Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Το ποδόσφαιρο των μελλοθανάτων (ή ποδόσφαιρο στα στρατόπεδα εξόντωσης των ναζί,/ mvp.publications)



Ποδόσφαιρο παιζόταν πάντα και παντού. Ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, που οι ναζί είχαν διασπείρει σε όλη τη Γερμανία και σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Εκεί όπου εκατομμύρια άνθρωποι, διαφόρων εθνικοτήτων και όλων των ηλικιών βασανίστηκαν και θανατώθηκαν με τους φρικωδέστερους τρόπους. Εκεί όπου καταρρακώθηκε κάθε έννοια ανθρωπιάς, ανθρωπισμού και ηθικής. Το ποδόσφαιρο παιζόταν ακόμα και σε τέτοιους τόπους.

Ως τρόπος αντίστασης απέναντι στους θύτες. Ως τρόπος επιβίωσης στην τρέλα. Ως μέσο διεκδίκησης και ανάκτησης της ιδιότητας του ανθρώπου. Αλλά και ως μέσο προπαγάνδας σε μια προσπάθεια να εξωραϊσμού της απανθρωπιάς και της κτηνωδίας.

«Το άθλημα των λαών, που πρωτοπαίχτηκε στους δρόμους, με πεζοδρόμια για γήπεδα και στύλους ηλεκτροδότησης για γκολπόστ, εμφανίστηκε τώρα στα πιο απίθανα μέρη: σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε κέντρα διακομιδής αιχμαλώτων, στις πιο σκοτεινές γωνιές της κατεχόμενης Ευρώπης, στα γκέτο και στις φάμπρικες του θανάτου. Σε αυτές τις τοποθεσίες της απερίγραπτης απελπισίας, το ποδόσφαιρο συμβόλιζε την ελπίδα, την επιβίωση, την έμπνευση...».


Τις Κυριακές, ημέρα ξεκούρασης για τα δύστυχα θύματα του ναζισμού, στήνονταν ποδοσφαιρικοί αγώνες στους ελεύθερους χώρους των προσκλητηρίων. Εκεί όπου χιλιάδες κρατούμενοι επί ώρες όρθιοι υφίσταντο τις ταπεινώσεις των πολύωρων καταμετρήσεων. Με δύο κάθετα δοκάρια και με γραμμές χαραγμένες με κιμωλία ή με ασβεστόλιθο. Στον οριοθετημένο χώρο, στο «γήπεδο» γίνονταν αγώνες μεταξύ των κρατουμένων. Αγώνες ειδικοτήτων: χτίστες εναντίον λοτόμων, ράφτες εναντίον μαγείρων κ.ο.κ. Αλλά και αγώνες μεταξύ «εθνικών» ομάδων κρατουμένων σε μία λογική καθοδηγούμενου αλληλοεξόντωσης: Πολωνοί εναντίον Ούγγρων. Ιταλοί εναντίον Πολωνών, Άγγλοι αιχμάλωτοι εναντίον Ρώσων, Ούγγροι εναντίον Τσέχων. Μέχρι και πρωταθλήματα διοργανώνονταν. Και εσωτερικά, μεταξύ των κρατουμένων και εξωτερικά, μεταξύ στρατοπέδων.
 
Γίνονταν όμως και αγώνες μεταξύ ΕςΕς και κρατουμένων όπως και μεταξύ κρατουμένων και Kapos. Επτά ή οκτώ εξαντλημένοι και αποστεωμένοι κρατούμενοι, ντυμένοι με κουρέλια, αντιμετώπιζαν, συνήθως με μεροληπτική διαιτησία, ισάριθμους καλοταϊσμένους, ξεκούραστους και ποδοσφαιρικά εξοπλισμένους ΕςΕς (οι οποίοι ΕςΕς φορούσαν τη γνωστή ασπρόμαυρη ή πρασινόλευκη εμφάνιση της nationalmannschaft, ως απόδειξη φυλετικής υπεροχής) ή ισάριθμους συνεργάτες, τους ανάλγητους kapos. Κι όμως, συχνά οι ΕςΕς έχαναν τη μπάλα, διότι οι αντίπαλοί τους ήσαν μπαλαδόροι, τεχνίτες και βιρτουόζοι, που ως ποδοσφαιριστές στην ελεύθερη ζωή τους, δεν είχαν ξεχάσει την τέχνη τους και έπαιζαν αέρινα σαν να ήθελαν να περάσουν τα σύρματα και να αποδράσουν. Την ίδια στιγμή, βέβαια, έβλεπαν (και ένιωθαν πάνω τους) τις στάχτες από τα κρεματόρια, που δούλευαν λίγο πιο πέρα χωρίς ημίχρονα... 
 
