Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Gunter Grass, Το τενεκεδένιο ταμπούρλο (Πατάκης)

του Αναστάση Βιστωνίτη, Το Βήμα, 2.9.2007


Το σοκ που προκάλεσε το Τενεκεδένιο ταμπούρλο στη μεταπολεμική Γερμανία το 1959, όταν πρωτοεκδόθηκε ήταν ανάλογο και της τεράστιας κυκλοφοριακής επιτυχίας του. Μέσα σε έναν χρόνο μόνο η γερμανική έκδοση του μυθιστορήματος ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 300.000 αντίτυπα. Ηταν η πλέον ευφάνταστη αλληγορία για τη ναζιστική Γερμανία, τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις τύψεις και το αίσθημα ενοχής των Γερμανών για τη χιτλερική εποχή. Ο συγγραφέας του Γκύντερ Γκρας ήταν τότε μόλις 32 ετών, είχε δημοσιεύσει ένα βιβλίο με ποιήματα, είχε δοκιμάσει την τύχη του ως θεατρικός συγγραφέας χωρίς να πετύχει σπουδαία πράγματα και ξαφνικά η φήμη του μέσα σε μια μέρα εκτοξεύθηκε στα ύψη. Εκτοτε, κάθε βιβλίο του προκαλούσε έντονες συζητήσεις, ύμνους από την κριτική αλλά όχι σπάνια και οργισμένες αντιδράσεις. Πάντως, ουδέποτε ο Γκρας περνούσε απαρατήρητος. Πέρυσι, στα 80 του χρόνια, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι και προκάλεσε σάλο, αφού ομολογούσε εκεί ότι στα 16 του χρόνια υπήρξε μέλος των διαβόητων χιτλερικών Βάφεν Ες Ες. Ορισμένοι μάλιστα δεν δίστασαν να ζητήσουν να του αφαιρεθεί το βραβείο Νομπέλ που του είχε απονεμηθεί το 1999. Παλαιότερα επίσης είχαν προκαλέσει σάλο, ιδιαίτερα ανάμεσα στους πολίτες και τους διανοούμενους της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, οι απόψεις του ότι μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου οι δύο Γερμανίες, Ανατολική και Δυτική, δεν θα έπρεπε να επανενωθούν ή τουλάχιστον αυτό δεν θα έπρεπε να γίνει αμέσως, γιατί δεδομένου του χιτλερικού παρελθόντος της χώρας κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο για την Ευρώπη.       Γεννημένος το 1927 στην τότε Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ (το σημερινό Γκντανσκ) είχε μια περιπετειώδη ζωή με πολλές στερήσεις. Σπούδασε γλυπτική και γραφικές τέχνες αλλά τις άσκησε περιστασιακά, όταν ήταν πολύ νέος, κερδίζοντας μετά βίας τα προς το ζην. Η μοίρα ωστόσο είχε αποφασίσει αλλιώς. Ο Γκρας θα γινόταν ο διασημότερος και προκλητικότερος πεζογράφος της μεταπολεμικής Γερμανίας. Για πολλά χρόνια ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στους κόλπους του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και δημοσίευσε πλήθος πολιτικά άρθρα και δοκίμια. Υπήρξε στενός φίλος του Βίλι Μπραντ και άλλων επιφανών στελεχών του κόμματος, ενώ δεν έπαψε να γράφει μυθιστορήματα, επιτυχημένα μεν αλλά όχι της ίδιας αξίας με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο το οποίο αναμφισβήτητα αποτελεί το κορυφαίο έργο του και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα παγκοσμίως μυθιστορήματα της μεταπολεμικής εποχής. Η σημασία του υπήρξε τεράστια για τα ευρωπαϊκά γράμματα γιατί είναι το πρώτο μυθιστόρημα που σπάει την παράδοση του εσωτερικού μυθιστορήματος και, όπως λέει ο Τζορτζ Στάινερ, ο Γκρας συνεχίζει εκεί όπου σταμάτησε ένας άλλος προπολεμικός συγγραφέας της Γερμανίας, ο Αλφρεντ Ντέμπλιν, με το κορυφαίο του μυθιστόρημα Βερολίνο, Αλεξάντερπλατς.

Από τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Γκρας ξεχωρίζουν Η γάτα και το ποντίκι (1963) και τα Σκυλίσια χρόνια (1965). Αυτά, μαζί με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο, αποτελούν τη λεγόμενη Τριλογία του Ντάντσιχ. Η αυτοβιογραφία του είναι ένα ειλικρινές και συγκινητικό βιβλίο που δεν αποκαλύπτει μόνο το ναζιστικό «παρελθόν» του αλλά και πολλές πτυχές της ζωής του, την προσπάθειά του να εκφραστεί, να βρει τον δρόμο του και να βάλει σε τάξη τη ζωή του.

Στο Τενεκεδένιο ταμπούρλο διαβάζουμε την ιστορία ενός νάνου ονόματι Οσκαρ, γιου μπακάλη, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον μέσο Γερμανό. Ο νάνος του Γκρας, από τις εκπληκτικότερες φιγούρες του μεταπολεμικού μυθιστορήματος, δεν μιλάει αλλά βγάζει κάτι παράξενες τσιρίδες ικανές να κομματιάσουν οποιοδήποτε γυαλί. Ο Οσκαρ έχει ένα τενεκεδένιο ταμπούρλο που το λατρεύει και το χτυπά όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Τα χρόνια περνούν, ο νάνος μεγαλώνει αλλά έχει πάψει να ψηλώνει από τα τρία του χρόνια. Ερχεται ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος και η μεταπολεμική εποχή αλλά ο τρομερός νάνος συνεχίζει να χτυπάει το ταμπούρλο του και στο τέλος καταδικάζεται για φόνο και καταλήγει στο ψυχιατρείο.

Ποιος είναι ο Οσκαρ και τι είναι το ταμπούρλο του δεν δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε. Ο Οσκαρ είναι μια διαστροφική εκδοχή του Πίτερ Παν. Εδώ όμως ο κάπτεν Χουκ και οι πειρατές του παραμυθιού έχουν αντικατασταθεί από τους ναζιστές και το μυθιστόρημα του Γκρας λειτουργεί ως γκροτέσκα και βιτριολική αλληγορία για τη Γερμανία, τον πόλεμο, το ναζιστικό καθεστώς και τη μεταπολεμική εποχή των τύψεων που ακούγονται κάτω από τα χτυπήματα του τενεκεδένιου ταμπούρλου.

