Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Άριελ Ντόρφμαν, Ο θάνατος και η κόρη (Σοκόλη)


 

Στη Χιλή, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, λίγα χρόνια μετά από την πτώση της σκληρής δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ, ένα ζευγάρι προσπαθεί να επουλωσει τα τραύματα από τις οδυνηρές εμπειρίες  που άφησε στη ζωή τους η πολιτική περιπέτεια του πρόσφατου παρελθόντος.
 
Την ήρεμη, εκ πρώτης όψεως, καθημερινότητά τους  διαταράσσει ένα απρόσμενο γεγονός: ένα βράδυ ο άνδρας, ανερχόμενος δικηγόρος, πολιτευτής και μέλος επιτροπής διερεύνησης των εγκλημάτων της δικτατορίας, φέρνει στο σπίτι έναν επισκέπτη, του οποίου το αυτοκίνητο παρουσίασε μηχανική βλάβη στη μέση του πουθενά. Στο πρόσωπο του φιλοξενούμενου η γυναίκα, η Παολίνα Εσκομπάρ, αναγνωρίζει τον βασανιστή της, τον δρ. Μιράντα, τον άνθρωπο που τη βασάνιζε απάνθρωπα στη φυλακή της δικτατορίας με μουσική υπόκρουση το έργο του Φράντς Σούμπερτ, «Ο θάνατος και η Κόρη». Η γυναίκα, η πολιτική κρατούμενη του αντιδικτατορικού αγώνα, αποφασίζει να δικάσει η ίδια στο σπίτι της τον βασανιστή και βιαστή της. Τον ακινητοποιεί, τον φιμώνει και τον απειλεί με όπλο. Επιδιώκει να αποδώσει τη δικαιοσύνη που δεν είχε αποδοθεί από τις δικαστικές αρχές της πατρίδας της.  
 
Η απόφασή αυτή δοκιμάζει τις ηθικές και τις πολιτικές της αξίες αλλά και την ίδια τη λογική. Είναι, πράγματι, ο παράξενος φιλοξενούμενος ο βασανιστής της; Μπορεί να είναι σίγουρη; Έχει, άραγε, το δικαίωμα να επιβάλει σε δημοκρατικούς καιρούς,  ό,τι απάνθρωπο αυτός της επέβαλε τον καιρό της δικτατορίας; Έχει ηθική και πολιτική νομιμοποίηση αυτή η πράξη; Είναι πράξη δικαιοσύνης; Είναι εκδίκηση; Μήπως είναι καθαρή πολιτική πράξη, από τη στιγμή που άνθρωποι σαν τον βασανιστή δρ. Μιράντα, εξακολουθούν να κυκλοφορούν ελεύθεροι; Ποιος ο ρόλος που παίζει ο άνδρας της Παολίνα;
Το έργο αυτό θίγει μέσα από τρομακτικές υπαρξιακές συνθήκες και φοβερά διλήμματα, ζητήματα όπως η αυτοδικία και η δικαιοσύνη, ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία αλλά και εκείνο της ατιμωρησίας των βασανιστών της δικτατορίας, και όχι μόνο της χιλιανής. Κυρίως, όμως, θίγει την αναγκαιότητα της μνήμης. Ένα είναι βέβαιο: οι λαοί δεν πρέπει να ξεχνούν.
 
Ο Άριελ Ντόρφμαν, γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1942, όμως έζησε στη Χιλή, ως χιλιανός πολίτης, μέχρι το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του Πινοσέτ, που ανέτρεψε και δολοφόνησε τον πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε. Το έργο του είναι μια άγρια καταγγελία των φασιστικών μεθόδων, της απάνθρωπης βίας και των βασανιστηρίων αλλά και της ατιμωρησίας των βασανιστών, οι οποίοι και στη δημοκρατία κυκλοφορούν ελεύθεροι, μεταμφιεσμένοι σε φιλήσυχους και νομοταγείς πολίτες.
 
Το έργο αρ.14 για κουαρτέτο εγχόρδων του Φραντς Σούμπερτ, γνωστό ως «Ο θάνατος και η κόρη», γράφτηκε το 1824, έναν χρόνο αφότου ο Αυστριακός συνθέτης είχε εμφανίσει τα πρώτα συμπτώματα της ανίατης νόσου που θα τον οδηγούσε στον θάνατο το 1828. Η συνειδητοποίηση της μη αναστρέψιμης πορείας του προς το οριστικό τέλος, του προκάλεσε βαθιά κατάθλιψη. Κι όμως παρά την κακή σωματική και ψυχική του κατάσταση, αλλά και τις εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές συνθήκες που αντιμετώπιζε, ο Σούμπερτ συνέχισε να συνθέτει εμπνευσμένες μελωδίες. Αυτό συνέβη και με το Κουαρτέτο που τιτλοφορήθηκε «Ο θάνατος και η κόρη» από το ομώνυμο λίντ που είχε συνθέσει ο Σούμπερτ το 1817, χρησιμοποιώντας την βασική του μελωδία και στο δεύτερο μέρος του Κουαρτέτου Εγχόρδων. Ολόκληρο το έργο διαπνέεται πάντως από την σκοτεινή σκέψη του θανάτου, γεγονός που φορτίζει μεταφυσικά μία σύνθεση που όταν εκδόθηκε (1831) και παίχτηκε δημοσίως αποδείχτηκε μεγαλειώδης και έκτοτε παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής.
 
Το έργο παρουσιάζεται κατά καιρούς στο αθηναϊκό κοινό. Προσωπικά το παρακολούθησα στα μέσα της δεκαετίας του '90 και με είχε συγκλονίσει.  Μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Ρομάν Πολάνσκυ με πρωταγωνιστές τη Σιγκούρνυ Γουίβερ και τον Μπεν Κίνγκσλεϋ.