Όποιος ήξερε μπάλα είχε περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης. Ίσως λίγο φαγητό παραπάνω. Ίσως κανένα τσιγάρο. Ίσως μία μέρα ζωής ακόμα. Ίσως κάποια άλλα σωτήρια μικροπρονόμια. Κάποιοι χρωστούν τη ζωή τους σε μια επιδέξια τρίπλα ή σε μια σωτήρια επέμβαση.
Τους αγώνες οργάνωναν και παρακολουθούσαν ΕςΕς, που ήθελαν να σπάσουν την ανία της υπηρεσίας τους ή να εφαρμόσουν σαδιστικές τιμωρίες, και κρατούμενοι, που επευφημούσαν και παρότρυναν τους συγκρατουμένους τους για νίκη.  Βέβαια, οι δήμιοι δεν ήξεραν να χάνουν. Αν οι κρατούμενοι νικούσαν, εκτελούνταν ή τιμωρούνταν απάνθρωπα. Η άρια φυλή, βλέπετε, έχανε ένα ματς από «υπανθρώπους».

Η εξαιρετική μελέτη «Το ποδόσφαιρο των μελλοθανάτων/Soccer under the swastka», του Kevin E. Simpson, σε μετάφραση του Νίκου Παπαδογιάννη, εκδ. mvpuplications, διερευνά διεξοδικά μία πτυχή ελάχιστα αναλυμένη και συνεισφέρει σημαντικά στοιχεία στη γραμματεία των ναζιστικών στρατοπέδων. Μαθαίνουμε πλήθος στοιχείων όπως για παράδειγμα την ιδιάζουσα περίπτωση της Ολλανδίας, του Άγιαξ και του στρατοπέδου Βέστετμποργκ, τον «Αγώνα του Θανάτου» μεταξύ της ουκρανικής Σταρτ (κι όχι της Ντυνάμο, όπως εσφαλμένα πιστεύαμε με τους επίλεκτους Γερμανούς και την εκτέλεση ποδοσφαιριστών της στο Μπάμπι Γιαρ), την ιδεολογική χρήση του αθλητισμού και του ποδοσφαίρου, ιδίως, από τον ναζισμό και τον φασισμό.
Πολύ καλό βιβλίο.
 













Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Δεν θέλαμε να ξέρουμε (Μεταίχμιο)

H Brunhilde Pomsel ήταν μία από τις στενοδακτυλογράφους του Josef Goebels, υπουργού προπαγάνδας και λαϊκής διαφώτισης ναζιστικού κόμματος. Προερχόταν από μικροαστική πολυμελή οικογένεια. Η μητέρα απαιτητική και αυστηρή και ο πατέρας, βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, απόμακρος και λιγομίλητος, της έμαθαν να υπακούει χωρίς πολλές σκέψεις και αντιρρήσεις σε εντολές.
Αφού εργάστηκε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε εμπορικές επιχειρήσεις (κάποιες από τις οποίες και Εβραίων), μεταπήδησε στην κρατική ραδιοφωνία. Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, γι' αυτό ήταν να εγγραφεί ως μέλος στο εθνικοσιαλισιστικό κόμμα. Το έκανε, όπως το είχαν κάνει και πολλοί άλλοι συμπατριώτες της, χωρίς να συνειδητοποιεί τη βαρύτητα αυτής της πράξης.

Στο μεταξύ οι ναζί είχαν εδραιώσει την εξουσία τους και ήδη κυβερνούσαν. Ωστόσο, η Brunhilde, νέα, όμορφη και ερωτευμένη, δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική. Η πολιτική δεν είναι στα ενδιαφέροντά της. Το λέει και το ξαναλέει. Όπως επίσης λέει και ξαναλέει πόσο ευσυνείδητη υπάλληλος ήταν. Για εκείνη προτεραιότητα είχαν η εργασία της, την οποία εκτελούσε με απαράμιλλη ακρίβεια και υψηλό αίσθημα ευθύνης, η οικονομική άνεση, η χαρά των σχέσεων και η ανάγκη της να ανήκει κάπου -σε κάτι οργανωμένο και ασφαλές. Είναι, λοιπόν, το ιδανικό γρανάζι, ένα από τα χιλιάδες, σε έναν περίπλοκο γραφειοκρατικό μηχανισμό, του οποίου την έκταση, το βάθος, τους σκοπούς και τα μέσα, αδυνατεί να συλλάβει πλήρως. Ένας πιστός μικρομεσαίος γραφειοκράτης. Κάτι σαν αυτό που η Χάνα Άρεντ είχε αποκαλέσει «κοινοτοπία του κακού» (ή, ορθότερα, «ρηχότητα του κακού») για τον Άιχμαν. Μετατίθεται στο Υπουργείο Προπαγάνδας και Λαϊκής Διαφώτισης και εργάζεται σε αυτό μέχρι το τέλος. Με την ιδιότητα της γραμματέως, βρίσκεται κοντά στον υπουργό προπαγάνδας, τον Goebels, έναν πολύ μορφωμένο, εστέτ, ευφυή και, τελικά, καθόλου τυχαίο άνθρωπο. Βρίσκεται κοντά σε ανθρώπους του «βαθέος κράτους» και παρακολουθεί από μέσα τους μηχανισμούς χειραγώγησης και ελέγχου των μαζών που χρησιμοποιεί το καθεστώς: τους λόγους του Goebels, τις κομματικές φιέστες, τις παρελάσεις, τα εμβατήρια, τις στολές, τις σημαίες, τη λειτουργία του ραδιοφώνου και του τύπου, την τέχνη, τη σκληρή λογοκρισία και τη διαστρέβλωση των ειδήσεων από το μέτωπο. Και υπηρετεί αυτό το σύστημα. Πιστά., με ευσυνειδησία.

