Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ο γοητευτικός κύριος Γιάννης Μαρής

του Φίλιππου Φιλίππου, εφημερίδα Αυγή, 24.6.2012
 

Εκδόθηκε πρόσφατα από τον Καστανιώτη η συλλογή διηγημάτων Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα - Ο ήρωας του Γιάννη Μαρή σε νέες περιπέτειες, όπου περιλαμβάνονται δεκαπέντε ιστορίες που έγραψαν ισάριθμοι συγγραφείς, μέλη της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ). Σε αυτές πρωταγωνιστεί ο Μπέκας, ο κοντόχοντρος, σαν βαρελάκι ανθρωπάκος με το παλιομοδίτικο μουστάκι που θυμίζει συνοικιακό μπακάλη, αλλά που η κρυμμένη εξυπνάδα του τον κάνει να εξιχνιάζει μυστηριώδη εγκλήματα. Οι Ανδρέας Αποστολίδης, Νεοκλής Γαλανόπουλος, Παναγιώτης Γιαννουλέας, Αντώνης Γκόλτσος, Τιτίνα Δανέλλη, Βασίλης Δανέλλης, Άννα Δάρδα-Ιορδανίδου, Δημήτρης Κεραμεύς, Νίνα Κουλετάκη, Δημήτρης Μαμαλούκας, Τεύκρος Μιχαηλίδης, Αθηνά Μπασιούκα, Γιάννης Πανούσης, Αργύρης Παυλιώτης και ο υπογράφων τούτο το κείμενο επιχείρησαν να περιγράψουν τον κόσμο του Μαρή, αναπλάθοντας την εποχή του. Την επιμέλεια του τόμου έκαναν η Αθηνά Κακούρη, η πρώτη Ελληνίδα που ασχολήθηκε συστηματικά με την αστυνομική λογοτεχνία την εποχή του Μαρή, η επονομαζόμενη και Άγκαθα Κρίστι της Ελλάδας, και ο Κώστας Καλφόπουλος, οι οποίοι έγραψαν τον πρόλογο και το επίμετρο. Επίσης, η Άγρα εξέδωσε δύο σχετικά βιβλία. Το ένα είναι το μυθιστόρημα του Μαρή Ο 13ος επιβάτης, που είχε δημοσιευτεί στην Απογευματινή το 1962 και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Περγαμηνή το 1971, χωρίς να επανεκδοθεί από την Ατλαντίδα, και το άλλο η μελέτη του Ανδρέα Αποστολίδη Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή, μια περιδιάβαση στους ήρωες, τις πόλεις, τους χώρους, την εποχή και το λογοτεχνικό σύμπαν του συγγραφέα.
 
Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, πως το 1912 είναι η χρονιά του Μαρή, μολονότι δεν υπάρχει κανένα επετειακό γεγονός. Ο συγγραφέας (πέθανε τον Νοέμβριο του 1979), ο οποίος έγραφε τα έργα του στο περιθώριο της δημοσιογραφικής του δουλειάς, έχοντας επίγνωση πως δεν επρόκειτο για αριστουργήματα, πως δεν ήταν «Ντοστογιέφσκι ή Μπαλζάκ» -όπως δήλωσε στον Νίκο Πλατή σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Αντί-, ήξερε τον τρόπο να σαγηνεύει τους αναγνώστες του. Η πλοκή, η δράση, οι ανατροπές, οι έρωτες και τα πάθη των ηρώων του ήταν τα βασικά στοιχεία της γραφής του. Γιʼ αυτό συνεχίζει να γοητεύει και σήμερα. Μολονότι η επίσημη πολιτεία και οι φορείς της δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για τη ζωή και το έργο του, πέρυσι, στις 8 Απριλίου 2011, η ΕΛΣΑΛ οργάνωσε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων μια εκδήλωση για τον Μαρή, όπου μίλησαν συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πνευματικά του παιδιά. Εκεί, παραβρέθηκε και χαιρέτησε ο γιος του Άγγελος Τσιριμώκος, κάτοικος Βρυξελλών, που ήρθε στην Αθήνα με τη γυναίκα και την κόρη του.
Ο Γιάννης Μαρής (Τσιριμώκος), γόνος γνωστής οικογένειας πολιτικών και λογοτεχνών της Φθιώτιδας, γεννήθηκε το 1916 στη Σκόπελο, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δικαστικός. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λαμία και ως φοιτητής στη Νομική Θεσσαλονίκης προσχώρησε στον μαρξισμό και ηγήθηκε των αριστερών φοιτητών. Το 1937, μετά τις Δίκες της Μόσχας και τις σταλινικές εκκαθαρίσεις, διαχώρισε τη θέση του από το ΚΚΕ. Στη διάρκεια της Κατοχής ήταν μέλος του μικρού σοσιαλιστικού κόμματος ΕΛΔ (Ένωσις Λαϊκής Δημοκρατίας), των Ηλία Τσιριμώκου και Αλέξανδρου Σβώλου, που συμμετείχε στο ΕΑΜ, και βρέθηκε στο βουνό.