 

 

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Διονύσης Χαριτόπουλος, Εγχειρίδιο Βλακείας (Τόπος)

Τι είναι ευφυία;  Βλακεία;  Πόσοι είναι οι βλάκες; Τους συναντούμε συχνά; Τι σημαίνει βλακεία στον έρωτα, στην αισθητική; στην εργασία;  στην επιστήμη;  Ποια η σχέση του μαθηματικού Gaouss και της ομώνυμης καμπύλης του με τη βλακεία;   Πώς ξεχωρίζει ο βλάκας από τον μη βλάκα; Aπό τον έξυπνο; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα προσεγγίζει ο Διονύσης Χαριτόπουλος με χαριτωμένο τρόπο σε αυτό το κομψό, ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι. Θυμίζει το ανάλογο βιβλίο του Carlo Cipolla. 
Απομονώνω και παραθέτω μερικά χωρία... 
 

"Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμάμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσά μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Και επειδή κάθε τόσο μας αιφνιδιάζουν με την ανοησία τους πρόσωπα «υπεράνω υποψίας», ανακαλύπτουμε ότι οι χοντροκέφαλοι είναι πολύ περισσότεροι από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε. Αν δεχτούμε την κωδωνοειδή καμπύλη ''κανονικής κατανομής''... η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διαφόρων χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ποσοστό 25% βλακών σε κάθε κοινωνική ομάδα: ο ένας στους τέσσερις. Μάλλον δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ένα τόσο μικρό νούμερο. Όπου και να στρίψεις σε βλάκα θα πέσεις. αυτό που φαίνεται να έχει καθολική ισχύ είναι ότι όσοι είναι οι χάχες μεταξύ των παρκαδόρων  είναι και μεταξύ των πανεπιστημιακών.” (σελ. 38-39)   

 «Λες μαλάκας και καθάρισες. Δεν υπάρχει ιδεωδέστερη λέξη άμεσης και καταλυτικής προσωπικής κριτικής. Οι λέξεις μαλάκας, μαλακία και τα παράγωγά τους χρησιμοποιούνται για πρόσωπα και καταστάσεις που ξέφυγαν της κοινής λογικής ή των ηθικών και αισθητικών κριτηρίων. Ένα καλλιτεχνικό έργο, μια πολιτική εκδήλωση ή ενέργεια απαξιώνονται μονολεκτικά και αστραπιαία ως «μαλακία». Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα. Δεν υπάρχει ίσως ο χρόνος ή η διάθεση ή και η ικανότητα για εμβάθυνση, μα αποδίδει το τελικό συμπέρασμα που σχηματίστηκε μέσα σου. Χρησιμοποιείται ακόμα και ως αυτοκριτική: "τι βλέπεις; μαλακίες" (ανοησίες, μπούρδες), ''τι κάνεις; ''μαλακίες'' (τίποτα άξιο λόγου, κάτι που δεν μου αρμόζει). ''Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας'', λέει ο ατσαλάκωτος παρουσιαστής από την οθόνη, έτοιμος να ξεκινήσει το τροπάρι του, κι ο βαριεστημένος τηλεθεατής, που έχει πάρει χαμπάρι πια τι νούμερο είναι, του απαντάει ενδόμυχα και κάποτε μουρμουριστά «καλώς τον μαλάκα» (σελ. 43-44)

«Στα ερωτικά (η βλακεία) λειτουργεί διαφορετικά. Ένας ελαφρύς άνδρας, όσο εμφανίσιμος κι αν είναι, απογοητεύει το θηλυκό, δεν του εμπνέει την αναγκαία αίσθηση σιγουριάς. Εκτός αν τη χαζομάρα του την αντισταθμίζει η οικονομική ή η κοινωνική του θέση, οπότε το παλικάρι είναι λαχείο. Αντιθέτως, μια νεαρή όμορφη χαζοβιόλα είναι σταθερή ανδρική φαντασίωση. Την έχουν την τάση οι άνδρες να "μασάνε" στην αθωότητα και στα μπεμπεκίσματα, συν την εντύπωση ότι με αυτό το πλάσμα θα κρα...τάνε τα γκέμια (μέγα λάθος)... Γενικώς, στα ερωτικά, οι γυναίκες ψάχνουν τα μεγάλα και οι άνδρες τα μικρά ... Ξεμυαλίζονται και οι μυαλωμένοι πόσο μαλλον αυτοί που δεν τους ... περισσεύει. Με τη διαφορά ότι ο ηλίθιος όταν καυλώσει νομίζει ότι ερωτεύτηκε και η χαζή πιστεύει πως όσοι θέλουν να την πηδήξουν θέλουν να την παντρευτούν.» (σελ. 61-62)
 
«Οι μεταμφιέσεις του βλάκα είναι άπειρες. Έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος ολόκληρος είναι ένας χορός μεταμφιεσμένων. Καθένας υποδύεται κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. "Δώστε του μια μάσκα και θα σας πει την αλήθεια"  λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο άνθρωπος αδυνατεί να καταλάβει τον άλλο άνθρωπο ακόμα κι αν τον γνωρίζει καιρό. Δεν είναι απλώς θέμα νοημοσύνης, μας λείπουν οι απαραίτητες παραστάσεις. Όπως οι άνθρωποι της πόλης που όταν βρεθούν στην ύπαιθρο αδυνατούν να αναγνωρίσουν δέντρα και φυτά». (σελ. 111-112).  