Ο Κόκκινος Στρατός καταλαμβάνει το Βερολίνο και η Brunhilde βρίσκεται μαζί με άλλους γραμματείς και συμβούλους στα μπούνκερ. Λίγα διαμερίσματα πιο δίπλα, ηγέτες του ναζιστικού κόμματος έχουν αυτοκτονήσει. Η Γερμανία είναι έτοιμη να συνθηκολογήσει.
Είναι αυτή, μάλιστα, που ράβει τη λευκή σημαία της συνθηκολόγησης με πανιά από σακιά τροφίμων. Συλλαμβάνεται από τους Σοβιετικούς και μεταφέρεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Απελευθερώθηκε μετά από πέντε χρόνια.
Το βιβλίο «Δεν θέλαμε να ξέρουμε», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο είναι κατ' ουσίαν οι μαρτυρίες αυτής της γυναίκας, όπως καταγράφηκαν στο ντοκιμαντέρ Ein deutscheses Leben (Η ζωή μιας Γερμανίδας), εβδομήντα χρόνια μετά. Εξαιρετικό βιβλίο. Επίκαιρο.
 
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του, τον Theor D. Hansen «Oι εκατομμύρια Πόμζελ, που ενδιαφέρονται μόνο για τη δική τους πρόοδο και για τα δικά τους υλικά αγαθά, και δέχονται δίχως δισταγμό την κοινωνική αδικία και τις διακρίσεις, αποτελούν το θεμέλιο για κάθε αυταρχικό σύστημα που χειραγωγεί τις μάζες. Όλοι αυτοί είναι πιο επικίνδυνοι από τους ριζοσπάστες οπαδούς ακραίων κομμάτων».




Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Οι φωνές

Οι βραχνές φωνές μ' αρέσουν.
Είναι τρυφερές.
Ό,τι έχουν να πουν το λένε χαμηλόφωνα.
Μόλις που ακούγονται.
Βγαίνουν από βαθιά.
Έρχονται από μακριά
από τον κόσμο των ψιθύρων,
λίγο ακόμα και θα γίνονταν σιωπή.





Δημήτρης Φωτεινόπουλος


Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Αν δεν ήμουν δάσκαλος …

 

 

Τι θα ήθελα να ήμουν αν δεν ήμουν αυτό που είμαι; Επαγγελματικά, εννοώ. Αν δεν ήμουν, λοιπόν, δάσκαλος της Μέσης Εκπαίδευσης, θα ήθελα να έχω ένα μικρό καφέ. Για τα χρώματα στους τοίχους δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Θα ήθελα, όμως, να είναι σε ζεστές αποχρώσεις. Σε βαθύ κόκκινο και σε βαθύ κίτρινο ίσως. Για να βγάζει ζεστασιά και φιλία. Και θα είχε φωτιστικά με πολύχρωμο φυσητό γυαλί. Για τον ίδιο λόγο.
Στους τοίχους θα είχε φωτογραφίες και σκίτσα. Του Joyce, του Καβάφη, του Brecht (αυτή με το πούρο), του Fellini, της Virginia Wolf, του Louis Armstrong, του κολασμένου του Bukowsky, του Fred Astaire και της Ginger Rogers να χορεύουν υπέροχα. Και, ασφαλώς του Humphrey Bogart και της Ingrid Bergman στη σκηνή του αεροδρομίου.
Θα διέθετε καφέδες σε πολλές ποικιλίες. Από μέρη που φημίζονται. Από την Αιθιοπία, την Κόστα Ρίκα, την Κολομβία, τη Βενεζουέλα, την Κένυα, τη Βολιβία... Τα αρώματά τους θα απλώνονταν ηδονικά στον χώρο. Μόνο ζεστοί καφέδες θα σερβίρονταν όμως. Αδιαπραγμάτευτη αρχή του καταστήματος. Θα είχε και τσάγια, βεβαίως. Πολλά είδη. Από τα καλύτερα κι όσο το δυνατόν περισσότερα. Από την Κίνα, τη Σρι Λάνκα, την Ινδία, την Τουρκία …Και μαλοτήρα από την ορεινή Κρήτη, βεβαίως, με τις μαγικές ιδιότητες για τα κρύα βράδια του χειμώνα.

