Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Λαμπρινή Κουζέλη, Το ποδόσφαιρο μέσα από τη λογοτεχνία (εφημ. Τα Νέα)

της Λαμπρινής Κουζέλη από την εφη. Τα Νέα, 7.6.2014 
 

«Ολα όσα γνωρίζω περί ηθικής και πειθαρχίας τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο». Η πασίγνωστη ατάκα του νομπελίστα Αλμπέρ Καμί, παλιού τερματοφύλακα στη Racing Universitaire d' Alger, στην ποδοσφαιρική ομάδα του Πανεπιστημίου στο Αλγέρι, είναι η αφετηρία κάθε συζήτησης για την αμφιλεγόμενη σχέση ποδοσφαίρου και λογοτεχνίας. Μαζικό άθλημα και θρησκεία-όπιο του λαού, το πρώτο θεωρείται εξ αντικειμένου αντίπαλο των σκοπών της λογοτεχνίας περί εξευγενισμού του πνεύματος. «Αντε, καλέ, αυτό μπορεί να ίσχυε για την Αλγερία της δεκαετίας του 1930, αλλά σήμερα είναι αφελές να το πιστεύει κανείς. Η ηθική είναι πιθανότατα το τελευταίο πράγμα που μπορεί να διδαχθεί κάποιος από το σημερινό ποδόσφαιρο». Τα λόγια ανήκουν σε έναν άλλον νομπελίστα, στον Τούρκο Ορχάν Παμούκ, ο οποίος δεν υποτιμά καθόλου το ποδόσφαιρο, είναι μάλιστα φανατικός οπαδός της Φενέρμπαχτσε, όπως ο πατέρας του, και θεωρεί ότι ήταν το ποδόσφαιρο εκείνο που έμπασε τον ίδιο στην κοινωνία και την Τουρκία στην Ευρώπη.
Οι οπαδοί
Στον ελλαδικό χώρο καταστατική είναι η σχέση τού κατά προσωπική ομολογία «βαμμένου παοκτζή, θεριού ανήμερου» Μανόλη Αναγνωστάκη με τον ΠΑΟΚ όσο ζούσε στη Θεσσαλονίκη και με τον Απόλλωνα Αθηνών όταν μετακόμισε στην Αθήνα. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο ποιητής της «Ωδής στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» και της συλλογής με τον ποδοσφαιρικά αποκαλυπτικό τίτλο Κρυφός κυνηγός (Κέδρος, 2010), είναι πιστός ΑΕΚτζής και ο Δραμινός Νάσος Βαγενάς, φίλαθλος της Δόξα Δράμας και παίκτης του Εθνικού Πειραιώς και της Εθνικής Νέων Ελλάδος στα νιάτα του, έχει αφιερώσει στο ποδόσφαιρο στίχους αλλά και θεωρητικά δοκίμια (Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, Κέδρος, 1999, και Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, Πόλις, 2013).

Το εμβληματικό ελληνικό μυθιστόρημα του ποδοσφαίρου είναι μάλλον αναντίρρητα η Φανέλα με το εννιά (Κέδρος, 1986) του Μένη Κουμανταρέα, που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη, με τον Στράτο Τζώρτζογλου στον ρόλο του ατίθασου και αξέχαστου ποδοσφαιρικού ταλέντου Βασίλη (Μπιλ) Σερέτη.
Με αφορμή τα Μουντιάλ
΄Ολα αυτά οι αναγνώστες τα θυμόμαστε περιστασιακά, με αφορμή μια ποδοσφαιρική επετειακή διοργάνωση όπως, καλή ώρα, το Μουντιάλ. Στο προηγούμενο Μουντιάλ τη σχέση του ποδοσφαίρου με τη λογοτεχνία τίμησαν και οι εκδότες. Ο Καστανιώτης τύπωσε είκοσι τέσσερις Θρυλικές ιστορίες (2010) του Αλέξη Σταμάτη για τον σύντροφο Ολυμπιακό αλλά και αυτοβιογραφικό Γαμώτο ενός παναθηναϊκού (2010) του Χριστόφορου Κάσδαγλη, το Μεταίχμιο εξέδωσε την ανθολογία Αρχίζει το ματς. Το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία (2010) σε επιμέλεια Γιάννη Η. Παππά, οι εκδόσεις ΠεριΤεχνών τύπωσαν το λεύκωμα Κίτρινο και μαύρο. Ζωγραφική και κείμενα για την ΑΕΚ (2010) και το περιοδικό Διαβάζω είχε αφιερώσει το τεύχος 508 (Ιούνιος 2010) στο ποδόσφαιρο και στη λογοτεχνία.

