Στη Χιλή, στις αρχές
της δεκαετίας του ΄90, λίγα χρόνια μετά από την πτώση της σκληρής δικτατορίας
του Αουγκούστο Πινοσέτ, ένα ζευγάρι προσπαθεί να επουλωσει τα τραύματα από τις
οδυνηρές εμπειρίες που άφησε στη ζωή τους η πολιτική περιπέτεια του
πρόσφατου παρελθόντος.
Την ήρεμη, εκ πρώτης
όψεως, καθημερινότητά τους διαταράσσει ένα απρόσμενο
γεγονός: ένα βράδυ ο άνδρας, ανερχόμενος δικηγόρος, πολιτευτής και μέλος
επιτροπής διερεύνησης των εγκλημάτων της δικτατορίας, φέρνει στο σπίτι
έναν επισκέπτη, του οποίου το αυτοκίνητο παρουσίασε μηχανική βλάβη στη μέση του
πουθενά. Στο πρόσωπο του φιλοξενούμενου η γυναίκα, η Παολίνα
Εσκομπάρ, αναγνωρίζει τον βασανιστή της, τον δρ. Μιράντα, τον άνθρωπο που τη
βασάνιζε απάνθρωπα στη φυλακή της δικτατορίας με μουσική υπόκρουση το έργο του
Φράντς Σούμπερτ, «Ο θάνατος και η Κόρη». Η γυναίκα, η πολιτική κρατούμενη
του αντιδικτατορικού αγώνα, αποφασίζει να δικάσει η ίδια στο
σπίτι της τον βασανιστή και βιαστή της. Τον ακινητοποιεί, τον φιμώνει και τον
απειλεί με όπλο. Επιδιώκει να αποδώσει τη δικαιοσύνη που δεν είχε αποδοθεί
από τις δικαστικές αρχές της πατρίδας της.
Η απόφασή αυτή
δοκιμάζει τις ηθικές και τις πολιτικές της αξίες αλλά και την ίδια τη λογική.
Είναι, πράγματι, ο παράξενος φιλοξενούμενος ο βασανιστής της; Μπορεί να είναι
σίγουρη; Έχει, άραγε, το δικαίωμα να επιβάλει σε δημοκρατικούς
καιρούς, ό,τι απάνθρωπο αυτός της επέβαλε τον καιρό της δικτατορίας;
Έχει ηθική και πολιτική νομιμοποίηση αυτή η πράξη; Είναι
πράξη δικαιοσύνης; Είναι εκδίκηση; Μήπως είναι καθαρή πολιτική πράξη,
από τη στιγμή που άνθρωποι σαν τον βασανιστή δρ. Μιράντα, εξακολουθούν να
κυκλοφορούν ελεύθεροι; Ποιος ο ρόλος που παίζει ο άνδρας της Παολίνα;
Το έργο αυτό
θίγει μέσα από τρομακτικές υπαρξιακές συνθήκες και φοβερά
διλήμματα, ζητήματα όπως η αυτοδικία και η δικαιοσύνη, ο αγώνας για
τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία αλλά και εκείνο της ατιμωρησίας
των βασανιστών της δικτατορίας, και όχι μόνο της χιλιανής. Κυρίως, όμως, θίγει
την αναγκαιότητα της μνήμης. Ένα είναι βέβαιο: οι λαοί δεν πρέπει να ξεχνούν.
Ο Άριελ Ντόρφμαν, γεννήθηκε στην
Αργεντινή το 1942, όμως έζησε στη Χιλή, ως χιλιανός πολίτης, μέχρι το
αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του Πινοσέτ, που ανέτρεψε και δολοφόνησε τον
πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε. Το έργο του είναι μια άγρια καταγγελία των φασιστικών
μεθόδων, της απάνθρωπης βίας και των βασανιστηρίων αλλά και της ατιμωρησίας των
βασανιστών, οι οποίοι και στη δημοκρατία κυκλοφορούν ελεύθεροι, μεταμφιεσμένοι
σε φιλήσυχους και νομοταγείς πολίτες.
Το έργο αρ.14 για κουαρτέτο εγχόρδων του Φραντς Σούμπερτ, γνωστό ως «Ο θάνατος και η κόρη», γράφτηκε το 1824, έναν
χρόνο αφότου ο Αυστριακός συνθέτης είχε εμφανίσει τα πρώτα συμπτώματα της
ανίατης νόσου που θα τον οδηγούσε στον θάνατο το 1828. Η συνειδητοποίηση
της μη αναστρέψιμης πορείας του προς το οριστικό τέλος, του προκάλεσε βαθιά
κατάθλιψη. Κι όμως παρά την κακή σωματική και ψυχική του κατάσταση, αλλά και
τις εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές συνθήκες που αντιμετώπιζε, ο Σούμπερτ συνέχισε
να συνθέτει εμπνευσμένες μελωδίες. Αυτό συνέβη και με το Κουαρτέτο που
τιτλοφορήθηκε «Ο θάνατος και η κόρη» από το ομώνυμο λίντ που είχε συνθέσει ο
Σούμπερτ το 1817, χρησιμοποιώντας την βασική του μελωδία και στο δεύτερο μέρος
του Κουαρτέτου Εγχόρδων. Ολόκληρο το έργο διαπνέεται πάντως από την
σκοτεινή σκέψη του θανάτου, γεγονός που φορτίζει μεταφυσικά μία σύνθεση που
όταν εκδόθηκε (1831) και παίχτηκε δημοσίως αποδείχτηκε μεγαλειώδης και έκτοτε
παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής.
Το έργο παρουσιάζεται
κατά καιρούς στο αθηναϊκό κοινό. Προσωπικά το παρακολούθησα στα μέσα της
δεκαετίας του '90 και με είχε συγκλονίσει. Μεταφέρθηκε και στον
κινηματογράφο από τον Ρομάν Πολάνσκυ με πρωταγωνιστές τη Σιγκούρνυ Γουίβερ και
τον Μπεν Κίνγκσλεϋ.