Από ποτά θα είχε οίνους. Από ελληνικούς αμπελώνες. Ξηροί, ως επί το πλείστον. Και κάποια γαλλικά και ιταλικά κρασιά. Λίγα, όμως. Αυτά που θα είχα προσωπικά δοκιμάσει και εγκρίνει. Και μπύρες. Κατά προτίμηση από οικογενειακές ζυθοποιίες ή από ζυθοποιία μοναστηριών. Και δυο τρεις τσέχικες ετικέτες. Και κάποιες ιρλανδέζικες. Κόκκινες όπως τα μαλλιά των κοριτσιών εκεί. Guinness και McFarland, οπωσδήποτε. Και μπράντυ.  Καιπολύχρωμα λικέρ. Σε διάφορες γεύσεις. Αυτά θα μου τα προμήθευαν, η κυρία Αριέτα και η κυρία Λουκία, δύο αδελφές, που ζουν σ΄ ένα όμορφο νεοκλασικό στην Καστέλα μαζί με τη γάτα τους, την Κανέλλα και ξέρουν καλά τα μυστικά. 
 
Να πω εδώ ότι στο αρχοντικό αυτών των δύο αγαθών γηραιών κυριών σύχναζε κι ο Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν όταν ζούσε στον Πειραιά. Κάθε Πέμπτη πήγαινε. Τους έλεγε ιστορίες από τα παγωμένα μέρη όπου ζούσε και έδρασε. Γιατί πατρίδα δεν είχε. Όπως του είχε πει ένας άλλος εμιγκρέ «Άνθρωποι σαν εσένα δεν έχουν πατρίδα, Βασίλι Κάρλοβιτς. Πατρίδα τους έχουν το κομμάτι της γης που τους ρίχνει η τύχη …». Τους μιλούσε, λοιπόν, για λευκές νύχτες, για το σύνταγμα των Κοζάκων που διοικούσε, για τον τσάρο Νικόλαο που τον πσρασημοφόρησε αυτοπροσώπως για τα ανδραγαθήματά του και για τον διαβολοκαλόγερο τον Γκρικόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν, για τα διαβόητα μεθύσια του. Τους μίλαγε για τρόικες, για μονομαχίες, για ακολασίες, για ρούβλια, για χαρτοπαίγνια και για ρώσικες ρουλέτες. Τους είπε ακόμα και γι΄ αυτό το κάθαρμα τον Λιάπκιν, που κατά τη διάρκεια μιας σκληρής μάχης, πήρε τους ουσάρους του και την κοπάνησε ο δειλός, αφήνοντας τον ίδιο και το αποδεκατισμένο σύνταγμά του να τα βγάλουν πέρα με τους μπολσεβίκους. Κι αυτές οι δύο, γεμάτες περιέργεια, τον άκουγαν. Και τον θαύμαζαν, νομίζω… Μάλιστα, όταν η κουβέντα ερχόταν στους έρωτές του, το ενδιαφέρον των δύο δεσποινίδων κορυφωνόταν και οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονταν. Αλλά πάλι, μπορεί να ήταν η ιδέα μου… Τού δάνειζαν βιβλία από τη βιβλιοθήκη τους για να τελειοποιήσει τα ελληνικά του και για να μορφωθεί κομμάτι. Γιατί ο Βασίλι Κάρλοβιτς ήταν άξεστος μέχρι εκεί που δεν παίρνει… Κάποιες βραδιές του έπαιζαν και στο πιάνο μελωδίες ρώσικες. A quatre mains … Η κυρία Λουκία, λοιπόν, μού είχε πει κάποτε, κρυφά από την αδελφή της, ότι μια συνταγή για φινλανδική βότκα τους την έχει εμπιστευτεί ο ίδιος ο Βασίλι Κάρλοβιτς. Την έχουν κλειδωμένη σε ένα συρτάρι με άλλα μυστικά, κάπως πονηρά… Γράμματα και φωτογραφίες. 
Την παρακάλεσα να μου την αποκαλύψει αλλά αυτή ήταν ανένδοτη. Ας είναι, θα αρκεστώ στα λικέρ τους …
Από μουσική τώρα. Ήχοι Jazz και blouse σε αυθεντικές εκτελέσεις από τους περίφημους δασκάλους αλλά και σε πειραγμένες διασκευές, ethnic music και bossanova. Και Franc Sinatra και Charles Aznavour, Edith Piaf, Yves Montand, Nat King Cole, Marlen Dietrtich, Ella Fitzgerald. 
Από ραδιόφωνο, Τρίτο Πρόγραμμα. Και Κόσμος. Pepper και Εν λευκώ. Μπορεί και μερικοί ιντερνετικοί σταθμοί, εξειδικευμένοι στη τζαζ και στην κλασική μουσική.  Πάντως, ό,τι κι αν έπαιζε, θα ακουγόταν σε χαμηλή ένταση. Δυνατή μουσική δεν θα πούλαγε ο χώρος. Παραξενιές του ιδιοκτήτη και δεύτερη αδιαπραγμάτευτη αρxή.