Η δημοσιογραφική του σταδιοδρομία άρχισε στην εφημερίδα Μάχη. Τον Ιανουάριο του 1947 εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το ψευδώνυμο που τον έκανε διάσημο: «Γ. Μαρής». Με αυτό υπέγραφε κριτικές ταινιών στη στήλη «Κινηματογράφος». Στο τέλος του 1949, κι ενώ ο Εμφύλιος είχε λήξει, ο Ηλίας Τσιριμώκος, πολιτικός διευθυντής της Μάχης, ο Γιάννης Τσιριμώκος, γραμματέας της σύνταξης, και ο Γιάννης Σπυριδάκης, υπεύθυνος του τυπογραφείου, παραπέμφθηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο για να δικαστούν για τα δημοσιεύματα σχετικά με τα Αναμορφωτήρια της Μακρονήσου «που ενέβαλον εις ανησυχίαν τους πολίτας και εμείωσαν την προς τας αρχάς εμπιστοσύνην των πολιτών». Οι δύο τελευταίοι στις 27 Νοεμβρίου κλείστηκαν στις φυλακές των Βούρλων, στη Δραπετσώνα, μα ύστερα από τις αντιδράσεις στην Ελλάδα και τα διαβήματα ξένων προσωπικοτήτων, τον Ιανουάριο του 1950 αποφυλακίστηκαν. Η δίκη τους έγινε τον Μάιο και αθωώθηκαν.
Η συγγραφική καριέρα του Μαρή άρχισε το καλοκαίρι του 1953, όταν με το πραγματικό του όνομα Γιάννης Τσιριμώκος δημοσίευσε σε συνέχειες το Έγκλημα στο Κολωνάκι, στο εβδομαδιαίο περιοδικό Οικογένεια, με ήρωα τον αστυνόμο Μπέκα, έναν Έλληνα επιθεωρητή Μεγκρέ. Λίγο μετά, ο Μαρής μετακόμισε στο δημοσιογραφικό συγκρότημα Μπότση, γράφοντας για την Ακρόπολι και την Απογευματινή ιστορικά αναγνώσματα και στη συνέχεια τα αστυνομικά μυθιστορήματα που τον έκαναν διάσημο.
 
Ο Μαρής δημιούργησε το δικό του συγγραφικό σύμπαν, μα οι κριτικοί δεν τον θεωρούσαν λογοτέχνη, τοποθετώντας τα έργα του στην παραλογοτεχνία. Ίσως κι επειδή επιχειρούσε να κάνει ένα είδος ανατομίας της κοινωνίας, αποφεύγοντας να θίξει πολιτικά προβλήματα, ακόμα και υπαινιχτικά. Δεν ήταν διατεθειμένος να ξύσει πληγές και να υποδαυλίσει τα ιδεολογικά πάθη. Τα έβαζε μόνο με τον ηττημένο ναζισμό, τους επιζώντες οπαδούς του και τους συνεργάτες των κατακτητών. Η Κατοχή ήταν γιʼ αυτόν μια προσφιλής περίοδος, στην οποία ερχόταν κι επανερχόταν με τη μέθοδο της αναδρομής στο παρελθόν.

Ο Μαρής, δημιουργός ολόκληρης σχολής συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων, χρησιμοποιεί την πλοκή ως πρόσχημα. Η γοητεία της γραφής του δεν σχετίζεται με το προσωπικό του στυλ αλλά με τους ανθρώπους τους οποίους περιγράφει. Τον ενδιαφέρει η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, οι ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό είναι εμφανές στο Έγκλημα στο Κολωνάκι, όπου αναφέρεται στην κοινωνία του καιρού του, ανατέμνοντας την μεγαλοαστική και τη μεσοαστική τάξη. Ενδιαφέρεται όμως και για την εργατική τάξη, κι έτσι τοποθετεί μέρος της δράσης των ηρώων του σε φτωχικές γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Έχει πλάσει ζωντανούς ανθρώπινους χαρακτήρες, ως αποτέλεσμα της προσεκτικής παρατήρησης των προσώπων που συνάντησε κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού του επαγγέλματος. Στα βιβλία του πρωταγωνιστούν άντρες κάθε ηλικίας, επιχειρηματίες, εφοπλιστές, βιομήχανοι, τσιφλικάδες, έμποροι, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι και ηθοποιοί, μα και φοιτητές, υπάλληλοι, σερβιτόροι, τυχοδιώκτες και ζιγκολό.
 
Οι γυναίκες του Μαρή, ενίοτε μοιραίες, είναι συχνά το κλειδί για τη λύση του δράματος. Μεγαλοαστές, νοικοκυρές, ηθοποιοί, φοιτήτριες, αλλά και οικιακές βοηθοί ή πόρνες, συνήθως γίνονται επικίνδυνες. Κατά κάποιο τρόπο, οι ιστορίες του Μαρή θυμίζουν αρχαία ελληνική τραγωδία με κάθαρση. Ο αστυνόμος Μπέκας, ήρωας με σχεδόν αντιηρωική συμπεριφορά, διώκτης των εγκληματιών που ζουν εντός του κοινωνικού πλαισίου και μάλιστα στην κορυφή του, στην υψηλή και μεσαία αθηναϊκή κοινωνία, στην αναμέτρησή του με τους “κακούς” βγαίνει πάντα νικητής. Είναι ήρωας με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά. Διότι, στην Αθήνα της εποχής, ένας ατρόμητος ιδιωτικός ντετέκτιβ ασφαλώς θα ήταν ανορθογραφία κι ο Μαρής, λάτρης της γαλλικής αστυνομικής λογοτεχνίας και του Ζορζ Σιμενόν, το γνώριζε.

 

Το διήγημα ομοιάζει με τη γυναίκα.