 Η πολιτική μεταφορά του Γκρας είναι μεγαλειώδης: όπως δεν μεγαλώνει ο Οσκαρ έτσι δεν ενηλικιώνεται και η κοινωνία στην οποία ζει. Ο συγγραφέας επιχειρεί και επιτυγχάνει τον ευφυέστερο και δυσκολότερο συνδυασμό: τη σαρκαστική ανάκληση του παρελθόντος με την πικρή και μακάβρια ανάγνωση του παρόντος. Γι' αυτό άλλωστε το βιβλίο δεν μας λέει μόνο τι ήταν η Γερμανία της χιτλερικής εποχής και του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος, αλλά συνιστά και ένα υπερμεγεθυσμένο ηθικό σχόλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της μικροαστικής ηθικής μέσα από την οποία ξεπήδησε το χιτλερικό άγος. Και σαν όλα τα μεγάλα έργα αυτού του είδους, όπως το καλλιέργησαν ο Στερν, ο Ραμπελέ και ο Τζόναθαν Σουίφτ, προκαλεί σαρκαστικά γέλια και ταυτοχρόνως ξύνει πληγές. Δεν είναι περιττό να πούμε ότι το χειμαρρώδες αυτό μυθιστόρημα διαβάζεται σχεδόν απνευστί.

 

 

 






Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Eduardo Galeano, Ένας κόσμος ανάποδα



Στις 13 Απριλίου του 2015, ο Ουρουγουανός λογοτέχνης Εντουάρντο Γκαλεάνο έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών. Εχθρός των απολυταρχικών καθεστώτων (με το έργο του να απαγορεύεται σε περιπτώσεις όπως του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ουρουγουάη το ‘73 και αργότερα στην Αργεντινή), φίλος του ποδοσφαίρου και της ριζοσπαστικής, ελεύθερης πλευράς της  λατινοαμερικάνικης ιστορίας, θιασώτης του κόσμου «όπου κάθε νύχτα θα τη ζούμε σαν να ‘ναι η τελευταία και την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας».
 
Με γραφή που συνδυάζει τη δημοσιογραφία, την πολιτική επιστήμη, την ιστορία και το μυθιστόρημα ο Γκαλεάνο υπήρξε πραγματικός εκπρόσωπος της ανυπόταχτης Λατινικής Αμερικής. Όπως δήλωσε κάποτε ο ίδιος: «είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απηχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδα περιφρονημένη και αγαπητή». 
 
Ο πιο πολιτικός συγγραφέας της Λατινικής Αμερικής, η «φωνή αφύπνισής» της, όπως χαρακτηρίστηκε ο Γκαλεάνο, ο βαθιά ουμανιστής στοχαστής, ο ανατροπέας της ιστορίας, έστησε «Καθρέφτες» στην ιστορία και φανέρωσε «έναν κόσμο ανάποδα» στα εκατομμύρια των πιστών και φανατικών αναγνωστών του.
 
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάη, μέλος μίας οικογένειας με ευρωπαϊκή καταγωγή, που ανήκε στη μεσαία τάξη και ήταν καθολική. Όταν ήταν νέος είχε δουλέψει ως εργάτης εργοστασίου, ελαιοχρωματιστής, ταχυδρόμος, δακτυλογράφος και άλλα. Στα 14 του πούλησε την πρώτη του πολιτική γελοιογραφία στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ελ Σολ» του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ουρουγουάης. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ως συντάκτης του «Μάρτσα», ένα εβδομαδιαίο περιοδικό με το οποίο συνεργάστηκαν οι Μάριο Βάργκας Γιόσα, Μάριο Μπενεδέτι, Μανουέλ Μαλδονάδο, Ντένις και Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ. Υπήρξε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Έποκα» δύο χρόνια.
 
Στο πραξικόπημα της 27ης Ιουνίου 1973, ο Γκαλεάνο φυλακίστηκε και αναγκάστηκε να αφήσει την Ουρουγουάη. Το βιβλίο του «Οι ανοιχτές πληγές της Λατινικής Αμερικής» λογοκρίθηκε από τα στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα της Ουρουγουάης, της Αργεντινής και της Χιλής. Έζησε στην Αργεντινή όπου ίδρυσε το πολιτιστικό περιοδικό «Κρίσις». Το 1976, παντρεύεται για τρίτη φορά, ενώ παράλληλα προστίθεται στη λίστα αυτών που θα αντιμετώπιζαν το εκτελεστικό απόσπασμα του Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα, ο οποίος ανέλαβε την κυβέρνηση μετά από πραξικόπημα. Πηγαίνει στην Ισπανία, όπου γράφει τη διάσημη τριλογία του, «Μνήμες Φωτιάς», το 1984.
 
Στις αρχές του 1985, ο Γκαλεάνο επιστρέφει στο Μοντεβιδέο. Το 2004, ο Γκαλεάνο στηρίζει τη νίκη της αριστερής συμμαχίας «Ευρύ Μέτωπο» και του Ταμπαρέ Βάσκες. Γράφει ένα άρθρο στο οποίο αναφέρει ότι ο κόσμος ψήφισε χρησιμοποιώντας την κοινή λογική. Το 2005, ο Γκαλεάνο, μαζί με αριστερούς διανοούμενους, όπως ο Ταρίκ Άλι και ο Αδόλφο Πέρες Εσκιβέλ συμμετέχουν στη συμβουλευτική επιτροπή του νεοσύστατου λατινοαμερικανικού καναλιού «Τελεσούρ».
  