Ο χώρος, βέβαια, θα τιμούσε δεόντως εκτός από την καφεϊνη και τις τυπωμένες σελίδες. Αυτό σημαίνει ότι θα φιλοξενούσε συγγραφείς ή επίδοξους συγγραφείς. Για να γράφουν τα έργα τους εκεί ή για να τα παρουσιάζουν. Γι’ αυτό το τελευταίο, μάλιστα, θα διοργανώνονταν και ειδικές βραδιές. Στο καφέ θα έβρισκαν φιλόξενη στέγη όλοι όσοι θα ήθελαν να παρουσιάσουν κείμενά τους και να αρχίσουν καριέρα στην αγορά των ιδεών και της γραφής. Κι όχι μόνο συγγραφείς. Αλλά και μουσικοί και ηθοποιοί και φωτογράφοι και τραγουδίστριες και σκιτσογράφοι και κομίστες. (Ο Woody Allen, εννοείται, θα είχε ανοιχτή πρόσκληση). Τέλος πάντων, όσοι είχαν τη σχετική πετριά θα ήταν καλοδεχούμενοι. Και πάντα θα υπήρχαν γι’ αυτούς ευήκοα ώτα. Και στην τελική, αν δεν υπήρχε πάντα διαθέσιμο κοινό, θα ήταν πρόθυμος ο ιδιοκτήτης… Με μία κούπα καφέ. Από τον καλύτερο για την περίσταση. Ή με ένα ποτήρι κρασί. Επίσης από το καλύτερο της πλούσιας κάβας.

Από τον χώρο δεν θα ήταν δυνατόν να λείπει και μια βιβλιοθήκη. Θα είχε βιβλία με κείμενα μικρής φόρμας. Ας πούμε, ποιήματα και διηγήματα. Μπόρχες, Μοπασσάν, Λοτρεαμόν, Ρεμπώ, Ουράνης, Λαπαθιώτης, Παπαδιαμάντης. Εξαιρέσεις μπορούσαν να γίνουν εδώ. Ήδη έχω τρεις. Κάποιοι τόμοι του «Μέγας Ανατολικός» και του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» και, βέβαια, ο «Οδυσσέας» του Τζόυς.
 
Τώρα μένουν δύο ακόμα ζητήματα προς διευθέτηση. 
Το πρώτο αφορά τον όνομα του καφέ. Δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Πάντως, θα είναι μικρό και ταπεινό. Πώς θα σας φαινόταν, ας πούμε, το "Βολταίρος" (όχι το Cabaret Voltaire γιατί θα είχα θέματα με τους ντανταϊστές); Ή το "Σύννεφο με παντελόνια"; Το "Υπερρεαλισμός ή βαρβαρότητα"; Με απασχολεί.

Με απασχολεί, επίσης και η περιοχή.  Σε ποια περιοχή, άραγε, θα ήταν δυνατόν να λειτουργεί κάποιος τέτοιος χώρος; Θα προτιμούσα στο Μοσχάτο, σε κάτι μονοκατοικίες μούρλια, που μου αρέσουν για την αισθητική τους. Ή στα Πετράλωνα. Στα Άνω, κατά προτίμηση.. Μπορεί και στο Παλαιό Φάληρο.
Ή ακόμα και στην επαρχία, γιατί όχι; 
 
Μάλλον επιχειρηματικά δεν θα ‘βγαινα. Αλλά θα είχα κάνει το κέφι μου.
Εννοείται ότι φιλολογία θα είχα σπουδάσει πριν.

 





Δημήτρης Φωτεινόπουλος

Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Βιβλία και κάποιοι φωτισμένοι δάσκαλοι


Ημέρα βιβλίου, λέει, η σημερινή, 23 του Απρίλη. Μου έρχεται στον νου η φιλόλογος που μας έκανε αρχαία και νέα ελληνικά στη γ΄ γυμνασίου, στο 11ο Γυμνάσιο Πειραιά. Έμενε στη γειτονιά μου, πολύ κοντά στο σπίτι μου. Όταν το ανακάλυψα, πολύ αργότερα, την επισκεπτόμουν κάπου κάπου.

Κάποιες φορές, λοιπόν, αυτή η φιλόλογος, με αφορμή κείμενα του σχολικού βιβλίου, έφερνε στην τάξη τα ίδια τα βιβλία από το σπίτι της. Μας τα έδειχνε. «Αυτό είναι το βιβλίο απ ‘ όπου προέρχεται το κείμενο του σχολικού», μας έλεγε. Και μας διάβαζε μέσα από αυτά σελίδες. Όχι τα αποσπάσματα που είχε το σχολικό ... Άλλα. Λίγο πιο πριν, λίγο πιο μετά, λίγο παραδίπλα.... Την ώρα που διάβαζε δεν ακουγόταν τίποτα στο τμήμα.
Ήταν η καλή μας η γιαγιά, που μας διάβαζε ιστορίες ...
Θυμάμαι μας είχε διαβάσει αποσπάσματα από το "Νούμερο 31328" του Βενέζη και ένα ολόκληρο διήγημα του Σαμαράκη, το "Γραφείο ιδεών" από τη συλλογή "Αρνούμαι", το εκτενέστερο. 
Αυτό ήταν. Κόλλησα.
Πήγα ο ίδιος και τα αγόρασα αυτά τα βιβλία. Ήταν τα πρώτα δύο βιβλία που αγόρασα και τα πρώτα που διάβασα από την αρχή ως το τέλος.
Με τη φωνή της …
 