Ο Ιωάννης Παπακώστας, καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ανασύρει και δημοσιεύει στο Βήμα ένα άγνωστο θεωρητικό κείμενο του Γρηγορίου Ξενόπουλου για το λογοτεχνικό είδος του διηγήματος.Βήμα, 17.1.1999.

Το 1889 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη η συλλογή Δεσμίς διηγημάτων της πεζογράφου Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Η αξία της συλλογής δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι έχομε την εμφάνιση της ουσιαστικά πρώτης γυναίκας συγγραφέως όσο και σε κάτι άλλο σημαντικό: στο γεγονός ότι η συλλογή προλογίζεται από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο με ένα ενδιαφέρον κείμενο, το οποίο έχει μάλλον θεωρητικό παρά κριτικό χαρακτήρα. Το κείμενο έχει τις ενδείξεις «Εν Ζακύνθω, 1889», όπου προφανώς βρέθηκε για λίγο ο Ξενόπουλος (από το 1883 διέμενε μόνιμα στην Αθήνα) και προέκυψε ύστερα από προσωπική αλληλογραφία του με την Παπαδοπούλου· μια αλληλογραφία που τελικά εξελίχθηκε σε ερωτική.
Το θεωρητικό αυτό κείμενο ίσαμε τώρα ελάνθανε, όπως ελάνθανε και η συλλογή διηγημάτων της Παπαδοπούλου· η συλλογή μού έγινε γνωστή σχετικώς πρόσφατα, ύστερα από ευγενική παραχώρηση της κυρίας Χριστίνας Αγγελίδου. Στο σημείωμά μου θα περιοριστώ μόνο στο κείμενο του Ξενοπούλου, γιατί παρουσιάζει το ξεχωριστό ενδιαφέρον ότι για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του '80 έχομε μια αμιγώς θεωρητική αντιμετώπιση του σαφώς ανανεωμένου είδους, όπως το διήγημα, επιφυλασσόμενος με τα διηγήματα της Παπαδοπούλου να ασχοληθώ αλλού.
Πριν από τον Ξενόπουλο κάποια θεωρητικά πλαίσια είχαν τεθεί βέβαια το 1883 από τον Νικόλαο Πολίτη με την προκήρυξη του πρώτου στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων διαγωνισμού «προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος» αλλά εκεί διαγράφονταν μάλλον οι περιοχές από τις οποίες θα μπορούσαν να αντληθούν οι υποθέσεις του διηγήματος παρά ο τρόπος και η τεχνική με την οποία θα γινόταν η διαπραγμάτευσή του. Ανάλογες αναφορές είχαν γίνει επίσης και από τον Κωστή Παλαμά ή τον Εμμ. Ροΐδη απ' αφορμή κυρίως τη συμμετοχή τους στους κριτικούς διαγωνισμούς διηγήματος της «Εστίας». Ο Ξενόπουλος όμως προχωρεί περισσότερο, αποδεικνύοντας έτσι ότι παράλληλα προς τον δημιουργικό και τον κριτικό λόγο τον απασχολούν και θέματα θεωρητικά. Και δεν είναι παρά 22 ετών και με σπουδές στα μαθηματικά.
 
Η συνεργασία με την «Εστία»
Το 1889 είναι το έτος που ο Ξενόπουλος είχε αρχίσει να συνεργάζεται στενά και με το εγκυρότερο περιοδικό της εποχής, την «Εστία», όπου ίσαμε το 1895 ­ κι αφού πια είχε αναλάβει αυτός τη διεύθυνσή της ­ δημοσίευσε διηγήματα, μελέτες («Αι περί Ζολά προλήψεις»), κριτικά κείμενα για σύγχρονα έργα και συγγραφείς καθώς και ποικίλα σημειώματα και μεταφράσεις. Παράλληλα συνεργάτις του ίδιου περιοδικού υπήρξε και η Παπαδοπούλου, η οποία έστελνε τακτικά διηγήματα για δημοσίευση. Ο Ξενόπουλος παρακολουθούσε από κοντά τη συγγραφική δραστηριότητα της πολίτισσας πεζογράφου και κατά το σύντομο διάστημα της ζωής της (η Παπαδοπούλου πέθανε το 1906, σε ηλικία 39 ετών) δημοσίευσε τέσσερα θετικά κριτικά κείμενα για ­ ή απ' αφορμή ­ το έργο της, ένα από τα οποία, το πρώτο, είναι και το παρουσιαζόμενο εδώ.
Στο θεωρητικό τούτο κείμενο λοιπόν ο Ξενόπουλος, άλλοτε χαριεντιζόμενος και άλλοτε με τρόπο βαθύτατα διεισδυτικό και οξύ, εκθέτει σε 17 τυπωμένες σελίδες τις απόψεις του για το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος, το οποίο, όπως γράφει, «ομοιάζει με την γυναίκα». «Δύναται», συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «να είνε πλήρες ύψους, σοφίας και μεγαλείου· δύναται ν' αποπνέη ευσπλαχνίαν, τρυφερότητα και αγάπην· αλλ' άνευ τέχνης, όπως η γυνή άνευ καλλονής, το διήγημα δεν εκπληροί τον προορισμό του. Μετά το δράμα, είνε αναντιρρήτως το δυσκολώτερον είδος του λόγου. Εις ον βαθμόν υψίστης τελειότητος ανήγαγον αυτό οι νεώτεροι, ως ο Doudet, o Coppee, o de Amicis ­ συνεχίζοντες το έργον των παλαιοτέρων, του Merimme, του Haffman, του Poe ­, διεγείρει, ευθύς ως αντηχεί τ' όνομά του, την καθαράν έννοιαν της Τέχνης. Οι διηγηματογράφοι σήμερον είνε καλλιτέχναι, όπως οι ζωγράφοι και οι γλύπται. Τα όριά των είνε στενώς και αυστηρώς προδιαγεγραμμένα· διερμηνεύουσι την καλαισθησίαν ολοκλήρου εποχής, και υπό την πνοήν της μεγαλοφυΐας των σμικρύνουσι τα μεγάλα, συγκεντρούμενοι εις μίαν και μόνην σελίδα ­ μικράν, κομψήν, με αστερίσκους και παύλας ­ εφ' ης αποτυπούσι θαυμασίως τας μεγάλας αυτών αληθείας και τας βαθείας παρατηρήσεις. Κατά την ανάγνωσιν των διηγημάτων τα ψυχικά όμματα πρέπει να οπλίζωνται διά μικροσκοπίου.