 

 







Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Εντγκάρ Μορέν, Οι σταρ (ή Το μυστήριο "Σαρλώ")

Η τραγικότητα του κωμικού και το κωμικό που έχει τραγικότητα
Κείμενο του Edgar Morin

(Από το μπλογκ Αναγνώσεις της Κυριακάτικης ΑΥΓΗΣ)
 

Ο κωμικός ήρωας είναι μια παραλλαγή του εξιλαστήριου ήρωα, του λυτρωτή μάρτυρα. Επιπλέον, αν η τραγικότητά του είναι γελοία, ή γελοιότητά του μπορεί να γίνει τραγική, ενέχοντας μάλιστα μια διαρκή τραγικότητα. Εξ ου και το τόσο συχνά επαναλαμβανόμενο θέμα του "Γέλα, παλιάτσο!", του κλόουν που με τα ηχηρά ξεσπάσματα του γέλιου προσπαθεί να κρύψει τους λυγμούς του. Το συγκεκριμένο θέμα αποκαλύπτει τη σκοτεινή μας συναίσθηση για τον βαθιά οδυνηρό ρόλο που επωμίζονται οι γελωτοποιοί. Άλλωστε, ο Σαρλώ, ο Φερναντέλ, ο Ραϊμύ πολύ εύκολα μετατρέπονται σε δραματικούς κινηματογραφικούς ηθοποιούς. Εκείνοι που ξέρουν να μας κάνουν να γελάμε μέχρι δακρύων, ξέρουν καλύτερα και να μας κάνουν να κλαίμε. 


Ο κωμικός ήρωας είναι, λοιπόν, ήρωας με την πλήρη έννοια του όρου. Συνεπώς, ο κωμικός σταρ είναι δυνατόν να υπάρξει όχι μόνο διότι ο ηθοποιός είναι διαποτισμένος από τον ρόλο του, την ίδια στιγμή που η προσωπική του ευφυΐα καθορίζει αυτόν τον ρόλο πολύ πιο αποτελεσματικά απ' όσο καθορίζονται οι άλλοι κινηματογραφικοί ρόλοι, αλλά και διότι η προσωπικότητά του αφοσιώνεται στη θυσιαστική λειτουργία του κωμικού ήρωα.  Αυτή η ιδιότυπη ιεροποίηση, που διαλύεται αδιάκοπα μέσα στο βέβηλο γέλιο, ανασυστήνεται συνεχώς από τη θυσία του αποδιοπομπαίου τράγου. Ο κωμικός, όσο μακριά κι αν φαίνεται να βρίσκεται από τη θεοποίηση, τείνει προς αυτήν με τρόπο διαλεκτικό... Ο Τσάρλι Τσάπλιν μάς το αποκαλύπτει: από τη δεκαετία του '20 και μετά, η ιδιοφυΐα του μάς κάνει να νιώθουμε την αστεία και συνάμα τη σπαρακτική πτυχή του Σαρλώ. Ολόκληρη η εξέλιξη από τον Σαρλώ στον Καλβέρο (κεντρικός ήρωας της ταινίας Τα φώτα της ράμπας) είναι μια όλο και πιο συνειδητή προσέγγιση ενός χαρακτήρα έτοιμου να θυσιαστεί, που γίνεται κατανοητός στην αληθινή ανθρώπινη υπόστασή του. Από τη φύση της, η κωμική ταινία αγνοεί, όχι βέβαια τα πτώματα, τους σκελετούς και τα φαντάσματα, αλλά τον θάνατo. Επιπλέον, κατά την εξέλιξή της και για λόγους που ήδη αναφέραμε, προσανατολίζεται προς το χάπι εντ, δηλαδή την τελική αποφυγή της θυσίας του ήρωα.
 
Αντίθετα, ο Σαρλώ (με εξαίρεση το Modern Times [Οι μοντέρνοι καιροί]) ακολουθεί τη λογική κατεύθυνση της θυσίας: να παραχωρείς τη θέση σου σε κάποιον άλλο, να εγκαταλείπεσαι από εκείνη που αγαπάς και, τέλος, να πεθαίνεις. Άλλωστε, ο κωμικός ήρωας, εν μέρει υπό την επιρροή του Σαρλώ, αποκτά ιπποτικό χαρακτήρα. Στην προκινηματογραφική παράδοση, ο σαλτιμπάγκος βρίσκεται στον αντίποδα του ιππότη: ο Σάντσο Πάντσα είναι το αντίθετο του Δον Κιχώτη. Ο κινηματογράφος -και εδώ πρόκειται για ένα μαζικό φαινόμενο εκδημοκρατισμού- τείνει να προσδώσει στον κωμικό ήρωα ιπποτικό ρόλο. Ο Σαρλώ συνεχίζει την παράδοση του σαλτιμπάγκου, του σκλάβου που τρέμει και τη σκιά του, αλλά, όταν το απαιτεί ο έρωτας, γίνεται ο υπερασπιστής των ωραίων απειλούμενων υπάρξεων και τις σώζει. Όπως παρατηρεί ο Tyler Parker, ο Σαρλώ είναι ένα παράξενο κράμα Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα. Ο Ντάννυ Καίη, ο Φερναντέλ κ.ά. είναι επίσης μικροί μπουφόνικοι ιππότες. Ο Σαρλώ όμως, επωμιζόμενος τον ρόλο του ιππότη, τείνει να μεταμορφωθεί από εξαγνιστή σε λυτρωτή: από αποδιοπομπαίος τράγος γίνεται θεός του έρωτα, που θυσιάζεται για τον άλλο. Από τον έρωτα και για τον έρωτα, ο Σαρλώ θα αποδεχτεί και στη συνέχεια θα αναζητήσει τη θυσία. Από τον Σαρλώ μέχρι τον Καλβέρο, η εξέλιξη συνεχίζεται αμείλικτα, έως την αυτοθυσία. Ήδη, στο The Circus (Το τσίρκο), ο Σαρλώ χάνεται, αφήνοντας τους άλλους σε μια ευτυχία που κέρδισαν χάρη σε αυτόν. Στο City Lights (Τα φώτα της πόλης), αφήνεται να οδηγηθεί στη φυλακή, στερημένος το φως και τον ήλιο, για να μπορέσει να τα βρει η μικρή τυφλή. Ο Σαρλώ αφοσιώνεται με φυσικότητα στην ανάπηρη γυναίκα, τυφλή ή παράλυτη, στην απελπισμένη κοπέλα, στο παιδί, στον απόκληρο της κοινωνίας. Κάθε φορά, η θυσία του μετατρέπεται σε λύτρωση, σε νέα ζωή, σε ανάσταση για τον άλλο.
 
