερίας.

Στην αφήγηση του ταξιδιού του νέου έχουμε τα εξής στοιχεία:

α) ποιητικά στοιχεία –παρότι πεζό και πρόζα το κείμενο, τα όρια αυτού με τον ποιητικό λόγο είναι, και αυτά, συγκεχυμένα. Μιλάμε για ποιητική πρόζα ή πεζογραφική ποίηση, και σε επίπεδο ατμόσφαιρας, με υπερρεαλιστική κάποτε υφή, και σε επίπεδο λεκτικών επιλογών. Οι τελευταίες μάλιστα, δείχνουν πως οι λέξεις ανακαλούν ποιητικές συνδηλώσεις και εκφράζουν λυρική διάθεση,

β) διαφορετική «γλώσσα», γλώσσα νέα, πιο ελεύθερη, διαμορφωμένη από ψηφίδες δημοτικού λόγου και δημοτικού τραγουδιού, μακεδονίτικων ιδιωμάτων, γλώσσα που εκφράζει πιστά, απόλυτα θα λέγαμε, το ύφος του Πεντζίκη. Και ακόμα ότι μέσω αυτής της γλώσσας δεν μιλάει μόνο αυτός αλλά και ο ίδιος ο ελληνικός λόγος στη διαχρονική του υπόσταση, παρουσία και διαδρομή.

 



Συνεπώς με βάση αυτά τα στοιχεία μπορούμε να πούμε ότι το ταξίδι του νέου, ως συμβολική απεικόνιση του εκούσιου θανάτου και της νέκρωσης του φθαρτού σχήματος, υποδηλώνει και ένα ταξίδι της γραφής όπου ο φυσικός της φορέας νεκρώνεται για να αναστηθεί μεταμορφωμένος μέσα στις πηγές της ελληνικής παράδοσης, της θρησκευτικής και της γλωσσικής/λογοτεχνικής.

Επίσης, ο συνειρμικός λόγος καταργεί κάθε συμβατική αφηγηματική δομή ενώ οι εικόνες και τα πράγματα, παρότι αποτελούν ενεργήματα της μνήμης, δεν δίνονται ως ανάμνηση, αλλά ως συνεχές παρόν πέρα από χωρο-χρονικούς περιορισμούς.

Πρόκειται για ένα δύσκολο βιβλίο, που δοκιμάζει τις αντοχές των αναγνωστών, ακόμα και των έμπειρων.

(Για τη σύνταξη της ανάρτησης αυτής χρησιμοποιήθηκε η έξοχη μελέτη του Βασίλειου Σαρρή, Σχόλια για την ποιητική του πεζογραφήματος «Ο πεθαμένος και η ανάσταση» του Ν.Γ.Πεντζίκη , σύμφωνα με τις θέσεις του Γάλλου θεωρητικού της λογοτεχνίας Roland Barthes.)


df

 

 

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Και τώρα τα διαβάζει

 



Κάποτε την συνέπαιρναν τα ποιήματά του,
στα περιθώρια ζωγράφιζε
ήλιους και καραβάκια,
 
τα υπογράμμιζε με το μολύβι της,
τα διάβαζε στις φίλες της
κι όταν δεν ήτανε μαζί του,
τα κράταγε πάνω της
και δάκρυζε.
 
Τώρα την αφήνουν αδιάφορη
τα διαβάζει μόνο ως υπενθύμιση ηλιθιότητας
κι ως τιμωρία για τα λάθη της.
 
Έτσι λέει.

 

 

Δημήτρης Φωτεινόπουλος
Αυγ. 2023

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Kazuo Ishiguro, Ένας καλλιτέχνης του ρέοντος χρόνου (Ψυχογιός)

 

Μπορεί όντως κάνοντας τον απολογισμό του τα βρει λάθη, αλλά είναι βέβαιο πως υπήρχαν ορισμένες πτυχές που θα τον έκαναν περήφανο.

 

 

 


 

Ο Καζούο Ισιγκούρο, διαβάζουμε στη Wikipedia, είναι Βρετανός. Γεννήθηκε στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας όμως η οικογένειά του μετακόμισε στην Αγγλία το 1960, όταν αυτός ήταν πέντε ετών. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Kentwith με πτυχίο στην αγγλική φιλολογία και την φιλοσοφία το 1978 και έκανε μεταπτυχιακό στη δημιουργική γραφή το 1980 στο πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας. Είναι, λοιπόν, άγγλος συγγραφέας. Ωστόσο, πολλά από τα μυθιστορήματα που έγραψε αφορούν την Ιαπωνία, την οποία φαίνεται να γνωρίζει καλά.

Ένα τέτοιο μυθιστόρημα είναι και το Ένας καλλιτέχνης του ρέοντος χρόνου. Η ιστορία εξελίσσεται από τον Οκτώβριο του 1948 έως τον Ιούνιο του 1950. Στη μεταπολεμική Ιαπωνία, ένας γηραιός ζωγράφος, ο Μασούτζι Όνο, ο οποίος έχει χάσει τον γιο του στον πόλεμο, ζει με τη μικρότερη κόρη του, την οποία προσπαθεί να παντρέψει και περνάει τον χρόνο του φροντίζοντας τον κήπο του, κάνοντας μικρούς περιπάτους σε γνωστά του μέρη και συζητώντας με τους λιγοστούς του φίλους σε γνώριμα ημιφωτισμένα μπαρ. Σε τακτά χρονικά διαστήματα τους επισκέπτεται και η μεγάλη του κόρη με τον γιο της, τον Ισίρο. Το διάστημα που ζουν μαζί αναφύονται διαφορές, διαφωνίες και προβλήματα, που όμως παραμένουν σε πολύ χαμηλή ένταση. Σοβαρό πρόβλημα για τον Μασούτζι Όνο είναι η πολιτική στάση που είχε κρατήσει στο πρόσφατο παρελθόν. Ως διακεκριμένος καλλιτέχνης με έντονη επιρροή, είχε στηρίξει το εθνικιστικό στρατοκρατικό καθεστώς και είχε υποστηρίξει την επεκτατική του πολιτική. Είχε εργαστεί με θέρμη, μαζί και με άλλους καλλιτέχνες, για «το πιο εκλεκτό και πιο θαρραλέο πνεύμα» του ιαπωνικού έθνους και τώρα, ύστερα απ’ ό,τι ακολούθησε,  φοβάται πως αυτή του η στάση μπορεί να έχει επιπτώσεις στον γάμο της κόρης του.

