Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Ρομαίν Πουερτολάς, Το απίστευτο ταξίδι του φακίρη που παγιδεύτηκε σε μια ντουλάπα ΙΚΕΑ (Πατάκης)

Πώς συνδέονται ένας αναπτήρας, οι Gipsy Kings, μια ομάδα Σουδανών λαθρομεταναστών, μια νουβέλα γραμμένη σε πουκάμισο με μολυβάκι από τα ΙΚΕΑ, ένα αερόστατο, ένας φορτοεκφορτωτής της IBERIA,  τα λαχανάκια Βελγίου, η Σοφί Μαρσώ και 100.000 ευρώ, ένας Αφγανός τρομοκράτης και ένας απατεώνας φακίρης και μια μεταλλική ντουλάπα;   
 
Ο Ατζατασάτρου Λαβάς Πατέλ είναι ένας Ινδός φάκιρης, μέγας θεομπαίχτης, διάσημος στο χωριό του, το Ραμπατζάν για τα μαγικά του κόλπα και για τις υπερφυσικές του ικανότητες. Κάποια μέρα αποφασίζει να αντικαταστήσει την παλιά του φακίρικη σανίδα με μια καινούργια από αυθεντικό σουηδικό πεύκο με 15.000 καρφιά που κοστίζει 99,99 ευρώ. Έτσι, ταξιδεύει στο Παρίσι, εκεί όπου βρίσκεται το πλησιέστερο κατάστημα ΙΚΕΑ. Καταφτάνει στο αεροδρόμιο Σαρλ Ντε Γκολ έχοντας πάνω του μόνο ένα πλαστό χαρτονόμισμα των 100 ευρώ και από εκεί με ένα ταξί κατευθείαν σε ένα από τα πολλά ΙΚΕΑ του Παρισιού. Έχει, όμως, τη φαεινή ιδέα να εξαπατήσει τον τσιγγάνο ταξιτζή που τον μετέφερε εκεί και οι περιπέτειές του αρχίζουν όταν ο τελευταίος προσπαθεί να τον εντοπίσει, θέλοντας να τον εκδικηθεί.. Ο ήρωας μας διανυχτερεύει μέσα στο ΙΚΕΑ αλλά μια απρόοπτη εξέλιξη τον υποχρεώνει να βρει καταφύγιο μέσα σε μία … μεταλλική ντουλάπα. Μόνο που εγκλωβίζεται μέσα σ΄ αυτήν.
 
Διατρέχει με διάφορα μέσα, συνηθισμένα και ασυνήθιστα, την Ευρώπη και γνωρίζει περίεργους ανθρώπους. Ανάμεσα σ’ αυτούς μια όμορφη Γαλλίδα, απογοητευμένη από τις εφήμερες σχέσεις που αναζητά νόημα στη μίζερη ζωή της, μια διάσημη Γαλλίδα ηθοποιό, αδίστακτους δουλεμπόρους, μάνατζερ και ατζέντηδες, μικροαπατεώνες και μαχαιροβγάλτες και, κυρίως, λαθρομετανάστες και πρόσφυγες, που αναζητούν, ένα καλύτερο μέλλον στις «όμορφες χώρες» της Ευρώπης, μακριά από την εξαθλίωση και τον πόλεμο.
 
Το Απίστευτο ταξίδι του φακίρη που παγιδεύτηκε σε μια ντουλάπα ΙΚΕΑ είναι μια αστεία ιστορία, η τρελή οδύσσεια ενός φτωχού και πανούργου ανθρώπου. Ενός ανθρώπου, όμως, κατά βάθος ευαίσθητου με τραυματικό παρελθόν. Είναι όμως και ένα βιβλίο που αφορά ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του καιρού μας, τη λαθρομετανάστευση. Και παρακολουθεί με αγάπη την ιστορία κάποιων φτωχοδιάβολων που, απελπισμένοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τους τόπους τους για μια καλύτερη ζωή, αξιοπρεπή, όπως αξίζει σε ανθρώπους.  Είναι άνθρωποι που ταξιδεύουν με κίνδυνο της ζωής τους και με τον διαρκή τρόμο της ανακάλυψης και της σύλληψης από τις αρχές, της κακομεταχείρισης, των εξευτελισμών  και της επαναπροώθησης …
 
 «Ο Ατζατασάτρου συλλογίστηκε την ιστορία που του είχαν αφηγηθεί η Σουδανοί με τους οποίους συνταξίδευε. Του είχαν μιλήσει για τους Κινέζους που η αστυνομία τους είχε βρει στοιβαγμένους δέκα δέκα στα δύο τετραγωνικά μέτρα του διπλού πάτου ενός λεωφορείου, με πάνες για την ακράτεια για να κατουράνε. Και για τους μετανάστες απ΄ την Ερυθραία που ΄χαν φτάσει σε σημείο να τηλεφωνήσουν οι ίδιοι από το κινητό τους στην αστυνομία, διότι θα πέθαιναν από ασφυξία μες στην καρότσα ενός φορτηγού που τους είχε κλείσει ο τύπος που τους μετάφερε –καθώς γι΄ αυτούς που επωφελούνταν από την ευάλωτη θέση των μεταναστών η τιμή ήταν η ίδια. Μια τιμή που μπορεί να κυμαινόταν από τα δύο μέχρι τα δέκα χιλιάδες ευρώ ανάλογα με τα σύνορα που θα διέσχιζαν. Και καθώς πληρώνονταν βάσει του αποτελέσματος και το αποτέλεσμα ήταν ότι ο μετανάστης έφτανε στον προορισμό του, ελάχιστα τους ένοιαζε αν έφτανε εκεί ακέραιος ή κομματιασμένος, ή αν το πρώτο πράγμα που αντίκριζε στην «ωραία χώρα» ήταν ο θάλαμος ενός νοσοκομείου –κι αυτό στην καλύτερη των περιπτώσεων».


Μέσα από την τρελή του περιπλάνηση στην Ευρώπη, άλλοτε μέσα στη ντουλάπα, άλλοτε μέσα σε ένα μπαούλο Louis Vuitton, άλλοτε στην καρότσα μιας νταλίκας βαρέων φορτίων, άλλοτε σε έναν ιμάντα μεταφοράς αποσκευών, άλλοτε σε ένα αερόστατο και άλλοτε σε ένα δουλεμπορικό πλοίο, ο Ατζατασάτρου συνειδητοποιεί ότι: «… Τελικά, ο κόσμος δεν είναι γεμάτος μόνο από απατεώνες,  κομπιναδόρους και αγύρτες. Κι αυτές τις τελευταίες μέρες οι συναναστροφές του τον είχαν διδάξει ότι στη ζωή υπήρχαν πολύ πιο σπουδαία πράγματα από το να κερδίζει χρήματα ξεγελώντας τον κοσμάκη –το κέρδος της προσφοράς και της αγαθοεργίας προς τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω του. Αν τ΄ άκουγε όλα αυτά από το στόμα κάποιου άλλου θα τα έβρισκε μελιστάλαχτα, βουτηγμένα στα ευγενή αισθήματα, ή και απλώς δημαγωγικά. Αλλά ήταν καθ’ όλα αληθινά…».
 
Ο συγγραφέας Ρομαίν Πουερτολάς
Και αλλάζει. Αλλάζει συνολικά. Και εξωτερικά και εσωτερικά. Τελικά, το ταξίδι για την αλλαγή της φακίρικης σανίδας δεν ήταν απλώς η αλλαγή τόπων και προορισμών. Ήταν ένα ταξίδι βαθιάς αυτογνωσίας μέχρι τα μύχια της ύπαρξής του …
Είναι ένα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο και τρυφερό, που σε πολλά σημεία του θυμίζει το «Πάρτυ» με τον Πήτερ Σέλλερς και σε άλλα το Slamdog millionair. Θα σας κερδίσει με την παιδικότητά του, τις ευφυείς ιδέες του, τα αστεία του (ακόμα και τα λογοπαίγνιά του) αλλά μη σταθείτε μόνο σε αυτά. Θα σας αφήσει κι ένα χαμόγελο. Γλύκας και αισιοδοξίας, ταυτόχρονα και μελαγχολίας.  Το διάβασα σε μία μέρα και το προτείνω.
 
Και μην ξεχνάτε το ηθικό δίδαγμα του βιβλίου: α) Μερικά πράγματα είναι μαγκτούμπ!  και β) ο κόσμος (μας) είναι μικρός (τελικά)· χωράει σε ένα μικρό μαντιλάκι από ινδικό μετάξι.
 










Πώς

 


Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Άριελ Ντόρφμαν, Ο θάνατος και η κόρη (Σοκόλη)


 

Στη Χιλή, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, λίγα χρόνια μετά από την πτώση της σκληρής δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ, ένα ζευγάρι προσπαθεί να επουλωσει τα τραύματα από τις οδυνηρές εμπειρίες  που άφησε στη ζωή τους η πολιτική περιπέτεια του πρόσφατου παρελθόντος.
 
Την ήρεμη, εκ πρώτης όψεως, καθημερινότητά τους  διαταράσσει ένα απρόσμενο γεγονός: ένα βράδυ ο άνδρας, ανερχόμενος δικηγόρος, πολιτευτής και μέλος επιτροπής διερεύνησης των εγκλημάτων της δικτατορίας, φέρνει στο σπίτι έναν επισκέπτη, του οποίου το αυτοκίνητο παρουσίασε μηχανική βλάβη στη μέση του πουθενά. Στο πρόσωπο του φιλοξενούμενου η γυναίκα, η Παολίνα Εσκομπάρ, αναγνωρίζει τον βασανιστή της, τον δρ. Μιράντα, τον άνθρωπο που τη βασάνιζε απάνθρωπα στη φυλακή της δικτατορίας με μουσική υπόκρουση το έργο του Φράντς Σούμπερτ, «Ο θάνατος και η Κόρη». Η γυναίκα, η πολιτική κρατούμενη του αντιδικτατορικού αγώνα, αποφασίζει να δικάσει η ίδια στο σπίτι της τον βασανιστή και βιαστή της. Τον ακινητοποιεί, τον φιμώνει και τον απειλεί με όπλο. Επιδιώκει να αποδώσει τη δικαιοσύνη που δεν είχε αποδοθεί από τις δικαστικές αρχές της πατρίδας της.  
 
Η απόφασή αυτή δοκιμάζει τις ηθικές και τις πολιτικές της αξίες αλλά και την ίδια τη λογική. Είναι, πράγματι, ο παράξενος φιλοξενούμενος ο βασανιστής της; Μπορεί να είναι σίγουρη; Έχει, άραγε, το δικαίωμα να επιβάλει σε δημοκρατικούς καιρούς,  ό,τι απάνθρωπο αυτός της επέβαλε τον καιρό της δικτατορίας; Έχει ηθική και πολιτική νομιμοποίηση αυτή η πράξη; Είναι πράξη δικαιοσύνης; Είναι εκδίκηση; Μήπως είναι καθαρή πολιτική πράξη, από τη στιγμή που άνθρωποι σαν τον βασανιστή δρ. Μιράντα, εξακολουθούν να κυκλοφορούν ελεύθεροι; Ποιος ο ρόλος που παίζει ο άνδρας της Παολίνα;
Το έργο αυτό θίγει μέσα από τρομακτικές υπαρξιακές συνθήκες και φοβερά διλήμματα, ζητήματα όπως η αυτοδικία και η δικαιοσύνη, ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία αλλά και εκείνο της ατιμωρησίας των βασανιστών της δικτατορίας, και όχι μόνο της χιλιανής. Κυρίως, όμως, θίγει την αναγκαιότητα της μνήμης. Ένα είναι βέβαιο: οι λαοί δεν πρέπει να ξεχνούν.
 
Ο Άριελ Ντόρφμαν, γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1942, όμως έζησε στη Χιλή, ως χιλιανός πολίτης, μέχρι το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του Πινοσέτ, που ανέτρεψε και δολοφόνησε τον πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε. Το έργο του είναι μια άγρια καταγγελία των φασιστικών μεθόδων, της απάνθρωπης βίας και των βασανιστηρίων αλλά και της ατιμωρησίας των βασανιστών, οι οποίοι και στη δημοκρατία κυκλοφορούν ελεύθεροι, μεταμφιεσμένοι σε φιλήσυχους και νομοταγείς πολίτες.
 
