
Δευτέρα 26 Μαΐου 2014
Μένης Κουμανταρέας, Δύο φορές Έλληνας (Κέδρος)

Δύο οικογένειες διασχίζουν το χρόνο. Το χρονικό της μεταπολεμικής και εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας. Ένας διορθωτής, η γυναίκα του και ένας αλφαμίτης. Μια παράνομη ερωτική σχέση. Πώς ένας σκαπανέας γίνεται συγγραφέας και γιατί η κοπέλα του ανήκει σε άλλον. Ένας φιλικός ποδοσφαιρικός αγώνας: Τουρκία-Ελλάς 2-1 στη Λεωφόρο. Η Μαρίκα Κοτοπούλη στη Μακρόνησο για να παρακολουθήσει μια παράσταση του Αριστοφάνη, παιγμένη από τους εξόριστους. Η ιστορική διάλεξη του Άγγελου Σικελιανού. Πώς μια κατοχική Μπερέτα καταλήγει σε ένα πάρτι με τριπάκια. Τυπογραφεία, σπίτια, δρόμοι. Και η Αθήνα παντού.
Πέμπτη 22 Μαΐου 2014
Νίκος Δήμου, Το απόλυτο και το τάβλι, εκδ. Πατάκης

Ο Νίκος Δήμου στο Απόλυτο και το τάβλι παρουσιάζει
με μοναδικό τρόπο την πορεία της ανθρώπινης σκέψης μέσα από τη φιλοσοφική
αμφισβήτηση. Όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.
Ο Νίκος Δήμου παρουσιάζει τη “σκεπτική στάση” και τον σκεπτικισμό με
διαφορετικό τρόπο από ότι μας έχουν συνηθίσει στις ιστορίες της φιλοσοφίας και
είναι για μια ακόμη φορά απολαυστικός. Καταφέρνει σε ένα βιβλίο 160 σελίδων να
κάνει 200 παραπομπές και να αναφέρει 200 ονόματα και αντί να σε κουράζει, να
θέλεις να μη τελειώσει. Επειδή όμως δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να
αποδοθούν τα εύσημα στον κύριο Δήμου. Υπάρχουν καταλληλότεροι χώροι και
άνθρωποι για αυτό. Απλά παραθέτω τις τελευταίες φράσεις από τον επίλογο του
βιβλίου του.
«Αν βοήθησα μερικούς ανθρώπους να ανοίξουν τη σκέψη
τους, να απαλλαγούν από την κηδεμονία (και την ανάγκη) των δογμάτων, να
καταλάβουν πως μια ζωή αδογμάτιστη όχι μόνον είναι δυνατή, αλλά μπορεί να είναι
απόλυτα θετική – τότε νιώθω πως κάτι έκανα.
Και πως μπορώ άνετα να παίξω το επόμενο τάβλι μου, γνωρίζοντας πως η ζωή είναι
στιγμές τραγική, στιγμές ακατανόητη και στιγμές υπέροχα όμορφη».
Ένα βιβλίο-απολογία και συνηγορία υπέρ της
αμφισβήτησης, υπέρ των αιρέσεων και υπέρ των αιρετικών, που τόσα προσέφεραν
στην ανθρώπινη σκέψη... και εναντίον του δογματισμού, της κάθε είδους
ορθοδοξίας και των έτοιμων απόψεων.
Τρίτη 20 Μαΐου 2014
Ελένη Πολίτου Μαρμαρινού, Αναφορές στον Παπαδιαμάντη
Ἀφηγηματικὴ Τεχνικὴ στὸν Παπαδιαμάντη
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινοῦ, 1996, «Ἀλέξανδρος
Παπαδιαμάντης», [παρουσίαση-ἀνθολόγηση]: ΑΑ.VV., Ἡ παλαιότερη πεζογραφία μας.
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὡς τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο πόλεμο, Ἀθήνα: Σοκόλης, τόμος Ε´
[1880-1900], σελ. 130-133:144,145
Ὅλες οἱ ἱστορίες στὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη
διαδραματίζονται στὴ σύγχρονη μὲ τὸν συγγραφέα πραγματικότητα ποὺ ταυτίζεται μὲ
τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του. Ἡ σύνδεση τοῦ χρόνου τῶν ἱστοριῶν μὲ τὸν χρόνο μιᾶς
ἀντικειμενικῆς, ἐξωτερικῆς πραγματικότητας γίνεται φανερὴ ἀπὸ τὸ πρῶτο κιόλας
διήγημα μὲ τὴν παράθεση συγκεκριμένης, σχεδόν, χρονολογίας […].
Ἰδιαίτερη καὶ ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις σημαντικὴ κατηγορία
συγκροτοῦν τὰ διηγήματα, στὰ ὁποῖα ὁ ἀφηγητὴς παρουσιάζει σὲ πρῶτο πρόσωπο τὴ
δική του ἱστορία ἢ μιὰ ἱστορία ὅπου ὁ ἴδιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κεντρικοὺς
ἥρωες […].
Ὅσα συγκροτοῦν τὴν ἀφήγηση στὰ «πρωτοπρόσωπα» αὐτὰ
διηγήματα δὲν διαδραματίζονται πιὰ ἁπλὰ καὶ μόνο στὴν ἐποχὴ τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ
φαίνεται ὅτι ἀποτελοῦν κομμάτι τῆς ζωῆς του. Δὲν εἶναι λοιπόν, παράξενο τὸ ὅτι
τὰ διηγήματα αὐτὰ ἔχουν χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὴν κριτικὴ «αὐτοβιογραφικὰ» καὶ
ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἄντληση πληροφοριῶν ἢ τὴν ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων
ποὺ ἀφοροῦν τὴ ζωὴ τοῦ συγγραφέα τους, ἐρωτικὴ καὶ μή, τὴν προσωπικότητα, τὸν
ψυχισμὸ ἢ τὴ δοκιμασία τοῦ ἠθικοῦ του κόσμου. […].
Ὁ τόπος ὅπου διαδραματίζονται οἱ ἱστορίες τοῦ
Παπαδιαμάντη, μὲ ἄλλα λόγια τὸ σκηνικὸ μέσα στὸ ὁποῖο ξετυλίγεται ἡ δράση τῶν
διηγημάτων του, εἶναι κατὰ πρῶτο, βέβαια, λόγο ὁ τόπος τῆς γεννήσεώς του, ἡ
Σκιάθος, «νησὶ ἑλληνικό», ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀθήνα, δεύτερή του πατρίδα, ὅπου ἔζησε «ὑπὲρ
τὸ ἥμισυ τῆς ζωῆς του» […]. Οἱ δύο λοιπὸν αὐτοὶ τόποι τῆς διηγηματογραφίας του
συνθέτουν μαζὶ μὲ τὸ χρόνο της, τὸν βιωμένο χωρόχρονο, ἀπ᾿ ὅπου ὁ συγγραφέας
ἀντλεῖ διαρκῶς τὸ προκειμενικὸ ὑλικό του.
Τὴν Σκιάθο ὁ Παπαδιαμάντης περιγράφει ἀπὸ κάθε δυνατὴ
πλευρὰ καὶ μὲ τόσο πιστὸ καὶ ἀναπαραστατικὸ τρόπο, ὥστε ὁ ἀναγνώστης του εἶναι
σχετικὰ εὔκολο νὰ ταυτίσει τὸ σκηνικὸ πολλῶν διηγημάτων μὲ τὰ πραγματικὰ
σκιαθίτικα τοπία. Τὰ τελευταῖα παρουσιάζονται στὸ κείμενο ἄλλοτε πανοραμικά,
ἀπὸ ἕναν ὑψηλότερο ἢ μακρύτερο σημεῖο θέσης. […] καὶ ἄλλοτε μὲ μεγεθυντικὴ καὶ
σχεδὸν φωτογραφικὴ ἑστίαση σὲ χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες […].
Κάθε τι ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐσωτερικοὺς
σκιαθίτικους τόπους καὶ χώρους ἀξιοποιεῖται ἀπὸ τὸν συγγραφέα γιὰ τὶς
διαφορετικὲς κάθε φορὰ σκηνογραφικὲς ἀνάγκες τοῦ διηγήματος καὶ ὅλα τα
χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα καὶ τὰ ὀνόματά τους: Τὸ λιμάνι καὶ τὸ χωριό, τὰ
νησάκια καὶ οἱ ὅρμοι, οἱ ἀμμουδιὲς καὶ οἱ βράχοι, τὰ βουνὰ καὶ οἱ ρεματιές, τὰ
μοναστήρια καὶ τὰ ξωκκλήσια, τὰ σπίτια, τὰ μαγαζιὰ τοῦ λιμανιοῦ καὶ οἱ
ταβέρνες, τὰ κοιμητήρια καὶ οἱ καλύβες τῶν βοσκῶν, οἱ κῆποι καὶ οἱ σπηλιές.
Εἰδικὰ ἡ θάλασσα, στοιχεῖο ἀναπόσπαστό του νησιοῦ καὶ τῆς ζωῆς τῶν κατοίκων
του, εἶναι ἐπίμονα καὶ μὲ ποικίλους τρόπους παροῦσα […].
Παράλληλα μὲ τὴν ἀκινητοποίηση τοῦ χρόνου βαίνει, στὸ
τυπικὸ παπαδιαμαντικὸ διήγημα, καὶ ἡ ἔλλειψη ἔντονης καὶ φανερῆς δράσης. Αὐτὸ
ὀφείλεται εἴτε στὸν ἀσήμαντο ἢ καὶ ἀνύπαρκτο μύθο […]
Εἴτε στὴν ἐσωτερίκευση τῆς δράσης καὶ τὴν
ἀντικατάστασή της μὲ «γεγονότα» τοῦ ψυχικοῦ βίου πρὸς ὄφελος τῶν χαρακτήρων
[…].
Οἱ ἥρωες καὶ οἱ ἡρωίδες τοῦ Παπαδιαμάντη, πράγματι,
ἀντὶ νὰ δροῦν, παραδίδονται συχνὰ στὶς σκέψεις καὶ τὶς ἀναμνήσεις τους,
στοχάζονται γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ παρελθόν τους, ἀποκαλύπτοντας ἀόρατες ψυχικὲς
διεργασίες ποὺ διαγράφουν μιὰ ἔντονη ἐσωτερικὴ ἀλλαγή, ἀποτέλεσμα τῆς σταδιακῆς
τους συνειδητοποίησης καὶ αὐτογνωσίας […]. Μὲ τὴν τεχνικὴ αὐτὴ τὸ
παπαδιαμαντικὸ διήγημα διαψεύδει τὶς προσδοκίες γιὰ κίνηση μέσα στὸ χρόνο ποὺ
δημιουργεῖ τὸ ρεαλιστικὸ πεζογράφημα, ὑποχρεωμένο νὰ «ἀφηγηθεῖ μιὰ ἱστορία»,
καὶ δίνει ἀντίθετα στὸν ἀναγνώστη τὴν ἐντύπωση μιᾶς στοχαστικῆς στάσης, μέσα
στὸν χρόνο, μὲ τὴν ὁποία, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸ λυρικὸ ποίημα, ἀποτυπώνεται ἕνα
βίωμα ἢ ἀποκαλύπτεται μιὰ ψυχικὴ κατάσταση.
Τὴ στατικότητα τοῦ διηγήματος ἐνισχύει καὶ ὁ τρόπος
παρουσίασης τοῦ σκηνικοῦ μὲ τὶς χαρακτηριστικὲς ἐκτενεῖς παπαδιαμαντικὲς
περιγραφὲς ποὺ ἀναστέλλουν τὴ δράση. Ἡ λειτουργία τῶν περιγραφῶν αὐτῶν, στὶς
ὁποῖες ἐκδηλώνεται μὲ ὅλη της τὴν ἔνταση ἡ ποιητικότητα τῆς παπαδιαμαντικῆς
γλώσσας, δὲν περιορίζεται στὴ μετάδοση τῶν ἀναγκαίων ρεαλιστικῶν πληροφοριῶν
γιὰ τὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦν, κινοῦνται καὶ δροῦν οἱ χαρακτῆρες. Οἱ
περιγραφὲς ἐπιτελοῦν καὶ μιὰ λειτουργία ὁδηγητικὴ γιὰ τὸν ἀναγνώστη, ὥστε νὰ
συλλάβει τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ διηγήματος. Αὐτὸ γίνεται δυνατὸ κάθε φορὰ ποὺ
τόποι, τοπία ἢ ἐξωτερικὲς εἰκόνες, ἐπειδὴ περιγράφονται μὲ τρόπο ἀφαιρετικὸ ἢ
μεταφορικὸ ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν ἀναλογία τους μὲ κάτι ἄλλο, ἀνάγονται τελικὰ σὲ
σύμβολα ποιητικά […].
Σὲ ἄλλες περιπτώσεις πάλι μιὰ ἐξωτερικὴ εἰκόνα τῆς
φύσης περιγράφεται ρητὰ ἢ ὑπαινικτικὰ μὲ βάση τὴν ἀναλογία πρὸς τὴν ψυχικὴ
κατάσταση τοῦ ἥρωα, ἀποκτᾶ δηλαδὴ τὴ λειτουργία «ἀντικειμενικῆς συστοιχίας»,
ποὺ ἔδωσε στὴν εἰκονοποιία του ὁ Συμβολισμός.