 
Η σύγκριση με την ποίηση
Αλλά συχνάκις, εκτός του υψηλού διδάγματος, το οποίον εγκλείει το διήγημα υπό το ελαφρόν αυτού περικάλυμμα, είνε αξιοθαύμαστον εξ αυτού και μόνου του περικαλύμματος. Η εξωτερική μορφή αποτελεί τότε όλην την τέχνην και την αξίαν του διηγήματος. Ουδ' είνε εύκολον να κατορθωθή τούτο. Εκτός της ιδιοφυΐας, απαιτείται προσοχή και πείρα και μελέτη και καλαισθησία. Διότι το διήγημα σύντομον και περιεκτικόν, όπως το σοννέτον της ποιήσεως, πρέπει να γεννάται τέλειον και αρτιμελές, ως ενόργανον, ως έμψυχον πλάσμα, από του οποίου ουδέν άνευ βλάβης δύναται ν' αφαιρεθή ή να προστεθή. Τότε είνε αριστούργημα. Η περιττολογία, οι πλατειασμοί, αι παρεκβάσεις χαλαρούσι την ενότητά του, καταστρέφουσι την καλλιτεχνικήν του αξίαν. Η υπόθεσίς του δύναται να ήνε απλή, και το δίδαγμά του κοινόν· σώζεται όμως εάν η διήγησίς του προβαίνη αμιμήτως χαρίεσσα, ή ήνε παραστατικόν μετά ζωηρότητος και εναργείας, ως ζωγράφημα, ή επιδεικνύη πλαστικότητα ως αγάλματος. Υπό την έποψιν ταύτην το διήγημα ομοιάζει με τα ρωσσικά εκείνα κομψοτεχνήματα, τα οποία αποτελούνται μεν εξ ολίγων χρωμάτων και τεμαχίων ξύλλου ή μετάλλου, αλλά θαυμάζονται και τιμώνται πολλού, διά την αυστηράν και άμεμπτον αυτών καλαισθησίαν. Τα βλέπομεν προτιμώμενα πολλάκις των σημαντικωτέρων ειδών, κατατέρποντα όλους τους οφθαλμούς, κοσμούντα τας σοβαροτέρας αιθούσας, διότι με την ολίγην και εντελή των ύλην, εκδηλούσι πνεύμα, εκπροσωπούσιν ιδέαν.
Εν τούτοις, μεθ' όσους επισωρεύω κανόνας και παρατηρήσεις, και τόμον ολόκληρον αν αποτελέσω, δεν θα δυνηθώ να υποτυπώσω τας αρχάς και να διαγράψω τα όρια της διηγηματογραφίας. Αν ήτο τούτο δυνατόν, θα ήρκει ολίγη μελέτη διά να γίνη κανείς διηγηματογράφος ­ ως γίνεται ευκολώτερον σοφός ­ και ως ηκούομεν να κηρύττωσιν οι φιλόδοξοι νέοι μετά στόμφου: "Θα γίνω διηγηματογράφος!", ως τώρα λέγουσι: "Θα γίνω νομικός, θα γίνω έμπορος!"».
Αλλά, συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «αι αξιώσεις του διηγήματος είνε πολύ μεγαλύτεραι. Εκτός πάσης ηθικής διδασκαλίας, συγκινεί ευπρόσιτον και διαπλάσσει την καρδίαν του ανθρώπου διά της τέχνης του και μόνης.
 