Στο Monsieur Verdoux (Ο κύριος Βερντού) εμφανίζεται για πρώτη φορά η απόλυτη εκπλήρωση της θυσίας: ο θάνατος. Στα Φώτα της ράμπας αναπτύσσεται με τρόπο μεγαλειώδη το ουσιώδες θέμα της λύτρωσης και της θυσίας, που φωτίζει αναδρομικά τον θάνατο του Βερντού, τη μοναξιά του πλάνητα, τις μπαστουνιές που έφαγαν όλοι οι Σαρλώ και όλοι οι σαλτιμπάγκοι από καταβολής κόσμου.





 


Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Περικλής Κοροβέσης, Δωσίλογοι και ΟΠΛΑ

του Περικλή Κοροβέση, Εφημερίδα των Συντακτών, αναδημοσιευμένο στον ιστότοπο Doc. T.v.23.4.2015

 
«Αν δεν μάθουμε πώς λειτουργεί η Ιστορία, δεν μπορούμε ποτέ να γίνουμε πολίτες».
 
Τι είναι η τρομοκρατία και τι οι τρομοκράτες;
Καθημερινά τα κανάλια μάς βομβαρδίζουν με αυτές τις δύο λέξεις, λες και είναι κάτι χειροπιαστό και αποσαφηνισμένο. Η λέξη «τρομοκρατία» εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, για να χαρακτηρίσει μεμονωμένες βομβιστικές ενέργειες αναρχικών στην Ευρώπη (εξ ου και η ταύτιση των αναρχικών με τη βία). Αλλά η αναρχία ιστορικά ήταν ένα επαναστατικό κίνημα, ανταγωνιστικό του μαρξισμού, και δεν είναι οι βίαιες ενέργειες που τη χαρακτηρίζουν. Ο Κροπότκιν είχε πει: «Μερικά κιλά δυναμίτη δεν πρόκειται να αλλάξουν την εξουσία αιώνων».
Ο όρος τρομοκρατία χρησιμοποιείται για τόσο διαφορετικά πράγματα που στάθηκε αδύνατο να βρεθεί νομικός ορισμός από κάποιο διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένου και του ΟΗΕ. Ίσως ο μόνος ορισμός που πλησιάζει την πραγματικότητα να είναι: «Τρομοκρατία είναι όταν οι άλλοι κάνουν αυτό που κάνουμε εμείς», δεν θυμάμαι ποιανού είναι αυτός ο ορισμός, αλλά τον βρίσκω σωστό. Και τι δεν έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατία: απελευθερωτικά κινήματα (Αλγερία, Βιετνάμ κ.λπ.)· τα κινήματα αντίστασης της Ευρώπης κατά του ναζισμού· τα αντιαποικιακά κινήματα και τόσα άλλα. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει κάποιον πατενταρισμένο τρομοκράτη να γίνει μετά πρωθυπουργός. Μονάχα στο Ισραήλ έχουμε δύο περιπτώσεις: τον Μεναχέμ Μπέγκιν και τον Ιτζάκ Σαμίρ. Αλλά δεν είναι μόνο αυτές. Στην Αλγερία έχουμε τον Μπεν Μπελά, που γίνεται ο πρώτος πρόεδρος της Αλγερινής Δημοκρατίας. Ακολουθούν ο Νέλσον Μαντέλα στη Νοτιοαφρικανική Ένωση, που γίνεται και αυτός πρόεδρος, και ο Χοσέ Μουχίκα που παίρνει το ίδιο αξίωμα στην Ουρουγουάη. Και όχι σπάνια οι χαρακτηρισμένοι επισήμως τρομοκράτες γίνονται επίσημοι διαπραγματευτές. Είναι οι περιπτώσεις του Τζέρι Άνταμς στην Ιρλανδία, του Αμπντουλάχ Οτσαλάν και άλλων λιγότερο γνωστών.
 
Και να έρθουμε στα καθ' ημάς  και να μπούμε στα δύσκολα.
Τι ήταν η κατοχική ΟΠΛΑ (Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκών Αγωνιστών); Τρομοκρατική οργάνωση ή αντιστασιακή; Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν ακόμα μια υπηρεσία του ελληνικού κατοχικού κράτους ή ελληνόφωνοι ναζί φαντάροι; (Ο ναζιστικός στρατός είχε στις γραμμές του πολλές εθνότητες). Σε αυτά τα δύο θέματα-ταμπού για την ελληνική κοινωνία, η ιστοριογραφία είναι πενιχρή. Η ΟΠΛΑ εγκαταλείφθηκε, και από το ίδιο το ΚΚΕ ελάχιστες είναι οι αναφορές σε αυτήν. Και ποτέ δεν πήρε τη θέση της δίπλα στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Για τον ένοπλο δωσιλογισμό, δηλαδή για τους ελληνόφωνους ναζί φαντάρους, ακόμα μεγαλύτερη σιωπή. Μήπως η Χρυσή Αυγή συνεχίζει αυτόν τον δωσιλογισμό που παρέμεινε συστατικό στοιχείο του κράτους και της κοινωνίας για πάνω από εφτά δεκαετίες; Σε αυτά τα ερωτήματα έρχονται να απαντήσουν δύο έξοχα βιβλία, γραμμένα από δύο νέους ιστορικούς, που δεν έζησαν τα γεγονότα και η βάση των βιβλίων τους είναι οι αντίστοιχες διατριβές τους.
Ο Ιάσων Χανδρινός για την ΟΠΛΑ («Το τιμωρό χέρι του λαού», εκδόσεις Θεμέλιο) και ο Δημήτρης Κουσουρής για τους δωσίλογους («Δίκες των δοσίλογων 1944-1949», εκδόσεις Πόλις). Και τα δύο βιβλία διαβάζονται σαν μυθιστορήματα και δεν έχουν τίποτα το ακαδημαϊκό, παρά την αυστηρή τους τεκμηρίωση. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν τις συγκρούσεις των ελληνόφωνων ναζί στρατιωτών με την ΟΠΛΑ ως κατοχικό εμφύλιο πόλεμο. Αυτό είναι αναθεώρηση της Ιστορίας. Οι τρεις κατοχικές κυβερνήσεις και τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν ναζιστικός μηχανισμός κατοχής, που έκανε την πιο βρόμικη δουλειά, για να σωθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα. Και αν προχωρήσουμε την ίδια λογική στα άκρα, θα μπορούσαμε να λέγαμε πως η αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ εναντίον των ναζί κατακτητών ήταν ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος.
 