Κάποια χρόνια αργότερα, ένας σοφός πανεπιστημιακός δάσκαλος στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων που δίδασκε Θεωρία Λογοτεχνίας, αναφερόταν συνεχώς σε βιβλία άγνωστα και σε συγγραφείς άγνωστους για μας τότε (και για τώρα, πολλά και πολλοί ... ). Μας έλεγε: "το έχω κι αυτό στη βιβλιοθήκη μου... Κι αυτό το έχω στην έκδοση τάδε στα γερμανικά. Κι αυτό στην έκδοση δείνα στα γαλλικά. Και το άλλο στα ρώσικα ...". Το έλεγε με ικανοποίηση... Προσωπικά τον θαύμαζα... Φανταζόμουν τη βιβλιοθήκη του … «Πόσα βιβλία να ΄χει, άραγε; Και τα ΄χει διαβάσει όλα;», αναρωτιόμουν.  Όταν μερικά χρόνια αργότερα τον επισκέφτηκα στο διαμέρισμά του, στην οδό Αραχώβης, έμεινα έκπληκτος. Ο αριθμός των τόμων ασύλληπτος. Πόση γνώση συγκεντρωμένη εκεί… Η βιβλιοθήκη του Μπόρχες: ένα κλειστό σύστημα, που ταυτόχρονα, ανοιγόταν στο άπειρο. Οφείλω και σε αυτόν πολλά ...

Στον στρατό πάλι, διάβαζα. Στο 525 Μ.Τ.Π. στο Κιλκίς. Λίγο, είναι η αλήθεια....Τρέχαμε όλη μέρα (κι όλη νύχτα). Μαύρη μαυρίλα... Πού καιρός...  Ωστόσο, το βιβλίο ήταν για μένα ένας τρόπος να ξεφεύγω από τον κομφορμισμό και τη βλακεία που την έκοβες με το μαχαίρι ... Είχα εντοπίσει ένα βιβλιοπωλείο, χαρτοπωλείο μάλλον, στο Πολύκαστρο, που είχε και κάποια, ελάχιστα, βιβλία. Σε κάποιες εξόδους μου το επισκεπτόμουν. Είχα αγοράσει Λουντέμηδες, θυμάμαι, σ΄ εκείνες τις κλασικές εκδόσεις με τα μπορντώ σκληρά εξώφυλλα. Δεν είχε και τίποτα άλλο αξιόλογο, εδώ που τα λέμε ...  Στη μετάθεσή μου στην Αθήνα, στα ΚΑΑΥ του Αγίου Ανδρέα διάβαζα περισσότερο. Ήταν πιο ρέκλα η υπόθεση εκεί, ιδίως το χειμώνα. Στις σκοπιές έξω από τους οικίσκους του ΥΠΕΘΑ και των στρατηγών διάβαζα το «Ζ» του Βασιλικού και τη βιογραφία του Παζολίνι....
Τα πρώτα χρόνια μετά την απόλυσή μου, διάβαζα τρελά. Νομίζω ότι, αν έμαθα κάτι, πρέπει να το έμαθα εκείνα τα χρόνια.... Ούτε ξέρω πόσες δραχμές είχα δαπανήσει σε βιβλία εκείνον τον καιρό. 
Τα βιβλία δημιουργούν αντισώματα. Στην ανοησία, στον σκοταδισμό και στις προκαταλήψεις.




Δημήτρης Φωτεινόπουλος





 




Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Μιχαήλ Μπαχτίν, Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του -Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)


Ο Ρώσος θεωρητικός της λογοτεχνίας Μιχαήλ Μπαχτίν ήταν αυτός που στη μνημειώδη μελέτη του για τον Ραμπλέ και το γκροτέσκο στον Μεσαίωνα (Το έργο του Φρανσούα Ραμπλέ και η λαϊκή κουλτούρα στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση) ανέδειξε μια νέα σύλληψη της λαϊκής κουλτούρας. Αυτής των αυθόρμητων πανηγυριών και των βλάσφημων γιορτών του δρόμου. Ανέδειξε, μάλιστα, τα εξεργεσιακά χαρακτηριστικά και τις ανατρεπτικές προθέσεις τέτοιων γιορτών. Μία από αυτές τις σημαντικότατες λαϊκές τελετουργίες είναι και το Καρναβάλι. Κατά τον Μπαχτίν το Καρναβάλι είναι ίσως η αυθεντικότερη έκφραση λαϊκού δρώμενου, κυρίαρχη έκφραση των καταπιεσμένων και των απόκληρων της μεσαιωνικής κοινωνίας.
 