Η «σφραγίδα» του διηγηματογράφου
Η ανάγνωσις ωραίου διηγήματος δύναται ν' αντικαταστήση την θέαν εικόνος ή την ακρόασιν μουσικής. Ουδέν είνε προσφορώτερον όπως τέρψη, μαλάσσον το ήθος και τον χαρακτήρα, εμφυτεύον λεληθότως υγιείς αρχάς και ήρεμα αισθήματα. Η κοινωνία έχει χρείαν του διηγήματος, όπως του Σχολείου και του Θεάτρου. Τα δάκρυα, όσα δύναται ν' αποσπάση από οφθαλμών, ανικάνων άλλως να κλαύσωσιν, είνε αδάμαντες αληθείς· ποτέ δ' οι παλμοί των ευαισθήτων καρδιών δεν επιταχύνονται ανωφελώς υπό ιεράς θέρμης και συγκινήσεως.
Εκτός τούτου, οι μεγάλοι διηγηματογράφοι, οι υπό της επιστήμης κατατασσόμενοι εις την τάξιν των μερικών, μεγαλοφυών, εις εκάστην αυτών σελίδα εμφυσώσι το πνεύμα των, εκχύνουσι την καρδίαν των, αποτυπούσι την σφραγίδα των.
Αι δε σελίδες αύται ­ μικραί, κομψαί, με αστερίσκους και παύλας ­, εν αις εξελίσσεται μία ψυχολογική ιστορία, είς χαρακτήρ, μία ηθογραφία, μία απλή περιπέτεια, εν συνόλω λαμβανόμεναι, αναπαριστώσι την φυσιογνωμίαν ενός έθνους και μιας εποχής, η συμπλήρωσις της ιστορίας γινόμεναι. Την φιλολογίαν των εθνών αποτελούσιν ως επί το πολύ τα έργα της φαντασίας και ουχί τα έργα της μελέτης· τότε δε το έθνος βαδίζει προς την πρόοδον και την ευημερίαν όταν είνε μεγάλη η δημιουργική του φιλολογία, εν η το διήγημα ­ το μάλλον μελετημένον είδος ­ κατέχει περίβλεπτον θέσιν».
Το ενδιαφέρον αυτό κείμενο του Ξενοπούλου τελειώνει με τη διατύπωση απόψεων για τον σύγχρονό του αφηγηματικό λόγο καθώς και με την επισήμανση ότι θεωρεί σημαντική την εμφάνιση στον χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας μιας γυναίκας, έστω και με πρωτόλεια, ενώ παράλληλα συσχετίζει το όνομά της με τα ονόματα των καθιερωμένων τότε ξένων συγγραφέων, όπως της Γ. Σανδ, της Γ. Ελιοτ, της Ερ. Σταβ.  

 


Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Μιχάλης Τιβέριος, Ο ακρωτηριασμός των ερμαϊκών στηλών και άλλες βεβηλώσεις....(Το Βήμα, 31.5.1998.)

Το καλοκαίρι του 415 π.Χ. και ενώ ο λεγόμενος Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε μπει στο 17ο έτος, οι Αθηναίοι, ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντεγκλήσεις στην Εκκλησία του Δήμου, αποφασίζουν να αποσταλεί στη Σικελία μεγάλη στρατιωτική δύναμη με αρχηγούς τούς Αλκιβιάδη, Νικία και Λάμαχο. Με αυτήν θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους Εγεσταίους στη διαμάχη τους με τους Σελινουντίους, να αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους στα σπίτια τους από όπου τους είχαν διώξει οι Συρακούσιοι και γενικότερα να καταλάβουν ολόκληρη τη Σικελία τακτοποιώντας τα εκεί προβλήματα σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.
Όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η μεγάλη αυτή αρμάδα, η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, όταν ένα πρωί οι Αθηναίοι ξυπνώντας είδαν έκπληκτοι ότι είχαν ακρωτηριαστεί σχεδόν όλες οι μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες που ήταν στημένες σε καίρια σημεία της πόλης τους, έξω από δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Τα γλυπτά αυτά αποτελούνταν από έναν πεσσόμορφο κορμό, που στο πάνω μέρος, αντί χεριών, έφερε δύο ορθογώνιες προεξοχές και επιστεφόταν από ένα ανθρώπινο κεφάλι, συνήθως γενειοφόρου Ερμή. Καμία άλλη ανατομική λεπτομέρεια δεν υποδηλωνόταν πλην του φαλλού, συνήθως εν στύσει, που, φτιαγμένος από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου ή ακόμη και από μπρούντζο, βρισκόταν στο κάτω μέρος της κύριας όψης του πεσσού. Επάνω στα έργα αυτά είχαμε μερικές φορές και την αναγραφή γνωμικών ή χρήσιμων πληροφοριών για ταξιδιώτες. Είναι πολύ πιθανόν ότι οι δράστες της ανόσιας αυτής πράξης, οι Ερμοκοπίδες των γραπτών πηγών μας, είχαν περιοριστεί στον ακρωτηριασμό των φαλλών!
Το γεγονός προκάλεσε πανικό στους Αθηναίους. «Κανείς δεν γνώριζε τους ενόχους» μάς λέει ο Θουκυδίδης «αλλά προκηρύχτηκαν δημοσία μεγάλες αμοιβές για να τους ανακαλύψουν και ψήφισαν, επίσης, ότι οποιοσδήποτε, είτε πολίτης είτε ξένος είτε δούλος ήξερε καμιάν άλλη ιεροσυλία, έπρεπε να την καταγγείλει χωρίς φόβο για το άτομό του. Θεωρούσαν το πράγμα εξαιρετικά σοβαρό, γιατί νόμιζαν ότι ήταν κακό σημάδι για την εκστρατεία και ότι ήταν εκδήλωση συνωμοσίας για να γίνη επανάσταση και ν' ανατραπή η δημοκρατία.