Τι έγιναν οι δωσίλογοι;
Σε χοντρές γραμμές, μπορούμε να πούμε πως θεμελίωσαν το μετακατοχικό κράτος που καταλήγει στη χούντα. Ο περίφημος Μπουραντάς, αρχιβασανιστής επί κατοχής και διοικητής του διαβόητου Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας, αθωώνεται. Ο κατοχικός υπουργός Λούβαρις γίνεται ακαδημαϊκός. Ο Ζέρβας, που συνεργάστηκε με τους ναζί, έγινε μετά υπουργός και προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Αμερικανού πρέσβη ΜακΒι που διέκρινε στο πρόσωπό του «δικτατορικές και φασιστικές τάσεις». Και πολλά άλλα. Και εδώ είναι το δίκιο της Χρυσής Αυγής. Από την εποχή του Μεταξά μέχρι τη χούντα ήταν οι δικές της ιδέες που διαμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία. Και γι’ αυτό βγαίνει παραπονούμενη ως εγκληματική οργάνωση. Γιατί ο εγκληματίας Μπουραντάς να είναι αθώος κι εμείς υπόδικοι; Το πρόβλημα είναι πότε η αληθινή ιστορία θα μπει στα σχολεία και θα αφήσουμε στην άκρη τις μυθολογίες. Γιατί αν δεν μάθουμε πώς λειτουργεί η Ιστορία, δεν μπορούμε ποτέ να γίνουμε πολίτες. Οι Σουλιώτες δεν ήταν Έλληνες, ήταν Αλβανοί. Από το 1821 μέχρι το 1828 είχαμε τρεις εμφύλιους πολέμους. Πότε βρήκαμε τον καιρό να πολεμάμε τους Τούρκους; Το υπουργείο Παιδείας έχει τέτοιους προβληματισμούς;

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Πασκάλ Μπρυκνέρ, Το παράδοξο του έρωτα (Πατάκης)

Το κείμενο προέρχεται από το Doctv

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Γάλλους συγγραφείς. Γράφει εναλλάξ μυθιστορήματα και δοκίμια, αρθρογραφεί στο Νουβέλ Ομπσερβατέρ, είναι διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και διδάσκει ως καθηγητής επισκέπτης σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Συμμετείχε στον αναβρασμό του Μάη του ’68, τα ψέλνει εμμονικά στις φεμινίστριες και στην Ευρώπη που επαναπαύεται στον λήθαργό της κι έχει γράψει δοκίμια για την αέναη ευφορία της Δύσης και μια σειρά από τα σύγχρονα σύνδρομα που, όπως όλα δείχνουν, μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους Έλληνες αναγνώστες και ο ίδιος επισκέπτεται συχνά τη χώρα μας. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του, ξεχωρίζουν «Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα», «Το Θείο Βρέφος», «Η Μελαγχολική Δημοκρατία» και  «Αέναη Ευφορία.
 
«Δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές»
 
Η υπερβολή στην εποχή μας συνοψίζεται στο άπιαστο όνειρο: όλα σε ένα ή τα θέλω όλα. Ένα και μοναδικό πλάσμα πρέπει να συμπυκνώνει όλες μου τις προσδοκίες. Ποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοια απαίτηση; Η ιλιγγιώδης αύξηση των διαζυγίων στην Ευρώπη δεν οφείλεται στον εγωισμό μας αλλά στον ιδεαλισμό μας: είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο είναι δύσκολο να μείνουμε μόνοι. Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους. Από τον έρωτα δεν μένει παρά «το κεραυνοβόλο βλέμμα του θεού» (Αντρέ Μπρετόν) κι αυτό είναι το πρόβλημα. Παραφορτώνουμε το καράβι, το επενδύουμε με τόσες ελπίδες, ώστε τελικά ναυαγεί. Δεν υποφέρουμε από έλλειψη συναισθημάτων αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα.
Πιστεύω ακόμα στον μεγάλο έρωτα, ακούμε να λέμε. Όμως δεν έχει νόημα να πιστεύουμε σε μία αφηρημένη έννοια, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στα άτομα, τα ευάλωτα και ατελή άτομα. Αγαπώντας τον έρωτα καταλήγουμε στην εξιδανίκευσή του. Κάποτε αποκλεισμένος από τον γάμο, ο έρωτας-αίσθημα διαλύθηκε εκ των έσω προτού μπει σε κίνδυνο από τις υπερβολικές φιλοδοξίες -η βουλιμία του σηματοδοτεί και την απώλειά του. Από τότε που αφαιρέθηκαν τα εμπόδια που τον τροφοδοτούσαν με το να τον φρενάρουν, είναι υποχρεωμένος να βρει μόνος του τα μέσα για να ανανεωθεί. Πεθαίνει, όχι από τα εμπόδια που συναντά, αλλά από την εύκολη επιτυχία του. (...)
Πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη ασθένεια: η δαιμονική αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου που απογοητεύει και αντικαθίσταται από ένα άλλο, το οποίο με τη σειρά του επισκιάζεται από ένα τρίτο, ένα τέταρτο, μία σειρά από φλόγες που τρεμοσβήνουν κι ύστερα χάνονται για πάντα. Ενθουσιαζόμαστε, ψυχραινόμαστε, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Κάθε φορά υπερτιμάμε τα συναισθήματά μας, νιώθουμε ψευτοερωτοχτυπημένοι -όπως γράφει ο Σταντάλ, «πιστεύουμε ότι αγαπάμε κάποιον για όλη μας τη ζωή στη διάρκεια μίας και μοναδικής βραδιάς». Η αδελφή ψυχή δεν είναι ποτέ αρκετά ωραία, έξυπνη, σέξι, όλοι οι υποψήφιοι είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ο πρίγκιπας ήταν λοιπόν ένας τιποτένιος, η σεξοβόμβα μία ψυχρή νευρωτική, μία μέγαιρα. Αυτή είναι η κόλασή μας, αντίβαρο της προόδου: δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές.
 