Πράγματι, στον λαϊκό πολιτισμό, το Καρναβάλι και τα καρναβαλικά στοιχεία εν γένει, κατέχουν εξέχουσα θέση. Σε αντίθεση με τις γιορτές και τις τελετές που οργανώνει κατά καιρούς η Εξουσία για να εμπεδώσει την ισχύ της, για να προπαγανδίσει τις θέσεις της αλλά, κυρίως, για να επιβεβαιώσει τους προδιαγεγραμμένους ρόλους και την καθεστηκυία τάξη, το Καρναβάλι προσφέρεται για μείξεις, αμφισβητήσεις και βαθύτερες ρωγμές. Είναι, δηλαδή, η περίοδος του Καρναβαλιού αυτή που δίνει την ευκαιρία στον χύδην όχλο, στην πλέμπα, στον λαουτζίκο να διακωμωδήσει, να γελοιοποιήσει και να τσαλαπατήσει, έστω και συμβολικά, έστω και για λίγο, την καταπιεστική εξουσία και τους μηχανισμούς της, τους αποκρουστικούς αρχόντους και τους εκπροσώπους τους, τους ηγεμόνες, τους φοροεισπράκτορες, τους κληρικούς, τους δικαστές, τους μεγαλόσχημους.
 
Με το ασυγκράτητο και ηχηρό γέλιο, τον άκρατο γέλωτα, τον εξόχως ανατρεπτικό και επαναστατικό (ας θυμηθούμε τον Χόρχε του Μπούργκος, τον ιδεοληπτικό θεματοφύλακα της μονής στο Όνομα του Ρόδου), την υπερβολή, το γκροτέσκο ο "κάτω" έρχεται "πάνω" και το "μέσα" βγαίνει "έξω". Αμφισβήτηση πλήρης της τάξης και του νόμου. 
 
Όπως ο Χόρχε του Μπούργκος παραδέχεται: Το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από τον φόβο. Μα ο νόμος επιβάλλεται με το δέος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι «φόβος Θεού». Και από το βιβλίο αυτό (σ.σ. το χαμένο σύγγραμμα Περί Κωμωδίας του Αριστοτέλη) θα μπορούσε να ξεκινήσει η σπίθα του Εωσφόρου που θα έβαζε μια νέα φωτιά σ' ολόκληρο τον κόσμο: και το γέλιο θα διαγραφόταν σαν ένα νέο τέχνασμα, που κι ο Προμηθέας ακόμη αγνοούσε, για να κατανικηθεί ο φόβος. Ο αγροίκος που γελάει δεν νοιάζεται τη στιγμή εκείνη αν πεθάνει: αργότερα όμως, όταν πάψει η ελευθεριότητά του, η λειτουργία τού επιβάλλει και πάλι, σύμφωνα με το θείο σχέδιο, το φόβο του θανάτου. Και απ' αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να γεννηθεί η νέα και καταστροφική επιδίωξη να καταστραφεί ο θάνατος με την απελευθέρωση από τον φόβο. Και τι θα 'μασταν, εμείς τα πλάσματα τα αμαρτωλά, χωρίς τον φόβο, το πιο συνετό και στοργικό ίσως από τα θεία δώρα;
Το γέλιο, λοιπόν, φοβόταν ο Χόρχε και την ιδεολογική του τεκμηρίωση ως δύναμη αμφισβήτησης και απελευθέρωσης από τον φόβο:  αν ο άνθρωπος φτάσει να γελά και με τον διάβολο, σημαίνει ότι θα έχει πάψει να τον φοβάται. Και μετά τι θα γίνει;  Θα σταματήσει να παίρνει στα σοβαρά και τον Θεό; Θα πάψει να τον φοβάται;!. Και, το κυριότερο, θα πάψει να φοβάται τον θάνατο ... Και μετά, τον ίδιο τον ... φόβο, το πιο συνετό και στοργικό από τα θεία δώρα. 

Το Καρναβάλι, έχει, λοιπόν, έντονο και κυρίαρχο το στοιχείο του γέλιου.
Και μπορεί να προκαλέσει μέσα στη μέθη και στον διονυσιασμό ανατροπές και αμφισβητήσεις. Στη λαϊκή αυτή γιορτή, το Καρναβάλι, εξουσία έχει, όμως, και το γκροτέσκο. Αυτό κυριαρχεί και επιβάλλεται μέσω του υπερτονισμού σημείων του σώματος, ιδίως του κάτω μέρους, του πιο βρωμερού, του πιο αισχρού. Του μέρους από όπου εκκρίνονται τα περιττά, τα περιττώματα, υγρά και στερεά και απελευθερώνονται όλες οι αποκρουστικές οσμές αλλά και οι χυδαίοι αναπαραγωγικοί χυμοί. Και παράλληλα, μάσκες, μουτσούνες, εσοχές, κοιλότητες και εξογκώματα, υπερμεγέθεις κοιλιές, στόματα που χάσκουν, τεχνητά μέλη που προεκτείνουν και επιμηκύνουν, προκλητικές φορεσιές και άσεμνες χειρονομίες, πειράγματα και βρισιές... ελευθεριότητα και κραιπάλη... Οι δημόσιοι χώροι των μεσαιωνικών, και όχι μόνο, πόλεων, καταλαμβάνονται από τον όχλο που γιορτάζει και αμφισβητεί. Κάποτε, μάλιστα (και) εξεγείρεται (τον Βασιλιά Καρνάβαλο τον καίμε). 
 