Ἡ γλώσσα τοῦ Παπαδιαμάντη
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινοῦ, 1997, «Ἀλέξανδρος
Παπαδιαμάντης», Ἡ παλαιότερη πεζογραφία μας. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὡς τὸν Πρῶτο
Παγκόσμιο πόλεμο, Ἀθήνα: Σοκόλης, τόμος ΣΤ´, σελ. 135-136
Ἡ γλώσσα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι, κατὰ τὸν Ἄγρα, “ἡ
τελευταία ἄνθηση τῆς καθαρεύουσας στὰ ἑλληνικὰ γράμματα”. Θησαυρισμένη ἀπὸ
“ἀπανωτὰ στρώματα παιδείας” (κατὰ τὸν Ἐλύτη) -τὸν Ὅμηρο καὶ τοὺς ἀρχαίους
συγγραφεῖς, τὰ Ἱερὰ Γράμματα, τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας,
τὸ δημοτικὸ τραγούδι- καὶ δοκιμασμένη στὴ μετάφραση Εὐρωπαίων κλασικῶν, τοῦ
δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἀκριβολογεῖ καὶ νὰ κυριολεκτεῖ, γιατὶ πολὺ ἀπεχθανόταν
“χυδαίαν ἀκυριολεξίαν γυναίων τινῶν τοῦ ἀθηναϊκοῦ ὄχλου”. Ὁ λεξιλογικός του
πλοῦτος τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἐπιλέγει κάθε φορᾶ τὴν καταλληλότερη λέξη. [...] Τὴν
ἀκριβολογία τοῦ ἐπίσης ἐξυπηρετεῖ, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἀληθοφάνεια καὶ
τὴν πειστικότητα τῶν ἱστοριῶν του, καὶ ἡ βαθιὰ γνώση τοῦ φυσικοῦ λαϊκοῦ
προφορικοῦ λόγου, ὅπως φανερώνεται στὴν ἀποτύπωση τῶν διαλόγων, τὴ σχεδὸν
φωνογραφική, μὲ τὸν ἐπιτονισμό, τὶς παύσεις καὶ τοὺς δισταγμούς τους [...],
στὴν υἱοθέτηση τῆς “οἰκείας φράσης” τῶν ἀφηγητῶν [...], στὴ χρήση σκιαθίτικων
ἰδιωματισμῶν [...], στὴ φυσική, τέλος, ἐνσωμάτωση τῆς ἰδιολέκτου τῆς ἐργασίας.
Ὁ παπαδιαμαντικὸς νατουραλισμός
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινοῦ, 1997, «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Ἡ παλαιότερη πεζογραφία
μας. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὡς τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο πόλεμο, Ἀθήνα: Σοκόλης, τόμος ΣΤ´,
σελ. 136-137)
Ἡ ἄντληση τοῦ περιεχομένου τῶν διηγημάτων του ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τὴν ὁποία γνώριζε καλὰ ὡς αὐτόπτης μάρτυρας, ἡ πιστὴ ἀναπαράστασή της ὕστερα ἀπὸ προσεκτικὴ καὶ ἐκ τοῦ σύνεγγυς παρατήρηση, οἱ ὑποθέσεις- σκηνὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ χωριοῦ καὶ τῆς ὑπαίθρου, οἱ ἥρωές του, “ἕνας λαὸς ἀπὸ δουλευτάδες καὶ χασομέρηδες” (σύμφωνα μὲ τὸν Παλαμᾶ) μὲ τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα, τὶς δοξασίες καὶ τὴ θυμοσοφία τους -ὑπόστρωμα πλούσιολαογραφιας καὶ κοινωνικῆς ἀνθρωπολογίας- ὅλα αὐτὰ συνέβαλαν ὥστε ὁ Παπαδιαμάντης νὰ χαρακτηριστεῖ ἀμέσως ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του “ἠθογράφος” καὶ νὰ ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ θεωρεῖται, μαζὶ μὲ τὸν Καρκαβίτσα, “κορυφαῖος ἐκπρόσωπος τοῦ ἠθογραφικοῦ διηγήματος”. Ἤδη ὅμως ἀπὸ τὸ 1898 ὁ Παλαμᾶς ἐπισημαίνει μὲ ὀξυδέρκεια ὅτι ἡ ἠθογραφικὴ δύναμη χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη “γιὰ ξετύλιγμα κοινωνικῶν θεμάτων καὶ καυτηρίασμα τῆς ἀνθρώπινης ἀσχήμιας”, διακρίνοντας ἔτσι τὸν κριτικὸ ρεαλισμὸ τῆς παπαδιαμαντικῆς διηγηματογραφίας ἀπὸ τὸν ἤπιο ρεαλισμὸ τῆς μετὰ τὸ 1883 ἠθογραφίας, μὲ τὴν ὁποία ὑπηρετήθηκε τελικὰ μιὰ ἰδεολογία ρομαντικὴ πρὸς ἐνίσχυση καὶ ὑπογράμμιση τῆς ἐθιμικῆς συνέχειας καὶ ταυτότητας. Ἡ προφανὴς αὐτὴ κριτικὴ ρεαλιστικὴ πλευρὰ τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου τοῦ προσδίδει χαρακτήρα, μὲ τὸν ὁποῖο ὑπερβαίνει καὶ τὴν ἠθογραφία ὡς ἑλληνικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Ρεαλισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ρεαλισμό, ὡς ρεῦμα, καὶ φτάνει ὡς τὸν Νατουραλισμό, τὴ ριζοσπαστικὴ δηλαδὴ καὶ ἀκραία μετεξέλιξη τοῦ Ρεαλισμοῦ στὴ σχολὴ τοῦ Ζολᾶ.
Οδυσσέας Ελύτης, 1911-1996. Σύντομη αναφορά ...
Από την εφημερίδα Το Βήμα, 4.8.2002
Ο Οδυσσέας Ελύτης πρωτοπαρουσίασε το έργο του σε ηλικία 23 χρόνων στο περιοδικό
«Τα Νέα Γράμματα» τον Νοέμβριο του 1935. Ηταν μια σειρά ποιημάτων τα οποία
χαρακτηρίστηκαν από τον Γιώργο Θεοτοκά «σαν μυστηριακό ξημέρωμα στο
Αιγαίο». Η λογοτεχνική του αφύπνιση ήρθε όταν φοιτητής της Νομικής
διάβασε ένα βιβλίο του ποιητή Πολ Ελυάρ. Ως τότε, όπως ομολογεί ο ίδιος στα
«Ανοιχτά χαρτιά» το 1974, θεωρούσε την ποίηση «ένα φλύαρο και ανιαρό
ρυθμοκόπημα. Τα ποιήματα χρησίμευαν για να μιλάνε για τα βουνά ή τα
ποτάμια και να λεν κοινοτοπίες». Ο Ελυάρ τού αλλάζει την αντίληψη αυτή, του
συστήνει μια καινούργια γλώσσα και μια νέα μέθοδο έκφρασης. Στο πλαίσιο αυτής
της «γνωριμίας» θα συναντηθεί με τους Σεφέρη, Θεοτοκά, Κατσίμπαλη και
Καραντώνη, ιδρυτές του περιοδικού «Τα Νέα Γράμματα», οι οποίοι θα τολμήσουν να
συμπεριλάβουν τα ποιήματα του νέου φίλου τους και ποιητή.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ξεκίνησε το «ταξίδι» του ως Οδυσσέας
Αλεπουδέλης στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, αν και καταγόταν από
τη Λέσβο. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και πραγματοποιούσε συχνά ταξίδια στις
Σπέτσες, στην Αίγινα, στην Τήνο και στη Λέσβο καθώς και στο εξωτερικό. Αυτές
είναι και οι πρώτες περιπλανήσεις του νεαρού ποιητή, αργότερα θα ταξιδέψει με
τον Ανδρέα Εμπειρίκο σε όλη την Ελλάδα, ανακαλύπτοντας λεπτομέρειες της
ελληνικής παράδοσης αλλά και γωνιές εκπληκτικού κάλλους, καταλυτικής σημασίας
για το έργο του. Το 1930 ο Ελύτης εγγράφεται στην Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, αν και δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο «πατέρας» του υπερρεαλισμού,
είναι αυτός που μύησε τον Ελύτη στο κίνημα. Ο Ελύτης βεβαίως δεν υποτάχθηκε
ποτέ πραγματικά στον υπερρεαλισμό, αλλά άντλησε με προσοχή τα απαραίτητα
στοιχεία και τα προσάρμοσε στο έργο του. Τα πρώτα έργα του (1929-1943), ανάμεσά
τους οι ποιητικές συλλογές «Προσανατολισμοί» (1940) και «Ηλιος ο πρώτος» (1943)
(σε μικρότερο βαθμό), διακρίνονται από έντονο νησιωτισμό, μια σχεδόν
παγανιστική λατρεία της φύσης, ενώ παράλληλα ξεχειλίζουν από στοιχεία της
μυθολογίας και της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Κυρίαρχα στοιχεία: το Αιγαίο με
την αλμύρα του, τα χρώματα καθώς και ο ήλιος του.
Τον Δεκέμβριο του 1940 ο ποιητής κατατάχθηκε στο
αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Με βαρύ κρούσμα κοιλιακού τύφου στο
Νοσοκομείο των Ιωαννίνων, την παραμονή της εισόδου των Γερμανών στην πόλη,
έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στο να παραμείνει εκεί και στο να συλληφθεί ως
αιχμάλωτος πολέμου ή να μεταφερθεί στην Αθήνα με κίνδυνο της ζωής του. Επέλεξε
το δεύτερο. Ο πόλεμος σημάδεψε τον ποιητή. Οπως και η εικόνα της μεταπολεμικής
Ελλάδας, καταδυναστευμένης από την Κατοχή αλλά και τον Εμφύλιο. Στα ποιήματα το
κύμα πλέον είναι αγριεμένο. Το ελληνικό τοπίο χρησιμοποιείται μεταφορικά και
δοξάζει την ελευθερία, ενώ καταδικάζει τον πόλεμο και την υποταγή του πνεύματος.
Ο «Ηλιος ο πρώτος» είναι το πρώτο δείγμα της ποιητικής αυτής ωρίμασης. Το «Ασμα
ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», το οποίο
δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1945 στο περιοδικό «Τετράδιο», εκφράζει βαθύτερα
αυτή τη σύγκρουση φύσης και ανθρώπινη αυτοκαταστροφής. «Ελευθερία για
σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος».
Το 1959 δημοσιεύει το «Αξιον εστί». Διετέλεσε
διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) (1945) και μέλος του
διοικητικού συμβουλίου του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» (1953). Επίσης,
συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Καθημερινή» ως κριτικός τέχνης, «Ελευθερία» και
«Αγγλοελληνική Επιθεώρηση». Το 1946 συναντά τον αληθινό του δάσκαλο, τον ποιητή
Πολ Ελυάρ. Σε αυτή τη συνάντηση οφείλει το ταξίδι του στο Παρίσι, το 1948. Στην
Πόλη του Φωτός γνωρίζει τους Πικάσο και Ματίς, και συνειδητοποιεί ότι θα
μπορούσε κάλλιστα να είναι και ζωγράφος. Ο ζωγράφος Ελύτης επηρεάστηκε κυρίως
από τον νεοϊμπρεσιονισμό αλλά και τον υπερρεαλισμό. Εξέθεσε τα έργα του στη
διεθνή έκθεση ιμπρεσιονιστών στην Αθήνα το 1935, ενώ πραγματοποίησε και
προσωπική έκθεση στην γκαλερί Thyelska στη Στοκχόλμη, το 1979.
Δεν ήταν όμως η ζωγραφική αυτή που τον επιβράβευσε. Το
«Αξιον εστί» υπήρξε η αφορμή για τη διεθνοποίηση του ποιητή. Το 1960 κερδίζει
το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1961 ξεκινάει συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη
για τη μελοποίηση του ποιήματος, το οποίο θα εκτελεστεί για πρώτη φορά στον
κινηματογράφο «Ρεξ» το 1964. Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 1967
καταφεύγει στη Γαλλία. Οι συλλογές «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά»
(1971), «Τα ρω του έρωτα» (1972), «Μαρία Νεφέλη» 1978 καθώς και ένα δοκίμιο για
τον Ανδρέα Εμπειρίκο αντιπροσωπεύουν την ρομαντική περίοδο του ποιητή.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1979 τού απενεμήθη το Νομπέλ
Λογοτεχνίας. Στην απονομή του βραβείου στη Στοκχόλμη ο ποιητής ξεκίνησε της
ομιλία του ως εξής: «Ας μου επιτραπεί να μιλήσω περί φωτεινότητας και
διαφάνειας». Ο λεκτικός πλούτος και η ικανότητά του να αναπλάθει τις λέξεις
απετέλεσαν σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους ποιητές και συγγραφείς. Η
ποίησή του έχει γραφεί με τη χρήση περίπου 8.000 λέξεων, ενώ αυτή του Καβάφη,
π.χ., με 3.500 λέξεις.
Ο θάνατος του ποιητή δεν σήμανε το τέλος του έργου
του. Τα έργα «Εκ του πλησίον» και «2x7ε» δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του. Ο
Οδυσσέας Ελύτης πέθανε στις 18 Μαρτίου 1996 από ανακοπή καρδιάς στο σπίτι του
στην Αθήνα. Στο πλευρό του, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία τον συντρόφευε τα
τελευταία 13 χρόνια της ζωής του. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Για τον Ελύτη ο
θάνατος δεν ήταν παρά ακόμη ένα ταξίδι. «Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ'
ό,τι να 'ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην
τσέπη μου έναν οδηγό, τη φωτογραφική στο χέρι. Βαθιά
στο χώμα και βαθιά στο σώμα θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι
μου δίνουν και περισσεύει το άδικο. Χρυσέ της ζωής αέρα» («Ο
μικρός Ναυτίλος», 1985).
