Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Jean Michel Guenassia, Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων (Πόλις)

 

Η διαφορά ανάμεσα σ΄εμάς και τους άλλους είναι ότι αυτοί είναι ζωντανοί ενώ εμείς επιζώντες. Όταν έχεις επιζήσει δεν πρέπει να παραπονιέσαι για την τύχη σου. Είναι ύβρις για όσους έμειναν πίσω… 


Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων είναι στην πραγματικότητα μια λέσχη σκακιστών, ένας χώρος στο πίσω μέρος ενός μπιστρό, του «
Balto», κάπου σε μια συνοικία στο Παρίσι του 1959. Στον χώρο αυτό συγκεντρώνονται άνθρωποι που εγκατέλειψαν τις χώρες τους στην ανατολική Ευρώπη και βρήκαν καταφύγιο στη Γαλλία. Είναι άνθρωποι που κουβαλούν ο καθένας και μια πονεμένη ιστορία, ένα βαρύ παρελθόν για το οποίο δεν θέλουν να μιλούν ή μιλούν ελάχιστα, απορροφημένοι από τον αγώνα της επιβίωσης και την προσπάθεια να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους. Κάποιοι αρνήθηκαν υψηλές θέσεις και αξιώματα, κάποιων η ζωή κινδύνευε και αναγκάστηκαν να εκπατριστούν, κάποιοι έπεσαν στη δυσμένεια των αρχών, κάποιοι δραπέτευσαν στη Δύση και κατέληξαν στη Γαλλία για να ζήσουν πιο ελεύθεροι και εκεί αναζήτησαν πολιτικό άσυλο. Είναι ο Ιγκόρ, ένας γιατρός που προσπαθεί εναγωνίως να πετύχει την αναγνώριση του πτυχίου του για να μπορέσει επιτέλους να ασκήσει το επάγγελμά του, ο Λεονίντ, πρώην σοβιετικός πιλότος που ανδραγάθησε στον πόλεμο και παρασημοφορήθηκε από τον ίδιο τον Στάλιν, δύο Ούγγροι ηθοποιοί που είναι ζευγάρι, ο Σάσα, ένας ύποπτος φωτογράφος που όλοι τον αντιπαθούν, ο Βιρζίλ ένας Ρουμάνος, ο Βλάντιμιρ, που συγγράφει αιωνίως ένα έργο διπλωματικής ιστορίας, ο Πάβελ από την Πολωνία, ο Γρηγόρης, Έλληνας που έφυγε για να σωθεί από τις διώξεις του μετεμφυλιακού καθεστώτος και άλλοι πολλοί. Κουβαλούν τον φόβο και την καχυποψία, θέλουν να περνούν απαρατήρητοι, ζουν στο περιθώριο, όσο το δυνατόν πιο διακριτικά στη σιωπή και στους ψιθύρους. Όλους αυτούς τους άνδρες τους συνδέει ο πόνος του εκπατρισμού, της αποκοπής από τις οικογένειές τους, ο ξεριζωμός, η αγάπη για την ανάγνωση και για το σκάκι. Εκεί, στο πίσω μέρος του μπιστρό «Balto», στη λέσχη των αισιόδοξων, βρίσκουν ένα μέρος για να περνούν τις ώρες τους, παρέα με τη μελαγχολία τους και τις αναμνήσεις τους, αλλά και για να ξεχαστούν ανταλλάσσοντας νέα, διαβάζοντας εφημερίδες, παίζοντας σκάκι, καυγαδίζοντας και πίνοντας. Όταν πίνουν (και πίνουν πολύ!), γίνονται όλοι μια κεφάτη παρέα, μια παρέα ανδρών που δεν παίρνουν τίποτα στα σοβαρά, που γελούν με τα πάντα και πρώτα με τους εαυτούς τους. Και παραμένουν αθεράπευτα αισιόδοξοι γιατί έχουν σωθεί από πολλά και έχουν επιζήσει. Στη λέσχη αυτή όμως σύχναζαν και εκπρόσωποι της γαλλικής διανόησης, ο Σαρτρ, που έβρισκε έναν χώρο για να γράψει και για να καπνίσει και ο Ζοζέφ Κέσελ, που όποτε μπορούσε βοηθούσε οικονομικά αλλά και μυστικοί αστυνομικοί, γενικά ακίνδυνοι και κάποτε υποστηρικτικοί.
 