Το έργο αρ.14 για κουαρτέτο εγχόρδων του Φραντς Σούμπερτ, γνωστό ως «Ο θάνατος και η κόρη», γράφτηκε το 1824, έναν χρόνο αφότου ο Αυστριακός συνθέτης είχε εμφανίσει τα πρώτα συμπτώματα της ανίατης νόσου που θα τον οδηγούσε στον θάνατο το 1828. Η συνειδητοποίηση της μη αναστρέψιμης πορείας του προς το οριστικό τέλος, του προκάλεσε βαθιά κατάθλιψη. Κι όμως παρά την κακή σωματική και ψυχική του κατάσταση, αλλά και τις εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές συνθήκες που αντιμετώπιζε, ο Σούμπερτ συνέχισε να συνθέτει εμπνευσμένες μελωδίες. Αυτό συνέβη και με το Κουαρτέτο που τιτλοφορήθηκε «Ο θάνατος και η κόρη» από το ομώνυμο λίντ που είχε συνθέσει ο Σούμπερτ το 1817, χρησιμοποιώντας την βασική του μελωδία και στο δεύτερο μέρος του Κουαρτέτου Εγχόρδων. Ολόκληρο το έργο διαπνέεται πάντως από την σκοτεινή σκέψη του θανάτου, γεγονός που φορτίζει μεταφυσικά μία σύνθεση που όταν εκδόθηκε (1831) και παίχτηκε δημοσίως αποδείχτηκε μεγαλειώδης και έκτοτε παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής.
 
Το έργο παρουσιάζεται κατά καιρούς στο αθηναϊκό κοινό. Προσωπικά το παρακολούθησα στα μέσα της δεκαετίας του '90 και με είχε συγκλονίσει.  Μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Ρομάν Πολάνσκυ με πρωταγωνιστές τη Σιγκούρνυ Γουίβερ και τον Μπεν Κίνγκσλεϋ.

 

 

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Διονύσης Χαριτόπουλος, Εγχειρίδιο Βλακείας (Τόπος)

Τι είναι ευφυία;  Βλακεία;  Πόσοι είναι οι βλάκες; Τους συναντούμε συχνά; Τι σημαίνει βλακεία στον έρωτα, στην αισθητική; στην εργασία;  στην επιστήμη;  Ποια η σχέση του μαθηματικού Gaouss και της ομώνυμης καμπύλης του με τη βλακεία;   Πώς ξεχωρίζει ο βλάκας από τον μη βλάκα; Aπό τον έξυπνο; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα προσεγγίζει ο Διονύσης Χαριτόπουλος με χαριτωμένο τρόπο σε αυτό το κομψό, ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι. Θυμίζει το ανάλογο βιβλίο του Carlo Cipolla. 
Απομονώνω και παραθέτω μερικά χωρία... 
 

"Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμάμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσά μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Και επειδή κάθε τόσο μας αιφνιδιάζουν με την ανοησία τους πρόσωπα «υπεράνω υποψίας», ανακαλύπτουμε ότι οι χοντροκέφαλοι είναι πολύ περισσότεροι από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε. Αν δεχτούμε την κωδωνοειδή καμπύλη ''κανονικής κατανομής''... η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διαφόρων χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ποσοστό 25% βλακών σε κάθε κοινωνική ομάδα: ο ένας στους τέσσερις. Μάλλον δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ένα τόσο μικρό νούμερο. Όπου και να στρίψεις σε βλάκα θα πέσεις. αυτό που φαίνεται να έχει καθολική ισχύ είναι ότι όσοι είναι οι χάχες μεταξύ των παρκαδόρων  είναι και μεταξύ των πανεπιστημιακών.” (σελ. 38-39)   

 «Λες μαλάκας και καθάρισες. Δεν υπάρχει ιδεωδέστερη λέξη άμεσης και καταλυτικής προσωπικής κριτικής. Οι λέξεις μαλάκας, μαλακία και τα παράγωγά τους χρησιμοποιούνται για πρόσωπα και καταστάσεις που ξέφυγαν της κοινής λογικής ή των ηθικών και αισθητικών κριτηρίων. Ένα καλλιτεχνικό έργο, μια πολιτική εκδήλωση ή ενέργεια απαξιώνονται μονολεκτικά και αστραπιαία ως «μαλακία». Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα. Δεν υπάρχει ίσως ο χρόνος ή η διάθεση ή και η ικανότητα για εμβάθυνση, μα αποδίδει το τελικό συμπέρασμα που σχηματίστηκε μέσα σου. Χρησιμοποιείται ακόμα και ως αυτοκριτική: "τι βλέπεις; μαλακίες" (ανοησίες, μπούρδες), ''τι κάνεις; ''μαλακίες'' (τίποτα άξιο λόγου, κάτι που δεν μου αρμόζει). ''Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας'', λέει ο ατσαλάκωτος παρουσιαστής από την οθόνη, έτοιμος να ξεκινήσει το τροπάρι του, κι ο βαριεστημένος τηλεθεατής, που έχει πάρει χαμπάρι πια τι νούμερο είναι, του απαντάει ενδόμυχα και κάποτε μουρμουριστά «καλώς τον μαλάκα» (σελ. 43-44)

«Στα ερωτικά (η βλακεία) λειτουργεί διαφορετικά. Ένας ελαφρύς άνδρας, όσο εμφανίσιμος κι αν είναι, απογοητεύει το θηλυκό, δεν του εμπνέει την αναγκαία αίσθηση σιγουριάς. Εκτός αν τη χαζομάρα του την αντισταθμίζει η οικονομική ή η κοινωνική του θέση, οπότε το παλικάρι είναι λαχείο. Αντιθέτως, μια νεαρή όμορφη χαζοβιόλα είναι σταθερή ανδρική φαντασίωση. Την έχουν την τάση οι άνδρες να "μασάνε" στην αθωότητα και στα μπεμπεκίσματα, συν την εντύπωση ότι με αυτό το πλάσμα θα κρα...τάνε τα γκέμια (μέγα λάθος)... Γενικώς, στα ερωτικά, οι γυναίκες ψάχνουν τα μεγάλα και οι άνδρες τα μικρά ... Ξεμυαλίζονται και οι μυαλωμένοι πόσο μαλλον αυτοί που δεν τους ... περισσεύει. Με τη διαφορά ότι ο ηλίθιος όταν καυλώσει νομίζει ότι ερωτεύτηκε και η χαζή πιστεύει πως όσοι θέλουν να την πηδήξουν θέλουν να την παντρευτούν.» (σελ. 61-62)
 
«Οι μεταμφιέσεις του βλάκα είναι άπειρες. Έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος ολόκληρος είναι ένας χορός μεταμφιεσμένων. Καθένας υποδύεται κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. "Δώστε του μια μάσκα και θα σας πει την αλήθεια"  λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο άνθρωπος αδυνατεί να καταλάβει τον άλλο άνθρωπο ακόμα κι αν τον γνωρίζει καιρό. Δεν είναι απλώς θέμα νοημοσύνης, μας λείπουν οι απαραίτητες παραστάσεις. Όπως οι άνθρωποι της πόλης που όταν βρεθούν στην ύπαιθρο αδυνατούν να αναγνωρίσουν δέντρα και φυτά». (σελ. 111-112).  


 

 







Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Εντγκάρ Μορέν, Οι σταρ (ή Το μυστήριο "Σαρλώ")

Η τραγικότητα του κωμικού και το κωμικό που έχει τραγικότητα
Κείμενο του Edgar Morin

(Από το μπλογκ Αναγνώσεις της Κυριακάτικης ΑΥΓΗΣ)
 

Ο κωμικός ήρωας είναι μια παραλλαγή του εξιλαστήριου ήρωα, του λυτρωτή μάρτυρα. Επιπλέον, αν η τραγικότητά του είναι γελοία, ή γελοιότητά του μπορεί να γίνει τραγική, ενέχοντας μάλιστα μια διαρκή τραγικότητα. Εξ ου και το τόσο συχνά επαναλαμβανόμενο θέμα του "Γέλα, παλιάτσο!", του κλόουν που με τα ηχηρά ξεσπάσματα του γέλιου προσπαθεί να κρύψει τους λυγμούς του. Το συγκεκριμένο θέμα αποκαλύπτει τη σκοτεινή μας συναίσθηση για τον βαθιά οδυνηρό ρόλο που επωμίζονται οι γελωτοποιοί. Άλλωστε, ο Σαρλώ, ο Φερναντέλ, ο Ραϊμύ πολύ εύκολα μετατρέπονται σε δραματικούς κινηματογραφικούς ηθοποιούς. Εκείνοι που ξέρουν να μας κάνουν να γελάμε μέχρι δακρύων, ξέρουν καλύτερα και να μας κάνουν να κλαίμε. 


Ο κωμικός ήρωας είναι, λοιπόν, ήρωας με την πλήρη έννοια του όρου. Συνεπώς, ο κωμικός σταρ είναι δυνατόν να υπάρξει όχι μόνο διότι ο ηθοποιός είναι διαποτισμένος από τον ρόλο του, την ίδια στιγμή που η προσωπική του ευφυΐα καθορίζει αυτόν τον ρόλο πολύ πιο αποτελεσματικά απ' όσο καθορίζονται οι άλλοι κινηματογραφικοί ρόλοι, αλλά και διότι η προσωπικότητά του αφοσιώνεται στη θυσιαστική λειτουργία του κωμικού ήρωα.  Αυτή η ιδιότυπη ιεροποίηση, που διαλύεται αδιάκοπα μέσα στο βέβηλο γέλιο, ανασυστήνεται συνεχώς από τη θυσία του αποδιοπομπαίου τράγου. Ο κωμικός, όσο μακριά κι αν φαίνεται να βρίσκεται από τη θεοποίηση, τείνει προς αυτήν με τρόπο διαλεκτικό... Ο Τσάρλι Τσάπλιν μάς το αποκαλύπτει: από τη δεκαετία του '20 και μετά, η ιδιοφυΐα του μάς κάνει να νιώθουμε την αστεία και συνάμα τη σπαρακτική πτυχή του Σαρλώ. Ολόκληρη η εξέλιξη από τον Σαρλώ στον Καλβέρο (κεντρικός ήρωας της ταινίας Τα φώτα της ράμπας) είναι μια όλο και πιο συνειδητή προσέγγιση ενός χαρακτήρα έτοιμου να θυσιαστεί, που γίνεται κατανοητός στην αληθινή ανθρώπινη υπόστασή του. Από τη φύση της, η κωμική ταινία αγνοεί, όχι βέβαια τα πτώματα, τους σκελετούς και τα φαντάσματα, αλλά τον θάνατo. Επιπλέον, κατά την εξέλιξή της και για λόγους που ήδη αναφέραμε, προσανατολίζεται προς το χάπι εντ, δηλαδή την τελική αποφυγή της θυσίας του ήρωα.
 