Ο Αλκιβιάδης στο στόχαστρο
Μερικοί μέτοικοι και υπηρέτες, χωρίς ν' αποκαλύψουν τίποτε για τους Ερμάς, έκαναν μια καταγγελία για προγενέστερους ακρωτηριασμούς άλλων αγαλμάτων, τους οποίους, για διασκέδαση, είχαν κάνει μεθυσμένοι νεαροί και αποκάλυψαν ταυτόχρονα ότι σε μερικά σπίτια γίνονταν παρωδίες των Μυστηρίων της Ελευσίνος. Μεταξύ άλλων, κατηγορούσαν και τον Αλκιβιάδη. Υιοθετούσαν την κατηγορία οι εχθροί του Αλκιβιάδη, επειδή ήταν εμπόδιο για να γίνουν αυτοί ηγέτες των δημοκρατικών. Νομίζοντας ότι αν πετύχαιναν να τον διώξουν από την πολιτεία, θα γίνονταν αυτοί αρχηγοί της... Ελεγαν ότι τίποτε απ' όλα αυτά δεν είχαν γίνει χωρίς την ανάμιξή του και πρόσθεταν για επιχείρημα την εν γένει διαγωγή του, περιφρονητική του νόμου και αντιδημοκρατική» (μετάφραση Αγγ. Βλάχου).


Παρ' όλες τις σοβαρές αυτές κατηγορίες ο Αλκιβιάδης συνόδευσε τις στρατιωτικές δυνάμεις στη Σικελία. Ο ίδιος ήθελε να παραμείνει στην Αθήνα προκειμένου να απολογηθεί, αλλά αυτό δεν του το επέτρεψαν οι αντίπαλοί του. Γνωρίζοντας ότι ήταν πολύ δημοφιλής στον λαό, δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι κατά τη χρονική εκείνη στιγμή θα αθωωνόταν πανηγυρικά. Αν έφευγε όμως μαζί με το υπόλοιπο στράτευμα για τη Σικελία, θα είχαν όλο τον χρόνο, και μάλιστα χωρίς σοβαρή αντίσταση, να διαμορφώσουν ένα αρνητικό γι' αυτόν κλίμα, κάτι που τελικά και πέτυχαν.
Τα αθηναϊκά πλοία είχαν φθάσει ήδη στη Σικελία και ελλιμενίζοντο στην Κατάνη, όταν έφθασε εκεί η «Σαλαμινία», το ιερό πλοίο των Αθηναίων, ζητώντας από τον Αλκιβιάδη και ορισμένους στρατιώτες να επιστρέψουν στην Αθήνα προκειμένου να απολογηθούν για τις κατηγορίες που τους βάραιναν, δηλαδή για τη συμμετοχή τους στον ακρωτηριασμό των ερμαϊκών στηλών και την παρωδία των Μεγάλων Μυστηρίων της Ελευσίνας. Το αθηναϊκό κράτος δεν είχε πάψει ποτέ τις έρευνές τους για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών των παραπάνω αδικημάτων, καθώς είχε την υποψία ότι αυτά σχετίζονταν με προσπάθειες σκοτεινών κύκλων να ανατρέψουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Ωστόσο το όλο πολιτικό κλίμα της εποχής ήταν νοσηρό και οδήγησε τις ανακρίσεις σε υπερβολές και ακρότητες. Παντού κυριαρχούσε η τρομοκρατία και πολλοί διακατέχονταν από ένα αίσθημα φόβου και ανασφάλειας.
Διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες που αντλούμε και πάλι από τον Θουκυδίδη: Οι ανακριτές «χωρίς να ελέγχουν το ποιόν των καταδοτών, αποδέχονταν φιλύποπτα όλες τις καταγγελίες, και, δίνονται πίστη σε αχρείους ανθρώπους, έπιαναν κ' έριχναν στην φυλακή ευϋπόληπτους πολίτες» (μετάφραση Αγγ. Βλάχου). Ετσι δεκάδες πολιτών, ανάμεσά τους και πολλοί αθώοι, κατέληξαν στη φυλακή. Για την ιστορία του πράγματος σημειώνουμε ότι ο Αλκιβιάδης, στο ταξίδι της υποχρεωτικής επιστροφής του, διέφυγε της προσοχής των συνοδών του και δραπέτευσε, καταφεύγοντας στη Σπάρτη, στη μεγάλη αντίπαλο της πατρίδας του.
Μεθυσμένοι και κλέφτες
Αλλά το παραπάνω επεισόδιο δεν είναι το μόνο γνωστό σχετικά με ακρωτηριασμούς γλυπτών στην αρχαιότητα. Ούτε τα κίνητρα αυτών των βέβηλων πράξεων ήταν πάντοτε τα ίδια. Γνωρίζουμε π.χ. βεβηλώσεις αγαλμάτων που προκλήθηκαν από νέους που βρίσκονταν συνήθως σε κατάσταση μέθης και ευθυμίας, ενώ άλλες έγιναν από κλέφτες.
Θα σταθώ μόνο στο περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, έργο του Φειδία, που βρισκόταν μέσα στον Παρθενώνα, και το οποίο φαίνεται ότι είχε πέσει θύμα πολλαπλών τέτοιων ανόσιων ενεργειών τόσο από περιθωριακά ή μη άτομα όσο και από αξιωματούχους! Π.χ. στο άγαλμα αυτό πρέπει να αναφέρεται μια πληροφορία του Δημοσθένη, σύμφωνα με την οποία κάποιοι έκλεψαν τα χρυσά φτερά από τη Νίκη που κρατούσε η θεά στο δεξί της χέρι. Οι κλέφτες όμως τσακώθηκαν μεταξύ τους στη μοιρασιά και έτσι έγιναν αντιληπτοί και συνελήφθησαν. (Ετσι συνέβη και πριν από μερικά χρόνια, όταν η ανεύρεση μιας χρυσής προτομής, πιθανότατα του ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου στη Θράκη, προκάλεσε τη διαμάχη ανάμεσα στους ευρετές για το μέγεθος του μεριδίου τους, πράγμα που οδήγησε στην αποκάλυψη του ευρήματος από τις αρχές).
Από άλλες πηγές μαθαίνουμε επίσης ότι κάποιος Φιλούργος είχε κλέψει ένα γοργόνειο από το άγαλμα της Αθηνάς, όπως δηλαδή κάνουν και στις ημέρες μας διάφοροι ιερόσυλοι που αποσπούν από τις εικόνες των αγίων πολύτιμα τιμαλφή - αφιερώματα. Τέλος, στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ο τύραννος Λαχάρης, προκειμένου να εξοικονομήσει πόρους, δεν δίστασε να αφαιρέσει από την Αθηνά Παρθένο όλα τα ενδύματα που ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα υλικά. Σύμφωνα με τις πηγές «εξέδυσε την Αθηνάν» και «γυμνήν εποίησε...»!
Ακρωτηριασμούς και βεβηλώσεις αγαλμάτων, εν καιρώ ειρήνης, συναντούμε σε διάφορες εποχές και σε διάφορους τόπους. Ωστόσο η Ιστορία μάς διδάσκει ότι οι κοινωνίες που εμφανίζουν τέτοια δυσάρεστα φαινόμενα δεν διακρίνονται και πολύ από υψηλές επιδόσεις και μάλλον βρίσκονται σε κατάσταση... γήρανσης.
 