Ένας κόσμος ανάποδα (μικρό απόσπασμα)
Παρότι δεν μπορούμε να μαντέψουμε πως θα είναι τα επόμενα χρόνια, έχουμε τουλάχιστον το δικαίωμα να ονειρευτούμε πώς θα θέλαμε να είναι. Το 1948 και το 1976 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών διατύπωσε οικουμενικές διακυρήξεις με εκτενείς καταλόγους ανθρώπινων δικαιωμάτων αλλά η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα εκτός από το δικαίωμα να βλέπει, να ακούει και να σιωπά. Τι θα γίνει αν αρχίσουμε να ασκούμε το δικαίωμα στο όνειρο που δεν διακυρήχθηκε ποτέ; Τι θα γίνει αν για μια στιγμούλα αφεθούμε στο παραλήρημα; Ας διαπεράσει το βλέμμα μας το όνειδος και ας ονειρευτούμε έναν άλλο κόσμο όπου:
Ο αέρας θα είναι καθαρός, απαλλαγμένος από το μικρόβιο του ανθρώπινου φόβου και από τα ανθρώπινα πάθη. Στους δρόμους τα σκυλιά θα συνθλίβουν αυτοκίνητα. Τους ανθρώπους δεν θα τους ελέγχει το αυτοκίνητο, δε θα τους προγραμματίζει ο υπολογιστής, δε θα τους εξαγοράζει το σούπερ μάρκετ, δε θα τους παρακολουθεί η τηλεόραση. Η τηλεόραση θα πάψει να είναι το πιο σημαντικό μέλος της οικογένειας και θα της συμπεριφερόμαστε όπως στο σίδερο ή το πλυντήριο ρούχων. Οι άνθρωποι θα δουλεύουν για να ζήσουν, αντί να ζουν για να δουλεύουν. Στους ποινικούς κώδικες θα ενταχθεί και το αδίκημα της βλακείας, το αδίκημα που διαπράττουν όσοι ζουν για να έχουν ή για να κερδίζουν, αντί να ζουν απλώς και μόνο για να ζουν, σαν τα πουλιά που κελαηδούν χωρίς να ξέρουν ότι κελαηδούν και σαν τα παιδιά που παίζουν χωρίς να ξέρουν ότι παίζουν. Σε καμιά χώρα δεν θα φυλακίζονται οι νέοι που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία αλλά εκείνοι που θα θέλουν να την υπηρετήσουν. Οι οικονομολόγοι δε θα ονομάζουν επίπεδο ζωής το επίπεδο κατανάλωσης, ούτε ποιότητα ζωής την ποσότητα των υλικών αγαθών. Οι μάγειροι δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους αστακούς να τους βράζουν ζωντανούς. Οι ιστορικοί δεν θα πιστεύουν ότι η εισβολή σε μια χώρα είναι κάτι που την ευχαριστεί. Οι πολιτικοί δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους φτωχούς να τρώνε υποσχέσεις.
 
Η σοβαρότητα θα πάψει να θεωρείται αρετή και κανείς δε θα παίρνει στα σοβαρά έναν άνθρωπο που δε θα είναι ικανός να γελάει με τον εαυτό του. Ο θάνατος και το χρήμα θα χάσουν τις μαγικές τους δυνάμεις και ούτε ο θάνατος ούτε η περιουσία θα μπορούν να μετατρέψουν έναν παλιάνθρωπο σε ευυπόληπτο πολίτη. Κανείς δε θα θεωρείται ήρωας ή χαζός επειδή κάνει αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό αντί να κάνει αυτό που τον συμφέρει περισσότερο. Ο κόσμος δεν θα πολεμάει πια τους φτωχούς αλλά τη φτώχεια και η στρατιωτική βιομηχανία δε θα έχει άλλη λύση παρά να κλείσει. Το φαγητό δε θα είναι εμπόρευμα ούτε η επικοινωνία εμπόριο, επειδή το φαγητό και η επικοινωνία είναι δικαιώματα του ανθρώπου.
 
Κανείς δε θα πεθαίνει από πείνα επειδή κανείς δε θα πεθαίνει από το πολύ φαΐ. Κανείς δε θα φέρεται στα παιδιά του δρόμου σαν να είναι σκουπίδια, επειδή δε θα υπάρχουν παιδιά του δρόμου. Κανείς δε θα φέρεται στα πλούσια παιδιά σαν να είναι λεφτά, επειδή δε θα υπάρχουν πλούσια παιδιά. Η εκπαίδευση δε θα είναι προνόμια μόνο όσων μπορούν να την πληρώσουν. Η αστυνομία δεν θα είναι εφιάλτης για όσους δεν μπορούν να την εξαγοράσουν. Η δικαιοσύνη και η ελευθερία, αδέρφια σιαμαία που καταδικάστηκαν να ζουν χωριστά, θα ενωθούν και πάλι, πλάτη με πλάτη.
Μια μαύρη γυναίκα θα είναι πρόεδρος της Βραζιλίας και μια άλλη γυναίκα, επίσης μαύρη, θα είναι πρόεδρος την Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μια ινδιάνα γυναίκα θα κυβερνάει τη Γουατεμάλα και μια άλλη το Περού. Στην Αργεντινή οι τρελές της Πλάζα ντε Μάγιο θα είναι παράδειγμα πνευματικής υγείας, επειδή εκείνες αρνήθηκαν να ξεχάσουν στα χρόνια της υποχρεωτικής λήθης.
Η Αγία Μητέρα Εκκλησία θα διορθώσει τα τυπογραφικά λάθη στους πίνακες του Μωυσή και η έκτη εντολή θα προστάζει να τιμάμε το σώμα. Η Εκκλησία επίσης θα υπαγορεύσει μια ακόμη εντολή, που την ξέχασε ο Θεός: «Αγάπα τη φύση, μέρος της οποίας είσαι κι εσύ».
Θα ξαναβλαστήσουν τα δάση στον ερημωμένο κόσμο μας και στις ερημωμένες ψυχές.
Οι απελπισμένοι θα ξαναβρούν την ελπίδα τους και οι χαμένοι τη ζωή τους, αφού απελπίστηκαν επειδή ήλπισαν πολύ και χάθηκαν επειδή έψαξαν  πολύ.
Όσοι έχουμε θέληση για δικαιοσύνη και ομορφιά θα είμαστε όλοι αδέρφια, όποτε κι αν έχουμε γεννηθεί, όπου κι αν έχουμε ζήσει, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουμε καθόλου τα σύνορα του κόσμου και του χρόνου....
 