΄Ετσι φτάνουμε στη μοναξιά. Μετά τα τριάντα, αντί να βρούμε το ονειρεμένο πλάσμα, καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και μασουλάμε πρόχειρα φαγητά περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι μοναχικές και πονεμένες ψυχές στο διαδίκτυο, που συμμετέχουν σε μία αγορά «δεύτερο χέρι»: χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι κάμποσες φορές «ερωτεύονται» έναν άγνωστο και είναι έτοιμοι να κάνουν τα ίδια λάθη, τις ίδιες εξωφρενικές επιλογές (…)
Το παράδοξο του έρωτα, εκδόσεις Πατάκης
Θα πεθαίνατε για κάποιον που αγαπάτε; Το ζήτημα όμως δεν μπαίνει έτσι, κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με κάποιον, όχι να πεθάνουμε. Η ρουτίνα της καθημερινότητας συνεπάγεται τη συνέπεια της κάθε στιγμής και κάνει ανώφελη την εξονυχιστική εξέταση της κάθε χειρονομίας, της κάθε ακραίας ή τυχαίας κίνησης. Κάποτε η συναισθηματική αγωγή συνίστατο στην αποφυγή της απογοήτευσης: έπρεπε να βρούμε τον δρόμο μας στους μαιάνδρους της καρδιάς, να μην παραδοθούμε στις παρορμήσεις, να αντιμετωπίσουμε τις χίμαιρες της νιότης και να επιλέξουμε ένα πνευματικό και ηθικό δρομολόγιο. Όλη η φιλολογία μάς διδάσκει, αντιθέτως, πώς να ανασκαλεύουμε τη φωτιά, πώς να φλεγόμαστε... Ανατροπή σε σχέση με την κλασική εποχή: η κλασική εποχή φοβόταν τα μεγάλα πάθη, που προκαλούν δυστυχία - εμείς φοβόμαστε τη χλιαρότητα. Στην πραγματικότητα, δεν φοβόμαστε πια την αναρχία της συμπεριφοράς, αλλά την εξάλειψη των συγκινήσεων. Αυτό που επιζητούμε είναι το πάθος - ποιητικό, ευτυχισμένο- χωρίς τις μοιραίες του συνέπειες....


Απόσπασμα από το βιβλίο του Πασκάλ Μπρικνέρ, Το παράδοξο του έρωτα. 



 

  




Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ο ‘Αγγελος Τσέκερης μας εξηγεί την αλλιώτικη ιστορία του Νίκου Ζαχαριάδη



«Τον Σεπτέμβριο του 1955, στην κοινότητα των πολιτικών προσφύγων της Τασκένδης ξέσπασαν πρωτοφανείς ταραχές ανάμεσα σε “ζαχαριαδιακούς” και “αντιζαχαριαδικούς”. Από τους 17.000 χιλιάδες πρώην μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, άντρες και γυναίκες που αποτελούσαν την κοινότητα, στα επεισόδια πήραν μέρος περίπου 3.000 άνθρωποι. Τα γεγονότα, που συγκλόνισαν την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν και ανάγκασαν τους Σοβιετικούς να επέμβουν για την αποκατάσταση της τάξης, δεν έγιναν ιδιαίτερα γνωστά στην Ελλάδα, καθώς συνέπεσαν με το προγκρόμ και την καταστροφή των ελληνικών περιουσιών στην Κωνσταντινούπολη».

Η ανάγνωση της παραπάνω ιστορίας οδήγησε έναν δημοσιογράφο να γράψει ένα βιβλίο για μία από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της εγχώριας πολιτικής σκηνής, για τον ηγέτη του Κομμουνιστικό κόμματος που λατρεύτηκε όσο κανείς από τη βάση του και καθαιρέθηκε εν μια νυκτί από τους σοβιετικούς μηχανισμούς, οδηγώντας τον στην αυτοκτονία. Ο Άγγελος Τσέκερης, έχοντας ως αφετηρία το ανοιχτό γράμμα του κρατούμενου στις φυλακές της Κέρκυρας Νίκου Ζαχαριάδη, αποδομεί τα στερεότυπα πάνω στα οποία τα κομμουνιστικά ρεύματα κατέγραψαν τα γεγονότα και γράφει «Μια ιστορία αλλιώς» για το κίνημα, τις εσωτερικές του συγκρούσεις,  την ηθική της Αριστεράς και των ανθρώπων της. 
 αφορμή που οδήγησε στο βιβλίο.
 