Αντίθετα, ο Σαρλώ (με εξαίρεση το Modern Times [Οι μοντέρνοι καιροί]) ακολουθεί τη λογική κατεύθυνση της θυσίας: να παραχωρείς τη θέση σου σε κάποιον άλλο, να εγκαταλείπεσαι από εκείνη που αγαπάς και, τέλος, να πεθαίνεις. Άλλωστε, ο κωμικός ήρωας, εν μέρει υπό την επιρροή του Σαρλώ, αποκτά ιπποτικό χαρακτήρα. Στην προκινηματογραφική παράδοση, ο σαλτιμπάγκος βρίσκεται στον αντίποδα του ιππότη: ο Σάντσο Πάντσα είναι το αντίθετο του Δον Κιχώτη. Ο κινηματογράφος -και εδώ πρόκειται για ένα μαζικό φαινόμενο εκδημοκρατισμού- τείνει να προσδώσει στον κωμικό ήρωα ιπποτικό ρόλο. Ο Σαρλώ συνεχίζει την παράδοση του σαλτιμπάγκου, του σκλάβου που τρέμει και τη σκιά του, αλλά, όταν το απαιτεί ο έρωτας, γίνεται ο υπερασπιστής των ωραίων απειλούμενων υπάρξεων και τις σώζει. Όπως παρατηρεί ο Tyler Parker, ο Σαρλώ είναι ένα παράξενο κράμα Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα. Ο Ντάννυ Καίη, ο Φερναντέλ κ.ά. είναι επίσης μικροί μπουφόνικοι ιππότες. Ο Σαρλώ όμως, επωμιζόμενος τον ρόλο του ιππότη, τείνει να μεταμορφωθεί από εξαγνιστή σε λυτρωτή: από αποδιοπομπαίος τράγος γίνεται θεός του έρωτα, που θυσιάζεται για τον άλλο. Από τον έρωτα και για τον έρωτα, ο Σαρλώ θα αποδεχτεί και στη συνέχεια θα αναζητήσει τη θυσία. Από τον Σαρλώ μέχρι τον Καλβέρο, η εξέλιξη συνεχίζεται αμείλικτα, έως την αυτοθυσία. Ήδη, στο The Circus (Το τσίρκο), ο Σαρλώ χάνεται, αφήνοντας τους άλλους σε μια ευτυχία που κέρδισαν χάρη σε αυτόν. Στο City Lights (Τα φώτα της πόλης), αφήνεται να οδηγηθεί στη φυλακή, στερημένος το φως και τον ήλιο, για να μπορέσει να τα βρει η μικρή τυφλή. Ο Σαρλώ αφοσιώνεται με φυσικότητα στην ανάπηρη γυναίκα, τυφλή ή παράλυτη, στην απελπισμένη κοπέλα, στο παιδί, στον απόκληρο της κοινωνίας. Κάθε φορά, η θυσία του μετατρέπεται σε λύτρωση, σε νέα ζωή, σε ανάσταση για τον άλλο.
 
Στο Monsieur Verdoux (Ο κύριος Βερντού) εμφανίζεται για πρώτη φορά η απόλυτη εκπλήρωση της θυσίας: ο θάνατος. Στα Φώτα της ράμπας αναπτύσσεται με τρόπο μεγαλειώδη το ουσιώδες θέμα της λύτρωσης και της θυσίας, που φωτίζει αναδρομικά τον θάνατο του Βερντού, τη μοναξιά του πλάνητα, τις μπαστουνιές που έφαγαν όλοι οι Σαρλώ και όλοι οι σαλτιμπάγκοι από καταβολής κόσμου.





 


Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Περικλής Κοροβέσης, Δωσίλογοι και ΟΠΛΑ

του Περικλή Κοροβέση, Εφημερίδα των Συντακτών, αναδημοσιευμένο στον ιστότοπο Doc. T.v.23.4.2015

 
«Αν δεν μάθουμε πώς λειτουργεί η Ιστορία, δεν μπορούμε ποτέ να γίνουμε πολίτες».
 
Τι είναι η τρομοκρατία και τι οι τρομοκράτες;
Καθημερινά τα κανάλια μάς βομβαρδίζουν με αυτές τις δύο λέξεις, λες και είναι κάτι χειροπιαστό και αποσαφηνισμένο. Η λέξη «τρομοκρατία» εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, για να χαρακτηρίσει μεμονωμένες βομβιστικές ενέργειες αναρχικών στην Ευρώπη (εξ ου και η ταύτιση των αναρχικών με τη βία). Αλλά η αναρχία ιστορικά ήταν ένα επαναστατικό κίνημα, ανταγωνιστικό του μαρξισμού, και δεν είναι οι βίαιες ενέργειες που τη χαρακτηρίζουν. Ο Κροπότκιν είχε πει: «Μερικά κιλά δυναμίτη δεν πρόκειται να αλλάξουν την εξουσία αιώνων».
Ο όρος τρομοκρατία χρησιμοποιείται για τόσο διαφορετικά πράγματα που στάθηκε αδύνατο να βρεθεί νομικός ορισμός από κάποιο διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένου και του ΟΗΕ. Ίσως ο μόνος ορισμός που πλησιάζει την πραγματικότητα να είναι: «Τρομοκρατία είναι όταν οι άλλοι κάνουν αυτό που κάνουμε εμείς», δεν θυμάμαι ποιανού είναι αυτός ο ορισμός, αλλά τον βρίσκω σωστό. Και τι δεν έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατία: απελευθερωτικά κινήματα (Αλγερία, Βιετνάμ κ.λπ.)· τα κινήματα αντίστασης της Ευρώπης κατά του ναζισμού· τα αντιαποικιακά κινήματα και τόσα άλλα. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει κάποιον πατενταρισμένο τρομοκράτη να γίνει μετά πρωθυπουργός. Μονάχα στο Ισραήλ έχουμε δύο περιπτώσεις: τον Μεναχέμ Μπέγκιν και τον Ιτζάκ Σαμίρ. Αλλά δεν είναι μόνο αυτές. Στην Αλγερία έχουμε τον Μπεν Μπελά, που γίνεται ο πρώτος πρόεδρος της Αλγερινής Δημοκρατίας. Ακολουθούν ο Νέλσον Μαντέλα στη Νοτιοαφρικανική Ένωση, που γίνεται και αυτός πρόεδρος, και ο Χοσέ Μουχίκα που παίρνει το ίδιο αξίωμα στην Ουρουγουάη. Και όχι σπάνια οι χαρακτηρισμένοι επισήμως τρομοκράτες γίνονται επίσημοι διαπραγματευτές. Είναι οι περιπτώσεις του Τζέρι Άνταμς στην Ιρλανδία, του Αμπντουλάχ Οτσαλάν και άλλων λιγότερο γνωστών.
 
Και να έρθουμε στα καθ' ημάς  και να μπούμε στα δύσκολα.
Τι ήταν η κατοχική ΟΠΛΑ (Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκών Αγωνιστών); Τρομοκρατική οργάνωση ή αντιστασιακή; Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν ακόμα μια υπηρεσία του ελληνικού κατοχικού κράτους ή ελληνόφωνοι ναζί φαντάροι; (Ο ναζιστικός στρατός είχε στις γραμμές του πολλές εθνότητες). Σε αυτά τα δύο θέματα-ταμπού για την ελληνική κοινωνία, η ιστοριογραφία είναι πενιχρή. Η ΟΠΛΑ εγκαταλείφθηκε, και από το ίδιο το ΚΚΕ ελάχιστες είναι οι αναφορές σε αυτήν. Και ποτέ δεν πήρε τη θέση της δίπλα στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Για τον ένοπλο δωσιλογισμό, δηλαδή για τους ελληνόφωνους ναζί φαντάρους, ακόμα μεγαλύτερη σιωπή. Μήπως η Χρυσή Αυγή συνεχίζει αυτόν τον δωσιλογισμό που παρέμεινε συστατικό στοιχείο του κράτους και της κοινωνίας για πάνω από εφτά δεκαετίες; Σε αυτά τα ερωτήματα έρχονται να απαντήσουν δύο έξοχα βιβλία, γραμμένα από δύο νέους ιστορικούς, που δεν έζησαν τα γεγονότα και η βάση των βιβλίων τους είναι οι αντίστοιχες διατριβές τους.
Ο Ιάσων Χανδρινός για την ΟΠΛΑ («Το τιμωρό χέρι του λαού», εκδόσεις Θεμέλιο) και ο Δημήτρης Κουσουρής για τους δωσίλογους («Δίκες των δοσίλογων 1944-1949», εκδόσεις Πόλις). Και τα δύο βιβλία διαβάζονται σαν μυθιστορήματα και δεν έχουν τίποτα το ακαδημαϊκό, παρά την αυστηρή τους τεκμηρίωση. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν τις συγκρούσεις των ελληνόφωνων ναζί στρατιωτών με την ΟΠΛΑ ως κατοχικό εμφύλιο πόλεμο. Αυτό είναι αναθεώρηση της Ιστορίας. Οι τρεις κατοχικές κυβερνήσεις και τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν ναζιστικός μηχανισμός κατοχής, που έκανε την πιο βρόμικη δουλειά, για να σωθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα. Και αν προχωρήσουμε την ίδια λογική στα άκρα, θα μπορούσαμε να λέγαμε πως η αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ εναντίον των ναζί κατακτητών ήταν ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος.
 
Τι έγιναν οι δωσίλογοι;
Σε χοντρές γραμμές, μπορούμε να πούμε πως θεμελίωσαν το μετακατοχικό κράτος που καταλήγει στη χούντα. Ο περίφημος Μπουραντάς, αρχιβασανιστής επί κατοχής και διοικητής του διαβόητου Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας, αθωώνεται. Ο κατοχικός υπουργός Λούβαρις γίνεται ακαδημαϊκός. Ο Ζέρβας, που συνεργάστηκε με τους ναζί, έγινε μετά υπουργός και προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Αμερικανού πρέσβη ΜακΒι που διέκρινε στο πρόσωπό του «δικτατορικές και φασιστικές τάσεις». Και πολλά άλλα. Και εδώ είναι το δίκιο της Χρυσής Αυγής. Από την εποχή του Μεταξά μέχρι τη χούντα ήταν οι δικές της ιδέες που διαμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία. Και γι’ αυτό βγαίνει παραπονούμενη ως εγκληματική οργάνωση. Γιατί ο εγκληματίας Μπουραντάς να είναι αθώος κι εμείς υπόδικοι; Το πρόβλημα είναι πότε η αληθινή ιστορία θα μπει στα σχολεία και θα αφήσουμε στην άκρη τις μυθολογίες. Γιατί αν δεν μάθουμε πώς λειτουργεί η Ιστορία, δεν μπορούμε ποτέ να γίνουμε πολίτες. Οι Σουλιώτες δεν ήταν Έλληνες, ήταν Αλβανοί. Από το 1821 μέχρι το 1828 είχαμε τρεις εμφύλιους πολέμους. Πότε βρήκαμε τον καιρό να πολεμάμε τους Τούρκους; Το υπουργείο Παιδείας έχει τέτοιους προβληματισμούς;

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Pascal Bruckner, Το παράδοξο του έρωτα (Πατάκης)

Το κείμενο προέρχεται από το Doctv

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Γάλλους συγγραφείς. Γράφει εναλλάξ μυθιστορήματα και δοκίμια, αρθρογραφεί στο Νουβέλ Ομπσερβατέρ, είναι διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και διδάσκει ως καθηγητής επισκέπτης σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Συμμετείχε στον αναβρασμό του Μάη του ’68, τα ψέλνει εμμονικά στις φεμινίστριες και στην Ευρώπη που επαναπαύεται στον λήθαργό της κι έχει γράψει δοκίμια για την αέναη ευφορία της Δύσης και μια σειρά από τα σύγχρονα σύνδρομα που, όπως όλα δείχνουν, μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους Έλληνες αναγνώστες και ο ίδιος επισκέπτεται συχνά τη χώρα μας. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του, ξεχωρίζουν «Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα», «Το Θείο Βρέφος», «Η Μελαγχολική Δημοκρατία» και  «Αέναη Ευφορία.
 
«Δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές»
 
Η υπερβολή στην εποχή μας συνοψίζεται στο άπιαστο όνειρο: όλα σε ένα ή τα θέλω όλα. Ένα και μοναδικό πλάσμα πρέπει να συμπυκνώνει όλες μου τις προσδοκίες. Ποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοια απαίτηση; Η ιλιγγιώδης αύξηση των διαζυγίων στην Ευρώπη δεν οφείλεται στον εγωισμό μας αλλά στον ιδεαλισμό μας: είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο είναι δύσκολο να μείνουμε μόνοι. Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους. Από τον έρωτα δεν μένει παρά «το κεραυνοβόλο βλέμμα του θεού» (Αντρέ Μπρετόν) κι αυτό είναι το πρόβλημα. Παραφορτώνουμε το καράβι, το επενδύουμε με τόσες ελπίδες, ώστε τελικά ναυαγεί. Δεν υποφέρουμε από έλλειψη συναισθημάτων αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα.
Πιστεύω ακόμα στον μεγάλο έρωτα, ακούμε να λέμε. Όμως δεν έχει νόημα να πιστεύουμε σε μία αφηρημένη έννοια, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στα άτομα, τα ευάλωτα και ατελή άτομα. Αγαπώντας τον έρωτα καταλήγουμε στην εξιδανίκευσή του. Κάποτε αποκλεισμένος από τον γάμο, ο έρωτας-αίσθημα διαλύθηκε εκ των έσω προτού μπει σε κίνδυνο από τις υπερβολικές φιλοδοξίες -η βουλιμία του σηματοδοτεί και την απώλειά του. Από τότε που αφαιρέθηκαν τα εμπόδια που τον τροφοδοτούσαν με το να τον φρενάρουν, είναι υποχρεωμένος να βρει μόνος του τα μέσα για να ανανεωθεί. Πεθαίνει, όχι από τα εμπόδια που συναντά, αλλά από την εύκολη επιτυχία του. (...)
Πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη ασθένεια: η δαιμονική αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου που απογοητεύει και αντικαθίσταται από ένα άλλο, το οποίο με τη σειρά του επισκιάζεται από ένα τρίτο, ένα τέταρτο, μία σειρά από φλόγες που τρεμοσβήνουν κι ύστερα χάνονται για πάντα. Ενθουσιαζόμαστε, ψυχραινόμαστε, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Κάθε φορά υπερτιμάμε τα συναισθήματά μας, νιώθουμε ψευτοερωτοχτυπημένοι -όπως γράφει ο Σταντάλ, «πιστεύουμε ότι αγαπάμε κάποιον για όλη μας τη ζωή στη διάρκεια μίας και μοναδικής βραδιάς». Η αδελφή ψυχή δεν είναι ποτέ αρκετά ωραία, έξυπνη, σέξι, όλοι οι υποψήφιοι είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ο πρίγκιπας ήταν λοιπόν ένας τιποτένιος, η σεξοβόμβα μία ψυχρή νευρωτική, μία μέγαιρα. Αυτή είναι η κόλασή μας, αντίβαρο της προόδου: δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές.
 
΄Ετσι φτάνουμε στη μοναξιά. Μετά τα τριάντα, αντί να βρούμε το ονειρεμένο πλάσμα, καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και μασουλάμε πρόχειρα φαγητά περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι μοναχικές και πονεμένες ψυχές στο διαδίκτυο, που συμμετέχουν σε μία αγορά «δεύτερο χέρι»: χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι κάμποσες φορές «ερωτεύονται» έναν άγνωστο και είναι έτοιμοι να κάνουν τα ίδια λάθη, τις ίδιες εξωφρενικές επιλογές (…)
Το παράδοξο του έρωτα, εκδόσεις Πατάκης
Θα πεθαίνατε για κάποιον που αγαπάτε; Το ζήτημα όμως δεν μπαίνει έτσι, κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με κάποιον, όχι να πεθάνουμε. Η ρουτίνα της καθημερινότητας συνεπάγεται τη συνέπεια της κάθε στιγμής και κάνει ανώφελη την εξονυχιστική εξέταση της κάθε χειρονομίας, της κάθε ακραίας ή τυχαίας κίνησης. Κάποτε η συναισθηματική αγωγή συνίστατο στην αποφυγή της απογοήτευσης: έπρεπε να βρούμε τον δρόμο μας στους μαιάνδρους της καρδιάς, να μην παραδοθούμε στις παρορμήσεις, να αντιμετωπίσουμε τις χίμαιρες της νιότης και να επιλέξουμε ένα πνευματικό και ηθικό δρομολόγιο. Όλη η φιλολογία μάς διδάσκει, αντιθέτως, πώς να ανασκαλεύουμε τη φωτιά, πώς να φλεγόμαστε... Ανατροπή σε σχέση με την κλασική εποχή: η κλασική εποχή φοβόταν τα μεγάλα πάθη, που προκαλούν δυστυχία - εμείς φοβόμαστε τη χλιαρότητα. Στην πραγματικότητα, δεν φοβόμαστε πια την αναρχία της συμπεριφοράς, αλλά την εξάλειψη των συγκινήσεων. Αυτό που επιζητούμε είναι το πάθος - ποιητικό, ευτυχισμένο- χωρίς τις μοιραίες του συνέπειες....


Απόσπασμα από το βιβλίο του Πασκάλ Μπρικνέρ, Το παράδοξο του έρωτα. 



 

  




Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ο ‘Αγγελος Τσέκερης μας εξηγεί την αλλιώτικη ιστορία του Νίκου Ζαχαριάδη



«Τον Σεπτέμβριο του 1955, στην κοινότητα των πολιτικών προσφύγων της Τασκένδης ξέσπασαν πρωτοφανείς ταραχές ανάμεσα σε “ζαχαριαδιακούς” και “αντιζαχαριαδικούς”. Από τους 17.000 χιλιάδες πρώην μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, άντρες και γυναίκες που αποτελούσαν την κοινότητα, στα επεισόδια πήραν μέρος περίπου 3.000 άνθρωποι. Τα γεγονότα, που συγκλόνισαν την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν και ανάγκασαν τους Σοβιετικούς να επέμβουν για την αποκατάσταση της τάξης, δεν έγιναν ιδιαίτερα γνωστά στην Ελλάδα, καθώς συνέπεσαν με το προγκρόμ και την καταστροφή των ελληνικών περιουσιών στην Κωνσταντινούπολη».

Η ανάγνωση της παραπάνω ιστορίας οδήγησε έναν δημοσιογράφο να γράψει ένα βιβλίο για μία από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της εγχώριας πολιτικής σκηνής, για τον ηγέτη του Κομμουνιστικό κόμματος που λατρεύτηκε όσο κανείς από τη βάση του και καθαιρέθηκε εν μια νυκτί από τους σοβιετικούς μηχανισμούς, οδηγώντας τον στην αυτοκτονία. Ο Άγγελος Τσέκερης, έχοντας ως αφετηρία το ανοιχτό γράμμα του κρατούμενου στις φυλακές της Κέρκυρας Νίκου Ζαχαριάδη, αποδομεί τα στερεότυπα πάνω στα οποία τα κομμουνιστικά ρεύματα κατέγραψαν τα γεγονότα και γράφει «Μια ιστορία αλλιώς» για το κίνημα, τις εσωτερικές του συγκρούσεις,  την ηθική της Αριστεράς και των ανθρώπων της. 
 αφορμή που οδήγησε στο βιβλίο.
 

Νομίζω πως όταν κάποιος είναι πολιτικοποιημένος διαβάζει ιστορία ψάχνοντας απαντήσεις, γιατί προσπαθεί να αναθεωρήσει τα όσα ήδη γνωρίζει ή γιατί ψάχνει την “καταγωγή” του. Για την συγκεκριμένη περίοδο λοιπόν έχουν γραφτεί πάρα πολλά, αυτό όμως που μου κίνησε την περιέργεια είναι η ιστορία της ελληνικής κοινότητας στην Τασκένδη. Επειδή λοιπόν αυτή η περίοδος συνδέεται με τον Ζαχαριάδη, κατέγραψα και τη δική του πορεία, άρχισα να κρατάω σημειώσεις για να μην ξεχάσω αυτά που διάβαζα και κάπως έτσι προέκυψε το βιβλίο. Το είχα αφήσει στην άκρη για αρκετό καιρό και το ανέσυρα όταν ο πατέρας μου βρέθηκε σε μια φάση πτώσης, είχε γεράσει πάρα πολύ αλλά καθώς παρέμενε πιστός στο ΚΚΕ, έφερα στην επιφάνεια το βιβλίο για να τον ενεργοποιήσω.

Όταν τελείωσε ο εμφύλιος, χιλιάδες Έλληνες κομμουνιστές μεταφέρθηκαν στην Τασκένδη σαν πολιτικοί πρόσφυγες. Ο Στάλιν είχε δημιουργήσει εκεί ένα βιομηχανικό κέντρο που προμήθευε όλη τη Σοβιετική Ένωση με βαμβάκι. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι να οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό, άρχισαν όμως να αναπτύσσονται μεταξύ τους εσωτερικές αντιθέσεις που σχετίζονταν με την ήττα του εμφυλίου πολέμου. Επειδή οι άνθρωποι ξαναγράφουν την ιστορία τους προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουν ως ιδεολογικό εργαλείο, η σύγκρουση εκείνη κληρονομήθηκε στη δική μου γενιά ως μια σύγκρουση καλών και κακών όπου οι κακοί, οι «ζαχαριαδικοί» δηλαδή, βρέθηκαν εκτός ιστορίας».
 
Ο Ζαχαριάδης, οι άλλοι και η αριστερή ηθική. 
«Για τον Ζαχαριάδη έχουν γραφτεί πολλά, είναι κατά γενική ομολογία ο ηγέτης του ΚΚΕ με τη μεγαλύτερη εμβέλεια. Αυτό που κατάλαβα γράφοντας το βιβλίο είναι πως είχε κοινή αφετηρία με άλλες προσωπικότητες, οι οποίες έπαιξαν ρόλο στα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα βοηθώντας τα να γίνουν πιο δημοκρατικά, πιο μεταρρυθμιστικά, πιο απείθαρχα στη Σοβιετική Ένωση. Το γεγονός που ξεχωρίζει τον Ζαχαριάδη από τον Καρίγιο, τον  Τολιάτη και τον Τορές και ανακόπτει την πορεία του είναι το ότι στην Ελλάδα γίνεται πόλεμος, τελειώνει δηλαδή το πολιτικό παιχνίδι και ο κόσμος παίρνει τα όπλα. Στην ιστορία δεν υπάρχει “αν”, παρόλα αυτά έκανα μια ερώτηση: Αν είχε αποφευχθεί ο εμφύλιος, ο Ζαχαριάδης θα είχε παίξει εντελώς διαφορετικό ρόλο και θα είχε μείνει στην ιστορία ως ένας άλλος; Στο κομμουνιστικό κίνημα μέχρι το ‘89 υπήρχαν δυο μεγάλα ρεύματα, εκείνο που θεωρούσε το Ζαχαριάδη επαναστάτη που έκανε λάθη και εκείνο που τον έβλεπε σαν δαίμονα που εξόντωσε τους αντιπάλους του και έκανε αίσχη για να τιμωρηθεί τελικά με τις μεθόδους που ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει παλαιότερα. Πιστεύω λοιπόν πως αυτή η υπόθεση εργασίας θα εξόργιζε και τις δύο πλευρές.
Είχε αυτοπεποίθηση και συναίσθηση της ηγετικής του εμβέλειας, γεγονός που τον διευκόλυνε να κάνει ελιγμούς και να είναι ανοιχτός σε συνεργασίες με το κέντρο. Από την άλλη μεριά δε μπόρεσε να διαχειριστεί δημοκρατικά κάθε ήττα του, με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε μεθόδους καχύποπτες, σκληρά αμυντικές και αυτοκαταστροφικές. Πίστευε πάντα πως υπάρχει εντός του κόμματος κάποιος χαφιές και κάθε φορά που “εξόντωνε” κάποιον, είτε αυτός ήταν ο Πλουμπίδης είτε ο Καραγιώργης, είχε την αίσθηση ότι τον βρήκε. Μετά το θάνατο του Στάλιν, ο Χρουστσόφ ρίχνει τον Ζαχαριάδη με τρόπο που δεν ταίριαζε στο κομμουνιστικό τυπικό. Το κόμμα τον θέτει στο περιθώριο και οι ίδιοι άνθρωποι που μέχρι ένα μήνα τον υποστήριζαν, τον καταδικάζουν και να τον διαπομπεύουν, αφού η Σοβιετική Ένωση τους αναγκάζει να κατεβάσουν το κεφάλι, να αλλάξουν γνώμη και εκείνοι το αποδέχονται πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Έχει καταγραφεί έντονα το γεγονός πως εκτοπίστηκε χωρίς να δικαστεί κι πέθανε μόνος του στη Σιβηρία καθώς και το ότι οι οπαδοί του ξεκόπηκαν από το κομμουνιστικό κόμμα με επέμβαση των σοβιετικών, παρότι αποτελούσαν την πλειοψηφία εντός του.