Για τις φτωχές και υπερχρεωμένες χώρες
.. Η τελειότητα θα εξακολουθήσει να είναι το βαρετό προνόμιο των θεών όμως, σ’ αυτό τον όμορφο αλλά και  γαμημένο κόσμο, θα ζούμε την κάθε νύχτα σαν να ‘ναι η τελευταία και την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας.
Όταν ένας παραβάτης σκοτώνει για τα χρέη που οφείλει, η εκτέλεση ονομάζεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ενώ όταν η διεθνής τεχνοκρατία αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση σε μια υπερχρεωμένη χώρα, η εκτέλεση ονομάζεται πρόγραμμα μακροοικονομικής ρύθμισης. Ο οικονομικός εκβιαστής, αν δεν πάρει τα λύτρα, δημεύει τις χώρες και ανακατεύεται στα εσωτερικά τους: σε σύγκριση μαζί του, οποιοσδήποτε μαχαιροβγάλτης αποδεικνύεται αβλαβής σαν τον Δράκουλα στο φως της μέρας. Η παγκόσμια οικονομία είναι η πιο αποδοτική μορφή του οργανωμένου εγκλήματος. Οι διεθνείς οργανισμοί ελέγχουν το νόμισμα, το εμπόριο και τις πιστώσεις των φτωχών χωρών με τόσο ψυχρό επαγγελματισμό και ατιμωρησία, που τρομοκρατούν και εξευτελίζουν πολίτες περισσότερο κι από τα βομβαρδιστικά.
(…) Οι φτωχές χώρες, προκειμένου να διαθέτουν όλο και φτηνότερα και περισσότερο υπάκουα εργατικά χέρια, χρειάζονται ολόκληρα τάγματα από δήμιους, βασανιστές, ιεροεξεταστές, δεσμοφύλακες και χαφιέδες. Για να ταίσουν και να εξοπλίσουν αυτά τα τάγματα, οι φτωχές χώρες χρειάζονται περισσότερα δάνεια. Για να πληρωθούν οι τόκοι των δανείων, οι φτωχές χώρες χρειάζονται ακόμα περισσότερα δάνεια. Για να πληρωθούν οι τόκοι των συσσωρευμένων δανείων, οι φτωχές χώρες πρέπει να αυξήσουν τις εξαγωγές τους. Για να αυξηθούν οι εξαγωγές οι φτωχές χώρες πρέπει να μειώσουν το κόστος παραγωγής. Για να μειωθεί το κόστος παραγωγής οι φτωχές χώρες χρειάζονται όλο και φτηνότερα και περισσότερο υπάκουα εργατικά χέρια. Για να γίνονται κάθε φορά φτηνότερα και περισσότερο υπάκουα τα εργατικά χέρια, οι φτωχές χώρες χρειάζονται τάγματα ολόκληρα από δήμιους, βασανιστές και ιεροεξεταστές


(πολλά στοιχεία για το συγκεκριμένο κείμενο αντλήθηκαν από τους ιστότοπους  Περιοδικό admin team, ΑΝΘΡΩΠΟΙΛογοτεχνία και Ποίηση, 13/04/2015 και από το ηλεκτρονικό περιοδικό Το Περιοδικό 


 

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Γιώργος Ιωάννου (Έλενα Χουζούρη)