Σάββατο 17 Μαΐου 2014
Ο γαλλικός Μάης του '68 (ΙΙ)Μετάφραση: εφημερίδα ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ο Μάης του '68 ήταν η μεγαλύτερη
επαναστατική γενική απεργία στην ιστορία. Το πανίσχυρο αυτό κίνημα ξέσπασε στην
κορύφωση της μεταπολεμικής οικονομικής ανόδου του καπιταλισμού. Τότε, όπως και
μέχρι σήμερα, οι αστοί και οι απολογητές τους, έδιναν συγχαρητήρια στους
εαυτούς τους λέγοντας ότι οι επαναστάσεις και η ταξική πάλη αποτελούν στοιχεία
του παρελθόντος. Τότε ήρθαν τα γαλλικά γεγονότα του 1968, που φάνηκαν να
πέφτουν σαν κεραυνός εν αιθρία. Η πλειοψηφία της επίσημης Αριστεράς
αιφνιδιάστικε από τα γεγονότα, αφού είχε ξεγράψει την ευρωπαϊκή εργατική τάξη
από τις επαναστατικές δυνάμεις.
Τον Μάη του 1968, ο Economist εξέδωσε ένα
ειδικό αφιέρωμα στη Γαλλία γραμμένο από τον Νόρμαν Μακρέη για να σημειώσει
τα δέκα χρόνια «Γκωλικής τάξης». Στο αφιέρωμα αυτό ο Μακρέη υμνεί τις επιτυχίες
του Γαλλικού καπιταλισμού, επισημαίνοντας ότι οι Γάλλοι είχαν υψηλότερο βιοτικό
επίπεδο από τους Βρετανούς: κατανάλωναν περισσότερο κρέας, κατείχαν περισσότερα
αυτοκίνητα κ.λ.π. Και ανέφερε το « μεγάλο εθνικό πλεονέκτημα» της Γαλλίας σε
σχέση με τη γειτονική χώρα: τα γαλλικά συνδικάτα ήταν «τραγικά αδύναμα».
Το μελάνι στο άρθρο του Μακρέη δεν είχε
προλάβει καν να στεγνώσει όταν η γαλλική εργατική τάξη κατέπληξε ολόκληρο τον
κόσμο με μία κοινωνική εξέγερση πρωτοφανή στη νεότερη ιστορία.
Τα γεγονότα του Μάη δεν είχαν προβλεφθεί
από τους στρατηγούς του κεφαλαίου στη Γαλλία αλλά και πουθενά αλλού. Δεν είχαν
προβλεφθεί ούτε από τους σταλινικούς και τους ρεφορμιστές ηγέτες. Και τα πράγματα
ήταν ακόμη χειρότερα όσον αφορά στην αυτοαποκαλούμενη επαναστατική Αριστερά. Οι
διανοούμενες κυρίες και κύριοι που θεωρούσαν τους εαυτούς τους Μαρξιστές (οι
περισσότεροι από τους οποίους αφιέρωσαν δεκαετίες στην υπεράσπιση του «ένοπλου
αγώνα», της εξέγερσης και πάει λέγοντας) όχι μόνο δεν προέβλεψαν το κίνημα των
Γάλλων εργατών, αλλά αρνούνταν οποιαδήποτε τέτοιου είδους πιθανότητα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν από τους
«θεωρητικούς» του ακαδημαϊκού Μαρξισμού, Andre Gorz. O κύριος αυτός έγραφε σε
ένα άρθρο του ότι «στο προσεχές μέλλον δεν θα υπάρξει καμία κρίση στον
Ευρωπαϊκό καπιταλισμό τόσο δραματική που να οδηγήσει τις μάζες των εργατών σε
επαναστατικές γενικές απεργίες ή σε ένοπλους αγώνες στην υπεράσπιση των ζωτικών
τους συμφερόντων» (A. Gorz, Μεταρρύθμιση και Επανάσταση,
στο The Socialist Register 1968). Αυτές οι γραμμές
εκδόθηκαν στη μέση της μεγαλύτερης επαναστατικής γενικής απεργίας στην
ιστορίας.
Ο Gorz δεν ήταν ο μόνος που είχε ξεγράψει
την εργατική τάξη. Ο «μεγάλος Μαρξιστής» Έρνεστ Μαντέλ μίλησε σε μια συνάντηση
στο Λονδίνο μόλις ένα μήνα πριν τα μεγάλα γεγονότα. Στη διάρκεια της ομιλίας
του μίλησε επί παντός επιστητού, αλλά δεν ανέφερε ούτε μία λέξη για την
κατάσταση της Γαλλικής εργατικής τάξης. Όταν οι αντιθέσεις τονίστηκαν σε αυτόν
από έναν από τους συντρόφους μας στη συνάντηση, η απάντησή του ήταν ότι οι
εργάτες είχαν αστικοποιηθεί και «αμερικανοποιηθεί» και ότι δεν θα υπάρξει
κανένα κίνημα των Γάλλων εργατών για τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Το
υπόβαθρο
Αυτό
που δεν κατάλαβε κανείς από αυτούς του κυρίους ήταν το γεγονός ότι η μακρά
περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά το 1945 είχε μεταβάλλει την ταξική
ισορροπία δυνάμεων και είχε δυναμώσει αποφασιστικά την Ευρωπαϊκή εργατική τάξη.
Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Γαλλική άρχουσα τάξη προσπάθησε να
στηριχθεί στην καθυστέρηση. Μετά την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας οι Γάλλοι
αστοί φοβούνταν θανάσιμα την ανάπτυξη του προλεταριάτου και έτσι ανέπτυξαν μια
παρασιτική οικονομία εισοδηματιών βασιζόμενη στην χρηματοδότηση κεφαλαίου, στις
τραπεζικές συναλλαγές και τις αποικίες.
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας σημαίνει ότι το
ίδιο το προλεταριάτο είναι πολύ πιο ισχυρό από ότι ήταν τη δεκαετία του 1930,
πόσο μάλλον από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας όπου συγκεκριμένα όλοι οι
εργάτες απασχολούνταν σε μικρές βιοτεχνίες. Ακόμη και το 1931 περίπου τα δύο
τρίτα των βιομηχανικών επιχειρήσεων στην Γαλλία δεν απασχολούσαν καθόλου
μισθωτούς εργάτες ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο απασχολούσε λιγότερους από δέκα.
Μόνο το 0,5 % των βιομηχανιών απασχολούσε πάνω από εκατό εργάτες. Παρόλα αυτά,
μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μια ισχυρή ανάπτυξη της βιομηχανίας
στην Γαλλία, η οποία οδήγησε σε ραγδαία ενδυνάμωση του προλεταριάτου και
σταδιακή συρρίκνωση της αγροτικής τάξης.
Την περίοδο της επαναστατικής κρίσης
του 1936, ο μισός πληθυσμός της Γαλλίας εξασφάλιζε τα προς το ζην από την
γεωργία, ενώ σήμερα ο αγροτικός πληθυσμός αποτελεί λιγότερο από 6% του
συνολικού. Μέχρι το 1968 η τάξη των μισθωτών είχε αναπτυχθεί όχι μόνο σε
αριθμούς, αλλά επίσης και με όρους δυνατότητας πάλης. Η θεμελιώδης αλλαγή
φάνηκε το 1968 στο ρόλο κλειδί που έπαιξαν οι γιγάντιες βιομηχανίες όπως το
εργοστάσιο της Renault στο Φλινς, με ένα συνολικό εργατικό δυναμικό 10.500, από
τους οποίους 1.000 συμμετείχαν σε πικετοφορίες και τουλάχιστον 5.000
παραβρίσκονταν καθημερινά σε απεργιακές συναντήσεις σε ένα και μόνο εργοστάσιο.
Το 1936, όταν ο ταξικός συσχετισμός
δυνάμεων ήταν προφανώς λιγότερο ευνοϊκός, σε μια κατάσταση που δεν ήταν στο
ελάχιστο τόσο προχωρημένη, ο Τρότσκι είχε πει ότι το Κομμουνιστικό και το
Σοσιαλιστικό Κόμμα θα μπορούσαν να πάρουν την εξουσία: « Αν το κόμμα
του Λέοντα Μπλουμ ήταν πραγματικά Σοσιαλιστικό θα μπορούσε, βασισμένο στις
γενικές απεργίες, να ανατρέψει την αστική τάξη τον Ιούνιο, σχεδόν χωρίς
εμφύλιο, με την ελάχιστη προσπάθεια και τις ελάχιστες θυσίες. Αλλά το
κόμμα του Μπλουμ είναι ένα αστικό κόμμα, ο μικρός αδερφός του σάπιου
Ριζοσπαστισμού.» (Λέων Τρότσκι, Για Τη Γαλλία, σελ. 178)
Ο συσχετισμός δυνάμεων το 1968 ήταν
συντριπτικά πιο ευνοϊκός. Μία ειρηνική μετάβαση ήταν δυνατή, αν οι ηγέτες του
Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας είχαν δράσει σαν Μαρξιστές. Είναι ουσιαστικό να
το τονίσουμε αυτό. Μόνο η προδοσία των Σταλινικών ηγετών, που αρνήθηκαν να
καταλάβουν την εξουσία όταν υπήρχαν οι πιο κατάλληλες συνθήκες, απέτρεψε την
Γαλλική εργατική τάξη από το να πάρει την εξουσία.
Ο
ρόλος των φοιτητών
Οι φοιτητές αποτελούν πάντα το ευαίσθητο
βαρόμετρο των τάσεων που αναπτύσσονται στα βάθη της κοινωνίας. Το κύμα των
φοιτητικών διαδηλώσεων και καταλήψεων που προηγήθηκαν των γεγονότων του Μάη
ήταν κάτι σαν τον κεραυνό που προηγείται της καταιγίδας. Στους μήνες πριν τον
Μάη υπήρξε έντονη ζύμωση στους φοιτητές που αποκρυσταλλώθηκε σε μια σειρά διαδηλώσεων
και καταλήψεων.
Αντιμέτωπος με μια αυξανόμενη παλίρροια
φοιτητικών κινητοποιήσεων ο πρύτανης του επιφανούς πανεπιστήμιου της Σορβόννης
αποφάσισε να το κλείσει μόλις για δεύτερη φορά σε 700 χρόνια. Η πρώτη φορά ήταν
το 1940, όταν οι Ναζί κατέλαβαν το Παρίσι. Η απόπειρα της αστυνομίας να
εκκενώσει το προαύλιο της Σορβόννης στις 3 Μαΐου ήταν η σπίθα που ενεργοποίησε
ένα βυτίο γεμάτο μπαρούτι. Ξεσπά βία στη Quartier Latin (Λατινική Συνοικία), με
αποτέλεσμα περισσότερους από 100 τραυματίες και 596 συλλήψεις. Την επόμενη μέρα
τα μαθήματα στη Σορβόννη ακυρώθηκαν. Οι κύριες φοιτητικές οργανώσεις, η UNEF
και η Snesup κάλεσαν σε απεργίες διαρκείας. Στις 6 Μαΐου δοθήκαν νέες μάχες στη
Quartier Latin: 422 συλλήψεις, 345 αστυνομικοί και περίπου 600 φοιτητές τραυματίστηκαν.
Η καταπίεση προκάλεσε μαζική αγανάκτηση. Οργισμένοι φοιτητές ξήλωναν πεζοδρόμια
για να πετάξουν πέτρες στην αστυνομία και δημιούργησαν οδοφράγματα στη βάση των
παλιών καλών Γαλλικών παραδόσεων. Φοιτητές σε πανεπιστήμια σε ολόκληρη τη χώρα
δηλώνουν την συμπαράστασή τους.
Την νύχτα της 10ης Μαΐου
υπήρξε ολοκληρωτική εξέγερση στη Quartier Latin. Οι εξεγερμένοι δημιουργούν
οδοφράγματα στα οποία η αστυνομία απαντά με μεγάλη βιαιότητα. Οι οπλισμένοι
κακοποιοί της Γαλλικής αστυνομίας εισβάλουν σε ιδιωτικά διαμερίσματα και
χτυπούνε βίαια απλούς ανθρώπους, ακόμα και μια έγκυο γυναίκα. Αλλά ήρθαν
αντιμέτωποι με περισσότερα από όσα περίμεναν. Απλοί Παριζιάνοι βομβάρδισαν την
αστυνομία με γλάστρες και άλλα βαριά αντικείμενα που πετούσαν από τα παράθυρα!
367 άνθρωποι νοσηλεύτηκαν και οι 251 ήταν αστυνομικοί. Άλλοι 720 τραυματίστηκαν
και 468 συνελήφθησαν. Αυτοκίνητα κάηκαν ή καταστραφήκαν. Ο Υπουργός Παιδείας
προσβάλει τους διαδηλωτές: «Ούτε μόρφωση, ούτε πίστη, ούτε νόμος» (Ni doctrine,
ni foi, ni loi)
Κατά την διάρκεια της πρώτης εβδομάδας, οι
ηγέτες του Κ.Κ.Γ. είχαν υποτιμήσει τους φοιτητές και οι συνδικαλιστές ηγέτες
είχαν προσπαθήσει να τους αγνοήσουν. Η L'Humanité δημοσίευσε
ένα άρθρο από των μελλοντικό ηγέτη του Κ.Κ.Γ. George Marchais με τον
τίτλο Οι Ψεύτικοι Επαναστάτες θα αποκαλυφθούν. Αλλά αντιμέτωπη με
την γενική κατακραυγή του πληθυσμού και την πίεση από τη βάση, η συνδικαλιστική
γραφειοκρατία αναγκάστηκε να λάβει δράση. Στις 11 Μαΐου, τα κύρια συνδικάτα, το
CGT, το CFDT και το FEN κάλεσαν σε γενική απεργία για τις 13 του Μάη. Περίπου
200.000 διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα όπως «De Gaulle δολοφόνε!»