Η εφετινή εκδοτική κίνηση γύρω από τον άξονα «ποδόσφαιρο και λογοτεχνία» είναι ανύπαρκτη. Ελλείψει νέων εκδόσεων, ας θυμηθούμε ορισμένα κλασικά κείμενα για το ποδόσφαιρο και τη λογοτεχνία.
Κλασικές αναφορές
Του Μανόλη Αναγνωστάκη τις «Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου» στο περιοδικό Το Τέταρτο (Ιούλιος 1986) και το άρθρο του «Αγιαξ, για πάντα Αγιαξ» στην εφημερίδα Αυγή (28 Οκτωβρίου 1984) με τη σημαίνουσα ψευδώνυμη υπογραφή Αλ. Καμής. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος επιμελήθηκε με ποιητική ευαισθησία και φίλαθλο πάθος την ανθολογία Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση (Καστανιώτης, 2006). Με αφορμή τη συμμετοχή και τη νίκη της Ελλάδας στο Euro το 2004 το περιοδικό Το Δέντρο αφιέρωσε δύο τεύχη στο ποδόσφαιρο και στη λογοτεχνία με τίτλο «Γκολ, αγαπητοί ακροαταί!» (Απρίλιος - Ιούνιος 2004) και «Αυτή η ένδοξη Κυριακή» (Οκτώβριος 2004), όπου μεταξύ των αρρένων συγγραφέων βρίσκουμε και δύο πεζά κείμενα της Αργυρώς Μαντόγλου και της Μαρίας Ευσταθιάδη.Από την ξενόγλωσση παραγωγή, ο πόλεμος μεταξύ Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ που ξέσπασε στον μεταξύ τους ποδοσφαιρικό αγώνα του 1969 περιγράφεται στο διαχρονικό Ο πόλεμος του ποδοσφαίρου (Μεταίχμιο, 2009) του Ρίτσαρντ Καπισίνσκι. Από τον ίδιο εκδότη κυκλοφόρησε το Ποδόσφαιρο (2006) του μεγάλου οπαδού της Μπαρτσελόνα Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν. Για τη ζωή όπως εκφράζεται στο ποδόσφαιρο έγραψε στα Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου (Ελληνικά Γράμματα, 1998) ο Ουρουγουανός Εντουάρντο Γκαλεάνο και τον Πυρετό της μπάλας (Ελληνικά Γράμματα, 1999) περιέγραψε ο Νικ Χόρνμπι. Ο κατάλογος των βασικών λογοτεχνικών αναγνωσμάτων για το ποδόσφαιρο συμπληρώνεται οπωσδήποτε από την Αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή του πέναλτι (Σμίλη, 1990) του Πέτερ Χάντκε. Για όσους έχουν θεωρητικές ανησυχίες, η ανθρωπολογική μελέτη Η φυλή του ποδοσφαίρου (Κάκτος, 1982) του Ντέσμοντ Μόρις και ο τόμος Ποδόσφαιρο: Σύμβολα, αξίες, φίλαθλοι (Βιβλιόραμα, 2007) του εθνολόγου Κριστιάν Μπρομπερζέ ανοίγουν την πόρτα σε αθέατες πτυχές του κόσμου των γηπέδων, του οπαδισμού, του χουλιγκανισμού, της συμβολής της μπάλας στη συγκρότηση ατομικής και εθνικής ταυτότητας.