 

Καζούο Ισιγκoύρο, 1954


Τα θέματα που αναδεικνύονται είναι, κατά τη γνώμη μου, τα εξής: 

Πρώτα η Ιαπωνία. Ο συγγραφέας θέλει να μιλήσει για την Ιαπωνία. Τρία μόλις χρόνια μετά από τις ρίψεις των δύο ατομικών βομβών και την άνευ όρων συνθηκολόγηση, η χώρα προσπαθεί να βρει τον δρόμο της. Ολόκληρες περιοχές έχουν μετατραπεί σε ερείπια. Άλλοτε ακμάζουσες περιοχές, συγκροτήματα κατοικιών, ζώνες διασκέδασης και ηδονών έχουν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους και έχουν παραδοθεί στην εγκατάλειψη και στον οικονομικό μαρασμό. Ο Μασούτζι εξακολουθεί να πηγαίνει σε μία από αυτές, αναζητώντας μερικές στιγμές συζήτησης με την ιδιοκτήτρια του μπαρ όπου σύχναζε με φίλους του προπολεμικά. Άλλες πάλι περιοχές ανοικοδομούνται με ταχύτερους ρυθμούς. Ωστόσο οι υλικές επιπτώσεις του πολέμου δεν φαίνεται να έχουν αγγίξει τον Μασούτζι και την οικογένειά του. Συνεχίζουν τη ζωή τους με τις μικρότερες δυνατές αναταράξεις, τουλάχιστον στο υλικό επίπεδο. Και κάτι ακόμα: αυτή η Ιαπωνία, της οποίας πριν τρία χρόνια δύο πόλεις ισοπεδώθηκαν από τις ατομικές βόμβες, φαίνεται πρόθυμη να υιοθετήσει τα δυτικά πρότυπα και να δεχτεί μαθήματα από τους Αμερικανούς. Ο αμερικάνικος τρόπος αρχίζει να είναι αποδεκτός σε πολλά, στην οικονομία, στις επιχειρήσεις, στη διασκέδαση.

«Οι αλλαγές που έγιναν μετά τον πόλεμο, άρχισαν τώρα να αποδίδουν καρπούς σε όλα τα επίπεδα της εταιρείας. Είμαστε πολύ αισιόδοξοι για το μέλλον. Μέσα στα επόμενα χρόνια και εφόσον βάλουμε τα δυνατά μας, η KNC θα έχει γίνει μια εταιρείας της οποίας το όνομα θα αναγνωρίζεται όχι μόνο στην Ιαπωνία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο … Είμαι βέβαιος πως υπήρξαμε βιαστικοί κάποιες φορές. Αλλά σε γενικές γραμμές οι Αμερικανοί μπορούν να μας διδάξουν πολλά πράγματα. Μέσα σε λίγα χρόνια, για παράδειγμα, εμείς οι Ιάπωνες κάναμε αλματώδη βήματα στην κατανόηση της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Πιστεύω πως η Ιαπωνία έβαλε τα θεμέλια για ένα λαμπρό μέλλον».

 

 

Ginza street, Tokyo, 1950


Έπειτα η σχέση δασκάλου και μαθητή: σχέση αφοσίωσης και προδοσίας.  Η επίδραση που ασκούσαν οι δάσκαλοι στη διαμόρφωση των μαθητών τους, τόσο στον καλλιτεχνικό τομέα όσο και γενικότερα, είναι τεράστια. Στην πραγματικότητα οι δάσκαλοι λειτουργούσαν και ως μέντορες, και ως πνευματικοί καθοδηγητές. Ο Μασούτζι μαθητεύει κοντά σε έναν διαπρεπή ζωγράφο και ζει κοινοβιακά μαζί με τους συμφοιτητές του στο τεράστιο οίκημα του τελευταίου. Οι μαθητές οφείλουν –είναι καθήκον τους- να διασώσουν και να αναπαράγουν στα έργα τους τις αισθητικές αντιλήψεις του δασκάλου τους εφόσον σ’ αυτόν οφείλουν τα πάντα. Οποιαδήποτε παρέκκλιση καταδικάζεται ως «προδοσία». Ωστόσο ο Μασούτζι σπάει αυτό το σχήμα. Παρότι αγαπημένος μαθητής του δασκάλου του, με τους πίνακές του διαφοροποιείται κάθετα και θεματικά και αισθητικά από τις αρχές εκείνου. Μία ρήξη είναι αυτή: η αισθητική. Η άλλη έχει να κάνει με τις γενιές. Όμως και ο Μασούτζι έχει μαθητές τους οποίους επηρεάζει και οι οποίοι τον εκτιμούν.

«Ένας δάσκαλος, ένας πνευματικός καθοδηγητής που θαυμάζει κανείς όταν είναι νέος, τον σημαδεύει ακόμα κι όταν επαναξιολογήσει ή και απορρίψει όσα έμαθε, ορισμένα χαρακτηριστικά του δασκάλου θα διατηρηθούν σα μια σκιά της επιρροής του και θα παραμείνουν σε ολόκληρη τη ζωή του μαθητή. Έχω διαπιστώσει, για παράδειγμα, πως ορισμένες μανιέρες μου –ο τρόπος που κουνάω τα χέρια όταν εξηγώ κάτι, κάποιες αποχρώσεις της φωνής μου όταν θέλω να ειρωνευτώ ή να δείξω ανυπομονησία, ακόμα και ολόκληρες φράσεις που χρησιμοποιώ σε σημείο που οι άνθρωποι να τις θεωρούν αποκλειστικά δικές μου- όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα κληρονόμησα από τον δάσκαλό μου, τον Μόρι-σαν.»