Επιστρέφοντας εσπευσμένα στο Παρίσι, ο
George Pompidou ανακοίνωσε την επαναλειτουργία της Σορβόννης την ίδια μόλις
μέρα. Αυτό είχε σαν στόχο να λειτουργήσει σαν χειρονομία συμβιβασμού που θα
απέτρεπε την κοινωνική έκρηξη. Άλλα ήταν πολύ λίγο, πολύ αργά. Οι μάζες το
εξέλαβαν σαν ένδειξη αδυναμίας και κινήθηκαν ακόμη πιο μπροστά.
Γενική
Απεργία
Η ζύμωση ανάμεσα στους φοιτητές ήταν μόνο
η πιο προφανής ένδειξη της δυσαρέσκειας στη Γαλλική κοινωνία. Παρά την
οικονομική ανάπτυξη, οι Γάλλοι καπιταλιστές είχαν ασκήσει ανελέητη πίεση στους
εργάτες. Κάτω από τη επιφάνεια της φαινομενικής ηρεμίας υπήρχε μία τεράστια
συσσώρευση αγανάκτησης, πικρίας και απογοήτευσης. Ήδη από το Γενάρη υπήρξαν
βίαιες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια διαδήλωσης από απεργούς στο Caen.
Η γενική απεργία στις 13 Μάη σηματοδότησε
μια ποιοτική στροφή. Εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητών και εργατών ξεχυθήκαν στους
δρόμους το Παρισιού. Μία ιδέα από αυτή τη κατάσταση μας μεταφέρει η ακόλουθη
περιγραφή της μεγαλειώδους διαδήλωσης του ενός εκατομμυρίου, η οποία κατέλαβε
τους δρόμους του Παρισιού την 13η του Μάη:
«Ατελείωτα στοιχειοθετούνταν
μπροστά. Υπήρχαν ολόκληρα τμήματα από νοσοκομειακό προσωπικό με λευκές ποδιές,
με κάποιους από αυτούς να κρατούν αφίσες που έλεγαν ‘Πού είναι οι αγνοούμενοι
τραυματίες;'. Κάθε εργοστάσιο, κάθε μεγάλη βιοτεχνία φαινόταν να είχε
αντιπροσώπους. Υπήρχαν υπεράριθμες ομάδες από εργάτες στους σιδηρόδρομους,
ταχυδρόμους, τυπογράφους, προσωπικό του μετρό, μεταλεργάτες, εργαζόμενους στη
πολιτική αεροπορία, μικρούς εμπόρους, ηλεκτρολόγους, δικηγόρους, εργάτες στις
αποχετεύσεις, τραπεζικούς υπαλλήλους, οικοδόμους, εργάτες σε εργοστάσια χημικών
και γυαλιού, σερβιτόρους, δημοτικούς υπαλλήλους, μπογιατζήδες και διακοσμητές,
εργαζόμενους στο αέριο, πωλήτριες, ασφαλιστικούς υπαλλήλους, σκουπιδιάρηδες,
κινηματογραφιστές, οδηγούς λεωφορείων, δασκάλους, εργάτες σε βιομηχανίες
πλαστικών, σε συνεχόμενα μπλοκ, η σάρκα και τα οστά της σύγχρονης καπιταλιστικής
κοινωνίας, μία ατελείωτη μάζα, μια δύναμη που θα μπορούσε να παρασύρει τα πάντα
στο πέρασμά της , αν το επιθυμούσε.» (απόσπασμα από το Revolutionary Rehearsals/Επαναστατικές
Πρόβες, σελ.12)
Οι ηγέτες των συνδικάτων πίστευαν ότι αυτή
η κινητοποίηση θα ήταν αρκετή για να σταματήσει το κίνημα. Οι ηγέτες δεν είχαν
καμία πρόθεση να συνεχίσουν και να εξαπλώσουν τη γενική απεργία. Είδαν τη
διαδήλωση σαν ένα μέσο εκτόνωσης. Αλλά από τη στιγμή που άρχισε, το κίνημα
σύντομα απόκτησε τη δική του ζωή. Το κάλεσμα σε γενική απεργία ήταν σαν ένας
βαρύς βράχος που ρίχτηκε σε ήρεμη λίμνη.
Τα κύματα απλωθήκαν σε κάθε γωνιά της
Γαλλίας. Παρόλο που μόνο τριάμισι εκατομμύρια εργάτες ήταν οργανωμένοι στα
συνδικάτα, δέκα εκατομμύρια απέργησαν και ταυτόχρονα άρχισε ένα κύμα καταλήψεων
εργοστασίων σε όλη τη Γαλλία.
Στις 14 Μάη, μία μέρα μετά τη μαζική
διαδήλωση στο Παρίσι, οι εργάτες κατέλαβαν τη Sud-Aviation (αεροπορική εταιρία)
στη Νάντη και το εργοστάσιο της Renault στο Κλεόν και ακολούθησαν οι εργάτες
της Renault στις Flins, Le Mans και Boulogne-Billancourt. Απεργίες χτύπησαν και
άλλα εργοστάσια κατά μήκος της Γαλλίας, συν το RATP και το SNCF. Η διανομή
εφημερίδων σταμάτησε. Στις 18 Μαΐου οι ανθρακωρύχοι σταμάτησαν τη δουλειά και
ακινητοποιήθηκαν όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς στο Παρίσι και σε δεκάδες άλλες
μεγάλες πόλεις. Οι επόμενοι ήταν οι εθνικοί σιδηρόδρομοι, ενώ ακολούθησαν οι
αερομεταφορές, τα λιμάνια, τα ταχυδρομεία, τα φέρρυ μπόουτ, οι εργάτες στο
αέριο και την ηλεκτροδότηση (οι οποίοι συμφώνησαν να διατηρήσουν τις οικιακές
παροχές).
Οι εργάτες πήραν το έλεγχο των αποθεμάτων
πετρελαίου στη Νάντη, αρνούμενοι την είσοδο σε όλα τα βυτιοφόρα που δεν είχαν
εξουσιοδότηση από την απεργιακή επιτροπή. Ένα πανό τοποθετήθηκε στο μοναδικό
υπό λειτουργία βενζινάδικο, που επιβεβαίωνε ότι βενζίνη θα δινόταν μόνο σε γιατρούς.
Υπήρξε συνεννόηση με τις αγροτικές ενώσεις της γύρω περιοχής, και κανονίστηκαν
προμήθειες τροφίμων, με τιμές ελεγχόμενες από τους εργάτες και τους αγρότες.
Για να αποφύγουν τη κερδοσκοπία, τα καταστήματα αναγκάστηκαν να κολλήσουν ένα
αυτοκόλλητο που έλεγε: «Το κατάστημα εξουσιοδοτείται να είναι ανοιχτό. Οι τιμές
βρίσκονται υπό την μόνιμη επίβλεψη των συνδικάτων.» Τα αυτοκόλλητα υπογράφονταν
από τα CGT, CFDT και FO. Ένα λίτρο γάλα πωλούνταν προς 50 λεπτά σε
σύγκριση με το σύνηθες των 80 λεπτών. Ένα κιλό πατάτες μειώθηκε από τα 70 στα
12 λεπτά, ένα κιλό καρότα από 80 σε 50 κ.ο.κ.
Οι φοιτητές, δάσκαλοι, επαγγελματίες,
χωρικοί, επιστήμονες, ποδοσφαιριστές ακόμη και τα κορίτσια του Follies Bergères (οίκοι
ανοχής ) όλοι ριχτήκαν στον αγώνα. Στο Παρίσι οι φοιτητές κατέλαβαν τη
Σορβόννη. Το θέατρο Theatre de l'Odéon κατελήφθη από
2.500 φοιτητές και οι μαθητές κατέλαβαν τα σχολεία:
«Ο πυρετός των καταλήψεων έπιασε και
την διανόηση. Ριζοσπάστες γιατροί κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία της Ιατρικής
Ένωσης, ριζοσπάστες αρχιτέκτονες επικύρωσαν τη διάλυση της δικής τους ένωσης,
οι ηθοποιοί έκλεισαν όλα τα θέατρα του κεφαλαίου, οι συγγραφείς ηγούμενοι από
τον Michel Butor κατέλαβαν την Societé des Gens de Lettres (Κοινότητα του
Κόσμου των Γραμμάτων) στο ξενοδοχείο Massa. Ακόμη και τα στελέχη επιχειρήσεων
μπήκαν στη δράση, κλείνοντας για λίγο το κτίριο του Conseil National du
Patronat Français ( Εθνικό Συμβούλιο Γάλλων Βιοτεχνών), και έπειτα κινήθηκαν
προς τη Confederation Generale des Cadres (Γενική Συνομοσπονδία Στελεχών)».
(David
Caute, Sixty-Eight, the Year of the Barricades/Εξηντα Οκτώ, Η χρονιά των Οδοφραγμάτων, σελ.203).
Αφού τα σχολεία ήταν κλειστά, δάσκαλοι και
μαθητές οργάνωσαν παιδικούς σταθμούς, ομάδες ψυχαγωγίας, δωρεάν γεύματα και
δραστηριότητες για τα παιδιά των απεργών. Επιτροπές γυναικών των απεργών
οργανώθηκαν και έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στην οργάνωση προμηθειών τροφίμων. Όχι
μόνο οι φοιτητές και οι μαθητές, αλλά επίσης και οι επαγγελματίες δικηγόροι
μολύνθηκαν με το μικρόβιο της επανάστασης. Οι αστρονόμοι κατέλαβαν ένα
αστεροσκοπείο. Υπήρξε απεργία στο Κέντρο πυρηνικής έρευνας στο Saclay, όπου η
πλειοψηφία των υπαλλήλων ήταν ερευνητές, τεχνικοί, μηχανικοί ή απόφοιτοι
επιστήμονες. Μέχρι και η Εκκλησία επηρεάστηκε. Στη Latin Quarter, νεαροί
Καθολικοί κατέλαβαν εκκλησία και απαίτησαν συζήτηση αντί για μετάληψη
Η
Εξουσία στους δρόμους
Η εξέγερση στο Παρίσι συνεχίστηκε, με
εργάτες και φοιτητές να αντιμετωπίζουν δακρυγόνα και γκλόπς. Σε μία μόνο νύχτα
έγιναν 795 συλλήψεις και 456 τραυματιστήκαν. Οι διαδηλωτές επιχείρησαν να
πυρπολήσουν το Χρηματιστήριο αυτό το μισητό σύμβολο του καπιταλισμού. Ένας
αξιωματικός της αστυνομίας σκοτώθηκε στη Λιόν από φορτηγό.
Από τη στιγμή που ρίχτηκαν στη μάχη οι
εργάτες άρχισαν να παίρνουν πρωτοβουλίες, που πήγαν πολύ μακριά από τα όρια
μιας απλής απεργίας. Το στοιχείο κλειδί για την ομοιογένεια των κινητοποιήσεων
ήταν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Συνήθως αυτά αποτελούν ισχυρά όπλα στα χέρια
του κράτους. Αλλά επίσης εξαρτώνται από τους εργαζόμενους που δουλεύουν στο
ραδιόφωνο και τη τηλεόραση. Στις 25 Μάη το κρατικό ραδιόφωνο και η τηλεόραση -
το ORTF - ξεκινούν απεργία. Τα τηλεοπτικά νέα των 20.00 διακόπηκαν. Οι
δημοσιογράφοι και οι τυπογράφοι επέβαλαν ενός είδους εργατικό έλεγχο στο τύπο.
Οι αστικές εφημερίδες αναγκάστηκαν να δεχθούν έλεγχο της ύλης τους και να
τυπώσουν τις διακηρύξεις της Επιτροπής των Εργατών.
Η Εθνοσυνέλευση συζήτησε την κρίση στα
πανεπιστήμια και τις μάχες του Quartier Latin. Αλλά οι συζητήσεις στα έδρανα
της Συνέλευσης ήταν ήδη περιττές. Η εξουσία είχε γλιστρήσει από τα χέρια των
νομοθετών και είχε εξαπλωθεί στους δρόμους. Στις 24 Μάη ο πρόεδρος De Gaulle
ανακοίνωσε ένα δημοψήφισμα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Όμως το σχέδιο να
κατεβάσει δημοψήφισμα ματαιώθηκε από τη δράση των εργατών. Ο στρατηγός ήταν
ανίκανος ακόμη και να τυπώσει ψηφοδέλτια για το δημοψήφισμα λόγω της απεργίας
των Γάλλων εργατών στα τυπογραφεία αλλά και την άρνηση των Βέλγων συναδέλφων
τους να συνεργαστούν. Αυτό δεν ήταν το μόνο παράδειγμα διεθνιστικής
αλληλεγγύης. Γερμανοί και Βέλγοι οδηγοί τρένων ακινητοποίησαν τα τρένα τους στα
Γαλλικά σύνορα για να μη σπάσουν τη απεργία.