 
Γιώργος Ιωάννου: τριάντα χρόνια μετά
της Έλενας Χουζούρη

Ο Γιώργος Ιωάννου γεννιέται στη Θεσσαλονίκη στις 20 Νοεμβρίου 1927. Έχουν περάσει 15 χρόνια από την νικηφόρα είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη και την ενσωμάτωσή της στο τότε ελληνικό βασίλειο. Τα σημάδια της πυρκαγιάς του 1917 παραμένουν ακόμα νωπά στην πόλη, πέντε μόλις χρόνια πριν τη γέννηση του συγγραφέα έχουμε την αθρόα έλευση των Ελλήνων προσφύγων από  Μικρά Ασία και  Πόντο  και μας χωρίζουν   τρία από τότε που εγκαταλείπει την πόλη και η τελευταία μουσουλμανική οικογένεια. Η έλευση των Ελλήνων μικρασιατών αλλά και εκείνων από την Ανατολική Θράκη λίγο αργότερα  θα αλλάξουν τη δημογραφική εικόνα της πόλης. Το σεφαραδίτικο εβραϊκό στοιχείο που επικρατούσε έως τότε στη «Madre Israel”, όπως αποκαλούσαν τη Σαλονίκη, θα δώσει την πρωτιά στο ελληνικό στοιχείο. Η πλήρης ελληνοποίηση της πόλης θα επέλθει μετά το ολοσχερές σχεδόν Ολοκαύτωμα των Θεσσαλονικέων Εβραίων, το 1943. Αναφέρονται τα παραπάνω για να φανεί  σε τι περιβάλλον θα μεγαλώσει ο Γιώργος Ιωάννου. Ο οποίος ανήκει σε προσφυγική οικογένεια. Οι γονείς του είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Πατέρας από την Ραιδεστό. Μητέρα από την Κεσσάνη. Πραγματικό επίθετο της οικογένειας, Σορολόπη. Ο Ιωάννου θα το αλλάξει το 1955, σε μια προσπάθεια να κλείσει μέσα του  το παιδικό τραύμ, το οποίο του έχει προκαλέσει η  κοροιδία των συμμαθητών του στο σχολείο. Η ευαίσθητη και εύθραστη στις παντοειδείς επιθέσεις προσωπικότητά του έχει ήδη διαμορφωθεί. Την  προσφυγική λαϊκή  καταγωγή του-  ο πατέρας του είναι μισθωτός σιδηροδρομικός υπάλληλος- ο Ιωάννου όχι μόνον δεν θα την κρύψει ποτέ αλλά, αντίθετα, θα γράψει γι’ αυτήν πολλές φορές «Δεν μιλώ γενικά για τη Θεσσαλονίκη αλλά για την προλεταριακή πόλη, μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων.». Οι δικοί του Άγιοι θα είναι πάντα οι λαικοί, παιδεμένοι άνθρωποι όπως υπέροχα γράφει γι αυτούς στην «Καταπακτή». Περισσότερο όμως μέσα του λειτουργεί το συναίσθημα του πρόσφυγα κι αυτό είναι που τον φέρνει πολύ κοντά στη σημερινή εποχή όπου ο κόσμος του 21ου αιώνα χαρακτηρίζεται από κύματα προσφύγων που πάνε από δω κι από κει, ξεριζωμένοι από τις χώρες τους. «Η προσφυγιά» γράφει στην «Παναγία την Ρευματοκρατόρισσα» «η δική μας δεν έληξε  ούτε πρόκειται να λήξει. Χάσαμε τα σπίτια μας, τα παλάτια μας, κι ήρθαμε εδώ να παλεύουμε με τους σκληροτράχηλους ντόπιους που αμέσως μας όρμηξαν.» Νομίζω πως αυτή η πρόταση είναι εξαιρετικά επίκαιρη  μας λέει  πολλά για το σήμερα. Ο Ιωάννου θα περάσει μια δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία. Για τη γενιά του εκείνες οι εποχές ήταν πολύ δύσκολες και όχι μόνο γιατί πέρασε την  τρυφερή της  ηλικία μέσα στην Κατοχή και τον Εμφύλιο αλλά και λόγω των στενόκαρδων, έως πνιγμού, ηθικολογικών και εύκολα επικριτικών  αντιλήψεων κοινωνικού αποκλεισμού  που επικρατούσαν. Η  Θεσσαλονίκη σύντομα θα χάσει τον αέρα του κοσμοπολιτισμού  που είχε στα τέλη του 19ου  και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Από κέντρο μιας μεγάλης βαλκανικής ενδοχώρας και λιμάνι με ευρωπαικές ακτοπλοικές συνδέσεις και προδιαγραφές θα εκπέσει σ’ ένα δευτερεύον, αστικό μεν, επαρχιακό δε, κέντρο σε σχέση με την Αθήνα. Αυτό σε συνάρτηση και με άλλους οικονομικούς, πολιτιστικούς  και δημογραφικούς παράγοντες που δεν είναι της ώρας να αναφερθούν, προκάλεσε μια ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική στενοκαρδιά και τάση για ποικίλους κοινωνικούς αποκλεισμούς από ό,τι στην Αθήνα. Ο Ιωάννου το βιώνει πολύ έντονα αυτό ξεκινώντας από την ίδια την συντηρητική του οικογένεια που δεν αντιλαμβάνεται, ούτε και θέλει βεβαίως να αντιληφθεί,  την ευαισθησία  και την διαφορετικότητά του. Στις κατοχικές ημερολογιακές του σημειώσεις  που γράφει από τις 25 Νοεμβρίου 1943 έως τις 25 Μαρτίου 1944 και συγκεκριμένα στις 13 Φεβρουαρίου 1944, ο σχεδόν 17χρονος Ιωάννου βγάζει  κυριολεκτικά μια σπαραχτική κραυγή: «…Το πικρό ποτήρι των θλίψεων ξεχείλισε πλέον. Δεν μπορώ να υποφέρω τον βαρύτατον αυτόν ζυγόν. Είμαι νέος και ποθώ την προσωπική μου ελευθερία. Και θα την αποκτήσω. Από τον μικρότερον μέχρι τον μεγαλύτερον με τυραννούν. Και να είναι μόνον οι δικοί μου; Είναι και πολλοί ξένοι. Ξένοι που ούτε τους γνωρίζω, ξένοι που ούτε τους μιλώ και ούτε καν τα ονόματά τους ξέρω. Και όμως με κοροιδεύουν με τον σκληρότερον  τρόπον, σαν να τους έκανα τίποτα…..». Όσοι έχουν σκύψει στο έργο του Γιώργου  Ιωάννου και έχουν περιπλανηθεί στις γραμμές του σίγουρα θα αναγνωρίσουν στις γεμάτες απελπισία αυτές ημερολογιακές εφηβικές σημειώσεις τα σπέρματα τόσο του ψυχισμού του ποιητικού και πεζογραφικού του προσωπείου, όσο και του χαμηλόφωνου, σπαρακτικού, αρκετές φορές, εξομολογητικού τρόπου που χρησιμοποιεί στα περισσότερα λογοτεχνικά του κείμενα. Να τι θα γράψει ένας άλλος σπουδαίος συγγραφέας και κριτικός  της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς όταν εκδίδεται η πρώτη συλλογή πεζογραφημάτων του Ιωάννου «Για ένα φιλότιμο» το 1964: "Πλάθουν έναν ευαίσθητο, αλλά σχεδόν απρόσωπο δέκτη, που παραδέρνει απροσανατόλιστος, ανικανοποίητος, αηδιασμένος, αιώνια μετανοιωμένος  είτε στην πατρίδα, είτε μετανάστης στην ξενιτειά, μέσα σε μια στυγερή πραγματικότητα ζωής…».

 Στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την οικογενειακή μέγγενη ο έφηβος Ιωάννου οδηγείται στα Κατηχητικά από τα οποία όμως θα φύγει μεσούντος του Εμφυλίου όταν αντιλαμβάνεται την υποκρισία  των ταγών τους και τον κραυγαλέα μονομερή ιδεολογικό προσανατολισμό τους.  Είναι θρήσκος; Δεν θα το έλεγα, τουλάχιστον με την αυστηρή έννοια του όρου. Σίγουρα δεν τάχει καθόλου καλά με την επίσημη Εκκλησία και τους εκπροσώπους της. Εκείνο που ίσως θα έλεγα είναι ότι κουβαλάει μέσα του μια βυζαντινότροπη παράδοση της χριστιανικής ορθοδοξίας που έχει βαθιές ρίζες, αφενός στη γενέθλια πόλη του, αφετέρου στις παλιές πατρίδες των Ελλήνων  προσφύγων. Θα πρόσθετα και μια ερωτική, υπερβατική αίσθηση που τον συνδέει με το πρόσωπο του Χριστού και τη διδασκαλία του. Το συναντούμε έντονα αυτό το στοιχείο στον υπέροχο «Επιτάφιο Θρήνο» του,  λόγου χάριν και όχι μόνον.