Νομίζω πως όταν κάποιος είναι πολιτικοποιημένος διαβάζει ιστορία ψάχνοντας απαντήσεις, γιατί προσπαθεί να αναθεωρήσει τα όσα ήδη γνωρίζει ή γιατί ψάχνει την “καταγωγή” του. Για την συγκεκριμένη περίοδο λοιπόν έχουν γραφτεί πάρα πολλά, αυτό όμως που μου κίνησε την περιέργεια είναι η ιστορία της ελληνικής κοινότητας στην Τασκένδη. Επειδή λοιπόν αυτή η περίοδος συνδέεται με τον Ζαχαριάδη, κατέγραψα και τη δική του πορεία, άρχισα να κρατάω σημειώσεις για να μην ξεχάσω αυτά που διάβαζα και κάπως έτσι προέκυψε το βιβλίο. Το είχα αφήσει στην άκρη για αρκετό καιρό και το ανέσυρα όταν ο πατέρας μου βρέθηκε σε μια φάση πτώσης, είχε γεράσει πάρα πολύ αλλά καθώς παρέμενε πιστός στο ΚΚΕ, έφερα στην επιφάνεια το βιβλίο για να τον ενεργοποιήσω.
Όταν τελείωσε ο εμφύλιος, χιλιάδες Έλληνες κομμουνιστές μεταφέρθηκαν στην Τασκένδη σαν πολιτικοί πρόσφυγες. Ο Στάλιν είχε δημιουργήσει εκεί ένα βιομηχανικό κέντρο που προμήθευε όλη τη Σοβιετική Ένωση με βαμβάκι. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι να οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό, άρχισαν όμως να αναπτύσσονται μεταξύ τους εσωτερικές αντιθέσεις που σχετίζονταν με την ήττα του εμφυλίου πολέμου. Επειδή οι άνθρωποι ξαναγράφουν την ιστορία τους προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουν ως ιδεολογικό εργαλείο, η σύγκρουση εκείνη κληρονομήθηκε στη δική μου γενιά ως μια σύγκρουση καλών και κακών όπου οι κακοί, οι «ζαχαριαδικοί» δηλαδή, βρέθηκαν εκτός ιστορίας».
 
Ο Ζαχαριάδης, οι άλλοι και η αριστερή ηθική. 
«Για τον Ζαχαριάδη έχουν γραφτεί πολλά, είναι κατά γενική ομολογία ο ηγέτης του ΚΚΕ με τη μεγαλύτερη εμβέλεια. Αυτό που κατάλαβα γράφοντας το βιβλίο είναι πως είχε κοινή αφετηρία με άλλες προσωπικότητες, οι οποίες έπαιξαν ρόλο στα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα βοηθώντας τα να γίνουν πιο δημοκρατικά, πιο μεταρρυθμιστικά, πιο απείθαρχα στη Σοβιετική Ένωση. Το γεγονός που ξεχωρίζει τον Ζαχαριάδη από τον Καρίγιο, τον  Τολιάτη και τον Τορές και ανακόπτει την πορεία του είναι το ότι στην Ελλάδα γίνεται πόλεμος, τελειώνει δηλαδή το πολιτικό παιχνίδι και ο κόσμος παίρνει τα όπλα. Στην ιστορία δεν υπάρχει “αν”, παρόλα αυτά έκανα μια ερώτηση: Αν είχε αποφευχθεί ο εμφύλιος, ο Ζαχαριάδης θα είχε παίξει εντελώς διαφορετικό ρόλο και θα είχε μείνει στην ιστορία ως ένας άλλος; Στο κομμουνιστικό κίνημα μέχρι το ‘89 υπήρχαν δυο μεγάλα ρεύματα, εκείνο που θεωρούσε το Ζαχαριάδη επαναστάτη που έκανε λάθη και εκείνο που τον έβλεπε σαν δαίμονα που εξόντωσε τους αντιπάλους του και έκανε αίσχη για να τιμωρηθεί τελικά με τις μεθόδους που ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει παλαιότερα. Πιστεύω λοιπόν πως αυτή η υπόθεση εργασίας θα εξόργιζε και τις δύο πλευρές.
Είχε αυτοπεποίθηση και συναίσθηση της ηγετικής του εμβέλειας, γεγονός που τον διευκόλυνε να κάνει ελιγμούς και να είναι ανοιχτός σε συνεργασίες με το κέντρο. Από την άλλη μεριά δε μπόρεσε να διαχειριστεί δημοκρατικά κάθε ήττα του, με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε μεθόδους καχύποπτες, σκληρά αμυντικές και αυτοκαταστροφικές. Πίστευε πάντα πως υπάρχει εντός του κόμματος κάποιος χαφιές και κάθε φορά που “εξόντωνε” κάποιον, είτε αυτός ήταν ο Πλουμπίδης είτε ο Καραγιώργης, είχε την αίσθηση ότι τον βρήκε. Μετά το θάνατο του Στάλιν, ο Χρουστσόφ ρίχνει τον Ζαχαριάδη με τρόπο που δεν ταίριαζε στο κομμουνιστικό τυπικό. Το κόμμα τον θέτει στο περιθώριο και οι ίδιοι άνθρωποι που μέχρι ένα μήνα τον υποστήριζαν, τον καταδικάζουν και να τον διαπομπεύουν, αφού η Σοβιετική Ένωση τους αναγκάζει να κατεβάσουν το κεφάλι, να αλλάξουν γνώμη και εκείνοι το αποδέχονται πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Έχει καταγραφεί έντονα το γεγονός πως εκτοπίστηκε χωρίς να δικαστεί κι πέθανε μόνος του στη Σιβηρία καθώς και το ότι οι οπαδοί του ξεκόπηκαν από το κομμουνιστικό κόμμα με επέμβαση των σοβιετικών, παρότι αποτελούσαν την πλειοψηφία εντός του.
Εσύ λες πως έχεις κακή άποψη για τον Ζαχαριάδη, έχεις σκεφτεί ποτέ όμως πως την έχεις διαμορφώσει; Κάθε ρεύμα της αριστεράς προκειμένου να προσδιορίσει τον εαυτό του πήρε την ιστορία και την ερμήνευσε μ’ έναν τρόπο, που μπορεί να είναι σωστός. Αυτό που προσπαθεί να αναδείξει το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το ότι οι συγκρούσεις είναι πιο σύνθετες από ότι τις αντιλαμβανόμαστε και πως δίκιο δεν έχει πάντα μόνο η μία πλευρά, αυτό μάλλον έχει να προσφέρει σε έναν νέο αριστερό που τον ενδιαφέρει να διαβάσει ιστορία. Επίσης πιστεύω πως δεν έχει να δώσει επιχειρήματα και να χρησιμεύσει στους ιδεολογικούς αντιπάλους, αφού σε όλες τις ιστορίες -τόσο εκείνων που υποστήριξαν τον Ζαχαριάδη όσο και εκείνων που τον έριξαν- η αριστερή ηθική είναι παρούσα, ακόμη και όταν παραβιάζεται για λόγους αυτοπροστασίας. Υπάρχει η στιγμή που το κόμμα λέει “πρέπει να φάμε τον τάδε”. Για κάποιον ήταν σωστό να τον υπερασπιστεί, για κάποιον άλλον το να μην εκθέσει το κόμμα την ώρα της ήττας του. Ο καθένας έχει μια δική του ηθική η οποία όμως είναι πάντα και παντού παρούσα και όλοι τους λειτουργούσαν υπό τον όρο της συντροφικότητας».
 