Εσύ λες πως έχεις κακή άποψη για τον Ζαχαριάδη, έχεις σκεφτεί ποτέ όμως πως την έχεις διαμορφώσει; Κάθε ρεύμα της αριστεράς προκειμένου να προσδιορίσει τον εαυτό του πήρε την ιστορία και την ερμήνευσε μ’ έναν τρόπο, που μπορεί να είναι σωστός. Αυτό που προσπαθεί να αναδείξει το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το ότι οι συγκρούσεις είναι πιο σύνθετες από ότι τις αντιλαμβανόμαστε και πως δίκιο δεν έχει πάντα μόνο η μία πλευρά, αυτό μάλλον έχει να προσφέρει σε έναν νέο αριστερό που τον ενδιαφέρει να διαβάσει ιστορία. Επίσης πιστεύω πως δεν έχει να δώσει επιχειρήματα και να χρησιμεύσει στους ιδεολογικούς αντιπάλους, αφού σε όλες τις ιστορίες -τόσο εκείνων που υποστήριξαν τον Ζαχαριάδη όσο και εκείνων που τον έριξαν- η αριστερή ηθική είναι παρούσα, ακόμη και όταν παραβιάζεται για λόγους αυτοπροστασίας. Υπάρχει η στιγμή που το κόμμα λέει “πρέπει να φάμε τον τάδε”. Για κάποιον ήταν σωστό να τον υπερασπιστεί, για κάποιον άλλον το να μην εκθέσει το κόμμα την ώρα της ήττας του. Ο καθένας έχει μια δική του ηθική η οποία όμως είναι πάντα και παντού παρούσα και όλοι τους λειτουργούσαν υπό τον όρο της συντροφικότητας».
 
Ποιος φταίει για τον εμφύλιο;
«Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι το ΚΚΕ βρέθηκε σε αδιέξοδο πριν τον εμφύλιο, η Ελλάδα ήταν το μοναδικό κράτος της περιόδου στο οποίο επιβιώνουν συνεργάτες των Γερμανών στη μετακατοχική κυβέρνηση, κανονικοί φασίστες δηλαδή. Σίγουρα λοιπόν δεν έχει βάση η πεποίθηση πως από τη μία πλευρά ήταν η δημοκρατία, το μέλλον και η ανεκτικότητα και από την άλλη ένα σκληρό κομμουνιστικό καθεστώς. Οι αριστεροί θεωρούν τον εμφύλιο μια ιστορία αξιοπρέπειας, αν αναλογιστεί κανείς πως οι νεκροί του δημοκρατικού στρατού ήταν κατά πολύ παραπάνω κάθε φορά από την στρατιωτική του δύναμη. Δεν ξέρω τι θα είχε γίνει αν κέρδιζαν, αλλά δε σκοπεύω να χαρίσω σε κανέναν μια σκληρή αυτοκριτική εφόσον το άλλο στρατόπεδο δεν έχει νιώσει ποτέ την ανάγκη να κάνει τη δική του, για τα εγκλήματα και τους ανθρώπους που εκτέλεσε».
 
Η Αριστερά του τότε, οι προσωπικότητές της και η σημερινή της εικόνα.
«Εκτός από τον Ζαχαριάδη, όλες οι μεγάλες προσωπικότητες της Αριστεράς είναι αμφιλεγόμενες, η γενιά δηλαδή της εθνικής αντίστασης, οι άνθρωποι που αναδείχθηκαν σε ηγετικές θέσεις του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού αργότερα. Ο Κύρκος -παρότι σκέφτομαι εκ των υστέρων τη γραμμή που ακολούθησε και διαφωνώ -ήταν ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, είχε μια εμβέλεια πολλή μεγαλύτερη από το κόμμα που εκπροσωπούσε και κατάφερε να το στηρίξει σε δύσκολες εποχές βασισμένος αποκλειστικά στο κύρος του. Ο Φλωράκης ήταν εκείνος που συνέστησε το μεταεμφυλιακό ΚΚΕ στην κοινωνία. Συγκροτημένος, με χιούμορ και καθαρό λόγο υπήρξε ένας αξιοσέβαστος αγωνιστής ο οποίος κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη ανθρώπων που δεν συμπαθούσαν τον κομμουνισμό, αλλά έπρεπε να συνηθίσουν πως το κόμμα πλέον έχει ανοίξει γραφεία στη γειτονιά. Μετά την απόσυρση αυτής της γενιάς δεν είμαι σίγουρος ότι έχουν υπάρξει τέτοια πρόσωπα. Αν καταφέρει η σημερινή Αριστερά να υλοποιήσει όσα έχει υποσχεθεί στον κόσμο που την εμπιστεύτηκε, ίσως κάποιοι από αυτούς που παίζουν ρόλο σήμερα να κερδίσουν μια θέση στη μνήμη των ανθρώπων αύριο.
Υπάρχουν προκαταλήψεις απέναντι στην Αριστερά, νομίζω όμως πως οι περισσότερες από αυτές σχετίζονται με τα αριστερόστροφα εκφυλιστικά φαινόμενα του ΠΑΣΟΚ. Λιγότεροι είναι δηλαδή εκείνοι που σκέφτονται τα γεγονότα του εμφυλίου και περισσότεροι αυτοί που θυμούνται τους συνδικαλιστές του ‘81. Η σημερινή Αριστερά δεν σχετίζεται με αυτό της το παρελθόν αφού δεν στοχεύει στο να αλλάξει το σύστημα αλλά στο να εφαρμόσει πιο δίκαιους κανόνες στο ήδη υπάρχον. Δεν ξέρω αν θα τα σαρώσει όλα, αλλά αν βρει τους σωστούς συμμάχους και έχει την υποστήριξη του κόσμου νομίζω ότι μπορεί να θέσει κάποιους όρους εντός της Ευρώπης, αλλάζοντας τους συσχετισμούς που γράφουν την ιστορία».

Το βιβλίο του Άγγελου Τσέκερη «Μια ιστορία, αλλιώς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ταξιδευτής. Η συνέντευξη προέρχεται από τον ιστότοπο  Propaganda.gr, 18.4.2015.



Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Gunter Grass, Το τενεκεδένιο ταμπούρλο (Πατάκης)

του Αναστάση Βιστωνίτη, Το Βήμα, 2.9.2007


Το σοκ που προκάλεσε το Τενεκεδένιο ταμπούρλο στη μεταπολεμική Γερμανία το 1959, όταν πρωτοεκδόθηκε ήταν ανάλογο και της τεράστιας κυκλοφοριακής επιτυχίας του. Μέσα σε έναν χρόνο μόνο η γερμανική έκδοση του μυθιστορήματος ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 300.000 αντίτυπα. Ηταν η πλέον ευφάνταστη αλληγορία για τη ναζιστική Γερμανία, τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις τύψεις και το αίσθημα ενοχής των Γερμανών για τη χιτλερική εποχή. Ο συγγραφέας του Γκύντερ Γκρας ήταν τότε μόλις 32 ετών, είχε δημοσιεύσει ένα βιβλίο με ποιήματα, είχε δοκιμάσει την τύχη του ως θεατρικός συγγραφέας χωρίς να πετύχει σπουδαία πράγματα και ξαφνικά η φήμη του μέσα σε μια μέρα εκτοξεύθηκε στα ύψη. Εκτοτε, κάθε βιβλίο του προκαλούσε έντονες συζητήσεις, ύμνους από την κριτική αλλά όχι σπάνια και οργισμένες αντιδράσεις. Πάντως, ουδέποτε ο Γκρας περνούσε απαρατήρητος. Πέρυσι, στα 80 του χρόνια, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι και προκάλεσε σάλο, αφού ομολογούσε εκεί ότι στα 16 του χρόνια υπήρξε μέλος των διαβόητων χιτλερικών Βάφεν Ες Ες. Ορισμένοι μάλιστα δεν δίστασαν να ζητήσουν να του αφαιρεθεί το βραβείο Νομπέλ που του είχε απονεμηθεί το 1999. Παλαιότερα επίσης είχαν προκαλέσει σάλο, ιδιαίτερα ανάμεσα στους πολίτες και τους διανοούμενους της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, οι απόψεις του ότι μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου οι δύο Γερμανίες, Ανατολική και Δυτική, δεν θα έπρεπε να επανενωθούν ή τουλάχιστον αυτό δεν θα έπρεπε να γίνει αμέσως, γιατί δεδομένου του χιτλερικού παρελθόντος της χώρας κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο για την Ευρώπη.       Γεννημένος το 1927 στην τότε Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ (το σημερινό Γκντανσκ) είχε μια περιπετειώδη ζωή με πολλές στερήσεις. Σπούδασε γλυπτική και γραφικές τέχνες αλλά τις άσκησε περιστασιακά, όταν ήταν πολύ νέος, κερδίζοντας μετά βίας τα προς το ζην. Η μοίρα ωστόσο είχε αποφασίσει αλλιώς. Ο Γκρας θα γινόταν ο διασημότερος και προκλητικότερος πεζογράφος της μεταπολεμικής Γερμανίας. Για πολλά χρόνια ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στους κόλπους του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και δημοσίευσε πλήθος πολιτικά άρθρα και δοκίμια. Υπήρξε στενός φίλος του Βίλι Μπραντ και άλλων επιφανών στελεχών του κόμματος, ενώ δεν έπαψε να γράφει μυθιστορήματα, επιτυχημένα μεν αλλά όχι της ίδιας αξίας με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο το οποίο αναμφισβήτητα αποτελεί το κορυφαίο έργο του και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα παγκοσμίως μυθιστορήματα της μεταπολεμικής εποχής. Η σημασία του υπήρξε τεράστια για τα ευρωπαϊκά γράμματα γιατί είναι το πρώτο μυθιστόρημα που σπάει την παράδοση του εσωτερικού μυθιστορήματος και, όπως λέει ο Τζορτζ Στάινερ, ο Γκρας συνεχίζει εκεί όπου σταμάτησε ένας άλλος προπολεμικός συγγραφέας της Γερμανίας, ο Αλφρεντ Ντέμπλιν, με το κορυφαίο του μυθιστόρημα Βερολίνο, Αλεξάντερπλατς.

Από τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Γκρας ξεχωρίζουν Η γάτα και το ποντίκι (1963) και τα Σκυλίσια χρόνια (1965). Αυτά, μαζί με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο, αποτελούν τη λεγόμενη Τριλογία του Ντάντσιχ. Η αυτοβιογραφία του είναι ένα ειλικρινές και συγκινητικό βιβλίο που δεν αποκαλύπτει μόνο το ναζιστικό «παρελθόν» του αλλά και πολλές πτυχές της ζωής του, την προσπάθειά του να εκφραστεί, να βρει τον δρόμο του και να βάλει σε τάξη τη ζωή του.

Στο Τενεκεδένιο ταμπούρλο διαβάζουμε την ιστορία ενός νάνου ονόματι Οσκαρ, γιου μπακάλη, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον μέσο Γερμανό. Ο νάνος του Γκρας, από τις εκπληκτικότερες φιγούρες του μεταπολεμικού μυθιστορήματος, δεν μιλάει αλλά βγάζει κάτι παράξενες τσιρίδες ικανές να κομματιάσουν οποιοδήποτε γυαλί. Ο Οσκαρ έχει ένα τενεκεδένιο ταμπούρλο που το λατρεύει και το χτυπά όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Τα χρόνια περνούν, ο νάνος μεγαλώνει αλλά έχει πάψει να ψηλώνει από τα τρία του χρόνια. Ερχεται ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος και η μεταπολεμική εποχή αλλά ο τρομερός νάνος συνεχίζει να χτυπάει το ταμπούρλο του και στο τέλος καταδικάζεται για φόνο και καταλήγει στο ψυχιατρείο.