Οι δυνάμεις της αντίδρασης, που μέχρι τότε
βρίσκονταν υπό καθεστώς σοκ και άμυνας, άρχισαν να οργανώνονται. Οι Επιτροπές
για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας άρχισαν να στήνονται με στόχο να
κινητοποιήσουν τη μεσαία τάξη ενάντια στους εργάτες και τους φοιτητές. Η ταξική
ισορροπία δυνάμεων δεν είναι απλά ζήτημα σχετικής αριθμητικής υπεροχής της
εργατικής τάξης σε σχέση με τους αγρότες και τη μεσαία τάξη γενικότερα. Από τη
στιγμή που το προλεταριάτο εισέρχεται σε μια αποφασιστική μάχη, δείχνοντας στον
εαυτό του ότι είναι μια ισχυρότατη δύναμη στην κοινωνία, γρήγορα αποσπά την
εκμεταλλευόμενη μάζα των αγροτών και τον μικρών επαγγελματιών που έχουν
τσακιστεί από τις τράπεζες και τα μονοπώλια. Αυτό ήταν προφανές το 1968, όπου
οι αγρότες έστησαν μπλόκα γύρω από τη Νάντη και παρείχαν δωρεάν τρόφιμα στους
απεργούς.
Ο
μύθος του «ισχυρού κράτους»
Το κίνημα έπιασε την άρχουσα τάξη και τη
κυβέρνηση κυριολεκτικά στον ύπνο. Είχαν τρομοκρατηθεί από το κίνημα των
φοιτητών, όπως παραδέχεται ο τότε πρωθυπουργός Pompidou: « Κάποιοι... πίστευαν
ότι ανοίγοντας ξανά την Σορβόννη και ελευθερώνοντας τους φοιτητές έδειξα
αδυναμία και άφησα το κίνημα να συνεχίσει. Θα απαντήσω απλά ως εξής: ας υποθέσουμε
ότι, τη Δευτέρα 13 Μάη η Σορβόννη είχε παραμείνει κλειστή κάτω από τη προστασία
της αστυνομίας. Ποιος μπορεί να φανταστεί ότι το πλήθος θα είχε αποτύχει να
μπει παρασέρνοντας τα πάντα στο πέρασμά του σαν πλημμυρισμένο ποτάμι; Προτίμησα
να ανοίξω τη Σορβόννη και να τη δώσω στους φοιτητές από το να τους δω να τη
καταλαμβάνουν με τη βία.» (G. Pompidou: Pour Retablir une Verite,
σελ.184-5)
Κάπου αλλού προσθέτει: «Η κρίση ήταν απείρως πιο σοβαρή και πιο
βαθιά: το καθεστώς θα απέμενε ή θα ανατρεπόταν, αλλά δεν θα μπορούσε να σωθεί
από μια απλή αλλαγή προσώπων. Δεν ήταν μόνο η θέση μου που είχε
τεθεί υπό αμφισβήτηση. Ήταν ο στρατηγός De Gaulle, η Πέμπτη
Δημοκρατία, και, σε μεγάλο βαθμό η ίδια η Δημοκρατία.»( στο ίδιο, σελ. 197)
Τί εννοούσε ο Pompidou όταν έλεγε ότι «η
ίδια η Δημοκρατία» βρισκόταν σε κίνδυνο; Εννοούσε ότι το ίδιο το καπιταλιστικό
κράτος απειλούνταν με κατάργηση. Και σε αυτό, είχε δίκιο. Αφότου ο Pompidou
προσπάθησε να εξαλείψει την κρίση ανοίγοντας τη Σορβόννη το κίνημα απέκτησε
φρέσκια ορμή με μια νέα διαδήλωση 250.000. Τρομοκρατημένο ότι οι φοιτητές θα
ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους εργάτες και θα καταλάβουν τα Ιλίσια Πεδία, το
προεδρικό ανάκτορο εκκενώθηκε.
Ο De Gaulle αρχικά έθεσε την εμπιστοσύνη
του στους Σταλινικούς ηγέτες για να σώσουν τη κατάσταση. Είπε στο ναύαρχό του
François Flohic, «Μην ανησυχείς Flohic, οι Κομμουνιστές θα τους
βάλουν σε τάξη.» (Philippe Alexandre, Τα Ιλίσια Πεδία σε κίνδυνο, σελ.
299.) Τι αποδεικνύουν αυτές οι λέξεις; Λίγο ή
πολύ ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν θα είχε επιβιώσει χωρίς τη στήριξη των
ρεφορμιστών (και Σταλινικών) εργατικών ηγετών. Αυτή η υποστήριξη αξίζει σε
αυτούς πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε αριθμό τανκς ή αστυνομικών. Ο De
Gaulle, ως έξυπνος αστός, το κατάλαβε αυτό άριστα. Σε μία απόπειρα να δείξει
την απόλυτη αντίθεσή του στα γεγονότα της Γαλλίας, ο πρόεδρος De Gaulle έφυγε
για μια κρατική υπόθεση στη Ρουμανία, όπου και καλωσορίστηκε με ανοιχτές
αγκάλες από τον «Κομμουνιστή» Τσαουσέσκου. Παρόλα αυτά η πεποίθηση του
Στρατηγού δεν κράτησε για πολύ.
Η ουσία μίας επανάστασης είναι ότι οι
μάζες αρχίζουν να μετέχουν ενεργά στα γεγονότα, αρχίζουν να παίρνουν τη
κατάσταση στα χέρια τους. Πίσω στη Γαλλία, οι «Κομμουνιστές» ηγέτες έχαναν τον
έλεγχο. Κόκκινες σημαίες αναρτήθηκαν σε εργοστάσια, σχολεία, πανεπιστήμια,
εργατικές ενώσεις, ακόμα και σε αστεροσκοπεία. Η κυβέρνηση ήταν ανίσχυρη,
μετέωρη από το κίνημα. Το Γκωλικό «ισχυρό κράτος» είχε παραλύσει. Η εξουσία
βρισκόταν πραγματικά στα χέρια της εργατικής τάξης.
Οι ειδήσεις από την ραγδαία αυξανόμενη κρίση
στο Παρίσι τάραξαν τον De Gaulle. Αντιμέτωπος με μία αυξανομένη παλίρροια
εξέγερσης ο πρόεδρος De Gaulle αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την υποδυόμενη
αδιαφορία του, να διακόψει το προεδρικό του ταξίδι στη Ρουμανία και να
επιστρέψει εσπευσμένα στη Γαλλία. Στο παλάτι, ο πρόεδρος De Gaulle είπε τις
αθάνατες λέξεις: "La réforme, oui; la chienlit, non" ,«
Μεταρρυθμίσεις ναι, μυξιάρικα παιδιά όχι».
Χρησιμοποιώντας τέτοια γλώσσα, ο De Gaulle
εξέφραζε την απαξίωσή του για τα «παιδιά» στους δρόμους. Αλλά το κίνημα είχε
πάει τώρα πιο μακριά από απλές διαδηλώσεις φοιτητών. Τα λιγότερο αναμενόμενα
στρώματα τραβήχτηκαν στον επαναστατικό αγώνα. Επαγγελματίες στον κινηματογράφο
κατέλαβαν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Σπουδαίοι Γάλλοι σκηνοθέτες
απέσυραν τις ταινίες τους από το διαγωνισμό και η κριτική επιτροπή παραιτήθηκε,
αναγκάζοντας το φεστιβάλ να κλείσει.
Μέχρι τις 20 Μάη περίπου 10 εκατομμύρια
εργάτες βρίσκονταν σε απεργία. Η χώρα είχε παραλύσει.. Στις 20 του Μάη μια
επικριτική κίνηση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης απέτυχε μόλις για 11 ψήφους
να πάρει τη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Η κυβέρνηση κατέρρεε και ο De Gaulle
ήταν σε απόγνωση. Όμως την ίδια ακριβώς στιγμή οι ηγέτες της Συνομοσπονδίας
εργατών προσέφεραν στον De Gaulle σανίδα σωτηρίας ανακοινώνοντας την
πρόθεσή τους να διαπραγματευτούν με την ένωση εργοδοτών και την κυβέρνηση.
Έτσι δίνεται αμνηστία στους διαδηλωτές από
την Εθνοσυνέλευση. Επιτέλους! Έχοντας αποτύχει να τσακίσουν το κίνημα με τη
βία, οι αρχές άρχισαν τους συμβιβασμούς με στόχο να εκτονώσουν την κατάσταση
και να κερδίσουν χρόνο. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση συνεργάστηκε με τους
συνδικαλιστές ηγέτες για να αποκεφαλίσουν το επαναστατικό κίνημα και να το
οδηγήσουν σε ασφαλή δρόμο. Την ίδια στιγμή που πρόσφερε συμβιβασμό στους
φοιτητικούς και εργατικούς ηγέτες, το κράτος συνέχισε με επιλεκτικές επιθέσεις
εναντίων αυτών που αποκαλούσε ανατρεπτικά στοιχεία. Για τον Daniel Cohn-Bendit,
τον αναρχικό φοιτητή η άδεια διαμονής του αποσύρεται. Αυτή ήταν μια ανόητη
κίνηση, αφού η πραγματική επιρροή του Cohn-Bendit στο κίνημα ήταν μικρή. Αλλά
αυτή η πράξη της κυβέρνησης ήταν αρκετή για να προκαλέσει μία μαζική διαδήλωση
στο Παρίσι εναντίον της.
O
De Gaulle απογοητεύεται
Ο βιογράφος του De Gaulle, Charles
Williams, περιγράφει γλαφυρά την ψυχολογία του προέδρου την παραμονή της
ομιλίας του στο έθνος την 24η Μαΐου: «Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι μετά την
επιστροφή του από τη Ρουμανία, ο πρόεδρος είχε ταραχθεί ιδιαίτερα από τη
κατάσταση που βρήκε στη Γαλλία. Τις τρεις πρώτες μέρες για κάποιον επισκέπτη που
είχε να τον δει αρκετό καιρό, έδειχνε κουρασμένος, γερασμένος και
αναποφάσιστος. Σαν αυτά που του συνέβαιναν να ήταν υπερβολικά πολλά για αυτόν.
Η μετάδοση στις 24 Μάη, ήταν μια μεγάλη
αποτυχία. Ο πρόεδρος έδειχνε και ακουγόταν κλονισμένος και φοβισμένος. Είναι
αλήθεια ότι ανακοίνωσε δημοψήφισμα, όμως ουσιαστικά δεν ήταν ξεκάθαρο ποιοι θα
ήταν οι ακριβείς όροι του ζητήματος. Είπε ότι ήταν καθήκον του κράτους να
διασφαλίσει τη δημόσια ασφάλεια, αλλά η φωνή του στερούνταν του παλιού της
κύρους και οι φράσεις του, παρόλο που χρησιμοποιούσε την ίδια αυστηρή γλώσσα
κατά κάποιο τρόπο είχαν χάσει τη παλιά τους πειθώ. Παρουσιάστηκε σαν ένας γέρος
κουρασμένος και πληγωμένος. Το ήξερε και ο ίδιος. ‘Έχασα τον στόχο', είπε
εκείνο το απόγευμα. Το καλύτερο που μπόρεσε να πει ο Pompidou ήταν ότι ‘Θα
μπορούσε να ήταν και χειρότερα'». (C. Williams, Ο Τελευταίος Μεγάλος
Γάλλος, Η ζωή του Στρατηγού De Gaulle, σελ. 463-4)
«Αλλά η διάθεση του De Gaulle την επόμενη
μέρα χειροτέρευσε. Ήταν, όπως είπε ένας υπουργός του, ‘λυγισμένος, σκυφτός και
γερασμένος'. Συνέχεια επαναλάμβανε: ‘όλα είναι χάλια'.
Από τις 25 έως τις 28 Μαΐου ο De Gaulle
παρέμενε σε μια κατάσταση πρωτοφανούς θλίψης. Οι διαπραγματεύσεις του Pompidou
με τα συνδικάτα αποδείχθηκαν φάρσα. Απλά τους έδωσε ότι του ζήτησαν: θαρραλέες
αυξήσεις στους μισθούς, κοινωνικές παροχές, και αύξηση του ελάχιστου μισθού
κατά 35%. Η μόνη εμπλοκή ήταν ότι αφότου είχε υπογραφεί η συμφωνία, η CGT
επέμενε ότι η συμφωνία θα έπρεπε να αξιολογηθεί από τα μέλη της.
Το Υπουργικό Συμβούλιο συναντήθηκε στις
15.00 στις 27 Μάη. Ο Στρατηγός ήταν παρόν, όμως φάνηκε ότι η καρδιά και το
μυαλό του βρίσκονταν αλλού. Κοίταζε τους υπουργούς του με απλανές βλέμμα, τα
χέρια του ήταν πεσμένα πάνω στο τραπέζι, οι ώμοι του κρέμονταν, και έδειχνε
φαινομενικά τελείως αδιάφορος για ότι συνέβαινε γύρω του. Υπήρξε μία συζήτηση
για το δημοψήφισμα. Προφανώς ο Στρατηγός άκουσε μόνο ένα μέρος της.» (στο ίδιο,
σελ. 464 - 5)
Αυτά τα αποσπάσματα από μία τιμητική
βιογραφία δίνουν μια ζωντανή εικόνα της ολικής απογοήτευσης, του πανικού και
της έλλειψης προσανατολισμού. Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρέσβη, Ο De Gaulle του
είπε ότι «το παιχνίδι έχει χαθεί. Σε μερικές μέρες οι Κομμουνιστές θα
βρίσκονται στην εξουσία.»