Οι πολιτικές της ταυτότητας, ο φανατισμός της κερκίδας, η εμπορευματοποίηση και η παγκοσμιοποίηση του αθλήματος από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας εξετάζονται από έλληνες μελετητές στον συλλογικό τόμο Ποδόσφαιρο και κοινότητες οπαδών (Πλέθρον, 2013) και στον διαθεματικό τόμο Ποδόσφαιρο και πολιτισμός (Γκοβόστης, 2012).
Πάντως, ενώ το ποδόσφαιρο και η λογοτεχνία δεν φαίνεται να είναι ασυμβίβαστα, οι σχετικές εκδόσεις δεν έχουν επιτυχία. Πολλοί από τους παραπάνω τίτλους έχουν εξαντληθεί, μερικοί τυχεροί ίσως τους εντοπίσουν σε παλιατζίδικα και βιβλιοπωλεία μεταχειρισμένων βιβλίων. Οι ανθολογίες, με κείμενα των Νίκου Εγγονόπουλου, Ανδρέα Εμπειρίκου, Γιώργου Ιωάννου, Τόλη Καζαντζή, Κλείτου Κύρου, Ασημάκη Πανσέληνου, Θανάση Βαλτινού, Δημήτρη Μίγγα, Διονύση Χαριτόπουλου, Μίμη Σουλιώτη, Αργύρη Χιόνη και άλλων, δεν έχουν εξαντλήσει το αρχικό τιράζ τους. Φαίνεται πως, ενώ η λογοτεχνία αγαπά το ποδόσφαιρο, οι αναγνώστες της λογοτεχνίας δεν το αγαπούν εξίσου.
 Η πιο πρόσφατη εγγραφή στη λογοτεχνική βιβλιογραφία του ποδοσφαίρου είναι το αφήγημα «Σκόνη από κιμωλία», το διήγημα της συλλογής Μια χαρά (Πατάκης, 2014) του πρωτοεμφανιζόμενου Χρίστου Κυθρεώτη, στο οποίο ένας βαμμένος αεκτζής, με αφορμή ένα μοιραίο επεισόδιο, αφηγείται τη ζωή του ως οπαδού. Ανάμεσα στο κυνηγητό με τα παόκια στην εθνική και στο ξύλο με τους βάζελους στο καράβι για την Κρήτη, ένας νεαρός αλβανός μετανάστης μέσα από την ομάδα αποκτά ταυτότητα στη νέα χώρα, κοινωνικοποιείται και όταν ανακτά την κλεμμένη σημαία της έπειτα από μια επιχείρηση σόλο, γίνεται ήρωας. Το διήγημα είναι το καλύτερο της συλλογής και ίσως το ποδοσφαιρικό πάθος που το θερμαίνει να έχει λόγο σ' αυτό.

 

 





Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Ισμαήλ Κανταρέ, Ρημαγμένος Απρίλης (Ροές)


Αλβανία, αρχές του εικοστού αιώνα. Στο Οροπέδιο του Θανάτου επικρατεί το κανούν, ή Εθιμικό Δίκαιο, κώδικας προγονικών νόμων που ρυθμίζει τη ζωή των βουνίσιων σε όλες τις φάσεις της. Όπως ορίζουν αυτοί οι νόμοι, ο Γκιοργκ Μπερίσα «πήρε το αίμα» του Ζεφ Κριεκίκε, του τεσσαρακοστού τέταρτου θύματος μιας βεντέτας που διαρκεί εδώ κι εβδομήντα χρόνια. Μετά το φονικό, του έδωσαν τη «μεγάλη ανακωχή», δηλαδή τριάντα μέρες ελεύθερης ζωής, τριάντα μέρες προστασίας από τη εκδίκηση, τριάντα μέρες, πριν σκοτωθεί κι αυτός ή κλειστεί, με τη σειρά του, σε έναν από τους «πύργους των εγκλείστων», που θυμίζουν τη διαιώνιση των νόμων του αίματος στο Οροπέδιο. Εξαίρετο βιβλίο, όπως όλα του Ισμαήλ Κανταρέ.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Ο Kωστής Παπαγιώργης, Ζώντες και τεθνεώτες (Καστανιώτης)