 

Tokyo, 1950


Ένα από τα σημαντικότερα είναι, κατά τη γνώμη μου, είναι η στράτευση του καλλιτέχνη και, συνεπόμενα, ο προορισμός της τέχνης και η ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Μασούτζι, εμφορούμενος από τα εθνικιστικά ιδανικά της περιόδου, αποφασίζει εγκαταλείψει τα θέματα του «ρέοντος χρόνου», αυτά που ο δάσκαλός του υπηρετούσε, για να αφιερωθεί σε μια ζωγραφική στην υπηρεσία πολιτικών σκοπών, στρατευμένη στο καθεστώς. Έκτοτε τα θέματά του εξυμνούν τον μιλιταρισμό και την πολεμική επέκταση. Μάλιστα, λόγω αυτής της στήριξης απολαύει την εμπιστοσύνη του καθεστώτος, ασκεί επιρροή, καταλαμβάνει θέση εξουσίας και, μάλιστα, γίνεται η αιτία για την πολιτική δίωξη συναδέλφου του, με τον οποίο, μάλιστα συνδεόταν και με φιλικούς δεσμούς. Πρόκειται για κομβικής σημασία επιλογή για την οποία ποτέ δεν ένιωσε ένοχος. Παραδέχεται, ασφαλώς, ότι «στην καριέρα του υπήρξαν και ατυχείς στιγμές», ότι έγιναν/έκανε λάθη, κάποια από τα οποία πολύ σοβαρά, τα οποία δεν θα μπορούσε να μην παραδεχτεί, αλλά ποτέ δεν αρνήθηκε αυτή τη συγκεκριμένη στάση, ιδίως όταν ξέρει -και το διακηρύσσει με κάθε ευκαιρία- πως τα κίνητρά της είχαν τον άδολο πατριωτισμό και τις αγαθές προθέσεις. Πάντως δεν είναι εμφανές αν δεν αισθάνεται ενοχή ή διάθεση βαθιάς μεταμέλειας. Παραδοχή λαθών, σίγουρα. 

«Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν ότι η καριέρα μου είχε αρνητική επιρροή. Μια επιρροή που τώρα πια θα έπρεπε να σβήσει και να ξεχαστεί. Αυτήν την άποψη δεν την αγνοώ. […]. Υπάρχουν και αυτοί που ισχυρίζονται πως άνθρωποι σαν εμένα είναι υπεύθυνοι για τα τρομερά που συνέβησαν στο έθνος μας, πως η επιρροή μου είχε ως συνέπεια να υποφέρουν αφάνταστα οι συμπατριώτες μου…»  

Στην πραγματικότητα οι ενοχές που κυρίευσαν πολλούς ευαίσθητους Ιάπωνες για τη στάση που κράτησαν πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου και προκάλεσαν τόσα δεινά στους συμπατριώτες τους, προβάλλουν στην αφήγηση με τη μορφή συλλογισμών και ανακλήσεων του Μασούτζι , ο οποίος συνεχώς επιστρέφει στο παρελθόν με τη μορφή εκτενών αναδρομικών αφηγήσεων, στην προσπάθειά του να συλλάβει τον «ρέοντα χρόνο». Με αφορμή την αυτοκτονία ενός άλλου καλλιτέχνη, μουσικού, με ανάλογη με τη δική του στάση κάνει και ένα είδος προσωπικής επανεκτίμησης, μια προσωπική απολογία.

«… δεν ήταν κακός άνθρωπος. Απλώς ήταν κάποιος που εργάστηκε σκληρά για κάτι που θεωρούσε ο ίδιος σωστό… Σκέφτηκε όλους όσοι σκοτώθηκαν, όλα τα μικρά παιδιά της ηλικίας σου, που είχαν μέινει ορφανά, σκέφτηκε όλα τα πράγματα και πίστεψε πως τα τραγούδια του ήταν λάθος. Και ένιωσε πως έπρεπε να απολογηθεί. Στους επιζήσαντες. Στα παιδάκια που έχασαν τους γονείς τους… Ήθελε να πει σε όλους τους ανθρώπους πως λυπόταν. Γι’ αυτό, νομίζω, αυτοκτόνησε. … Ήταν γενναίος που παραδέχτηκε τα λάθη του, πολύ γενναίος και έντιμος άνθρωπος.»

Η σχέση πατέρα και παιδιών. Περίπλοκη σχέση. Ο πατέρας του Μεσούτζι τον προόριζε για τον κόσμο των επιχειρήσεων. Όταν έμαθε τις προθέσεις του γιου του, αυταρχικά κατέστρεψε τους πρώτους του πίνακες. Ωστόσο ο Μασούτζι έκανε την επανάστασή του και ακολούθησε τον δικό του δρόμο. Ο ίδιος ο Μασούτζι είναι πατέρας (και παππούς, με έναν εγγονό –περιμένει όμως και δύο ακόμα εγγόνια). Έχασε έναν γιο στον πόλεμο για τον οποίο ελάχιστα μιλάει. Ωστόσο απέναντι στις κόρες του, ιδίως τη μικρότερη, τη Νορίκο, δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον και συγκατάβαση στις όποιες τους επιλογές.

 

Hiroshige Otagawa, Six vieus of mountain Fuji  


Στο μυθιστόρημα Ένας καλλιτέχνης του ρέοντος χρόνου υπάρχουν πρόσωπα που λειτουργούν ως φορείς της νέας πραγματικότητας την οποία η Ιαπωνία οφείλει να ακολουθήσει, φορείς νέων ιδεών, ενός νέου ανανεωτικού πνεύματος (ας πούμε, κατά μία έννοια ο Ισίρο,, ο εγγονός του Μασούτζι με την παιδική του αφέλεια, ή ο γαμπρός του, στέλεχος αμερικάνικης πολυεθνικής ή, ακόμα, και οι κόρες του…). Αναπόφευκτη είναι η διάσταση αυτής της γενιάς με την προηγούμενη –ίσως και η αντιπαράθεση μαζί της. Ας μην ξεχνούμε ότι και ο Μασούτζι έκανε τις δικές του ρήξεις. Και δεν ήταν λίγες (και με τον πατέρα του και με τον δάσκαλό του και με τις καλλιτεχνικές και αισθητικές νόρμες της εποχής του...). Η μία γενιά έζησε με τον μύθο της πανίσχυρης χώρας που η ιστορία την επέλεξε να κυριαρχεί στον ευρύτερο χώρο της, της ανίκητης πολεμικής υπεροχής· η άλλα είδε τον μύθο αυτόν να καταρρέει και να γίνεται συντρίμμια με τον πιο οδυνηρό τρόπο.