Στρατιωτική
Επέμβαση;
Η κατάσταση είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο
πλέον όπου τα μέτρα που είχαν παρθεί από το κοινοβούλιο δεν μπορούσαν να
προσφέρουν καμία λύση. Τι θα γινόταν; Η στρατιωτική επέμβαση ήταν μια από τις
πιθανές λύσεις που είχε κατά νου ο Ντε Γκωλ από το ξεκίνημα κιόλας της γενικής απεργίας.
Στα πρώτα στάδια της απεργίας είχαν ήδη καταστρωθεί σχέδια για την σύλληψη και
την φυλάκιση 20.000 ακροαριστερών αγωνιστών.
Όμως τα σχέδια αυτά της κυβέρνησης ποτέ
δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη και είναι ίδια με τα μέτρα που έχει πάρει
ιστορικά η άρχουσα τάξη κάθε φορά που βρισκόταν αντιμέτωπη με επανάσταση,
όπως για παράδειγμα η κυβέρνηση του Τσάρου Νικόλαου που τον Φεβρουάριο του 1917
χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει το στρατό ενάντια στην επανάσταση, καθώς και
αμέτρητα άλλα ιστορικά παραδείγματα. Αλλά αυτό που πραγματικά παίζει
καθοριστικό ρόλο για την έκβαση της επανάστασης δεν είναι τα μέσα καταστολής
που θα χρησιμοποιήσει το καθεστώς αλλά η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων μέσα
στην κοινωνία. Ο Ντε Γκωλ ήταν ένας απομονωμένος αστός, ο οποίος δεν μπορούσε
να εκτιμήσει τι συμβαίνει στην κοινωνία και από την αρχή είχε υποτιμήσει το
κίνημα και δεν περίμενε το επερχόμενο ξέσπασμα της εργατικής τάξης.
Μέσα από αυτά τα γεγονότα ο Ντε Γκωλ πήγε
πραγματικά στην κόλαση και ξαναγύρισε. Τρομαγμένος από τις διαστάσεις που είχε
πάρει το κίνημα ο στρατηγός ήταν απαισιόδοξος και είχε πλέον πειστεί ότι
το Κομμουνιστικό Κόμμα θα έπαιρνε την εξουσία πολύ σύντομα. Αμέτρητοι μάρτυρες
επιβεβαιώνουν ότι ο Ντε Γκωλ ήταν ιδιαίτερα απογοητευμένος και μάλιστα αρκετές
φορές είχε σκεφτεί να φύγει στο εξωτερικό. Ο ίδιος ο γιος του τον πίεζε
να φύγει από την χώρα μέσω της Μπρεστ και κάποιοι λένε ότι σκεφτόταν να
παραμείνει στην Δυτική Γερμανία όπου είχε πάει να επισκεφτεί τον πρωθυπουργό
της χώρας. Ο ίδιος ο Ντε Γκωλ όμως ήταν έξυπνος πολιτικός και ποτέ δεν δρούσε
παρορμητικά. Ο λόγος που δήλωσε στον πρέσβη των ΗΠΑ ότι «η μάχη χάθηκε. Οι
Κομμουνιστές θα πάρουν την εξουσία σε λίγες μέρες» ήταν επειδή το πίστευε
πραγματικά. Αυτό είναι ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατούσε τότε και δεν
ήταν ο μόνος που το πίστευε αλλά και ολόκληρη η άρχουσα τάξη.
Ο Ντε Γκωλ όμως είχε στην διάθεση του έναν
πολύ σημαντικό μηχανισμό αντίδρασης. Υπήρχαν 144.000 οπλισμένοι
αστυνομικοί, 261.000 στρατιώτες στην Γαλλία και την Δυτική Γερμανία. Αν λοιπόν κάποιος
προσεγγίσει την κατάσταση από την οπτική γωνία της ποσότητας των δυνάμεων θα
απέκλειε αμέσως όχι μόνο την ένοπλη επανάσταση αλλά και την ειρηνική
διεκδίκηση αιτημάτων. Όμως από αυτή την πλευρά καμία επανάσταση στην ανθρώπινη
ιστορία δεν πετύχαινε ποτέ. Όμως η κατάσταση δεν μπορεί να ειδωθεί σε καμία
περίπτωση από αυτήν πλευρά.
Σε κάθε επανάσταση ακούγονται φωνές που
θέλουν να κάμψουν το ηθικό του εξεγερμένου λαού, που υποστηρίζουν ότι «έρχεται
αιματοκύλισμα και ο εμφύλιος πόλεμος είναι κάτι αναπόφευκτο.» Αυτό υποστήριζε
και ο Ζηνόβιεφ και ο Κάμενεφ στην αυγή της επανάστασης του Οκτώβρη όπως το ίδιο
υποστηρίζει και η αντίδραση με τους ιμπεριαλιστές για την επανάσταση στην
Βενεζουέλα σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν κλίμα τρόμου και να σπάσουν την επανάσταση.
Όμως όπως είχε απαντήσει ο Τρότσκι
αν ο στρατός είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, τότε όταν η κοινωνία
διασπάται, διασπάται με την σειρά του και ο στρατός και πάντα το κομμάτι της
εξουσίας μένει απομονωμένο και αποδεκατισμένο. Ο Ντε Γκωλ σε κατάσταση πανικού πλέον
επέλεξε να εξαφανιστεί και πήγε στην Δυτική Γερμανία για να συναντήσει τον
στρατηγό Μασώ. Το περιεχόμενο των συζητήσεων τους δεν έγινε ποτέ γνωστό όμως
δεν είναι καθόλου δύσκολο να το φανταστεί κανείς τι τον ρώτησε: «Μπορούμε να βασιστούμε
στον στρατό;» Η απάντηση δεν έγινε ποτέ γνωστή όμως η εφημερίδα "The
Times" ξεκίνησε μια δημοσκόπηση ανάμεσα στους Γάλλους στρατιώτες, εκ των
οποίων οι περισσότεροι ήταν παιδιά εργατικών οικογενειών με το ερώτημα αν θα
πυροβολούσαν τους εργάτες. Η απάντηση που πήραν ήταν: «Ποτέ! Ο πατέρας μου
είναι εργάτης!»
Με λίγα λόγια και ο στρατός ήταν
διασπασμένος και δεν είναι ξεκάθαρο ότι ο Ντε Γκωλ θα μπορούσε να τον
χρησιμοποιήσει σ' αυτήν την χρονική περίοδο. Αυτές είναι οι αντιφάσεις που
γεννά ο καπιταλισμός: δεν μπορεί να διαχειριστεί ένα μηχανισμό που ο ίδιος
φτιάχνει.
Κρίση
στον κρατικό μηχανισμό
Στις 13 Μαΐου το συνδικάτο των αστυνομικών
που εκπροσωπούσε περίπου το 80% των ένστολων δήλωσε ότι η κυβέρνηση έλεγε
ψέματα όταν δήλωνε στην αστυνομία ότι η σύγκρουση με τους φοιτητές ήταν
αναπόφευκτη, αφού όλες οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για έναν αποτελεσματικό
διάλογο με τους φοιτητές και θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αυτή η ολέθρια
σύγκρουση.
Αν αυτή ήταν η επίσημη θέση της αστυνομίας
τότε καταλαβαίνουμε, ότι η επιρροή που είχε η επανάσταση ανάμεσα
στις τάξεις της αστυνομίας και του στρατού δεν θα μπορούσε να είναι
ευνοϊκότερη. Χαρακτηριστικά, μια αποστολή του ναυτικού που είχε ξεκινήσει για
πυρηνικές δοκιμές στον Ειρηνικό γύρισε πίσω και σταμάτησε την αποστολή χωρίς να
δώσει καμία εξήγηση.
Σύμφωνα με την αφοριστική άποψη του Μάο «η
δύναμη ξεκινάει από την κάνη ενός όπλου» όμως τα όπλα τα χειρίζονται οι
στρατιώτες και οι στρατιώτες είναι μέρος μιας κοινωνίας και δεν είναι
απομονωμένοι από την κίνηση των μαζών.
Συνήθως η αστυνομία είναι πιο συντηρητική
και καθυστερημένη στην συνείδηση από τον στρατό. Όμως τα γεγονότα του Μάη
του'68 επηρέασαν τόσο πολύ ακόμα και την αστυνομία, σε τέτοιο βαθμό που τις
τελευταίες εβδομάδες ήταν απρόθυμοι να επιτεθούν στους φοιτητές και να
υπακούσουν στις εντολές της κυβέρνησης.
Ενδεικτικό της έκρυθμης κατάστασης και
πόσο είχαν επηρεαστεί και οι στρατιώτες από αυτήν είναι μια ανακοίνωση που
έβγαλε μια ομάδα στρατιωτών κοντά στο Στρασβούργο που έλεγε «Εμείς είμαστε
έτοιμοι να δράσουμε σαν καταπιεσμένες ομάδες και δεν πρόκειται ΠΟΤΕ ΝΑ
ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ. Οργανώνουμε επιτροπές χωρίς να υπολογίσουμε το
κόστος, που θα βοηθήσουν τους εργάτες να περικυκλώσουν και να καταλάβουν τα
εργοστάσια της περιοχής.
Η συγγραφή μιας τέτοιας προκήρυξης είναι
ένα εξαίσιο παράδειγμα της δράσης των πιο επαναστατικών στοιχείων μέσα στον
στρατό και την διάθεση τους απέναντι στην επανάσταση, κάτι που γνώριζε καλά και
φοβόταν η αστική τάξη.
Ποιος
τελικά έσωσε τον Ντε Γκόλ;
Όπως προαναφέρθηκε δεν ήταν η αστυνομία
και ο στρατός που έσωσαν τον καπιταλισμό στην Γαλλία, αφού στην κορύφωση της
επανάστασης ήταν απρόθυμοι να υπακούσουν την κυβέρνηση και να χτυπήσουν
τους φοιτητές, αλλά η στάση του σταλινισμού και των συνδικάτων και αυτό
αποτελεί ένα γενικό συμπέρασμα που βρίσκεται ακόμα και στην Εγκυκλοπαίδεια της
Μπριτάννικα, η οποία αναφέρει: «Ο Ντε Γκωλ έμοιαζε ανίκανος όχι μόνο να
διαχειριστεί την κατάσταση αλλά ακόμα και να κατανοήσει την φύση της. Ήταν το
Κομμουνιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα που του έδωσαν χώρο να «αναπνεύσει».
Στριμωγμένος σε μια γωνία ο πρωθυπουργός
Ζώρζ Πομπιντού αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με όλους. Όταν η αστική τάξη νιώθει
ότι απειλείται να τα χάσει όλα, τότε είναι έτοιμη να κάνεις μεγάλες
υποχωρήσεις. Προκειμένου να διώξουν τους εργάτες από τα εργοστάσια ξεπέρασαν
τον εαυτό τους και τους περιορισμούς της τάξης τους και στράφηκαν στα συνδικάτα
όπου προέβησαν σε μεγάλες παραχωρήσεις όπως την αύξηση στους μισθούς, την
μείωση των ωρών εργασίας, μείωση στο όριο ηλικίας για τις συντάξεις κ.τ.λ. ενώ
σε μια προσπάθεια του να εξευμενίσει τους φοιτητές ο Μπομπιντού έκανε
δεκτή την παραίτηση του υπουργού Παιδείας.
Η κυβέρνηση μαζί με τα συνδικάτα
τρομαγμένοι από τις διαστάσεις που είχε πάρει το κίνημα ήταν αποφασισμένοι να
το φρενάρουν. Στις 27 Μαΐου η κυβέρνηση μαζί με την ηγεσία των συνδικάτων
υπέγραψαν συμφωνία. Όμως η ηγεσία των συνδικάτων είχε πολλή σκληρή δουλειά να
κάνει προκειμένου να πείσει τους εργάτες να υποταχτούν στην συμφωνία.
Χαρακτηριστικά οι εργάτες της Ρενώ αλλά και άλλων εργοστασίων αρνήθηκαν να
γυρίσουν στα εργοστάσια παρά τις μεγάλες παραχωρήσεις από την κυβέρνηση.
Ενδεικτικό της διάθεσης τους ήταν ένα περιστατικό στο εργοστάσιο της Ρενώ, όταν
ο γραμματέας του συνδικάτου διάβαζε την λίστα με τις παραχωρήσεις (μεγάλη αύξηση
των μισθών, περιορισμός των ωρών εργασίας κλπ.) οι εργάτες φώναζαν
«ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ» και ούτε καν μπόρεσε να τελειώσει τον
λόγο του. Οι εργάτες είχαν συναίσθηση της δύναμης τους, αισθάνονταν δυνατοί και
έτοιμοι να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία και δεν ήταν διατεθειμένοι να
υποχωρήσουν.
Για ακόμα μια φορά η ηγεσία των συνδικάτων
καθώς και το Κομμουνιστικό Κόμμα έψαχναν να βρουν μια ασφαλιστική δικλείδα
προκειμένου να φρενάρουν το κίνημα το οποίο δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν.
Η
πρωτοβουλία περνά στα χέρια της αντίδρασης
Σε μια ραδιοφωνική εκπομπή στις 30 Μαΐου ο
πρόεδρος Ντε Γκωλ ανακοίνωσε την διάλυση της Εθνικής Συνέλευσης και δήλωσε ότι
οι εκλογές θα γίνουν κανονικά όπως είχαν προκαθοριστεί. Ο Ζώρζ Μπομπιντού θα
παρέμενε πρωθυπουργός. Επίσης άφησε να εννοηθεί ότι αν ήταν απαραίτητο θα
χρησιμοποιούνταν και αστυνομικές δυνάμεις προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη.