Ποιος είναι ο Οσκαρ και τι είναι το ταμπούρλο του δεν δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε. Ο Οσκαρ είναι μια διαστροφική εκδοχή του Πίτερ Παν. Εδώ όμως ο κάπτεν Χουκ και οι πειρατές του παραμυθιού έχουν αντικατασταθεί από τους ναζιστές και το μυθιστόρημα του Γκρας λειτουργεί ως γκροτέσκα και βιτριολική αλληγορία για τη Γερμανία, τον πόλεμο, το ναζιστικό καθεστώς και τη μεταπολεμική εποχή των τύψεων που ακούγονται κάτω από τα χτυπήματα του τενεκεδένιου ταμπούρλου.

 Η πολιτική μεταφορά του Γκρας είναι μεγαλειώδης: όπως δεν μεγαλώνει ο Οσκαρ έτσι δεν ενηλικιώνεται και η κοινωνία στην οποία ζει. Ο συγγραφέας επιχειρεί και επιτυγχάνει τον ευφυέστερο και δυσκολότερο συνδυασμό: τη σαρκαστική ανάκληση του παρελθόντος με την πικρή και μακάβρια ανάγνωση του παρόντος. Γι' αυτό άλλωστε το βιβλίο δεν μας λέει μόνο τι ήταν η Γερμανία της χιτλερικής εποχής και του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος, αλλά συνιστά και ένα υπερμεγεθυσμένο ηθικό σχόλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της μικροαστικής ηθικής μέσα από την οποία ξεπήδησε το χιτλερικό άγος. Και σαν όλα τα μεγάλα έργα αυτού του είδους, όπως το καλλιέργησαν ο Στερν, ο Ραμπελέ και ο Τζόναθαν Σουίφτ, προκαλεί σαρκαστικά γέλια και ταυτοχρόνως ξύνει πληγές. Δεν είναι περιττό να πούμε ότι το χειμαρρώδες αυτό μυθιστόρημα διαβάζεται σχεδόν απνευστί.

 

 

 






Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Eduardo Galeano, Ένας κόσμος ανάποδα (Πάπυρος)



Στις 13 Απριλίου του 2015, ο Ουρουγουανός λογοτέχνης Εντουάρντο Γκαλεάνο έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών. Εχθρός των απολυταρχικών καθεστώτων (με το έργο του να απαγορεύεται σε περιπτώσεις όπως του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ουρουγουάη το ‘73 και αργότερα στην Αργεντινή), φίλος του ποδοσφαίρου και της ριζοσπαστικής, ελεύθερης πλευράς της  λατινοαμερικάνικης ιστορίας, θιασώτης του κόσμου «όπου κάθε νύχτα θα τη ζούμε σαν να ‘ναι η τελευταία και την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας».
 
Με γραφή που συνδυάζει τη δημοσιογραφία, την πολιτική επιστήμη, την ιστορία και το μυθιστόρημα ο Γκαλεάνο υπήρξε πραγματικός εκπρόσωπος της ανυπόταχτης Λατινικής Αμερικής. Όπως δήλωσε κάποτε ο ίδιος: «είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απηχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδα περιφρονημένη και αγαπητή». 
 
Ο πιο πολιτικός συγγραφέας της Λατινικής Αμερικής, η «φωνή αφύπνισής» της, όπως χαρακτηρίστηκε ο Γκαλεάνο, ο βαθιά ουμανιστής στοχαστής, ο ανατροπέας της ιστορίας, έστησε «Καθρέφτες» στην ιστορία και φανέρωσε «έναν κόσμο ανάποδα» στα εκατομμύρια των πιστών και φανατικών αναγνωστών του.
 
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάη, μέλος μίας οικογένειας με ευρωπαϊκή καταγωγή, που ανήκε στη μεσαία τάξη και ήταν καθολική. Όταν ήταν νέος είχε δουλέψει ως εργάτης εργοστασίου, ελαιοχρωματιστής, ταχυδρόμος, δακτυλογράφος και άλλα. Στα 14 του πούλησε την πρώτη του πολιτική γελοιογραφία στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ελ Σολ» του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ουρουγουάης. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ως συντάκτης του «Μάρτσα», ένα εβδομαδιαίο περιοδικό με το οποίο συνεργάστηκαν οι Μάριο Βάργκας Γιόσα, Μάριο Μπενεδέτι, Μανουέλ Μαλδονάδο, Ντένις και Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ. Υπήρξε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Έποκα» δύο χρόνια.
 
Στο πραξικόπημα της 27ης Ιουνίου 1973, ο Γκαλεάνο φυλακίστηκε και αναγκάστηκε να αφήσει την Ουρουγουάη. Το βιβλίο του «Οι ανοιχτές πληγές της Λατινικής Αμερικής» λογοκρίθηκε από τα στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα της Ουρουγουάης, της Αργεντινής και της Χιλής. Έζησε στην Αργεντινή όπου ίδρυσε το πολιτιστικό περιοδικό «Κρίσις». Το 1976, παντρεύεται για τρίτη φορά, ενώ παράλληλα προστίθεται στη λίστα αυτών που θα αντιμετώπιζαν το εκτελεστικό απόσπασμα του Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα, ο οποίος ανέλαβε την κυβέρνηση μετά από πραξικόπημα. Πηγαίνει στην Ισπανία, όπου γράφει τη διάσημη τριλογία του, «Μνήμες Φωτιάς», το 1984.
 
Στις αρχές του 1985, ο Γκαλεάνο επιστρέφει στο Μοντεβιδέο. Το 2004, ο Γκαλεάνο στηρίζει τη νίκη της αριστερής συμμαχίας «Ευρύ Μέτωπο» και του Ταμπαρέ Βάσκες. Γράφει ένα άρθρο στο οποίο αναφέρει ότι ο κόσμος ψήφισε χρησιμοποιώντας την κοινή λογική. Το 2005, ο Γκαλεάνο, μαζί με αριστερούς διανοούμενους, όπως ο Ταρίκ Άλι και ο Αδόλφο Πέρες Εσκιβέλ συμμετέχουν στη συμβουλευτική επιτροπή του νεοσύστατου λατινοαμερικανικού καναλιού «Τελεσούρ».
  

Ένας κόσμος ανάποδα (μικρό απόσπασμα)
Παρότι δεν μπορούμε να μαντέψουμε πως θα είναι τα επόμενα χρόνια, έχουμε τουλάχιστον το δικαίωμα να ονειρευτούμε πώς θα θέλαμε να είναι. Το 1948 και το 1976 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών διατύπωσε οικουμενικές διακυρήξεις με εκτενείς καταλόγους ανθρώπινων δικαιωμάτων αλλά η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα εκτός από το δικαίωμα να βλέπει, να ακούει και να σιωπά. Τι θα γίνει αν αρχίσουμε να ασκούμε το δικαίωμα στο όνειρο που δεν διακυρήχθηκε ποτέ; Τι θα γίνει αν για μια στιγμούλα αφεθούμε στο παραλήρημα; Ας διαπεράσει το βλέμμα μας το όνειδος και ας ονειρευτούμε έναν άλλο κόσμο όπου:
Ο αέρας θα είναι καθαρός, απαλλαγμένος από το μικρόβιο του ανθρώπινου φόβου και από τα ανθρώπινα πάθη. Στους δρόμους τα σκυλιά θα συνθλίβουν αυτοκίνητα. Τους ανθρώπους δεν θα τους ελέγχει το αυτοκίνητο, δε θα τους προγραμματίζει ο υπολογιστής, δε θα τους εξαγοράζει το σούπερ μάρκετ, δε θα τους παρακολουθεί η τηλεόραση. Η τηλεόραση θα πάψει να είναι το πιο σημαντικό μέλος της οικογένειας και θα της συμπεριφερόμαστε όπως στο σίδερο ή το πλυντήριο ρούχων. Οι άνθρωποι θα δουλεύουν για να ζήσουν, αντί να ζουν για να δουλεύουν. Στους ποινικούς κώδικες θα ενταχθεί και το αδίκημα της βλακείας, το αδίκημα που διαπράττουν όσοι ζουν για να έχουν ή για να κερδίζουν, αντί να ζουν απλώς και μόνο για να ζουν, σαν τα πουλιά που κελαηδούν χωρίς να ξέρουν ότι κελαηδούν και σαν τα παιδιά που παίζουν χωρίς να ξέρουν ότι παίζουν. Σε καμιά χώρα δεν θα φυλακίζονται οι νέοι που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία αλλά εκείνοι που θα θέλουν να την υπηρετήσουν. Οι οικονομολόγοι δε θα ονομάζουν επίπεδο ζωής το επίπεδο κατανάλωσης, ούτε ποιότητα ζωής την ποσότητα των υλικών αγαθών. Οι μάγειροι δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους αστακούς να τους βράζουν ζωντανούς. Οι ιστορικοί δεν θα πιστεύουν ότι η εισβολή σε μια χώρα είναι κάτι που την ευχαριστεί. Οι πολιτικοί δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους φτωχούς να τρώνε υποσχέσεις.
 
Η σοβαρότητα θα πάψει να θεωρείται αρετή και κανείς δε θα παίρνει στα σοβαρά έναν άνθρωπο που δε θα είναι ικανός να γελάει με τον εαυτό του. Ο θάνατος και το χρήμα θα χάσουν τις μαγικές τους δυνάμεις και ούτε ο θάνατος ούτε η περιουσία θα μπορούν να μετατρέψουν έναν παλιάνθρωπο σε ευυπόληπτο πολίτη. Κανείς δε θα θεωρείται ήρωας ή χαζός επειδή κάνει αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό αντί να κάνει αυτό που τον συμφέρει περισσότερο. Ο κόσμος δεν θα πολεμάει πια τους φτωχούς αλλά τη φτώχεια και η στρατιωτική βιομηχανία δε θα έχει άλλη λύση παρά να κλείσει. Το φαγητό δε θα είναι εμπόρευμα ούτε η επικοινωνία εμπόριο, επειδή το φαγητό και η επικοινωνία είναι δικαιώματα του ανθρώπου.
 
Κανείς δε θα πεθαίνει από πείνα επειδή κανείς δε θα πεθαίνει από το πολύ φαΐ. Κανείς δε θα φέρεται στα παιδιά του δρόμου σαν να είναι σκουπίδια, επειδή δε θα υπάρχουν παιδιά του δρόμου. Κανείς δε θα φέρεται στα πλούσια παιδιά σαν να είναι λεφτά, επειδή δε θα υπάρχουν πλούσια παιδιά. Η εκπαίδευση δε θα είναι προνόμια μόνο όσων μπορούν να την πληρώσουν. Η αστυνομία δεν θα είναι εφιάλτης για όσους δεν μπορούν να την εξαγοράσουν. Η δικαιοσύνη και η ελευθερία, αδέρφια σιαμαία που καταδικάστηκαν να ζουν χωριστά, θα ενωθούν και πάλι, πλάτη με πλάτη.
Μια μαύρη γυναίκα θα είναι πρόεδρος της Βραζιλίας και μια άλλη γυναίκα, επίσης μαύρη, θα είναι πρόεδρος την Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μια ινδιάνα γυναίκα θα κυβερνάει τη Γουατεμάλα και μια άλλη το Περού. Στην Αργεντινή οι τρελές της Πλάζα ντε Μάγιο θα είναι παράδειγμα πνευματικής υγείας, επειδή εκείνες αρνήθηκαν να ξεχάσουν στα χρόνια της υποχρεωτικής λήθης.
Η Αγία Μητέρα Εκκλησία θα διορθώσει τα τυπογραφικά λάθη στους πίνακες του Μωυσή και η έκτη εντολή θα προστάζει να τιμάμε το σώμα. Η Εκκλησία επίσης θα υπαγορεύσει μια ακόμη εντολή, που την ξέχασε ο Θεός: «Αγάπα τη φύση, μέρος της οποίας είσαι κι εσύ».
Θα ξαναβλαστήσουν τα δάση στον ερημωμένο κόσμο μας και στις ερημωμένες ψυχές.
Οι απελπισμένοι θα ξαναβρούν την ελπίδα τους και οι χαμένοι τη ζωή τους, αφού απελπίστηκαν επειδή ήλπισαν πολύ και χάθηκαν επειδή έψαξαν  πολύ.
Όσοι έχουμε θέληση για δικαιοσύνη και ομορφιά θα είμαστε όλοι αδέρφια, όποτε κι αν έχουμε γεννηθεί, όπου κι αν έχουμε ζήσει, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουμε καθόλου τα σύνορα του κόσμου και του χρόνου....
 