Όπως όλα τα βιβλία του Καζούο Ισιγκούρο, και αυτό είναι εξαίρετο. Χαμηλόφωνο, σχεδόν ψιθυριστό, συγκινητικό, για έναν άνθρωπο που στο τέλος της ζωής του διαπιστώνει πως τον ξεπέρασε το παρόν και, ας πούμε, αρνήθηκε το παρελθόν (του). Και σαν αυτόν ήταν και άλλοι πολλοί της γενιάς του.




df

 

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Leonardo Padura, Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά (Καστανιώτης)

 Είχε φτάσει να σκεφτεί ότι η μοίρα όλων όσων αφοσιώνονται στις πολιτικές υποθέσεις είναι η μοναξιά. Αυτό είναι το τίμημα του αλτρουισμού, της εξουσίας και, πάνω απ’ όλα της ήττας…

 

 


Είναι βιβλία που όταν αρχίσεις να διαβάζεις τις πρώτες σελίδες τους, δεν μπορείς να τα αφήσεις απ’ τα χέρια σου, που θέλεις να τελειώνεις στα γρήγορα ό,τι κάνεις ή να το διακόπτεις για να τρέξεις να συνεχίσεις το διάβασμα. Κι αν ο αριθμός των σελίδων τους δεν ήταν απαγορευτικός, να τα τελειώνεις μέσα σε μία ή δύο, το πολύ, μέρες. Ένα τέτοιο βιβλίο είχα την τύχη να διαβάσω πριν λίγες μέρες,  το βιβλίο του κουβανού συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα, Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, από τις εκδόσεις Καστανιώτης.

Στην Κούβα του '70 που μαστίζεται από την οικονομική κρίση και από  ελλείψεις βασικών αγαθών, ένας απογοητευμένος συγγραφέας, ο Ιβάν, που έχει προβλήματα με το καθεστώς και προσπαθεί να επιβιώσει όπως όπως, συναντιέται σε μια έρημη παραλία έξω από την Αβάνα με έναν μυστηριώδη άνθρωπο που ακολουθείται πάντα από δύο ρωσικά μπορζόι, τον «άνθρωπο που αγαπούσε τα σκυλιά». Αυτός ο τελευταίος, προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, νιώθει έντονη την ανάγκη να αφηγηθεί στον Ιβάν την ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ ντελ Ρίο και του Λιεφ Νταβίντοβιτς Τρότσκι. Πριν όμως αρχίσει την αφήγηση, δεσμεύει τον ακροατή του να μην τη μεταφέρει σε κανέναν άλλον ή να μην την γράψει. Ο Ραμόν Μερκαντέρ, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας της Βαρκελώνης, μυείται από τη μητέρα του στην κομμουνιστική ιδεολογία και γίνεται αποστάτης της τάξης του. Στρατεύεται με πάθος στα ιδανικά της επανάστασης και πολεμά στις γραμμές των κομμουνιστών στον Ισπανικό Εμφύλιο. Κάποια στιγμή στρατολογείται από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, εκπαιδεύεται σκληρά και προετοιμάζεται για μια αποστολή που, σύμφωνα με στελέχη του Κόμματος, θα καθορίσει το μέλλον της μεγάλης σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Λιεφ Τρότσκι, ήταν ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λένιν, δεινός ρήτορας, από τους ιδεολογικούς καθοδηγητές της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο δημιουργός του Κόκκινου Στρατού και Κομισάριος του Πολέμου, ηγετικό στέλεχος των μπολσεβίκων στο οποίο οφείλεται η επικράτηση της επανάστασης. Ήρθε, όμως, σε ανοιχτή ρήξη με τον Στάλιν για ιδεολογικά (και όχι μόνο) ζητήματα και έκτοτε ζούσε κάτω από τη μόνιμη απειλή της εκδικητικότητας του ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης. Ζει τη ζωή του (κατα)διωκόμενου, του πολιτικού φυγάδα, του απάτριδος. Από την παγωμένη Άλμα Άτα, περνά στην Τουρκία, έπειτα στη Νορβηγία και από χώρα σε χώρα, πάντα απειλούμενος, καταλήγει στο Μεξικό, στο σπίτι του ζωγράφου Ντιέγο Ριβέρα και της Φρίντα Κάλο. Ποτέ όμως, παρά το ανηλεές κυνήγι, δεν παραιτήθηκε από την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο και από  τα ιδανικά της επανάστασης. Οι διαδρομές αυτών των δύο ανθρώπων θα συναντηθούν στο Μεξικό.

 

Leonardo Padura, 1955


Ποιος είναι όμως, πραγματικά, ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά; Πώς μπορεί να αφηγηθεί μια ιστορία με τόση ακρίβεια και με τόσες λεπτομέρειες αν δεν ήταν (και) ο ίδιος παρών; Τα σκυλιά, πάλι, τα αγαπούσαν όλοι, και ο μυστηριώδης άνθρωπος που αφηγείται και ο Τρότσκι και ο Μερκαντέρ και ο Στάλιν.

Με αυτό το βιβλίο ο Λεονάρδο Παδούρα μας μεταφέρει στην ταραγμένη δεκαετία του ΄30, τη δεκαετία που διακυβεύονταν πολλά για την ανθρωπότητα: σοσιαλιστική κοινωνία ή φασισμός; Στην Ισπανία μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος, στην άλλη Ευρώπη οι δημοκρατικές δυνάμεις προσπαθούν να προβάλλουν αναχώματα στον φασισμό και στη Μόσχα διεξάγονται οι διαβόητες δίκες στις οποίες οδηγούνται εκατοντάδες στελέχη των μπολσεβίκων με βαρύτατες κατηγορίες για οτιδήποτε, κυρίως κατασκευασμένες, και θανατώνονται κατά εκατοντάδες. Παράλληλα στρέφεται και στον εσωτερικό κόσμο των βασικών προσώπων όπως ο Τρότσκι, που πιστεύοντας ότι η υπόθεση του σοσιαλισμού δεν έχει τελεσίδικα χαθεί, προσπαθεί να διασώσει την επανάσταση από τη σταλινική στρέβλωση,  ή όπως ο Ραμόν Μερκαντέρ που, εμφορούμενος από την πίστη του στον «ορθόδοξο» κομμουνισμό/σταλινισμό, είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα, ό,τι του ζητηθεί για την επικράτηση του.