Αυτό ήταν ένα μήνυμα που στόχευε την ηγεσία των συνδικάτων καθώς άφησε να
εννοηθεί ότι σε περίπτωση ομαλής διεξαγωγής των εκλογών θα είχαν να ευνοηθούν
με ηγετικές θέσεις στα καπιταλιστικά υπουργεία, ενώ σε αντίθετη περίπτωση ήταν
μια προειδοποίηση ότι η αστική τάξη δεν θα παρέδιδε την εξουσία χωρίς μάχη.
Έτσι προχώρησε στον ανασχηματισμό της
κυβέρνησης και ανακηρύχθηκαν εκλογές για τις 23 και 30 Ιουνίου. Εν τω μεταξύ ο
Ντε Γκωλ προσπάθησε να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του εκτός κοινοβουλίου. Έτσι
κατάφερε να κινητοποιήσει τους λιγοστούς υποστηρικτές της κυβέρνησης, οι οποίοι
έκαναν διαδηλώσεις υποστήριξης στην κυβέρνηση. Όμως οι φωτογραφίες που
δημοσιεύτηκαν ήταν ενδεικτικές για την σύσταση των διαδηλωτών: εθνικιστές
τυλιγμένοι με την γαλλική σημαία, συνταξιούχοι, μικροαστοί των πλουσίων
προαστίων και πολλά άλλα αντιδραστικά στοιχεία της κοινωνίας και μόνο η
σύγκριση με τις φωτογραφίες των μαζικών προλεταριακών διαδηλώσεων και η
αντίθεση με τα πιο μαχητικά στοιχεία της νεολαίας και της εργατικής τάξης που
ήταν στα οδοφράγματα της επανάστασης αναδεικνύει την τεράστια διαφορά ανάμεσα
στις κοινωνικές δυνάμεις.
Όμως η εργατική τάξη δεν μπορεί να
βρίσκεται για πάντα σε κίνηση. Δεν μπορεί η διάθεσή της να ανοίγει και να
κλείνει σαν διακόπτης. Όταν η εργατική τάξη κινηθεί πρέπει αυτή η κίνηση
να έχει σαν στόχο την επανάσταση, αλλιώς θα αποτύχει. Το ίδιο έχει συμβεί σε κάθε
εξέγερση και κάθε απεργία: στην αρχή οι εργάτες συμμετέχουν με ενθουσιασμό στις
διαδηλώσεις και σ' όλα τα μαζικά γεγονότα. Είναι έτοιμοι να παλέψουν και
να κάνουν κάθε θυσία. Αλλά αν αυτή η κατάσταση διατηρηθεί για πολύ καιρό χωρίς
μια προοπτική, ξεκινώντας από τα πιο αδύναμα στοιχεία, η κούραση θα επέλθει
σταδιακά. Ο ενθουσιασμός και η συμμετοχή στις μαζικές διαδηλώσεις θα
παρακμάσουν και οι εργάτες θα γυρίσουν στις δουλειές τους.
Η ηγεσία των συνδικάτων βρήκε λοιπόν ως
ευκαιρία τις μεγάλες παραχωρήσεις της αστικής τάξης που υπέγραψε σαν
αυτόν που βουλιάζει και κρατιέται από ένα σωσίβιο για να σωθεί, τις
χρησιμοποίησε σαν μεγάλη νίκη των συνδικάτων και έτσι έπεισε τους εργάτες να
τις αποδεχτούν και αυτοί ως νίκη. Στις αρχές του Ιουνίου, όλοι οι εργάτες είχαν
γυρίσει στις δουλειές τους.
Ο
Μάης του 1968 ήταν επανάσταση
Τι είναι επανάσταση; Ο Τρότσκι
εξηγούσε ότι επανάσταση είναι μια διαδικασία κατά την οποία οι άντρες και οι
γυναίκες που στην καθημερινότητά τους ήταν απαθείς, γίνονται τα πιο μαχητικά
στοιχεία της κοινωνίας και αισθάνονται ότι παίρνουν την μοίρα τους στα
χέρια τους. Αυτό ακριβώς είναι η επανάσταση. Αυτό ακριβώς συνέβη και το Μάη του
'68 στην Γαλλία σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.
Οι εργάτες γύμνασαν τους μυς τους και
κατάλαβαν την τεράστια δύναμη που είχαν. Έτσι η ιστορία είδε την δύναμη
της σύγχρονης εργατικής τάξης: ούτε μια λάμπα δεν ανάβει, ούτε ένα τηλέφωνο δεν
χτυπά, ούτε ένας τροχός δεν γυρνά χωρίς την άδεια των εργατών. Ο Μάης του ‘68
ήταν η τελική απόδειξη για όλους εκείνους τους σκεπτικιστές που αμφέβαλλαν ότι
η σύγχρονη εργατική τάξη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Οι ταξικές δυνάμεις εκφράστηκαν εδώ όχι
μόνο σαν στατιστική αλλά σαν μια πραγματική δύναμη στους δρόμους και τα
εργοστάσια. Στην πραγματικότητα είχαν την εξουσία αλλά δεν το ήξεραν. Αυτό που
έλειπε όμως από το Μάη του '68 ήταν η ηγεσία. Αυτοί που είχαν το καθήκον να
οδηγήσουν την εργατική τάξη στην εξουσία (δηλαδή οι ηγεσίες των συνδικάτων και
το Κομμουνιστικό Κόμμα) δεν είχαν καμία προοπτική να πάρουν την εξουσία. Ο
μόνος τους στόχος ήταν να τερματίσουν την απεργία όσο πιο σύντομα γινόταν, να
πάρει πάλι η αστική τάξη την εξουσία και να ξαναγυρίσει η ζωή στην κανονικότητά
της.
Μια γενική απεργία είναι διαφορετική από
μια οποιαδήποτε απεργία γιατί θέτει το ζήτημα της εξουσίας. Το αίτημα που
τίθεται είναι ποιος είναι ο κυρίαρχος και όχι αιτήματα όπως η αύξηση των μισθών
κλπ, για αυτό και η συνείδηση των εργατών αναπτύσσεται ραγδαία. Αυτό που
χρειαζόταν ήταν να φτιάξουν επιτροπές αντιπροσώπων στα εργοστάσια και τις
γειτονιές και να στοχεύουν στην δημιουργία Εθνικής Επιτροπής, που θα έπαιρνε την
εξουσία στα χέρια της και θα πέταγαν το παλιό αστικό κράτος στα σκουπίδια. Αλλά
τίποτα από αυτά δεν έγινε και έτσι οι εργάτες γύρισαν απογοητευμένοι στις
δουλειές τους.
Αφού
λοιπόν η ζωή επέστρεψε στους «κανονικούς» της ρυθμούς, άρχισαν και οι διώξεις
από την κυβέρνηση. Αρχικά 102 δημοσιογράφοι απολύθηκαν για την συμμετοχή της
στις διαδηλώσεις. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε αστυνομία μέσα στα Πανεπιστήμια,
ενώ πολλοί φοιτητές που συμμετείχαν με μαχητικό τρόπο στα γεγονότα παραδόθηκαν
σε φασιστικά και ακροδεξιά στοιχεία.
Η Σταλινική και η συνδικαλιστική ηγεσία
πλήρωσε την προδοσία τους, αφού τους αρνήθηκαν όλα τα προνόμια που τους είχαν
υποσχεθεί. Στον πρώτο γύρο των εκλογών τα Αριστερά Κόμματα έχασαν έδαφος ενώ
στον δεύτερο γύρο η Δεξιά κέρδισε με σαρωτική πλειοψηφία.
Τελικά το κίνημα στην Γαλλία ηττήθηκε.
Αλλά οι παραδόσεις του Μάη έμειναν χαραγμένες στην συνείδηση των εργατών στην
Γαλλία αλλά και σ' ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα που το καπιταλιστικό
σύστημα βρίσκεται σε κρίση, όλες οι αντιθέσεις του που χτίζονταν για είκοσι
χρόνια θα βγουν στο προσκήνιο. Γεγονότα όπως αυτά στην Γαλλία θα επαναληφθούν
στην ιστορία. Η επανάσταση είναι προ των πυλών .
Κυριακή 11 Μαΐου 2014
Ο Κωστής Παλαμάς, ένας παρών απών (Παντελής Μπουκάλας)
του Παντελή Μπουκάλα, εφημ. Η Καθημερινή,
25.2.2003.
Αρκετές φορές η γνώμη μας για το καθαυτό έργο ενός
ποιητή συνδέεται αυτόματα με την εικόνα που έχουμε για τη μορφή του, για την
εμφάνισή του, μια εικόνα που ενδέχεται να σχηματίζεται εντός μας χωρίς καν να
μεσολαβεί η επαρκής γνώση των δημιουργημάτων του. O Κωστής Παλαμάς (όπως και ο
Σεφέρης νομίζω, ένας «γέροντας στην ακροποταμιά») ανήκει στους ποιητές που στο
νου και στο αίσθημα πολλών υπάρχουν αποκλειστικά σαν ώριμοι, σαν γηραιοί
μάλλον, σαν ξοδεμένοι. Μπορεί γι' αυτό να ευθύνεται το άγαλμά του στην
Ακαδημίας: ένας βαρύς παππούς, σκυφτός, να ακουμπάει περίφροντις στο χέρι του,
να προσπαθεί να θερμάνει την πέτρα με τη βαθιά μελαγχολία του. Μπορεί να ευθύνεται,
επίσης, το γεγονός ότι, τώρα πια, όποτε καταπιανόμαστε με το βίο του (λιγοστές
φορές είναι η αλήθεια, παρά την κάποια πρόοδο των παλαμικών σπουδών τα
τελευταία χρόνια), αρχίζουμε (σχεδόν αυτόματα και πάλι) να ξετυλίγουμε το νήμα
από το θάνατό του, από την ταφή του, που στάθηκε ορόσημο σε χρόνια σκλαβωμένα.
Κι ένα νεκρό, έναν ενταφιαζόμενο, τον σκεφτόμαστε πάντοτε υπερήλικο, σχεδόν
αποσπασμένο από την πρότερη ζωή του, έναν γεννημένο γέροντα. Αλλά παίρνοντας
τέτοιους δρόμους καταλήγουμε να αδικούμε ή να παραγνωρίζουμε το σφρίγος της
γραφής, την ίδια την ιστορικότητά της, τη ζωτική πολλαπλότητά της, δηλαδή τις
εντάξεις, τις αρνήσεις και τις διακυμάνσεις της, τις κάμψεις και τις εξάρσεις
της, τις εμμονές και την πρωτοτυπία της, τους αυτοματισμούς και το ρίσκο της.
Μπορεί να καταφεύγουμε συχνά σε στίχους ποιητών, ιδίως
εκείνων που τους συναριθμήσαμε από κάποια στιγμή κι έπειτα στους μείζονες ή
τους εθνικούς. Αυτή η τάση μας, ωστόσο, πολύ δύσκολα θα μεταφραζόταν στην
πεποίθηση ότι ο λόγος των ποιητών παιδαγωγεί σε βάθος ψυχής και σε μάκρος
χρόνου. Μπορεί να είναι τα ανθρώπινα έτσι, μπορεί ο πολύς ημερήσιος αγώνας και
οι βιοποριστικές έγνοιες να μην επιτρέπουν βαθιές ανασκαφές και ουσιώδεις
επαφές. Μπορεί, επίσης, οι συρμοί, που δεν αφήνουν άθικτη τη λογοτεχνία και τη
γραμματολογία, οι «κανόνες» δηλαδή που επιβάλλονται κάθε φορά, ώσπου να
αντικατασταθούν από έναν επόμενο, να μην επιτρέπουν να λάβουμε από την ποίηση
ό,τι έχουμε όφελος να λάβουμε. H ποίηση είναι παρούσα-απούσα: την
επικαλούμαστε, αλλά δεν την προσκαλούμε; της δίνουμε τους επαίνους μας αλλά δεν
της παραδινόμαστε.
Στους παρόντες-απόντες ανήκει οπωσδήποτε ο Παλαμάς.
Είναι παρών αλλά σαν ένα άγαλμα, μπροστά στο οποίο στεκόμαστε πότε με αμήχανη
ευλάβεια και πότε με μια ψιλή ειρωνεία που την επιβάλλει είτε η αγνωσία και η
μοντερνίζουσα σπουδή είτε η πατροκτονική βουλιμία. O ίδιος ο Παλαμάς,
προλογίζοντας τη συλλογή του «H πολιτεία και η μοναξιά», σημειώνει πως «ο
ποιητής είναι, κατά τα περιστατικά της ζωής του, και λάλημα και αντίλαλος».
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι τον Παλαμά τον γνωρίζουμε όχι τόσο από το «λάλημά»
του, από την αυθεντική, προσωπική του φωνή, όσο από κάποιον αντίλαλο που, σαφώς
απομακρυσμένος από την πηγή του ήχου, επιχειρεί να μας πείσει ότι το παλαμικό
έργο εξαντλήθηκε στον στόμφο, στην υπερβολική ρητορεία, στην υψηγορία του
προφήτη και στην πολυπραγμοσύνη του εθνικού μυθοποιού. Αίφνης μεταστρέφεται σε
ψόγο ακόμη και ο υψηλότερος έπαινος, όπως του αποδόθηκε από τον Τέλλο Αγρα, ότι
δηλαδή «ποτέ του δεν διανοήθηκε ν' ακολουθήσει το πυθαγόρειο: «κυάμων
απέχεσθαι»», ποτέ του δηλαδή δεν απέστρεψε το πρόσωπό του από τα κοινά,
αυτοπροστατευόμενος ή σνομπάροντας.