Για τις φτωχές και υπερχρεωμένες χώρες
.. Η τελειότητα θα εξακολουθήσει να είναι το βαρετό προνόμιο των θεών όμως, σ’ αυτό τον όμορφο αλλά και  γαμημένο κόσμο, θα ζούμε την κάθε νύχτα σαν να ‘ναι η τελευταία και την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας.
Όταν ένας παραβάτης σκοτώνει για τα χρέη που οφείλει, η εκτέλεση ονομάζεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ενώ όταν η διεθνής τεχνοκρατία αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση σε μια υπερχρεωμένη χώρα, η εκτέλεση ονομάζεται πρόγραμμα μακροοικονομικής ρύθμισης. Ο οικονομικός εκβιαστής, αν δεν πάρει τα λύτρα, δημεύει τις χώρες και ανακατεύεται στα εσωτερικά τους: σε σύγκριση μαζί του, οποιοσδήποτε μαχαιροβγάλτης αποδεικνύεται αβλαβής σαν τον Δράκουλα στο φως της μέρας. Η παγκόσμια οικονομία είναι η πιο αποδοτική μορφή του οργανωμένου εγκλήματος. Οι διεθνείς οργανισμοί ελέγχουν το νόμισμα, το εμπόριο και τις πιστώσεις των φτωχών χωρών με τόσο ψυχρό επαγγελματισμό και ατιμωρησία, που τρομοκρατούν και εξευτελίζουν πολίτες περισσότερο κι από τα βομβαρδιστικά.
(…) Οι φτωχές χώρες, προκειμένου να διαθέτουν όλο και φτηνότερα και περισσότερο υπάκουα εργατικά χέρια, χρειάζονται ολόκληρα τάγματα από δήμιους, βασανιστές, ιεροεξεταστές, δεσμοφύλακες και χαφιέδες. Για να ταίσουν και να εξοπλίσουν αυτά τα τάγματα, οι φτωχές χώρες χρειάζονται περισσότερα δάνεια. Για να πληρωθούν οι τόκοι των δανείων, οι φτωχές χώρες χρειάζονται ακόμα περισσότερα δάνεια. Για να πληρωθούν οι τόκοι των συσσωρευμένων δανείων, οι φτωχές χώρες πρέπει να αυξήσουν τις εξαγωγές τους. Για να αυξηθούν οι εξαγωγές οι φτωχές χώρες πρέπει να μειώσουν το κόστος παραγωγής. Για να μειωθεί το κόστος παραγωγής οι φτωχές χώρες χρειάζονται όλο και φτηνότερα και περισσότερο υπάκουα εργατικά χέρια. Για να γίνονται κάθε φορά φτηνότερα και περισσότερο υπάκουα τα εργατικά χέρια, οι φτωχές χώρες χρειάζονται τάγματα ολόκληρα από δήμιους, βασανιστές και ιεροεξεταστές


(πολλά στοιχεία για το συγκεκριμένο κείμενο αντλήθηκαν από τους ιστότοπους  Περιοδικό admin team, ΑΝΘΡΩΠΟΙΛογοτεχνία και Ποίηση, 13/04/2015 και από το ηλεκτρονικό περιοδικό Το Περιοδικό 


 

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Γιώργος Ιωάννου (Έλενα Χουζούρη)



 
Γιώργος Ιωάννου: τριάντα χρόνια μετά
της Έλενας Χουζούρη

Ο Γιώργος Ιωάννου γεννιέται στη Θεσσαλονίκη στις 20 Νοεμβρίου 1927. Έχουν περάσει 15 χρόνια από την νικηφόρα είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη και την ενσωμάτωσή της στο τότε ελληνικό βασίλειο. Τα σημάδια της πυρκαγιάς του 1917 παραμένουν ακόμα νωπά στην πόλη, πέντε μόλις χρόνια πριν τη γέννηση του συγγραφέα έχουμε την αθρόα έλευση των Ελλήνων προσφύγων από  Μικρά Ασία και  Πόντο  και μας χωρίζουν   τρία από τότε που εγκαταλείπει την πόλη και η τελευταία μουσουλμανική οικογένεια. Η έλευση των Ελλήνων μικρασιατών αλλά και εκείνων από την Ανατολική Θράκη λίγο αργότερα  θα αλλάξουν τη δημογραφική εικόνα της πόλης. Το σεφαραδίτικο εβραϊκό στοιχείο που επικρατούσε έως τότε στη «Madre Israel”, όπως αποκαλούσαν τη Σαλονίκη, θα δώσει την πρωτιά στο ελληνικό στοιχείο. Η πλήρης ελληνοποίηση της πόλης θα επέλθει μετά το ολοσχερές σχεδόν Ολοκαύτωμα των Θεσσαλονικέων Εβραίων, το 1943. Αναφέρονται τα παραπάνω για να φανεί  σε τι περιβάλλον θα μεγαλώσει ο Γιώργος Ιωάννου. Ο οποίος ανήκει σε προσφυγική οικογένεια. Οι γονείς του είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Πατέρας από την Ραιδεστό. Μητέρα από την Κεσσάνη. Πραγματικό επίθετο της οικογένειας, Σορολόπη. Ο Ιωάννου θα το αλλάξει το 1955, σε μια προσπάθεια να κλείσει μέσα του  το παιδικό τραύμ, το οποίο του έχει προκαλέσει η  κοροιδία των συμμαθητών του στο σχολείο. Η ευαίσθητη και εύθραστη στις παντοειδείς επιθέσεις προσωπικότητά του έχει ήδη διαμορφωθεί. Την  προσφυγική λαϊκή  καταγωγή του-  ο πατέρας του είναι μισθωτός σιδηροδρομικός υπάλληλος- ο Ιωάννου όχι μόνον δεν θα την κρύψει ποτέ αλλά, αντίθετα, θα γράψει γι’ αυτήν πολλές φορές «Δεν μιλώ γενικά για τη Θεσσαλονίκη αλλά για την προλεταριακή πόλη, μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων.». Οι δικοί του Άγιοι θα είναι πάντα οι λαικοί, παιδεμένοι άνθρωποι όπως υπέροχα γράφει γι αυτούς στην «Καταπακτή». Περισσότερο όμως μέσα του λειτουργεί το συναίσθημα του πρόσφυγα κι αυτό είναι που τον φέρνει πολύ κοντά στη σημερινή εποχή όπου ο κόσμος του 21ου αιώνα χαρακτηρίζεται από κύματα προσφύγων που πάνε από δω κι από κει, ξεριζωμένοι από τις χώρες τους. «Η προσφυγιά» γράφει στην «Παναγία την Ρευματοκρατόρισσα» «η δική μας δεν έληξε  ούτε πρόκειται να λήξει. Χάσαμε τα σπίτια μας, τα παλάτια μας, κι ήρθαμε εδώ να παλεύουμε με τους σκληροτράχηλους ντόπιους που αμέσως μας όρμηξαν.» Νομίζω πως αυτή η πρόταση είναι εξαιρετικά επίκαιρη  μας λέει  πολλά για το σήμερα. Ο Ιωάννου θα περάσει μια δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία. Για τη γενιά του εκείνες οι εποχές ήταν πολύ δύσκολες και όχι μόνο γιατί πέρασε την  τρυφερή της  ηλικία μέσα στην Κατοχή και τον Εμφύλιο αλλά και λόγω των στενόκαρδων, έως πνιγμού, ηθικολογικών και εύκολα επικριτικών  αντιλήψεων κοινωνικού αποκλεισμού  που επικρατούσαν. Η  Θεσσαλονίκη σύντομα θα χάσει τον αέρα του κοσμοπολιτισμού  που είχε στα τέλη του 19ου  και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Από κέντρο μιας μεγάλης βαλκανικής ενδοχώρας και λιμάνι με ευρωπαικές ακτοπλοικές συνδέσεις και προδιαγραφές θα εκπέσει σ’ ένα δευτερεύον, αστικό μεν, επαρχιακό δε, κέντρο σε σχέση με την Αθήνα. Αυτό σε συνάρτηση και με άλλους οικονομικούς, πολιτιστικούς  και δημογραφικούς παράγοντες που δεν είναι της ώρας να αναφερθούν, προκάλεσε μια ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική στενοκαρδιά και τάση για ποικίλους κοινωνικούς αποκλεισμούς από ό,τι στην Αθήνα. Ο Ιωάννου το βιώνει πολύ έντονα αυτό ξεκινώντας από την ίδια την συντηρητική του οικογένεια που δεν αντιλαμβάνεται, ούτε και θέλει βεβαίως να αντιληφθεί,  την ευαισθησία  και την διαφορετικότητά του. Στις κατοχικές ημερολογιακές του σημειώσεις  που γράφει από τις 25 Νοεμβρίου 1943 έως τις 25 Μαρτίου 1944 και συγκεκριμένα στις 13 Φεβρουαρίου 1944, ο σχεδόν 17χρονος Ιωάννου βγάζει  κυριολεκτικά μια σπαραχτική κραυγή: «…Το πικρό ποτήρι των θλίψεων ξεχείλισε πλέον. Δεν μπορώ να υποφέρω τον βαρύτατον αυτόν ζυγόν. Είμαι νέος και ποθώ την προσωπική μου ελευθερία. Και θα την αποκτήσω. Από τον μικρότερον μέχρι τον μεγαλύτερον με τυραννούν. Και να είναι μόνον οι δικοί μου; Είναι και πολλοί ξένοι. Ξένοι που ούτε τους γνωρίζω, ξένοι που ούτε τους μιλώ και ούτε καν τα ονόματά τους ξέρω. Και όμως με κοροιδεύουν με τον σκληρότερον  τρόπον, σαν να τους έκανα τίποτα…..». Όσοι έχουν σκύψει στο έργο του Γιώργου  Ιωάννου και έχουν περιπλανηθεί στις γραμμές του σίγουρα θα αναγνωρίσουν στις γεμάτες απελπισία αυτές ημερολογιακές εφηβικές σημειώσεις τα σπέρματα τόσο του ψυχισμού του ποιητικού και πεζογραφικού του προσωπείου, όσο και του χαμηλόφωνου, σπαρακτικού, αρκετές φορές, εξομολογητικού τρόπου που χρησιμοποιεί στα περισσότερα λογοτεχνικά του κείμενα. Να τι θα γράψει ένας άλλος σπουδαίος συγγραφέας και κριτικός  της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς όταν εκδίδεται η πρώτη συλλογή πεζογραφημάτων του Ιωάννου «Για ένα φιλότιμο» το 1964: "Πλάθουν έναν ευαίσθητο, αλλά σχεδόν απρόσωπο δέκτη, που παραδέρνει απροσανατόλιστος, ανικανοποίητος, αηδιασμένος, αιώνια μετανοιωμένος  είτε στην πατρίδα, είτε μετανάστης στην ξενιτειά, μέσα σε μια στυγερή πραγματικότητα ζωής…».

 Στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την οικογενειακή μέγγενη ο έφηβος Ιωάννου οδηγείται στα Κατηχητικά από τα οποία όμως θα φύγει μεσούντος του Εμφυλίου όταν αντιλαμβάνεται την υποκρισία  των ταγών τους και τον κραυγαλέα μονομερή ιδεολογικό προσανατολισμό τους.  Είναι θρήσκος; Δεν θα το έλεγα, τουλάχιστον με την αυστηρή έννοια του όρου. Σίγουρα δεν τάχει καθόλου καλά με την επίσημη Εκκλησία και τους εκπροσώπους της. Εκείνο που ίσως θα έλεγα είναι ότι κουβαλάει μέσα του μια βυζαντινότροπη παράδοση της χριστιανικής ορθοδοξίας που έχει βαθιές ρίζες, αφενός στη γενέθλια πόλη του, αφετέρου στις παλιές πατρίδες των Ελλήνων  προσφύγων. Θα πρόσθετα και μια ερωτική, υπερβατική αίσθηση που τον συνδέει με το πρόσωπο του Χριστού και τη διδασκαλία του. Το συναντούμε έντονα αυτό το στοιχείο στον υπέροχο «Επιτάφιο Θρήνο» του,  λόγου χάριν και όχι μόνον.