Συνέντευξη στον  Στάθη Τσαγκαρουσιάνο,  Lifo,
 22.3.2014
 
Συναντηθήκαμε στο σπίτι του στο Κάτω Χαλάνδρι, να συζητήσουμε για το θέμα του τελευταίου του βιβλίου «Ζώντες και τεθνεώτες»: Το θάνατο (συνεπώς και τη ζωή). Εκείνη τη μέρα έβρεχε. Μου'
φτιαξε νες καφέ, και είχε αγοράσει για την περίσταση ένα παστέλι. Είδα ότι τα μαλλιά του έχουν ισιώσει (θυμάμαι ήταν κατσαρά). Το πρόσωπό του ήρεμο, η φωνή του χαμηλή. Σε λίγο βγαίνει το νέο του βιβλίο («Ξυλοδαρμοί»), γράφει ένα άλλο για την «Ιλιάδα», σχεδιάζει ένα τρίτο για τη Συμπάθεια κι ένα τέταρτο για τον Χρόνο…
Όση ώρα μιλήσαμε (και μιλήσαμε πολύ) από το ανοιχτό παράθυρο του δεν πέρασε ψυχή.
 
Κώστα, τι σ’ έκανε να γράψεις για το θάνατο;
Η αρχάρια σχέση μου με τη ζωή και ο θάνατος, ενός αγαπημένου προσώπου, πριν από δύο χρόνια… Όλα τα κειμενάκια που έχω κάνει έχουν πίσω τους ένα τράνταγμα – θάνατο, ζήλια, μισανθρωπιά, αλκοόλ… Σαν να τρως ένα χαστούκι και να λες: Τώρα, με βάση τον πόνο, να προλάβω να γράψω…
 
Άλλοι πάλι μιλάνε για το θάνατο, περιγράφοντας εικόνες ευτυχίας – όπως ο Σολωμός.
Κι εκεί ακριβώς είναι το ζήτημα: Γιατί ο άνθρωπος να είναι πάντα με τη λύπη – ακόμα και τις στιγμές της πιο μεγάλης του έξαρσης;
 
Σε όλους συμβαίνει αυτό; - ή μόνο σε μερικούς ευαίσθητους με χαλασμένο γονίδιο;
Όλοι είναι ευαίσθητοι – και οι πιο αποκτηνωμένοι άνθρωποι. Αφού είμαστε όλοι από το ίδιο ύφασμα – δεν το βλέπεις; Όλοι σκεφτόμαστε το θάνατο.
 
Κι είναι όλα μαύρα στη ζωή;
Δεν είναι όλα μαύρα. Στον Όμηρο όλα είναι φωτεινά – το μόνο σκοτάδι είναι ο θάνατος. Και δεν αναφέρεται και συχνά – ο ήρωας πάει απλώς να σκοτωθεί ή να σκοτώσει.
 
Παρ’ όλα αυτά, ο θάνατος είναι στον Όμηρο το πιο δυνατό πράγμα.
Ακριβώς γιατί ο πολιτισμός τα’ χει βρει όλα, αλλά με το θάνατο δεν μπορεί να τα βρει. Γιατί δε γίνεται να τα βρει. Ο θάνατος είναι τρύπα – τελείωσε. Και η θρησκεία (με πρώτο τον Πλάτωνα, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπάρχει θάνατος και η ψυχή είναι αθάνατη) αυτή την τρύπα προσπαθεί να κλείσει.
 