Ο Παλαμάς είναι παρών-απών στη γλώσσα μας, τη
δημοτική, που την υπηρέτησε παθιασμένα, έργω και λόγω. «O Παλαμάς», σημειώνει ο
K. Θ. Δημαράς, «προσφέρει στον νέο ελληνισμό ένα γλωσσικό όργανο που χωρίς να
ξεφεύγει από το τυπικό της δημοτικής, είναι ικανό να εκφράσει τις πιο λεπτές
αποχρώσεις του στοχασμού». Ας θυμηθούμε εδώ, ακόμα μια φορά, τον λόγο του
Σεφέρη: «Πιστεύω πως ο Παλαμάς είναι ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία
της ελληνικής ποιητικής έκφρασης, γιατί, με δύο λέξεις, είναι το σημείο όπου
λύεται και ξεσπά και βρίσκει την κάθαρσή του ένα υπόκωφο δράμα που παίζεται δύο
χιλιάδες χρόνια για τον ελληνισμό. [...] Θα πρέπει να περάσουν, νομίζω, πολλά
χρόνια για να βρεθεί άνθρωπος που να έχει τέτοια εμπειρία της γλώσσας μας. O
Παλαμάς την ήξερε ώς πέρα, ώς την πιο παράμερη γωνιά της, αρχαία, μεσαιωνική,
ιδιωματική, σε κάθε της απόχρωση, σε κάθε της τόνο».
Κι ας προσθέσουμε την απάντηση που έδωσε ο Παλαμάς,
στις 23 Σεπτεμβρίου 1993, στα «Αθηναϊκά Νέα», στην ερώτηση «Ποία είναι η
ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης».
Γράφει ο Πέτρος Χάρης:
«Ο ακαδημαϊκός κ. Κωστής Παλαμάς, που δεν άφησε λέξη
αχρησιμοποίητη στο πολύμορφο και πολύτομο έργο του, όταν άκουσε το ερώτημά μας
θέλησε να ξεφύγη. Ισως τον δυσκόλεψε, ίσως και να το βρήκε επιπόλαιο. Αλλά
ξαφνικά έλαμψαν τα μάτια του κι επρόφερε τη λέξη που του ζητούσαμε. Την
επρόφερε μ' ανακούφιση, μ' ενθουσιασμό, με κάποιο πείσμα:
- Δημοτικισμός!
Και ο ποιητής εξήγησε την προτίμησή του:
- Εγώ, ο θεωρούμενος συντηρητικός και προδότης στο
γλωσσικό ζήτημα, σας απαντώ: δημοτικισμός. Και δεν σας κρύβω ότι δίνω αυτήν την
απάντηση γιατί μ' αρέσει η λέξη, αλλά και εξ αφορμής της μεγάλης συκοφαντικής
εκστρατείας που ξαναρχίζει εις βάρος όλων των δημοτικιστών. Σωματεία πολυτέκνων,
εγγάμων, παπουτσήδων, εμπόρων, αυτές τέλος πάντων οι συνεργαζόμενες λαϊκές
οργανώσεις, αναρμόδιες να διδάξουν τον ποιητή και το λογοτέχνη, σε τι γλώσσα θα
εκφρασθεί, κολλάνε σ' όλους τον κομμουνισμό. Γι' αυτό, λοιπόν, απαντώ:
δημοτικισμός.»
Αλλά, με λυμένο το γλωσσικό, ποιος έχει λόγους να
αναλογιστεί ποιοι συνεισέφεραν στην επίλυσή του, με πόσο κόπο και και με πόσο
κόστος. Γιατί πρέπει να θυμόμαστε ότι το γλωσσικό δεν ήταν κάποια έριδα
φιλολογικής τάξεως αλλά ένα αυθεντικά πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα, που
οξύνθηκε ώς τη μορφή της αιματηρής σύρραξης.
Είναι παρών-απών ο Παλαμάς στο έργο των κατοπινών
ποιητών, ακόμη και όσων φαίνεται να έχουν λάβει τη μεγαλύτερη απόσταση από το
δικό του έργο. Δίχως την επιβλητική παρουσία του, θα ήταν άλλος ο Σικελιανός,
άλλος ο Σεφέρης, άλλος ο Ρίτσος βέβαια, άλλος ο Ελύτης, ιδιαίτερα του «Αξιον
Εστί». Κι αν ακόμη φαίνεται εύλογη η υπόθεση ότι στο έργο του Εμπειρίκου δεν
έμειναν εμφανή σημάδια από το πάθος που τον είχε οδηγήσει στα είκοσί του να
γράφει «πλήθος ποιήματα στ' αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν,
κατεξοχήν του Παλαμά», όπως θυμάται ο Ελύτης, δεν είναι άνευ ερείσματος μια
άλλη υπόθεση, ότι οι «Σάτιρες» του Καρυωτάκη οξύνθηκαν πάνω στο ακόνι των
παλαμικών «Σατιρικών Γυμνασμάτων». Τα σύμβολά του, οι ρυθμοί, τα μοτίβα, το
πάθος του για το ρυθμό, δεν άφησαν ανεπηρέαστους τους επιγενόμενους, όσο
μεγάλους και ιδιότυπους, που, άλλος ρητά κι άλλος υπόγεια, επισκέπτονται τον
δικό του τρόπο για να μαθητεύσουν σ' αυτόν ή για να ανταρτέψουν. Είναι λοιπόν παρών
εκεί αλλά και απών ταυτόχρονα, κι όχι απλώς επειδή ξεπεράστηκε, όπου κι απ'
όποιους ξεπεράστηκε, αλλά επειδή, θαρρείς σαν θιασώτες μιας κάποιας μυστήριας
παρθενογένεσης στην τέχνη, φρονούμε ότι δεν είναι φιλολογικώς γόνιμο να
αναζητούμε τον «παλιομοδίτη» Παλαμά στο έργο των μοντέρνων ή μοντερνιστών. Ενας
παλιομοδίτης ωστόσο που ήδη από το 1907, με τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»,
σμίλεψε έναν πλαστικό, ρυθμικότατο ελεύθερο στίχο.
Είναι παρών-απών ο Παλαμάς κάθε φορά που διαβάζουμε
Σολωμό και Κάλβο, γιατί αυτός ξαναθύμισε και υπεράσπισε το έργο τους, πάνω που
είχε αρχίσει ή να υποχωρεί ή και να σωπαίνει. Είναι παρών-απών όταν
επισκεπτόμαστε το έργο ελασσόνων, όπως ο Βηλαράς ή ο Κρυστάλλης, γιατί αυτός
μας τους σύστησε. Αλλά είναι παρών-απών ακόμη κι όταν διαβάζουμε τον Καβάφη,
έστω κι αν εκείνη η κακόπαθη πληροφορία για τις επιφυλάξεις του Μεσολογγίτη
απέναντι στο έργο του Αλεξανδρινού απειλεί να μας παραδώσει έναν Παλαμά
κοντόθωρο και στενόμυαλο, ό,τι ακριβώς δεν ήταν δηλαδή.
Είναι παρών-απών, σαν λησμονημένος ιδρυτής, όποτε
ασκούμε την κριτική, γιατί, κατά τη γενεαλογία του Αγρα, «η Νεοελληνική Κριτική
γεννήθηκε από την αίσθηση του κριτικού χρέους, προικισμένου με την επιμονή και
τη δύναμη και τη ευγένεια που μόνον ένας Παλαμάς μπορούσε να τα 'χει».
Και επειδή ο Παλαμάς υπήρξε λυρικός και σατιρικός
ταυτόχρονα, όπως ο Σολωμός παλαιότερα κι όπως αργότερα ο Βάρναλης και ο
Καρυωτάκης, είναι παρών-απών, με τα «Σατιρικά Γυμνάσματα», όποτε θέλουμε να
στηλιτεύσουμε τα «κεφάλια του Γένους», «διαβασμένους, ντοτόρους, σπιρουνάτους,
/ ρασοφόρους, δασκάλους, ρουσφετλήδες, / οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτους, //
κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες». Παρών επειδή τον μνημονεύουμε και απών
ακριβώς επειδή η υπόμνηση της πολεμικής του υποδηλώνει ότι η οξύτητα του κριτή
στομώθηκε από τη βαρηκοΐα των επικρινομένων. Οσο για τον «εθνικισμό» του, ας
τον αντικρίσουμε, προς γνώσιν, με τους εξής, «μη καθαρούς» στίχους του: «Στο
αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες. / Και
βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα.»
Είναι παρών-απών όποτε θέλουμε να συζητήσουμε κάπως
σοβαρά για τον λυρισμό, για το πρόβλημα της μορφής, του ρυθμού, της ρίμας και
της μουσικής στην ελληνική ποίηση. Είναι παρών όχι επειδή, π.χ., αποκάλεσε τη
ρίμα «μες στις εννιά παλιές δεκάτη νέα Μούσα» αλλά επειδή τη χρησιμοποίησε
μαστορικά και αυτή, όπως κι όσες τεχνικές και μεθόδους τού πρόσφερε η παράδοση
ή τις επινόησε, για να πλάσει ποιήματα που να μην απέχουν από τη λογική του
τραγουδιού. O Παλαμάς μελωδεί ακόμη κι όταν βιαζόμαστε να πιστέψουμε ότι
βροντοφωνάζει.
Το φάντασμά του εμφανίζεται όταν δοξολογούμε την
«Αθήνα ζαφειρόπετρα» (αν και συνήθως λαθεύουμε και λέμε «διαμαντόπετρα») αλλά
αποχωρεί πάραυτα, γιατί πού είναι τώρα πια η ζαφειρόπετρα και ποιο περιβάλλον,
ποιος κόσμος να υποδεχτεί τους στίχους του: «Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ'
είναι η μέρα, / κι η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι. / Το φως παντού,
κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει [...] Ετσι ολογύρα τα βουνά κι ο
λογγωμένος Πάρνης / κι ο ελεφαντένιος ο Υμηττός κι η αγέρινη Πεντέλη».
Είναι παρών-απών, για να συγχρονιστούμε με το
φενακιστικό «εθνικό όραμα» της Ολυμπιάδας, με τον Ολυμπιακό Υμνο του, επειδή η
αγοραία αθλητική πραγματικότητα δεν επαληθεύει κανέναν από τους στίχους για τον
«αγνό πατέρα του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού».
Δεν είναι μονότονο και μονοσήμαντο το έργο του Παλαμά,
και μόνο την προκατάληψή μας διακονούμε όταν τον στενεύουμε για να χωρέσει στα
προκατασκευασμένα σχήματά μας. O ίδιος, που στοχάστηκε όσο λίγοι για την τέχνη
του, κρίνει το 1892 ότι «ο Ποιητής όσον βαθύτερον αισθάνεται, τόσον βαθύτερον
σκέπτεται? και όσον σκέπτεται, τόσον αισθάνεται. [...] Πάσχει από τας ιδέας,
και με τον λόγον χαλιναγωγεί το αίσθημα». Φρόντισε μάλιστα κατ' επανάληψη να
μας ανακοινώσει την πολλαπλότητά του, το σύνθετο είδος της γραφής του. Ως
«ποιητής και δυνατός και λιγοθυμισμένος» αυτοϊστορήθηκε, αφού «της επικής μου
θάλασσας τη γαληνιά τη δέρνουν / παθητικές ανεμικές και λυρικά μελτέμια». Και
σ' ένα από τα εσωτερικότερα «Σατιρικά Γυμνάσματα» μας παραδίδει τον εαυτό του
ακεραιωμένο μέσα από στάσεις που φαίνονται αντίθετες κι από πρόσωπα που
μοιάζουν αντίπαλα, μα δεν είναι:
«Ονειρεύομαι, πλάθω, ζω το στίχο/στα λιγνά μου τα
χέρια από παιδάκι?/ τον έχτισα τριγύρω μου σαν τοίχο,//σαν σηκωμού τον έστησα
μπαϊράκι? /σαν ποτήρι, και πρόσφερα με κείνο/ το νερό, το κρασί και το
φαρμάκι.// Μα ο κεραστής εγώ, κι εγώ τα πίνω?/ το στόμα ξένο, ανόρεχτο του
κόσμου./ Πότε αμύριστο, αμάραντο είναι κρίνο// μιας μαστοριάς ο στίχος ο δικός
μου,/ πότε χορτάρι ηλιοθρεμμένων τόπων,/ και πότε ωμά τον αμολά ο θυμός μου//
φασκέλωμα στα μάτια των ανθρώπων».
Ας το δεχτούμε, λοιπόν, το κέρασμά του. Κι ας το
δεχτούμε με την ευρυχωρία ψυχής που μας το προσέφερε - κι ακόμη μας το
προσφέρει.
Ομιλία σε εκδήλωση του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ
(24.2.2003) για τα εξήντα χρόνια από το θάνατο του Παλαμά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης)
Ανάθεμα τα τάλαρα… Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923) ανήκει στους επιγόνους μιας μεγάλης σειράς επτανήσιων συγγραφέων που καθόρι...
-
Ο δρ. Περέιρα, ένας μεσήλικας δημοσιογράφος, υπέρβαρος και με σοβαρά προβλήματα υγείας, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του πολιτιστικού ένθετου ...
-
Κοιτάζει απ' το δωμάτιό της, ακουμπισμένη στο παράθυρο, κατά το παλιό λιμάνι που καίνε τον καρνάβαλο, γυμνή και ιδρωμένη ακόμα απ...
-
Οι καθηγητές φροντιστηρίων λιώνουν και τελειώνουν μέσα σε αίθουσες μικρές και ώρες μαθημάτων ατελείωτες (οι νυσταγμένοι μαθητές τους θ...