Οι λαϊκές γιορτές έχουν έντονα καρναβαλικά και εξεγερσιακά στοιχεία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι εξεγέρσεις στο Ρομάν το 1580, στη Μάλτα το 1639, στη Γκρενόμπλ το 1832 αλλά και στο Νόττιγκ Χιλ το 1976...

Ο Μπαχτίν σημειώνει σε κάποιο σημείο του βιβλίου του: «Στην πραγματικότητα το καρναβάλι αγνοεί κάθε διάκριση ανάμεσα σε δρώντες και θεατές ... Οι θεατές δεν παρευρίσκονται απλώς στο καρναβάλι. Το ζουν, αφού το καρναβάλι, είναι φτιαγμένο για τον λαό... Αυτή είναι η κεντρική ιδέα του. Στην εξέλιξη της γιορτής μπορεί κάποιος να ζήσει, μόνο σύμφωνα με τους νόμους της καρναβαλικής ελευθερίας…» Το Καρναβάλι διατηρεί ακόμα και σήμερα τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της γνήσιας λαϊκής γιορτής. Άλλωστε, οι εξεγέρσεις έχουν στοιχεία γιορτής αλλά και οι λαϊκές γιορτές έχουν στοιχεία εξέγερσης. 


Και σε ένα άλλο σημείο διαβάζουμε το ακόλουθο ενδεικτικό απόσπασμα αναφορικά την ανατρεπτική λειτουργία του γέλιου και των λαϊκών δρωμένων: Η σοβαρότητα στην ταξική κουλτούρα είναι επίσημη, αυταρχική, συνδυάζεται με βία, απαγορεύσεις, περιορισμούς. Σε αυτή τη σοβαρότητα υπάρχει πάντα το στοιχείο του φόβου και του εκφοβισμού. Στη μεσαιωνική σοβαρότητα αυτό το στοιχείο κυριαρχούσε έντονα. Το γέλιο, αντιθέτως, προϋπέθετε την υπερνίκηση του φόβου. Δεν υπάρχουν απαγορεύσεις και περιορισμοί, δημιουργημένοι από το γέλιο. Η εξουσία, η βία, ο αυταρχισμός ποτέ δεν μιλούν στη γλώσσα του γέλιου. Ιδιαίτερα έντονα αισθάνθηκε ο μεσαιωνικός άνθρωπος στο γέλιο τη νίκη επί του φόβου. Και την αισθάνθηκε όχι μόνο ως νίκη επί του μυστικιστικού φόβου (του «φόβου του Θεού») αλλά και του φόβου κατά των δυνάμεων της φύσης. Και πάνω απ’ όλα επί του ηθικού φόβου, που παραλύει, βασανίζει και καταπιέζει τη συνείδηση του ανθρώπου, του φόβου εναντίον όλων των εξαγιασμένων και απαγορευμένων, ενώπιον της θείας και της ανθρώπινης εξουσίας, ενώπιον των αυταρχικών εντολών και απαγορεύσεων, ενώπιον του θανάτου και της μεταθανάτιας τιμωρίας... Νικώντας αυτόν τον φόβο, το γέλιο φώτιζε τη συνείδηση του ανθρώπου και του φανέρωνε τον κόσμο με έναν νέο τρόπο. Αυτή η νίκη, βέβαια, ήταν εφήμερη, γιορταστική. Την ακολουθούσαν ξανά οι καθημερινοί φόβοι και οι στεναχώριες αλλά από αυτά τα γιορταστικά ξέφωτα της ανθρώπινης συνείδησης δημιουργείτο μια άλλη, ανεπίσημη αλήθεια για τον κόσμο και για τον άνθρωπο, που προετοίμασε την αναγεννησιακή αυτοσευνειδησία ...


(Οι εικονιζόμενοι πίνακες είναι του φλαμανδού ζωγράφου Πέτερ Μπρίγκελ: 1) Η μάχη ανάμεσα στο καρναβάλι και στη Σαρακοστή και 2) Παιδικά παιχνίδια).








 

   

  



Michael Kumpfmuller, Το μεγαλείο της ζωής (Άγρα)

  Είναι πολύ πιθανό ότι το μεγαλείο της ζωής βρίσκεται σε όλους τους ανθρώπους και πάντα σε όλον του τον πλούτο αλλά κρυμμένο, χωμένο στον π...