Πώς;
Μιλάει για την ανάσταση και μετά θάνατον ζωή. Λέει ότι το ουσιώδες της ζωής δεν υπάρχει μέσα στη ζωή. Συνδέει το θάνατο με την αμαρτία. Εμείς το βλέπουμε υπαρξιακά: Ζεις και πεθαίνεις. Οι χριστιανοί βλέπουν τη μετά θάνατον ζωή σαν μετά θάνατον τιμωρία. Γιατί δρουν σαν νομοθέτες. Ο Σωκράτης λέει ότι αν ο εγκληματίας μετά θάνατον γλιτώνει, πώς θα υπερασπιστούμε τις αξίες; Γι’ αυτό και στην «Πολιτεία», οι ψυχές πάνε στον ουράνιο δικαστή με τα αμαρτήματα γραμμένα πάνω τους.
 
Υποστηρίζεις όμως στο βιβλίο σου ότι πέρα από το στήριγμα της θρησκείας, θα’ πρεπε να βρούμε ένα φρόνημα γενναιότερο, για ν’ αντιμετωπίζουμε το θάνατο.
Ε, δεν υπάρχει…
 
Τότε, γιατί το επικαλείσαι;
Γιατί είναι μια δυνατότητα – να μην την πω;
 
Εσύ, δέχτηκες ποτέ τις παρηγοριές της θρησκείας;
Κοίταξε, το σκέφτεσαι… Διαφορετικό όμως πράγμα να’ σαι έμπορος μιας ιδέας, και διαφορετικό να’ σαι χρήστης. Το ράσο θεολογεί και εμπορεύεται ιδέες – ε, με το ράσο δεν ήμουνα ποτέ. Εγώ είμαι μονάχα χρήστης.
 
Και κάποια στιγμή έγινε ένα σπάσιμο;
Ε, κάποια στιγμή τελειώσανε όλα – η υπομονή, ο χρόνος για να λυθούνε τα προβλήματα… κλάταρα.
 
Πώς;
Τότε, με το μεθύσι. Κλάταρα κανονικά. Αλλά δεν θέλω να μπούμε στο ποτό.
 
Πρέπει να δεις το χάρο με τα μάτια σου για να καταλάβεις ότι δεν έχει νόημα η θρησκευτική παρηγοριά;
Ή έχει απόλυτο νόημα, οπότε περνάς και το δέχεσαι – ή λες «κάτσε, κάτι δεν πάει καλά εδώ’. Γιατί η θεολογία λέει ότι ακριβώς επειδή αυτή είναι η φύση του θανάτου (το απόλυτο μηδέν, το λιωμένο κορμί) έχει νόημα η ανάσταση. Η οποία είναι πάντα εξ αποκαλύψεως – δεν έχει γιατί, δεν κρίνεται, είναι εκτός ιστορίας. Όπως λέει και ο μυστικιστής Σιλέσιος «το ρόδο ανθίζει επειδή ανθίζει επειδή ανθίζει».
 
Και μαραίνεται επειδή μαραίνεται επειδή μαραίνεται.
Όχι – ο μαρασμός κι ο θάνατος για τη θρησκεία έχουν εχέγγυα. Εχέγγυα δεν έχει μόνο η ανάσταση.
 
Αυτό μου φαίνεται λιγάκι σαν φιλοσοφικό τρικ.
Τρικ, ναι – αλλά ο Πασκάλ έλεγε, στοιχηματίστε! Αν χάσετε, τι χάνετε; Αν κερδίσετε, κερδίζετε τα πάντα… Ο χριστιανισμός ακριβώς επειδή απέχει της ιστορίας, δεν θα φθαρθεί ποτέ.
 
Δεν θα μπορούσε να διαρκέσει η ομηρική λάμψη των πάντων;
Ο Όμηρος υπάρχει ως έργο τέχνης. Η κατάσταση των ανθρώπων ήταν τότε, υποτίθεται, πρωτόγονη. Κι η θρησκεία με το «επέκεινα του θανάτου» που έφερε είναι η μεγαλειώδης πνευματική ενηλικίωση του ανθρώπου. Στον Όμηρο η νύχτα είναι ιερή, η μέρα είναι ιερή, η φύση είναι ιερή…
 
Δεν θα μπορούσαν να ξαναγίνουν;
Μα πώς; Σε ποιον κόσμο, ποια φύση; Δεν βλέπεις ότι καταστρέψανε τα πάντα; Αφότου μάθανε τι ακριβώς είναι ο πλανήτης (γιατί ο Όμηρος πίστευε ότι υπάρχει απλώς ένας ποταμός γύρω από τον κόσμο) μάθανε και πώς να τον παλέψουν, πώς να τον χαλάσουν.
 