Ποιος φταίει για τον εμφύλιο;
«Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι το ΚΚΕ βρέθηκε σε αδιέξοδο πριν τον εμφύλιο, η Ελλάδα ήταν το μοναδικό κράτος της περιόδου στο οποίο επιβιώνουν συνεργάτες των Γερμανών στη μετακατοχική κυβέρνηση, κανονικοί φασίστες δηλαδή. Σίγουρα λοιπόν δεν έχει βάση η πεποίθηση πως από τη μία πλευρά ήταν η δημοκρατία, το μέλλον και η ανεκτικότητα και από την άλλη ένα σκληρό κομμουνιστικό καθεστώς. Οι αριστεροί θεωρούν τον εμφύλιο μια ιστορία αξιοπρέπειας, αν αναλογιστεί κανείς πως οι νεκροί του δημοκρατικού στρατού ήταν κατά πολύ παραπάνω κάθε φορά από την στρατιωτική του δύναμη. Δεν ξέρω τι θα είχε γίνει αν κέρδιζαν, αλλά δε σκοπεύω να χαρίσω σε κανέναν μια σκληρή αυτοκριτική εφόσον το άλλο στρατόπεδο δεν έχει νιώσει ποτέ την ανάγκη να κάνει τη δική του, για τα εγκλήματα και τους ανθρώπους που εκτέλεσε».
 
Η Αριστερά του τότε, οι προσωπικότητές της και η σημερινή της εικόνα.
«Εκτός από τον Ζαχαριάδη, όλες οι μεγάλες προσωπικότητες της Αριστεράς είναι αμφιλεγόμενες, η γενιά δηλαδή της εθνικής αντίστασης, οι άνθρωποι που αναδείχθηκαν σε ηγετικές θέσεις του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού αργότερα. Ο Κύρκος -παρότι σκέφτομαι εκ των υστέρων τη γραμμή που ακολούθησε και διαφωνώ -ήταν ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, είχε μια εμβέλεια πολλή μεγαλύτερη από το κόμμα που εκπροσωπούσε και κατάφερε να το στηρίξει σε δύσκολες εποχές βασισμένος αποκλειστικά στο κύρος του. Ο Φλωράκης ήταν εκείνος που συνέστησε το μεταεμφυλιακό ΚΚΕ στην κοινωνία. Συγκροτημένος, με χιούμορ και καθαρό λόγο υπήρξε ένας αξιοσέβαστος αγωνιστής ο οποίος κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη ανθρώπων που δεν συμπαθούσαν τον κομμουνισμό, αλλά έπρεπε να συνηθίσουν πως το κόμμα πλέον έχει ανοίξει γραφεία στη γειτονιά. Μετά την απόσυρση αυτής της γενιάς δεν είμαι σίγουρος ότι έχουν υπάρξει τέτοια πρόσωπα. Αν καταφέρει η σημερινή Αριστερά να υλοποιήσει όσα έχει υποσχεθεί στον κόσμο που την εμπιστεύτηκε, ίσως κάποιοι από αυτούς που παίζουν ρόλο σήμερα να κερδίσουν μια θέση στη μνήμη των ανθρώπων αύριο.
Υπάρχουν προκαταλήψεις απέναντι στην Αριστερά, νομίζω όμως πως οι περισσότερες από αυτές σχετίζονται με τα αριστερόστροφα εκφυλιστικά φαινόμενα του ΠΑΣΟΚ. Λιγότεροι είναι δηλαδή εκείνοι που σκέφτονται τα γεγονότα του εμφυλίου και περισσότεροι αυτοί που θυμούνται τους συνδικαλιστές του ‘81. Η σημερινή Αριστερά δεν σχετίζεται με αυτό της το παρελθόν αφού δεν στοχεύει στο να αλλάξει το σύστημα αλλά στο να εφαρμόσει πιο δίκαιους κανόνες στο ήδη υπάρχον. Δεν ξέρω αν θα τα σαρώσει όλα, αλλά αν βρει τους σωστούς συμμάχους και έχει την υποστήριξη του κόσμου νομίζω ότι μπορεί να θέσει κάποιους όρους εντός της Ευρώπης, αλλάζοντας τους συσχετισμούς που γράφουν την ιστορία».

Το βιβλίο του Άγγελου Τσέκερη «Μια ιστορία, αλλιώς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ταξιδευτής. Η συνέντευξη προέρχεται από τον ιστότοπο  Propaganda.gr, 18.4.2015.



Stephane Carlier, Η Κλάρα διαβάζει Προυστ (Ίκαρος)

  Όλη τη νύχτα ονειρευόταν ένα κουδούνι κρεμασμένο στην πόρτα ενός κήπου,  το θρόισμα ενός φορέματος από μουσελίνα σε μια σκάλα,  καμπάνες π...