 

Leon Trotsky, 1879-1940


Γύρω απ’ αυτά τα πρόσωπα, τραγικά και τα δύο, ο συγγραφέας τοποθετεί άλλα, εξίσου σημαντικά, την πιστή σύντροφο του Τρότσκι, τη Νατάλια Σεντόβα και τους γιους τους, την Καριδάδ, μητέρα του Ραμόν, μια γυναίκα που η στράτευσή της στο κομμουνιστικό κόμμα υπαγορεύεται από το άσβεστο μίσος για την αστική τάξη, πράκτορες που αλλάζουν ονόματα και ταυτότητες, πιστοί σύντροφοι του εξόριστου επαναστάτη, σύντροφοι που άλλαξαν στρατόπεδο και συνθηκολόγησαν, ποιητές, ζωγράφοι, διανοούμενοι, πολιτικοί, Κουβανοί πολίτες που υποφέρουν από την οικονομική κρίση του ’70 και του ’80 ή διώκονται για τις σεξουαλικές τους επιλογές. Και βέβαια ο Στάλιν, ο «Νεκροθάφτης» της επανάστασης, όπως τον αποκαλεί ο Τρότσκι στα γραπτά του, ο Μπουχάριν, ο Κάμενεφ, ο Ζηνόβιεφ, ο Μπέρια, ακόμα κι ο Μαγιακόφσκι, ο Ντιέγο Ριβέρα, η Φρίντα και η Κριστίν Κάλο.

«Ο άνθρωπος όμως, όσο είναι άτομο, δεν είναι ιερός και, ως εκ τούτου, δεν είναι αναντικατάστατος. Αυτό μας επιτρέπει να είμαστε ανηλεείς, να απαλλαγούμε από τη συμπόνια που δημιουργεί κάθε είδους ευσέβεια: η αμαρτία δεν υπάρχει… Το όνειρο έχει σημασία, όχι ο άνθρωπος και ακόμα λιγότερο το όνομα. Κανένας δεν είναι σημαντικός και όλοι είμαστε αναλώσιμοι. Και αν εσύ φτάσεις τελικά να αγγίξεις την επαναστατική δόξα, αυτό θα γίνει χωρίς να έχεις κάποιο πραγματικό όνομα. Ίσως να μην το έχεις ποτέ ξανά. Θα είσαι όμως ένα υπέροχο κομμάτι του πιο μεγάλου ονείρου που είχε ποτέ η ανθρωπότητα.»

 

Ο Λέων Τρότσκι με τη σύζυγό του, Νατάλια και το ζεύγος Ροσμέρ
στο σπίτι του στο Μεξικό


Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, έχει κανείς την αίσθηση ότι και ο Τρότσκι και ο Μερκαντέρ είναι τραγικά πρόσωπα. Κι αυτό γιατί αμφότεροι είναι ταγμένοι σε έναν σκοπό υψηλό και ευγενή μέσα από τον δρόμο της επανάστασης. Αυτός δεν ήταν άλλος από την οικοδόμηση μιας άλλης, διαφορετικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, χωρίς ανισότητες και καταπίεση, τελικά στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας της εργατικής τάξης. Στον αγώνα αυτόν αφιέρωσαν τη ζωή τους και αγωνίστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις, με αυταπάρνηση και με ανιδιοτέλεια.

Ο πρώτος, που κι αυτός την πρώτη περίοδο της επανάστασης ως κομισάριος στρατιωτικών είχε επιδείξει μεγάλη σκληρότητα, ακολούθησε τον μοναχικό αλλά ανυποχώρητο δρόμο του επαναστάτη και αγωνίστηκε με όλες τους τις δυνάμεις απέναντι στο παντοδύναμο σύστημα ενός ολοκληρωτικού κράτους, πιστεύοντας ανυποχώρητα στον σοσιαλισμό. Τόλμησε να αντιταχτεί στον Στάλιν και να τον καταγγέλλει απ’ όπου κι αν βρισκόταν και με όποιο μέσον διέθετε, ξέροντας πως κάποια στιγμή θα πέσει θύμα της εκδικητικότητάς του. Ο άλλος, φλογερός κομμουνιστής, απόλυτα δοσμένος στην επικράτηση της κομμουνιστικής επανάστασης, ξεκίνησε ως στρατιώτης στα χαρακώματα του ισπανικού εμφυλίου και κατέληξε ένας ψυχρός εκτελεστής, μια μηχανή θανάτου, πιστεύοντας ότι παρέχει υπηρεσίες στην υπόθεση του σοσιαλισμού, ότι είναι μέρος του πιο μεγάλου ονείρου που θα μπορούσε να έχει η ανθρωπότητα. Δρα με αφοσίωση και ανιδιοτέλεια, όμοια με του Τρότσκι αλλά χωρίς να μπορεί να διακρίνει ότι συμβάλλει στην επικράτηση ενός αυταρχικού, τυραννικού συστήματος, που απέχει πολύ από τα αρχικά του οράματα· «άτη», θα το έλεγαν αυτό οι αρχαίοι Έλληνες.

«Αποπροσανατολισμένος, χωρίς προοπτικές, μπορούσε να περνάει ώρες στο κρεβάτι, καπνίζοντας, κοιτάζοντας το ταβάνι, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό του τις ίδιες σπαρακτικές ερωτήσεις: όταν τελειώσουν όλα, τι θα γίνει; Όλη αυτή η θυσία και η αυταπάρνηση, γιατί; Άραγε η δόξα, που πίστευε ότι την ακουμπούσε με την άκρη των δαχτύλων του, σε ποιον οχετό είχε γλιστρήσει; Ο Ραμόν είχε δώσει την ψυχή του σ’ αυτήν την αποστολή επειδή ήθελε να είναι ο πρωταγωνιστής και δεν τον ένοιαζε να σκοτώσει, ή ακόμα και να τον σκοτώσουν, αν πετύχαινε τον στόχο του. Ένιωθε πως ήταν έτοιμος να μείνει όλη του τη ζωή στο σκοτάδι, χωρίς όνομα και χωρίς δική του ύπαρξη αλλά με την κομμουνιστική περηφάνια ότι θα είχε κάνει κάτι σπουδαίο για τους υπόλοιπους. Ήθελε να είναι ο εκλεκτός της μαρξιστικής πρόνοιας …»  

 

O Ramon Mercanter στις φυλακές του Μεξικού 


Και υπ’ αυτήν την έννοια, καθώς προχωρούμε στην ανάγνωση, δεν αισθανόμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε, τουλάχιστον αμέσως και εύκολα, τον εκτελεστή Ραμόν Μερκαντέρ. Προσπαθούμε μάλλον να κατανοήσουμε τις αποφάσεις του και τις επιλογές του, εντάσσοντας τις στα πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα του καιρού του. Από την άλλη, προσπαθούμε να κατανοήσουμε και τον Τρότσκι, ο οποίος δεν αγιογραφείται αλλά παρουσιάζεται με τους φόβους του, τα πάθη του, τις ανθρώπινες πλευρές του (οι σελίδες που αναφέρονται στη συντρόφισσα της ζωής του, τη Νατάλια Σεντόβα, όπως και εκείνες για τον έρωτά του για την Φρίντα Κάλο είναι εξαίρετες) και, ασφαλώς δεν μπορούμε να μην θαυμάσουμε την αντοχή του, το θάρρος του, την ιδεολογική του συνέπεια και την αφοσίωσή στη διάσωση του σοσιαλιστικού ονείρου όταν όλα είναι εναντίον του.