Ένας ζωγράφος που σ’ αρέσει, ο Φράνσις Μπέικον, λέει ότι το αίσθημα της θνητότητας δημιουργεί απληστία για τη ζωή.
Ναι, ο θάνατος είναι δημιουργικός – σου προκαλεί τον πανικό της δράσης. Υπάρχει μια αρχή ζωτικότητας…
 
Συγκεκριμένα;
Πάρε συγκεκριμένους ανθρώπους να δεις.
 
Εσύ;
Εμένα το μόνο που μου άρεσε είναι να είμαι τύφλα, αλλά αυτό δεν είναι δουλειά. Βλέπω όμως άλλους, που κάνανε οικογένεια, σπίτια, σχέδια, ταξίδια…
 
Μετά το τύφλα;
Μετά το τύφλα… γίνεσαι ένας εστέτ της δυστυχίας – και την εμπορεύεσαι. Αυτό γίνεσαι… Κι υπάρχει πάντα η ψευδαίσθηση ότι η καινούρια μέρα κάτι θα φέρει. Σαν να σκάβεις στο σκοτάδι και να λες «κάτι θα βρω»… Είναι μια αίσθηση ηττημένου από τη ζωή την ίδια.
 
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που στέκονται στον αφρό του ηδονισμού και προσπαθούν από τα λίγα της ζωής να πάρουν όσο μπορούν περισσότερα.
Και πού καταλήγουν; Βλέπεις ότι οι άνθρωποι που περάσανε πολλές ηδονές γίνονται οι Μεγάλοι Μελαγχολικοί. Και οι Μεγάλοι Μετανοημένοι… Εντάξει, σήμερα με πέντε μικρές αρχές (ηδονή, λεφτά, εξυπνάδα) μπορείς να ζήσεις, αλλά τι σόι ζωή είναι αυτή;
 
Εγώ, πολλές φορές, ζηλεύω την ωραία τους τύφλα.
Δεν νομίζω. Κανείς δεν τα ζηλεύει αυτά. Ζηλεύεις ορισμένα απ’ αυτά που έχουν – όχι τη ζωή τους. η οποία κάποια στιγμή, επιμένω, πέφτει στο κεφάλι τους και τους πλακώνει.
Νομίζεις ότι η εποχή μας είναι πιο εξοικειωμένη με το θάνατο;
Έτσι νομίζω. Σκέφτομαι, ας πούμε, τα ναρκωτικά. Δεν μπορεί αυτά τα παιδιά να μη μαθαίνουν γρήγορα το θάνατο…
 
Υπάρχει και η εξοικείωση των media.
Μπορεί μετά τις 12 η τηλεόραση να γίνεται σφαγείο, αλλά στρίβεις το κεφάλι αλλού και τελείωσε. Αυτά είναι πληροφορίες, ξένοι θάνατοι…
 
Κι υπάρχουν και οι μοναχοί του Αγίου Όρους που λειτουργούν σε παρεκκλήσια δίπλα στις νεκροκεφαλές των παλιών μοναχών.
Εγώ αυτό το σέβομαι. Πιστεύω ότι η καλογερική είναι βαριά, γιατί ο άλλος πληρώνει με τη ζωή του μια πίστη.
 