  
Θα τον συναντήσουμε αργότερα φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη και σε αναζήτηση δουλειάς τα χρόνια του 50 και του ’60 αφού περνάει και από το στρατό βέβαια. Τολμά την πρώτη λογοτεχνική του εμφάνιση το 1954 με μια μικρή ποιητική συλλογή που θα την τιτλοφορήσει «Ηλιοτρόπια» αναφερόμενος άμεσα στα κίτρινα αστέρια που οι Ναζί είχαν αναγκάσει να φορούν οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι. Άλλωστε θα είναι εκείνος που πρώτος θα τολμήσει να γράψει για το «Ξεκλήρισμα των Εβραίων» σπάζοντας την επιτόπια κρούστα της σιωπής.  Εννιά χρόνια  αργότερα επανέρχεται με την ποιητική συλλογή «Τα Χίλια Δένδρα» όπως είναι η ελληνική ονομασία του Σέιχ-Σου.  Ήδη από τις ποιητικές αυτές συλλογές εμφανίζονται οι συντεταγμένες πάνω στις οποίες θα ακουμπήσει ολόκληρο σχεδόν το έργο του. Χώρος-[Θεσσαλονίκη]- χρόνος [Προκατοχή, Κατοχή, μετεμφυλιακές δεκαετίες]-βίωμα-μνήμη. Γίνεται δεκτός από τον θεσσαλονικιώτικο κλειστό λογοτεχνικό κύκλο. Όταν  ένα χρόνο αργότερα εκδίδεται το «Για ένα φιλότιμο» ανοίγει  και ο αθηναικός κύκλος, άξιοι κριτικοί επαινούν την εμφάνιση του νέου πεζογράφου, κάτι που τον ικανοποιεί αφάνταστα.  Ωστόσο σε προσωπικό επίπεδο αυτή η εποχή ανάμεσα στα 1956 και 1964 είναι αφάνταστα δυσάρεστη. Θάνατοι δικών του, του πατέρα του και του 18χρονου μικρού αδελφού του, προδοσίες φίλων, απογοητεύσεις και πάνω απ’ όλα απίστευτη οικονομική δυσπραγία.


Κακά τα ψέματα η μεγάλη αλλαγή στη ζωή του και το έργο του θα γίνει όταν θα φύγει από τη Θεσσαλονίκη, θα απαγκιστρωθεί από την οικογενειακή καταπίεση και θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, το 1971. Προσέξτε όμως το παράδοξο.  Μόλις φεύγει μακριά από τη Θεσσαλονίκη αρχίζει η γενέθλια πόλη  κυριολεκτικά να κατακλύζει το έργο του και μια απίστευτα γοητευτική σχέση έρωτα και μίσους να αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτήν και στον συγγραφέα της. Γιατί, ο  Γιώργος  Ιωάννου είναι κυρίως  αυτός που θα μυθοποιήσει τη Θεσσαλονίκη. Γίνεται ο συγγραφέας-νυμφίος της. Το σώμα του θα ταυτιστεί με  το δικό της  σώμα. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί τέτοια επιμονή να επιστρέφει νοερά συνεχώς σ’ αυτήν  που τον τραυμάτισε και τον πλήγωσε; «Η αιτία ήταν πάντα η Θεσσαλονίκη» θα ομολογήσει αργότερα σε μια συνέντευξη του «ο σύνδεσμος μ’ αυτήν. Είναι ένας ερωτισμός πώς να το κάνουμε. Ένας σκέτος ερωτισμός. Τελικά ο ερωτισμός για τους ανθρώπους που χάθηκαν…. Ή μάλλον έχει εξαφανιστεί η μορφή τους , εκείνη που ερωτευτήκαμε. Αλλά υπάρχει όμως  αυτή η πόλη. Υπάρχει ο τόπος. Υπάρχει το σημείο, η γωνία που τους περιμέναμε. Στο ραντεβού που τους γνωρίσαμε. Και αυτά τα πράγματα τα αγαπώ πάρα πολύ ».
Υπάρχει όμως κι ένας ακόμη λόγος κι αυτός έχει να κάνει με την άποψη του Ιωάννου για την βιωματική λογοτεχνία,  ότι δηλαδή ο συγγραφέας δεν γράφει στο κενό αλλά βασίζεται και αντλεί τα θέματά του από τα βιώματά του, αναπλάθοντάς τα δημιουργικά. Και βιώματα για κείνον είναι όλα τα κατάλοιπα της ζωής, είτε σε πράγματα, είτε σε γεγονότα, είτε σε ψυχικές καταστάσεις, είτε σε έρωτες. Και τα βιώματα ακουμπούν σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο. «Και οι τόποι ξέρετε» θα προσθέσει στην ίδια συνέντευξη «επηρεάζουν». Εδώ θέλω να παρατηρήσω κάτι: Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μια στροφή της ιστοριογραφίας στις μικρές ανθρώπινες προφορικές  ιστορίες που κινούνται μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης Ιστορίας κάνοντας λόγο για Μνήμη και Τραύμα. Σκέφτομαι ότι η λογοτεχνία πρόλαβε τους Ιστορικούς με τον Ιωάννου να είναι από τους πρώτους που θα δώσουν τον τόνο. Το λέω αυτό γιατί ο συγγραφέας με το να θησαυρίζει μέσα στα περισσότερα βιβλία του, τις μικρές στιγμές, τις καθημερινές παλιές εικόνες, να φωτίζει παλιούς δρόμους, να δίνει φωνή σε ξεχασμένες λαλιές, να ανασύρει έναν κόσμο που τα σημάδια του ελάχιστα η και καθόλου δεν υπάρχουν πια, καταφέρνει να δίνει άλλες διαστάσεις στον ιστορικό χρόνο, να τον μετατρέπει σε ποίηση σπάνιας έντασης, μουσικότητας και βάθους. Σκέφτομαι ακόμα πόσο τα παιδιά του σχολείου θα μπορούσαν να ταξιδέψουν στον κόσμο του Ιωάννου και να αγαπήσουν την ελληνική Ιστορία του 20ου αιώνα μέσα από τα πεζογραφήματα της «Σαρκοφάγου», της «Μόνης κληρονομιάς», «Το Δικό μας Αίμα» «Η Πρωτεύουσα των Προσφύγων». Βιβλία που θα γράψει στην Αθήνα, εκεί στο μικρό του διαμέρισμα, της οδού Δηλιγιάννη 3, στο Μουσείο όπως του άρεζε να λέει, γυρνώντας κάθε μεσημέρι από το Υπουργείο Παιδείας,  όπου είναι αποσπασμένος, με τη γεμάτη χαρτιά καφέ παλιοκαιρίσια δερμάτινη τσάντα του, πάντα με τα πόδια, διότι είναι μέγας περιπατητής, λατρεύει τις περιπλανήσεις στην πόλη, είτε λέγεται Θεσσαλονίκη, είτε Αθήνα. Κι έτσι μπορεί να ενώνει τη μοναξιά του με το πολύβουο πλήθος της μεγαλούπολης, ένας σύγχρονος περιπατητής, μοναχικός και πάντα φιλοπερίεργος. Κι αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο που τον κάνει σύγχρονο σε μια εποχή όπου παρά τα, ασφυχτικά πλέον, κοινωνικά, όπως λέγονται, μέσα δικτύωσης, ο άνθρωπος απομονώνεται όλο και περισσότερο γίνεται όλο και πιο μοναχικός και στην πραγματικότητα ακοινώνητος.
Στην Αθήνα ο Ιωάννου, σε μεγάλο βαθμό, θα αποενοχοποιηθεί – το ομολογεί και ο ίδιος-  θα αναγνωριστεί, θα αγαπηθεί, θα τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1978 για «Το Δικό μας Αίμα». Θα αντιμετωπίσει βέβαια και προσωπικές επιθέσεις –φευ- από παλιούς  συμπατριώτες του λογοτέχνες και φιλολόγους –δεν χρειάζονται τώρα τα ονόματά τους. Η στενόκαρδη πλευρά της Θεσσαλονίκης θα τον στοιχειώνει και στην Αθήνα.  Δεν το αντέχει. Βγαίνει και πάλι μέσα του ο αδικημένος, καταπιεσμένος έφηβος. Απαντά με την έκδοση του «Φυλλαδίου» του, περιοδικού  που το γράφει ολόκληρο ο ίδιος! Στο μεταξύ οι ωραίες περιπλανήσεις του στην Αθήνα και μάλιστα στον τότε ακόμα ομφαλό της, την Πλατεία της Ομόνοιας θα μας δώσουν το 1980, ένα σχεδόν ποιητικό βιβλίο όπου θα θησαυρίζονται στιγμές και εικόνες από τον κόσμο που περιτριγυρίζει σ’ αυτήν. Εικόνες πολύ ζωντανές και για τον σημερινό αναγνώστη αφού αποτελούν το ζυμάρι με το οποίο θα πλαστούν άλλες πιο σύγχρονες και απείρως πιο σκληρές βέβαια, στην ίδια Πλατεία την, κατ’ ευφημισμόν πλέον , της Ομόνοιας. Κι έτσι θα έρθει ο Γενάρης του 1985. Ο  Ιωάννου θα περιμένει την έκδοση ‘της «Πρωτεύουσας των Προσφύγων», θα περιμένει να συμπληρωθεί ο χρόνος να βγει στη σύνταξη, ώστε απερίσπαστος πια να μπορέσει να γράψει μυθιστόρημα. Αν και, κατά την ήδη εκφρασμένη μου άποψη, έχει γράψει, το εν προόδω,  μυθιστόρημα της Θεσσαλονίκης.  Θα προλάβει μόνο να  χαρεί την κυκλοφορία της «Πρωτεύουσας των Προσφύγων».  Θυμάμαι, τον είχα επισκεφτεί στο μικρό αλλά περιποιημένο διαμέρισμα της οδού Δηλιγιάννη, είκοσι μόλις ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο, για μια ραδιοφωνική συνέντευξη. Με υποδέχθηκε όπως πάντα στην εξώπορτα χαμογελαστός,  χαρούμενος για το βιβλίο του που μόλις είχε κυκλοφορήσει  αλλά και ανήσυχος. Ήταν με τον καθετήρα και περίμενε  πότε θα έμπαινε στο νοσοκομείο. Θα χάσει τη μάχη με τη ζωή εντελώς άδικα και αδικαιολόγητα στις 16 Φεβρουαρίου 1985. Εμείς θα χάσουμε έναν σπουδαίο συγγραφέα στην πιο ώριμη και μεστή ηλικία του. Ήταν 57  ετών και 3 μηνών. Ακριβώς στην ηλικία που είχε φύγει και ο πατέρας του. Είχε ακολουθήσει την μόνη κληρονομιά του, όπως  το είχε σχεδόν προφητέψει στο ομότιτλο βιβλίο του. Τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του πιστεύω ότι ο Ιωάννου παραμένει ένας σύγχρονος συγγραφέας. Δεν είναι μόνον η γοητευτική νεωτερική του γραφή, είναι κυρίως  τα συναισθήματα που ξεπηδούν από τα υποβλητικά πεζογραφήματά του , με τα οποία μπορεί να συναντηθεί ο σημερινός αναγνώστης, είναι τα ερωτηματικά και οι προβληματισμοί του σχετικά με την ξενότητα, την ταυτότητα, τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, τη σεξουαλικότητα, το  αναφαίρετο τελικά δικαίωμα του ανθρώπου να είναι ο εαυτός του.

Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Αθηνών, στις  2 Μαρτίου 2015. Προέρχεται από το ηλεκτρονικό περιοδικό Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ.

 

 

Junichiro Tanizaki, Το πόδι της Φουμίκο (Άγρα)

    Χάρη σ’ αυτό που του πρόσφερε η Ο-Φούμι, ο γέρος μπόρεσε ν΄αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στην πιο μεγάλη ηδονή.           Ο Ουνοκίτ...