Leon Trotsky, Diego Rivera, Andre Breton


«Είναι φοβερό να διαπιστώνεις ότι ένα σύστημα γεννημένο για να διασώσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει καταφύγει στην επιβράβευση, την εξύμνηση, την παρότρυνση της κατάδοσης και ότι στηρίζεται σε όσα είναι ανθρωπίνως ποταπά. Η ναυτία μου ανεβαίνει στον λαιμό όταν ακούω τους ανθρώπους να λένε: εκτέλεσαν τον Μ., εκτέλεσαν τον Π., εκτέλεσαν, εκτέλεσαν, εκτέλεσαν. Οι λέξεις, όταν τις ακούς τόσο πολύ χάνουν το νόημά τους. Οι άνθρωποι τις εκστομίζουν με μεγαλύτερη ηρεμία, σαν να λένε: πάμε θέατρο… Αισθάνομαι πως έχουμε φτάσει στο τέλος της δικαιοσύνης πάνω στη Γη, στο όριο της ανθρώπινης αναξιοπρέπειας. Πως έχουν αφανιστεί πολλοί άνθρωποι στο όνομα εκείνου που θα ήταν, μας υποσχέθηκαν, μια κοινωνία καλύτερη.»

 

Ο Τρότσκι με τη σύζυγό του, Νατάλια Σεντόβα
κατά την άφιξή του στο Μεξικό


Ο Ιβάν, τέλος, είναι ο βασικός εκπρόσωπος της σύγχρονης Κούβας, που φαίνεται κι αυτή, κάτω από την επιρροή της Μόσχας, να λοξοδρομεί αισθητά από το πραγματικό νόημα της Επανάστασης. Μέσα από τα λόγια του ασκείται κριτική στο καθεστώς, ιδίως σε ο,τι αφορά ζητήματα ελευθεριών και ατομικών επιλογών, συμπεριλαμβανομένων της σεξουαλικής ή της θρησκευτικής επιλογής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Υπό αυτό το πρίσμα έχουμε ένα ιστορικό ντοκουμέντο με ψήγματα αυτοβιογραφίας.

Το μυθιστόρημα είναι άψογα γραμμένο. Παρά τις επτακόσιες σελίδες του κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Μπορεί να διαβαστεί ως αστυνομικό και κατασκοπευτικό μυθιστόρημα (έχεις την αίσθηση κάπου ότι διαβάζεις Γκράχαμ Γκριν, Τζον Λε Καρέ, Ίαν Φλέμινγκ ή Ρέιμοντ Τσάντλερ -παρεμπιπτόντως ο τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από ομώνυμο διήγημα του τελευταίου), μυθιστορηματική βιογραφία, αυτοβιογραφικό κείμενο, ιστορικό αφήγημα. Ο συγγραφέας με ιδανικό τρόπο μας μεταφέρει από τόπο σε τόπο, από χρονικό επίπεδο σε χρονικό επίπεδο, από πρόσωπο σε πρόσωπο. Με αναδρομικές αφηγήσεις, ζωντανούς διαλόγους, εσωτερικούς μονολόγους, εξαίρετη εικονοπλασία.

 

Ο Ραμόν Μερκαντέρ, όταν παρασημοφορήθηκε από το σοβιετικό κράτος


Το κυριότερο όμως είναι να μας κάνει να στοχαστούμε πάνω στη μεγάλη ουτοπία του 20ου αιώνα, πάνω στο μεγάλο πείραμα που ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1917 για μια δικαιότερη κοινωνία και που ξεστράτισε, παίρνοντας έναν δρόμο λανθασμένο, πολύ διαφορετικό από τις ιδρυτικές ιδεολογικές του διακηρύξεις. Επίσης, μας κάνει να σκεφτούμε τους αγώνες ανθρώπων που πίστεψαν βαθιά σ’ αυτό το πείραμα και έδωσαν τις ζωές τους με ανιδιοτέλεια για την εκπλήρωσή του· του Τρότσκι, του Ραμόν Μερκαντέρ, του Ιβάν, της Νατάλια Σεντόβα, του Λιόβα, του Σεριοζα, του Λουίς, του Πάμπλο, της Σίλβια Αγγέλωφ. Σ’ αυτά τα πρόσωπα εικονίζονται οι ελπίδες εκατομμυρίων ανθρώπων, οι ελπίδες μιας ολόκληρης τάξης, της εργατικής, που προδόθηκαν και συντρίφτηκαν από ασυγχώρητα λάθη, από σκοπιμότητες, από την ιδιοτέλεια και από τις φιλοδοξίες προσώπων που είχαν στα χέρια τους τις τύχες της.

 

 

 

df

 

 

 

 

Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Κλαίρη Μιτσοτάκη, Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου, Θέματα, πρόσωπα, σκηνές (ΑΓΡΑ)

Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Κάποιες φορές
 δεν πρόφταινε το κερί μου να σβήσει και …

 

 



Το μνημειώδες έργο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (À la recherche du temps perdu) ο Μαρσέλ Προυστ ξεκίνησε να το γράφει το 1909 και το συνέχισε μέχρι τον θάνατό του, το 1922. Την αρχική δομή του την είχε συλλάβει αρκετά νωρίς αλλά ακόμα και μετά την ολοκλήρωση των επτά (7) τόμων, συνέχισε να προσθέτει υλικό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια καταβύθιση στη μνήμη. Μέσω της γραφής ο αφηγητής καταβάλει προσπάθεια να «ανακτήσει» τον χρόνο που έχει περάσει, να «αναβιώσει» γεγονότα, στιγμές και πρόσωπα που τον καθόρισαν, να ξαναζήσει τη ζωή του, εντέλει, και μαζί μ’ αυτήν να αναπλάσει την εποχή του. Η εξιστόρηση αρχίζει από την παιδική του ηλικία. Αφηγείται με λεπτομέρειες στιγμές του προσωπικού του παρελθόντος καθώς σε ώριμη ηλικία πια επιχειρεί να ξανασυναντήσει εκείνα τα πρόσωπα και εκείνες τις καταστάσεις, εικόνες και αισθήσεις που απετέλεσαν την τοιχογραφία της ζωής του.