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Heinrich Karl (Henry Charles) Bukowski, ένας (ακόμα) κολασμένος ... (Ι)

από το greekbooks.gr

Ο Heinrich Karl (Henry Charles) Bukowski γεννήθηκε στο Άντερναχ της Δυτικής Γερμανίας, στις 16 Αυγούστου του 1920. Η Γερμανίδα μητέρα του, Katharina Fett, και ο πατέρας του, Henry Bukowski, Αμερικανός πολωνικής καταγωγής, γνωρίστηκαν στη Γερμανία, στα τέλη του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1922, το ζευγάρι και ο μικρός Charles μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος 'Αντζελες. Η παιδική και εφηβική ηλικία του σημαδεύτηκαν από την προκατάληψη των Αμερικανών για τη γερμανική καταγωγή του, την αδιάκοπη κακοποίησή του από τον πατέρα του και την παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του από μια επώδυνη μορφή ακμής. Παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας στο Los Angeles City College από το 1939 έως το 1941 όταν και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει συγγραφέας. Δημοσίευσε, χωρίς επιτυχία, την πρώτη του ιστορία το 1944 και επέστρεψε στο Λος Άντζελες. Εκεί γνώρισε μία από τις σημαντικότερες γυναίκες της ζωής του, την Janet Baker, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του και αλκοολική, όπως και ο ίδιος. Μαζί της μοιράστηκε τα επόμενα δέκα χρόνια της πορείας του. Στο ίδιο διάστημα περιπλανήθηκε σ' όλη τη χώρα, δουλεύοντας ως οδηγός φορτηγού, χειριστής ασανσέρ, σε εργοστάσιο παρασκευής σκυλοτροφών κι άλλες «δουλειές του ποδαριού», που θα του εξασφάλιζαν τα προς το ζην και, κυρίως, το αλκοόλ, το οποίο κατανάλωνε σε μεγάλες ποσότητες. 

Το 1955, ο Bukowski, παντρεμένος ήδη με την Barbara Frye, εκδότρια ενός μικρού περιοδικού, γράφει για πρώτη φορά ποίηση, έπειτα από μια περιπέτεια της υγείας του, που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραία. Ο γάμος του με τη Frye δεν κράτησε ούτε δύο χρόνια. Το 1958, πιάνει και πάλι δουλειά, αυτή τη φορά ως υπάλληλος στο Ταχυδρομείο του Λος ντζελες. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα δέκα, περίπου, χρόνια που πέρασε εκεί ήταν, από δημιουργική άποψη, τα πλέον στείρα και αδρανή. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές, δημοσίευε διαρκώς κείμενα σε μικρά περιοδικά κι έγινε γνωστός στους ποιητικούς κύκλους ως «ο βασιλιάς των μικρών εντύπων». Στη ζωή του, o Bukowski είχε αναρίθμητους δεσμούς κι εφήμερες σχέσεις. Το 1964, γεννιέται η κόρη του Marina Luise, καρπός της σχέσης του με τη θαυμάστριά του Frances Smith. Παρά το γεγονός ότι ο δεσμός με τη μητέρα δεν διήρκεσε πολύ, ο Bukowski διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του μια ιδιαίτερη σχέση με την κόρη του. Το 1966, ο εκδότης John Martin ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Black Sparrow Press, με βασικό συγγραφέα του τον Βukowski. Το 1970, ο Martin προσέφερε στον Μπουκόφσκι 100 δολάρια την εβδομάδα εφ' όρου ζωής, προκειμένου να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Έχοντας κατακτήσει πλέον την οικονομική ανεξαρτησία του, ο Bukowski παραιτήθηκε από το Ταχυδρομείο. Η παραγωγικότητά του αυξήθηκε κατακόρυφα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσε την πρώτη του νουβέλα (Post Office, 1971). Το 1985 παντρεύτηκε τη Linda Lee Beighle, με την οποία έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Bukowski πέθανε από λευχαιμία το Μάρτιο του 1994, στο Λος 'Αντζελες.

Junichiro Tanizaki, Το πόδι της Φουμίκο (Άγρα)

    Χάρη σ’ αυτό που του πρόσφερε η Ο-Φούμι, ο γέρος μπόρεσε ν΄αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στην πιο μεγάλη ηδονή.           Ο Ουνοκίτ...