  
Θα τον συναντήσουμε αργότερα φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη και σε αναζήτηση δουλειάς τα χρόνια του 50 και του ’60 αφού περνάει και από το στρατό βέβαια. Τολμά την πρώτη λογοτεχνική του εμφάνιση το 1954 με μια μικρή ποιητική συλλογή που θα την τιτλοφορήσει «Ηλιοτρόπια» αναφερόμενος άμεσα στα κίτρινα αστέρια που οι Ναζί είχαν αναγκάσει να φορούν οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι. Άλλωστε θα είναι εκείνος που πρώτος θα τολμήσει να γράψει για το «Ξεκλήρισμα των Εβραίων» σπάζοντας την επιτόπια κρούστα της σιωπής.  Εννιά χρόνια  αργότερα επανέρχεται με την ποιητική συλλογή «Τα Χίλια Δένδρα» όπως είναι η ελληνική ονομασία του Σέιχ-Σου.  Ήδη από τις ποιητικές αυτές συλλογές εμφανίζονται οι συντεταγμένες πάνω στις οποίες θα ακουμπήσει ολόκληρο σχεδόν το έργο του. Χώρος-[Θεσσαλονίκη]- χρόνος [Προκατοχή, Κατοχή, μετεμφυλιακές δεκαετίες]-βίωμα-μνήμη. Γίνεται δεκτός από τον θεσσαλονικιώτικο κλειστό λογοτεχνικό κύκλο. Όταν  ένα χρόνο αργότερα εκδίδεται το «Για ένα φιλότιμο» ανοίγει  και ο αθηναικός κύκλος, άξιοι κριτικοί επαινούν την εμφάνιση του νέου πεζογράφου, κάτι που τον ικανοποιεί αφάνταστα.  Ωστόσο σε προσωπικό επίπεδο αυτή η εποχή ανάμεσα στα 1956 και 1964 είναι αφάνταστα δυσάρεστη. Θάνατοι δικών του, του πατέρα του και του 18χρονου μικρού αδελφού του, προδοσίες φίλων, απογοητεύσεις και πάνω απ’ όλα απίστευτη οικονομική δυσπραγία.


Κακά τα ψέματα η μεγάλη αλλαγή στη ζωή του και το έργο του θα γίνει όταν θα φύγει από τη Θεσσαλονίκη, θα απαγκιστρωθεί από την οικογενειακή καταπίεση και θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, το 1971. Προσέξτε όμως το παράδοξο.  Μόλις φεύγει μακριά από τη Θεσσαλονίκη αρχίζει η γενέθλια πόλη  κυριολεκτικά να κατακλύζει το έργο του και μια απίστευτα γοητευτική σχέση έρωτα και μίσους να αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτήν και στον συγγραφέα της. Γιατί, ο  Γιώργος  Ιωάννου είναι κυρίως  αυτός που θα μυθοποιήσει τη Θεσσαλονίκη. Γίνεται ο συγγραφέας-νυμφίος της. Το σώμα του θα ταυτιστεί με  το δικό της  σώμα. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί τέτοια επιμονή να επιστρέφει νοερά συνεχώς σ’ αυτήν  που τον τραυμάτισε και τον πλήγωσε; «Η αιτία ήταν πάντα η Θεσσαλονίκη» θα ομολογήσει αργότερα σε μια συνέντευξη του «ο σύνδεσμος μ’ αυτήν. Είναι ένας ερωτισμός πώς να το κάνουμε. Ένας σκέτος ερωτισμός. Τελικά ο ερωτισμός για τους ανθρώπους που χάθηκαν…. Ή μάλλον έχει εξαφανιστεί η μορφή τους , εκείνη που ερωτευτήκαμε. Αλλά υπάρχει όμως  αυτή η πόλη. Υπάρχει ο τόπος. Υπάρχει το σημείο, η γωνία που τους περιμέναμε. Στο ραντεβού που τους γνωρίσαμε. Και αυτά τα πράγματα τα αγαπώ πάρα πολύ ».
Υπάρχει όμως κι ένας ακόμη λόγος κι αυτός έχει να κάνει με την άποψη του Ιωάννου για την βιωματική λογοτεχνία,  ότι δηλαδή ο συγγραφέας δεν γράφει στο κενό αλλά βασίζεται και αντλεί τα θέματά του από τα βιώματά του, αναπλάθοντάς τα δημιουργικά. Και βιώματα για κείνον είναι όλα τα κατάλοιπα της ζωής, είτε σε πράγματα, είτε σε γεγονότα, είτε σε ψυχικές καταστάσεις, είτε σε έρωτες. Και τα βιώματα ακουμπούν σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο. «Και οι τόποι ξέρετε» θα προσθέσει στην ίδια συνέντευξη «επηρεάζουν». Εδώ θέλω να παρατηρήσω κάτι: Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μια στροφή της ιστοριογραφίας στις μικρές ανθρώπινες προφορικές  ιστορίες που κινούνται μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης Ιστορίας κάνοντας λόγο για Μνήμη και Τραύμα. Σκέφτομαι ότι η λογοτεχνία πρόλαβε τους Ιστορικούς με τον Ιωάννου να είναι από τους πρώτους που θα δώσουν τον τόνο. Το λέω αυτό γιατί ο συγγραφέας με το να θησαυρίζει μέσα στα περισσότερα βιβλία του, τις μικρές στιγμές, τις καθημερινές παλιές εικόνες, να φωτίζει παλιούς δρόμους, να δίνει φωνή σε ξεχασμένες λαλιές, να ανασύρει έναν κόσμο που τα σημάδια του ελάχιστα η και καθόλου δεν υπάρχουν πια, καταφέρνει να δίνει άλλες διαστάσεις