Με αυτήν την παρέα έρχεται σε επαφή ο αφηγητής της ιστορίας, ο Μισέλ Μαρινί, που εκείνη την περίοδο βρίσκεται στα πρώτα χρόνια της εφηβείας και που εκτός των άλλων έχει και τα δικά του προβλήματα, οικογενειακά και εκπαιδευτικά. Η περιέργεια τον σπρώχνει να περάσει στον πίσω χώρο του μπιστρό και εκεί σιγά σιγά κερδίζει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων του. Παρακολουθεί τις σκακιστικές παρτίδες, κερδίζει τη συμπάθειά τους και δένεται όλο και πιο πολύ μαζί τους. Στα δύσκολα (και έχει πολλά κι αυτός, άλλου τύπου βέβαια) τρέχει σ’ αυτούς και ζητά συμβουλές. Κι εκείνοι τον αγαπούν και τους τις παρέχουν με τον τρόπο τους. Λίγο λίγο μαθαίνει στοιχεία από το παρελθόν τους, όταν θέλουν να του ανοιχτούν. Ρίχνεται με τα μούτρα στην ανάγνωση βιβλίων, ασχολείται με τη φωτογραφία, βελτιώνεται στο σκάκι, κάνει τις πρώτες του συγγραφικές απόπειρες. Μέσα από την αφήγηση του Μισέλ Μαρινί μαθαίνουμε εμείς οι αναγνώστες της Λέσχης των αθεράπευτα αισιόδοξων τις ιστορίες των ανθρώπων αυτών· ιστορίες πόνου, τραύματος, οδύνης.
 
Στην ουσία το βιβλίο αυτό είναι η αναπαράσταση μιας εποχής και ταυτόχρονα το χρονικό μιας ενηλικίωσης. Μας μεταφέρει στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στα πρώτα χρόνια του «Ψυχρού πολέμου», στη Γαλλία που προσπαθεί να καταστείλει την επανάσταση στην Αλγερία, στο Παρίσι του ροκ εν ρολ, των δισκάδικων και της ατμόσφαιρας που προετοιμάζει τον Μάη. Μεταφερόμαστε όμως, μέσα από τις σπαρακτικές αφηγήσεις των πρωταγωνιστών και στη σκοτεινή περίοδο του σταλινισμού, των απαγωγών αντιφρονούντων, των στημένων κατηγοριών, των εξαφανισμένων ποιητών (πόσο συγκινητικό το συγκεκριμένο κομμάτι της διήγησης του Σάσα! από τα πιο δυνατά, κατά τη γνώμη μου, του βιβλίου!). Ο αφηγητής μεγαλώνει, ωριμάζει μέσα από τις ιστορίες που ακούει, όπως και μέσα από τα δικά του βιώματα, τα αναγνώσματά του, το σκάκι, τα οικογενειακά δράματα, τους πρώτους έρωτες, τις πρώτες συγγραφικές απόπειρες, την αμφισβήτηση.
 
Ένα βιβλίο γλυκόπικρο, κυρίως μελαγχολικό και, κάπου κάπου, εύθυμο· ένα βιβλίο που αποφεύγει τον εύκολο διδακτισμό αλλά μας παροτρύνει να σκεφτούμε πάνω στα σημαντικά στη ζωή: την ίδια τη ζωή ως γεγονός και ως παρόν, τα ιδανικά που χάνονται ή που προδίδονται, στη φιλία και στην αλληλεγγύη, στη δύναμη της λογοτεχνίας και της γραφής, εν τέλει. Ήταν το πρώτο βιβλίο του Jean Michel Guenassia που διάβασα και, ομολογώ, με κέρδισε ολοκληρωτικά. Με επιδέξια σύνθεση, αδιάκοπο ρυθμό, κινηματογραφική γραφή, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Καθόλου αποτρεπτικά δεν θα πρέπει να λειτουργήσουν οι πολλές του σελίδες. Συγκινητικό, βαθιά ανθρώπινο. Πραγματικά, σπουδαίο.   
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Είναι όμορφα στις εκκλησίες το καλοκαίρι

  Μονάχα μες στις άδειες εκκλησίες μπορεί κανείς ν’ αναζητήσει καταφύγιο και να περάσει λίγη ώρα στη σιωπή αυτό το αδηφάγο καλοκαίρι, ...