Το βιβλίο Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Θέματα, πρόσωπα και σκηνές από τις εκδόσεις Άγρα, συνιστά μια ανθολογία χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από τους επτά τόμους του μυθιστορήματος. Η συγγραφέας και μεταφράστρια Κλαίρη Μιτσοτάκη σταχυολογεί σε έναν τόμο 620 περίπου σελίδων πρόσωπα, θέματα και σκηνές, από τις σελίδες, ίσως τις πιο αντιπροσωπευτικές, του Αναζητώντας. Εστίασε σε χαρακτηριστικά πρόσωπα, σε κεντρικά θέματα και σε περιώνυμες σκηνές, δημιουργώντας έναν «οδηγό», μιας πρώτης τάξεως εισαγωγή, στο χαώδες αλλά τόσο γοητευτικό σύμπαν του Προυστ. Στην παρουσίαση του υλικού ακολουθεί τη σειρά ανάπτυξης του συγγραφέα διευκολύνοντας τον αναγνώστη, αμύητο ή/και μυημένο, στην παρακολούθηση της «υπόθεσης» και της πλοκής. Πρόσωπα, φυσιογνωμίες, ψυχολογικά πορτρέτα, συμπεριφορές, ενδύματα, χώροι, τόποι, τοπία, γεγονότα αναπλάθονται αριστοτεχνικά σ’ αυτό το μυθιστόρημα ποταμό και προβάλλουν στα μάτια του αναγνώστη με ενάργεια και λεπτομέρεια.

 

Pierre August Renoir, La Grenouiller, 1869


Πρώτα τα πρόσωπα. Ο αναγνώστης βλέπει μέσα από τις σελίδες μυθιστορηματικές μορφές: τη μητέρα και τον πατέρα του μικρού Μαρσέλ, τη γιαγιά του, την υπηρέτρια Φρανσουάζ, τη θεία Λεονί, τον κοσμοπολίτη Σαρλ Σουάν και την κόρη του, τη Ζιλπμπερντίν, την εταίρα Οντέτ ντε Κρεσύ, τον βαρόνο Σαιντ Λου, τον δούκα και τη δούκισσα ντε Γκερμάντ. Βλέπει, επίσης, τον γιατρό Κοτάρ, τον διπλωμάτη Νορπουά, τον ράφτη Ζυρπιέν, τον συνθέτη Βεντέιγ, τον μουσικό Μορέλ, τον ζωγράφο Ελστίρ, την ηθοποιό Μπερμά και πλήθος άλλους. Τα κύρια πρόσωπα των οποίων τα χαρακτηριστικά αναπτύσσονται στους επτά τόμους του Αναζητώντας, είναι περίπου 300 και όλα περίπου 2000, αν προσθέσουμε και εκείνα που εμφανίζονται μόνο μία φορά.

 «Όταν μια μέρα τον σύστησε [τον Σαρλ Σουάν] στην Οντέτ ντε Κρεσύ ένας παλιός του φίλος, που του είχε μιλήσει για εκείνη σαν μια θεσπέσια γυναίκα με την οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να κάνει κάτι, αλλά παριστάνοντάς την πιο δύσκολη απ’ ό,τι πραγματικά ήταν, για να φανεί ότι του έκανε κάποια εκδούλευση συστήνοντάς την, εκείνη του φάνηκε όχι χωρίς ομορφιά βέβαια, αλλά μ’ ενός είδους ομορφιά που εκείνου του φάνηκε αδιάφορη, που δεν του ενέπνεε κανένα πόθο, του προξενούσε κιόλας ένα είδος φυσικής αποστροφής…  Είχε για τα γούστα του πολύ έντονο προφίλ, το δέρμα της ήταν υπερβολικά εύθραυστο, τα ζυγωματικά υπερβολικά εξογκωμένα, τα χαρακτηριστικά υπερβολικά κουρασμένα. Τα μάτια της ήταν ωραία αλλά τόσο μεγάλα που κάμπτονταν από το ίδιο τους το βάρος, κούραζαν το υπόλοιπο πρόσωπό της και της έδιναν πάντα ένα ύφος κουρασμένο και κακόκεφο».

Έπειτα τα θέματα. Θέματα που αναδεικνύει η Κλαίρη Μιτσοτάκη είναι η μνήμη, ο έρωτας, ο εαυτός και η ταυτότητα, η γοητεία που ασκεί η προφορά των ονομάτων, η ζήλια, ο θάνατος, το Παρίσι με τα τοπόσημά του, τα αστικά και τα αριστοκρατικά σαλόνια, η κοινωνική διαστρωμάτωση, κυρίως η διάκριση των αστών και των αριστοκρατών, οι νοοτροπίες και τα ήθη, η γαλλική επαρχία, το γούστο, η οδύνη του αποχωρισμού, η τέχνη και η καλλιτεχνική δημιουργία, η ομοφυλοφιλία, ακόμα και συγκαλυμμένη, η υπόθεση Ντρέιφους, ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, η ασθένεια και τα γηρατειά  και –πώς θα μπορούσε αλλιώς;- ο χρόνος που περνά ανεπιστρεπτί και η φθορά που επιφέρει. 

 

Pierre August Renoir, Dance


«Αλλά από τη στιγμή που έφτασα στον δρόμο, τι θάμβος! Εκεί που τον Αύγουστο με τη γιαγιά μου δεν είχα δει παρά μόνο φυλλώματα στη θέση που ήταν οι μηλιές, τώρα μέχρι το βάθος του ορίζοντα ήταν ολάνθιστες, μια ανήκουστη πολυτέλεια, με τα πόδια στη λάσπη και με τουαλέτα χορού, χωρίς καμιά προφύλαξη για να μη χαλάσουν το ωραιότερο ροζ σατέν που είχε δει κανείς και που ο ήλιος το έκανε να λάμπει· ο μακρινός ορίζοντας της θάλασσας ήταν σαν να έδινε στις μηλιές ένα φόντο γιαπωνέζικης στάμπας. Αν σήκωνα το κεφάλι για ν’ αντικρίσω τον ουρανό ανάμεσα από τα λουλούδια, τα οποία έκαναν το γαλάζιο σχεδόν βίαιο, χρώμα του να μοιάζει καθισμένο, έδιναν την εντύπωση έδιναν την εντύπωση ότι απομακρύνονταν για να φανεί το βάθος αυτού του παραδείσου».  