στον ιστορικό χρόνο, να τον μετατρέπει σε ποίηση σπάνιας έντασης, μουσικότητας και βάθους. Σκέφτομαι ακόμα πόσο τα παιδιά του σχολείου θα μπορούσαν να ταξιδέψουν στον κόσμο του Ιωάννου και να αγαπήσουν την ελληνική Ιστορία του 20ου αιώνα μέσα από τα πεζογραφήματα της «Σαρκοφάγου», της «Μόνης κληρονομιάς», «Το Δικό μας Αίμα» «Η Πρωτεύουσα των Προσφύγων». Βιβλία που θα γράψει στην Αθήνα, εκεί στο μικρό του διαμέρισμα, της οδού Δηλιγιάννη 3, στο Μουσείο όπως του άρεζε να λέει, γυρνώντας κάθε μεσημέρι από το Υπουργείο Παιδείας,  όπου είναι αποσπασμένος, με τη γεμάτη χαρτιά καφέ παλιοκαιρίσια δερμάτινη τσάντα του, πάντα με τα πόδια, διότι είναι μέγας περιπατητής, λατρεύει τις περιπλανήσεις στην πόλη, είτε λέγεται Θεσσαλονίκη, είτε Αθήνα. Κι έτσι μπορεί να ενώνει τη μοναξιά του με το πολύβουο πλήθος της μεγαλούπολης, ένας σύγχρονος περιπατητής, μοναχικός και πάντα φιλοπερίεργος. Κι αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο που τον κάνει σύγχρονο σε μια εποχή όπου παρά τα, ασφυχτικά πλέον, κοινωνικά, όπως λέγονται, μέσα δικτύωσης, ο άνθρωπος απομονώνεται όλο και περισσότερο γίνεται όλο και πιο μοναχικός και στην πραγματικότητα ακοινώνητος.
Στην Αθήνα ο Ιωάννου, σε μεγάλο βαθμό, θα αποενοχοποιηθεί – το ομολογεί και ο ίδιος-  θα αναγνωριστεί, θα αγαπηθεί, θα τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1978 για «Το Δικό μας Αίμα». Θα αντιμετωπίσει βέβαια και προσωπικές επιθέσεις –φευ- από παλιούς  συμπατριώτες του λογοτέχνες και φιλολόγους –δεν χρειάζονται τώρα τα ονόματά τους. Η στενόκαρδη πλευρά της Θεσσαλονίκης θα τον στοιχειώνει και στην Αθήνα.  Δεν το αντέχει. Βγαίνει και πάλι μέσα του ο αδικημένος, καταπιεσμένος έφηβος. Απαντά με την έκδοση του «Φυλλαδίου» του, περιοδικού  που το γράφει ολόκληρο ο ίδιος! Στο μεταξύ οι ωραίες περιπλανήσεις του στην Αθήνα και μάλιστα στον τότε ακόμα ομφαλό της, την Πλατεία της Ομόνοιας θα μας δώσουν το 1980, ένα σχεδόν ποιητικό βιβλίο όπου θα θησαυρίζονται στιγμές και εικόνες από τον κόσμο που περιτριγυρίζει σ’ αυτήν. Εικόνες πολύ ζωντανές και για τον σημερινό αναγνώστη αφού αποτελούν το ζυμάρι με το οποίο θα πλαστούν άλλες πιο σύγχρονες και απείρως πιο σκληρές βέβαια, στην ίδια Πλατεία την, κατ’ ευφημισμόν πλέον , της Ομόνοιας. Κι έτσι θα έρθει ο Γενάρης του 1985. Ο  Ιωάννου θα περιμένει την έκδοση ‘της «Πρωτεύουσας των Προσφύγων», θα περιμένει να συμπληρωθεί ο χρόνος να βγει στη σύνταξη, ώστε απερίσπαστος πια να μπορέσει να γράψει μυθιστόρημα. Αν και, κατά την ήδη εκφρασμένη μου άποψη, έχει γράψει, το εν προόδω,  μυθιστόρημα της Θεσσαλονίκης.  Θα προλάβει μόνο να  χαρεί την κυκλοφορία της «Πρωτεύουσας των Προσφύγων».  Θυμάμαι, τον είχα επισκεφτεί στο μικρό αλλά περιποιημένο διαμέρισμα της οδού Δηλιγιάννη, είκοσι μόλις ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο, για μια ραδιοφωνική συνέντευξη. Με υποδέχθηκε όπως πάντα στην εξώπορτα χαμογελαστός,  χαρούμενος για το βιβλίο του που μόλις είχε κυκλοφορήσει  αλλά και ανήσυχος. Ήταν με τον καθετήρα και περίμενε  πότε θα έμπαινε στο νοσοκομείο. Θα χάσει τη μάχη με τη ζωή εντελώς άδικα και αδικαιολόγητα στις 16 Φεβρουαρίου 1985. Εμείς θα χάσουμε έναν σπουδαίο συγγραφέα στην πιο ώριμη και μεστή ηλικία του. Ήταν 57  ετών και 3 μηνών. Ακριβώς στην ηλικία που είχε φύγει και ο πατέρας του. Είχε ακολουθήσει την μόνη κληρονομιά του, όπως  το είχε σχεδόν προφητέψει στο ομότιτλο βιβλίο του. Τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του πιστεύω ότι ο Ιωάννου παραμένει ένας σύγχρονος συγγραφέας. Δεν είναι μόνον η γοητευτική νεωτερική του γραφή, είναι κυρίως  τα συναισθήματα που ξεπηδούν από τα υποβλητικά πεζογραφήματά του , με τα οποία μπορεί να συναντηθεί ο σημερινός αναγνώστης, είναι τα ερωτηματικά και οι προβληματισμοί του σχετικά με την ξενότητα, την ταυτότητα, τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, τη σεξουαλικότητα, το  αναφαίρετο τελικά δικαίωμα του ανθρώπου να είναι ο εαυτός του.

Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Αθηνών, στις  2 Μαρτίου 2015. Προέρχεται από το ηλεκτρονικό περιοδικό Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ.

 

 

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Άκου χλωμοπρόσωπε (Ελεύθερος Τύπος)


Το βιβλίο
«Άκου χλωμοπρόσωπε» είναι το μήνυμα των Ινδιάνων των Έξι Εθνών, που παρουσιάστηκε στη Διεθνή Διάσκεψη των Ινδιάνικων Εθνών στη Γενεύη το 1977, υπό την αιγίδα των Μη Κυβερνητικών Οργανισμών του Ο.Η.Ε. Στόχευε στην αφύπνιση της συνείδησης των ανθρώπων του δυτικού κόσμου.
 
Απόσπασμα
«…Η ανθρωπότητα καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει την προοπτική της ίδιας της της επιβίωσης. Ο τρόπος ζωής που είναι γνωστός σαν “Δυτικός Πολιτισμός” ακολουθεί ένα δρόμο που οδηγεί στο θάνατο, & η κουλτούρα του αδυνατεί να δώσει απαντήσεις ζωής. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα που δημιουργούν οι ίδιες οι καταστροφικές τους δυνατότητες, δεν έχουν άλλη επιλογή από τη φυγή προς τα μπρος, προς μία ακόμη μεγαλύτερη καταστροφικότητα. Η εμφάνιση του Πλουτώνιου σε αυτόν τον Πλανήτη είναι το χαρακτηριστικότερο σημάδι ότι το είδος μας κινδυνεύει. Αυτό το σημάδι οι περισσότεροι Δυτικοί αποφάσισαν να το αγνοήσουν. Ο αέρας έχει ρυπανθεί, τα νερά έχουν δηλητηριαστεί, τα δέντρα πεθαίνουν & τα ζώα εξαφανίζονται. Πιστεύουμε ότι ακόμα και τα κλιματολογικά συστήματα αλλάζουν. Οι γνώσεις που μας έχουν μεταδώσει οι πρόγονοί μας, μας είχαν προειδοποιήσει ότι αυτά τα πράγματα θα συνέβαιναν αν ο άνθρωπος παραβίαζε τους Φυσικούς Νόμους. “Όταν ο τελευταίος Τρόπος Φυσικής Ζωής θα έχει εξαφανιστεί, κάθε ελπίδα επιβίωσης του ανθρώπου, θα έχει χαθεί μαζί του”. Και ο δικός μας Τρόπος Ζωής αυτή τη στιγμή εξαφανίζεται με γρήγορους ρυθμούς, θύμα της καταστροφικής διαδικασίας.
Το ουσιαστικότερο μέρος του μηνύματός μας προς τον κόσμο είναι αυτή η θεμελιακή έκκληση για αφύπνιση συνειδήσεων. Η καταστροφή των Πολιτισμών και των Ιθαγενών Λαών αποτελούν μέρος του ίδιου φαινομένου που κατέστρεψε & καταστρέφει ακόμα, τη ζωή πάνω στον Πλανήτη. Οι τεχνολογίες & τα κοινωνικά συστήματα που κατέστρεψαν το φυτικό & ζωϊκό κόσμο, καταστρέφουν & τους Φυσικούς Λαούς. Και αυτή η διαδικασία λέγεται Δυτικός Πολιτισμός. Ξέρουμε ότι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μπορούν να καταλάβουν άμεσα τις προθέσεις του κινήματός μας. Όμως η πείρα μας έχει διδάξει ότι λίγοι είναι αυτοί που έχουν τη θέληση να αναζητήσουν μία λύση για να αλλάξουν τα πράγματα. Εάν πρέπει να υπάρξει ένα μέλλον για όλα τα πλάσματα πάνω σ’αυτόν τον πλανήτη, τότε πρέπει να αρχίσουμε να αναζητούμε τους δρόμους της αλλαγής. Η διαδικασία της αποικιοποίησης & του ιμπεριαλισμού που έπληξε τους “Λαούς των 6 Εθνών (ή των “Ανθρώπων του Μακριού Σπιτιού”), δεν είναι παρά μια μικρογραφία της διαδικασίας που πλήττει τον Κόσμο. Το σύστημα των «ινδιάνικων περιοχών ή Reserves» που χρησιμοποιήθηκε ενάντια στο λαό μας, είναι μικρογραφία του συστήματος εκμετάλλευσης που χρησιμοποιείται ενάντια σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Από την εποχή του Μάρκο Πόλο, η Δύση δεν έκανε τίποτα άλλο, από το να τελειοποιεί μια μέθοδο για να εξαπατά όλους τους λαούς της γης. Οι ρίζες του μεγαλύτερου μέρους του κόσμου δεν βρίσκονται στο δυτικό πολιτισμό ή στις παραδόσεις του. Οι ρίζες του βρίσκονται στο Φυσικό Κόσμο, και γι’αυτό αν θέλουμε να δημιουργήσουμε κοινωνίες πραγματικά ελεύθερες & με ισοπολιτεία, πρέπει ο Φυσικός Κόσμος & οι Παραδόσεις του να υπερισχύσουν….” “…σε τελική ανάλυση, οι περισσότερο καταπιεσμένοι λαοί, είναι οι ίδιοι οι Δυτικοί Λαοί. Συντρίβονται κάτω από το βάρος αιώνων ρατσισμού, σεξισμού & άγνοιας που έκαναν αυτούς τους λαούς να μην συνειδητοποιούν την πραγματική φύση της ζωής τους..” “ΟΙ λαοί που ζουν σε αυτόν τον Πλανήτη πρέπει να απαλλαγούν από τη στενόμυαλη αντίληψη της “απελευθέρωσης του ανθρώπου”, και να αρχίσουν να βλέπουν ότι η “απελευθέρωση” είναι κάτι που πρέπει να επεκταθεί στο Σύνολο του Φυσικού Κόσμου. Αυτό που χρειάζεται είναι η Απελευθέρωση Όλων των Πραγμάτων που Συντηρούν τη Ζωή: του Αέρα, των Νερών, των Δέντρων – Όλων των Πραγμάτων που Συντηρούν το Ιερό Νήμα της Ζωής. Πιστεύουμε ότι οι Αυτόχθονες Λαοί του Δυτικού Ημισφαιρίου μπορούν να συνεχίσουν να συμβάλλουν στη δυναμική επιβίωσης του ανθρώπινου γένους. Η πλειονότητα των λαών μας ζει ακόμα σύμφωνα με τις παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους στη Μητέρα Γη. Εμείς οι Αυτόχθονες Λαοί όμως χρειαζόμαστε ένα φόρουμ όπου να μπορεί να ακουστεί η φωνή μας. Πρέπει να συμμαχήσουμε με άλλους λαούς που θα μας βοηθήσουν στον αγώνα μας στο να επαναποκτήσουμε & να διατηρήσουμε τη γη των Προγόνων μας & να διαφυλάξουμε τον Τρόπο Ζωής μας. Ξέρουμε ότι είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Πολλά κράτη μπορούν να αισθανθούν ότι απειλούνται από την επιλογή που αντιπροσωπεύει η προστασία & η απελευθέρωση των λαών & των πολιτισμών του Φυσικού Κόσμου: ένα προοδευτικό κίνημα που πρέπει να ενταχθεί στις πολιτικές επιλογές των ανθρώπων που προσπαθούν να υπερασπίσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτή η θέση όμως δυναμώνει & αντιπροσωπεύει μια επιλογή αναγκαία για την εξέλιξη της προοδευτικής σκέψης. Οι παραδοσιακοί Ιθαγενείς Λαοί κρατούν το κλειδί της ανατροπής του Δυτικού Πολιτισμού, ο οποίος υπόσχεται ένα μέλλον γεμάτο από απερίγραπτο πόνο & καταστροφή. Η πνευματικότητα είναι η ανώτερη μορφή πολιτικής συνείδησης. Κι εμείς οι Ιθαγενείς Λαοί του Δυτικού Ημισφαιρίου, ανήκουμε στους λαούς του Κόσμου που είναι ζωντανοί φορείς αυτής της μορφής συνείδησης. Είμαστε εδώ για να σας μεταδώσουμε αυτό το μήνυμα…..»
 


 

Jean Michel Guenassia, Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων (Πόλις)

  Η διαφορά ανάμεσα σ΄εμάς και τους άλλους είναι ότι αυτοί είναι ζωντανοί ενώ εμείς επιζώντες. Όταν έχεις επιζήσει δεν πρέπει να παραπονιέσα...