Και βεβαίως, οι σκηνές: η πασίγνωστη σκηνή με τις μαντλέν, τις οποίες μπορεί κανείς μας να μην έχει γευτεί, αλλά λίγο πολύ όλοι μας μπορούμε κάτι να πούμε για τη γλύκα που μας έχουν αφήσει, η φωνή της γιαγιάς του αφηγητή από το τηλέφωνο που μόλις είχε κάνει την εμφάνισή του, η επίσκεψη των φαντασμένων αριστοκρατών ντε Γκερμάντ σ’ ένα σαλόνι φιλόδοξων αστών, ένα παραπάτημα στην αυλή των Γκερμάντ, μια μουσική φράση του Βεντέιγ, οι ερωτικές περιπτύξεις της κόρης του μια φίλη της, οι θαλασσογραφίες του Ελστίρ με τους αντικατοπτρισμούς τους, τα ανθισμένα κορίτσια στην παραλία του Μπαλμπέκ, ο ετοιμοθάνατος κύριος Σουάν.

«... πίσω από τα ποικιλόχρωμα μαρμάρινα κάγκελα, η μαμά διάβαζε περιμένοντάς με, έχοντας το πρόσωπο τυλιγμένο με ένα μακρύ τούλινο βέλο μιας λευκότητας το ίδιο σπαρακτικής, όσο και των μαλλιών της, για μένα που ένιωθα ότι η μαμά μου το είχε, θέλοντας να κρύψει τα δάκρυά της, προσθέσει στο ψάθινό της καπέλο, όχι τόσο για να έχει ύφος «αμπιγιέ» μπροστά στους ανθρώπους του ξενοδοχείου αλλά κυρίως για να μου φαίνεται εμένα λιγότερο πενθούσα, λιγότερο θλιμμένη, σχεδόν παρηγορημένη, διότι μην έχοντας με αναγνωρίσει αμέσως, μόλις τη φώναξα από τη γόνδολα, απηύθυνε προς εμένα από το βάθος της καρδιάς την αγάπη της που δεν σταματούσε παρά εκεί όπου δεν υπήρχε πια άλλη ύλη να τη συγκρατήσει στην επιφάνεια του παθιασμένου βλέμματός της …» 

 

Eduard Manet, 1832-1883


«Υποκαθιστά», αναρωτιέται η Ελισάβετ Κοτζιά «η ανθολόγηση το πρωτότυπο έργο;» Και απαντά: «ασφαλώς όχι. Προσφέρει όμως την αφορμή να βυθιστούμε πάλι στις σελίδες του. Και όπως ο ρυθμός του είναι ενιαίος, και η μετάφραση κατόρθωσε να τον αποδώσει, χωρίς δυσκολία περνάμε από το ένα χωρίο στο επόμενο». «Και ας δυσανασχετούμε σε σημεία που έχουν καταγραφεί μέσα μας αλλιώς, όπως λόγου χάριν ο τίτλος», προσθέτει (Καθημερινή 25.5.2025). Στην ίδια, όπως αναφέρει στην αρχή του ίδιου σημειώματος, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο της έδωσε τη δυνατότητα, όταν στα πρώτα νεανικά της χρόνια ένιωσε ένα βαθύ ρήγμα εντός της και άρχισε να μην καταλαβαίνει πώς σκέπτονται οι άνθρωποι και πώς αντιδρούν όσοι την περιβάλλουν, να βρει καταφύγιο στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος. Και να βρει μέσω της παρηγορητική του επίδρασης και της τέλειας αισθητικής του, κάποιες από τις απαντήσεις που επιζητούσε.

Νομίζω ότι κάπως έτσι λειτουργεί και σε πολλούς από εμάς αυτό το έργο: μας δείχνει πώς λειτουργούν, πώς σκέπτονται, πώς μιλούν και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι και πώς βιώνουμε συμπεριφορές των οποίων δεν μπορούμε σε πρώτο, τουλάχιστον, χρόνο να αποκρυπτογραφήσουμε τα κίνητρα και τις αιτίες τους. Δίνει όμως και διέξοδο και σε μια άλλη ανάγκη, ίσως πιο βαθιά για πολλούς από εμάς: την ανάγκη να ξαναδούμε την περασμένη μας ζωή, τα γεγονότα και τα πρόσωπα που όλα μαζί, από τις πιο μικρές μέχρι τις πιο σημαντικές τους λεπτομέρειες, μας έκαναν αυτό που είμαστε ή, μάλλον, αυτό που γίναμε: μια σκηνή χαμένη στο βάθος της μνήμης, κάποια λόγια που μας είπαν ή ακούσαμε να λέγονται σε άλλους, η αγωνία μας για κάτι που περιμέναμε και αργούσε να φανεί, ένα βάδισμα σε έναν δρόμο, ένα τοπίο στην εξοχή, ένας περίπατος στην πόλη ή σε μια παραλία, μια ακούσια συνάντηση, ένα χάδι, κάποια επιβράβευση, ένα μουσικό κομμάτι που μας άρεσε ή δεν μας άρεσε, κάποιο έργο τέχνης που μας εντυπωσίασε, τα φορέματα των γυναικών ή οι αταξίες ενός μεσήλικα, οι απιστίες μιας κυρίας, οι αποτυχημένες μας ερωτικές προσεγγίσεις … το «φρέσκο» ή, το παλίμψηστο της ζωής μας, εν τέλει. Πάνω απ’ όλα όμως μας δίνει την ευκαιρία, όλο το έργο αλλά και αυτή η ανθολόγηση που μας εισάγει σε αυτό, να στοχαστούμε πάνω στον χρόνο που φεύγει ανεπιστρεπτί, δηλαδή στη ζωή που ζήσαμε. Όπως και στη δύναμη της τέχνης, της λογοτεχνίας εν προκειμένω, να αναβιώνει αυτόν τον χρόνο, να μας κάνει να τον «ξαναζούμε», έστω και περασμένο.

Θα επανέλθω όμως. Έτσι κι αλλιώς με τον Προυστ και το Αναζητώντας οι αναγνωστικοί λογαριασμοί θα μένουν πάντα σε εκκρεμότητα.

 

 

 df    

Hiromi Kawakami, Ο Σένσει και ο χαρτοφύλακας (Άγρα)

Ελπίζω να μου ζητήσετε να ξαναβγούμε.   Εκείνη, η Τσούκικο πλησιάζει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ στο μπαρ...