 

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Jaquelline de Romilly, Ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός (Παπαδήμα)

Η σύνθεση και η οργάνωση του υλικού της Ιστορίας του Θουκυδίδη δημιουργούν την εντύπωση πως ένα χέρι σίγουρο οδηγεί από την αρχή ως το τέλος του έργου προς κάποιον προσδιορισμένο στόχο. Εντούτοις, είναι τελείως απίθανη η ιδέα πως η σύνθεση ενός τέτοιου έργου οφείλεται σε μια παρατεταμένη μονοκοντυλιά και ο Θουκυδίδης βέβαια δεν περιμένει τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου για να ξεκινήσει την δουλειά του. Πως ακριβώς εργάστηκε; Το πρόβλημα της γένεσης του έργου απασχόλησε κορυφαίους επιστήμονες. Προσπάθησαν να προσδιορίσουν στάδια γραφής, απομoνώνοντας τμήματα, επισημαίνοντας δείκτες ή φαινομενικές αντιφάσεις. Χρησιμοποιήθηκαν πολλών ειδών μέθοδοι και τομές. Η Jacqueline de Romilly επικεντρώνει την προσοχή της σε ένα θέμα που βρίσκεται σε όλα τα τμήματα του έργου και δεν απουσιάζει ποτέ από την σκέψη του ιστορικού. Μελετώντας έτσι τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό σε όλη την έκταση της Ιστορίας, κατορθώνει να δώσει μια επιστημονικά τεκμηριωμένη, όσο και συναρπαστική, ανάλυση της σκέψης και της στάσης του Θουκυδίδη απέναντι στα γεγονότα. Συγχρόνως, χωρίς αυτό να είναι το κύριο θέμα της, δίνει ορισμένες καίριες απαντήσεις στο πρόβλημα της γένεσης του έργου. Το βιβλίο αυτό, διδακτορική διατριβή, γράφτηκε στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου και η επιλογή του θέματος ίσως ανταποκρίνεται σε μια προσωπική κι ευρύτερα ανθρώπινη ανάγκη, να αποσπάσει μια απάντηση από τα βάθη του χρόνου σε ερωτήματα της σκοτεινής εκείνης εποχής. Γιατί, όπως τελικά διαπιστώνει ο Θουκυδίδης, η άμετρη φιλοδοξία, η έπαρση της δύναμης, ο ηθικός εκτροχιασμός του αθηναϊκού και κάθε άλλου ιμπεριαλισμού είναι αναπόφευκτο να συντριβούν. Βέβαια, η "ύβρις" μπορεί να ανήκει στον χώρο της αρχαίας μεταφυσικής ηθικής, αλλά δεν παύει να αντιστοιχεί και σε πολύ συγκεκριμένες πολιτικές εξελικτικές διαδικασίες: αυτές που καταγράφει και αναλύει η αυστηρά λογική, πολιτική και ιστορική σκέψη του Θουκυδίδη για να καταλήξει στην διατύπωση νόμων που ισχύουν "ες αεί". Η J. de Romilly, με τη δική της αυστηρή λογική, παρακολουθεί την πορεία αυτής της σκέψης, τη βλέπει να αναπτύσσεται, να προχωρεί και "να συναντάει σε κάθε βήμα την εποχή μας", όπως γράφει στον σύντομο πρόλογό της για την ελληνική έκδοση. (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). 


Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ο Θουκυδίδης και η ανακάλυψη της πολιτικής επιστήμης (του Josiah Ober, από τον ιστότοπο Εκηβόλος)

Γίνεται, γενικά αποδεκτό ότι ο Θουκυδίδης ήταν πρώτα και προπάντων ιστο­ρικός και ότι η φήμη του οφείλεται στο έργο του ως νεωτεριστή ιστοριογράφου. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη ο Θουκυδίδης υιοθέτησε τον πεζό λόγο της ιστορίας που μόλις είχε αναπτυχθεί προτύτερα από προγενέστερους συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένου του Ελλάνικου και του Ηροδότου, και τον μετέτρεψε σε ένα αυστηρό και ‘επιστημονικό’ είδος λόγου. Ο Ηρόδοτος (1.1) είχε αποφανθεί ότι η πρόθεση των Ιστοριών του ήταν η διατήρηση της μνήμης, «έτσι ώστε όσα έχουν γίνει από τους ανθρώπους να μην ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου, ενώ μεγάλες και σημαντικές πράξεις … να μην απολέσουν τη δόξα τους».[1] Όπως ο Ηρόδοτος, έτσι και ο Θουκυδίδης είχε έντονα την αίσθηση του ρόλου του ως συγγραφέα στην πολιτιστική διαδικασία της διατήρησης της μνήμης του παρελθόντος και – ακολουθώντας τον Ηρόδοτο – παρουσίασε μια διαδοχική αφήγηση σημαντικών γεγονότων του παρελθόντος. Στην καθιέρωση της άποψης ότι ο Θουκυδίδης είναι ο κατ’ εξοχήν ιστορικός έχουν συμβάλει πολλοί παράγοντες. Ο Θουκυδίδης θεωρούσε αντιπάλους τους πρώτους Έλληνες ιστοριογράφους που είχαν συνείδηση του έργου τους. Όπως ο Ευθυμίδης, ένας από τους πρώτους ζωγράφους ερυθρόμορφων αγγείων, έγραψε πάνω σε έναν αριστουργηματικό αμφορέα που υπέγραψε ‘όπως (δεν έκανε) ποτέ ο Ευφρόνιος’, έτσι και ο Θουκυδίδης, επικρίνοντας ονομαστικά τον Ελλάνικο για ανακρίβεια σχετικά με τη χρονολόγηση (1.97) και, κατ’ επέκταση, τον Ηρόδοτο για αντικειμενικά σφάλματα, τοποθετεί το έργο του σε μια ανταγωνιστική σχέση με το έργο των πρώτων ιστορικών.[2] Ο Ευθυμίδης και ο Ευφρόνιος όμως ήταν συμμέτοχοι σε αυτό που αμφότεροι ενδεχομένως θα αναγνώριζαν ως ένα είδος τέχνης, ένα εγχείρημα διεπόμενο από κανόνες, το οποίο επέτρεπε τολμηρούς νεωτερισμούς, αλλά ταυτόχρονα αποδεχόταν και τηρούσε σαφείς γενικές αρχές.[3] Δεν είναι τόσο προφανές ότι ο Θουκυδίδης θα αποδεχόταν ότι είχε αναλάβει το ίδιο ακριβώς ειδολογικά εγχείρημα με τον Ηρόδοτο, αφού δεν χαρακτήρισε το κείμενό του ως ἱστορίαι.[4] Επιπλέον δεν είναι προφανές, εάν οι κανόνες, που χαρακτήριζαν τον πεζό λόγο του 5ου αιώνα, ήταν σαφώς προσδιορισμένοι, όπως οι σχετικοί με τη ζωγραφική των αμφορέων ή των ποιητικών μορφών. Σημαντικό είναι ότι το κείμενο του Θουκυδίδη ακυρώνει και συγχρόνως βασίζεται επί των κειμένων τα οποία έγραψαν οι Έλληνες που θεμελίωσαν την ιστοριογραφία.
 
Νεωτερισμός και στοχασμός
Σε αυτό το δοκίμιο θα υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Θουκυδίδης ανέπτυξε μι νέα προσέγγιση αναφορικά με την περιγραφή και τη χρήση του παρελθόντος μια προσέγγιση που κατέληξε ουσιαστικά στην ανακάλυψη μιας νέας μεθόδου πολιτικής και κοινωνικής επιστήμης. Με αυτό εννοώ ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις προθέσεις όλων των προγενέστερων (και πολλών μεταγενέστερων) ιστορικών: τη διατήρηση της μνήμης, την εξύμνηση ηρωικών επιτευγμάτων, την έκθεση ηθικών σφαλμάτων, την αιτιώδη συσχέτιση άσχετων φαινομενικά μεταξύ τους γεγονότων του παρελθόντος. Παρά το γεγονός ότι είναι δυνατόν να εντοπίσουμε στο έργο του Θουκυδίδη σημαντικά ίχνη για κάθε μια από αυτές τις προθέσεις, η περιγραφή των γεγονότων του παρελθόντος ήταν ένα μέσο για τον τελικό σκοπό και όχι αυτοσκοπός. Αυτό δηλώνεται απερίφραστα στην καθοριστικής σημασίας προγραμματική δήλωσή του στο χωρίο 1.22.4. Ο συγγραφέας θα ήταν ευχαριστημένος, εάν το κείμενό του θεωρούνταν ‘ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότα που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στον μέλλον.’[5] Παρ’ όλα αυτά τ κείμενο θέλει να προσφέρει μια ακριβή αφήγηση του παρελθόντος. Η πρόθεση όμως να προσφέρει μια τέτοια αφήγηση δεν στοχεύει στη διατήρηση της μνήμης ως αυτοσκοπό, αλλά στην καθοδήγηση των ανθρώπων ως προς τη μελλοντική τους δράση. Θα υποστηρίξω ότι το κείμενο του Θουκυδίδη διδάσκει τον αναγνώστη ότι το κλειδί για αποτελεσματικές ενέργειες στο μέλλον είναι η κατανόηση των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων, δηλ. η πολιτική επιστήμη.
Η προγραμματική δήλωση στο 1.22.4 υποδηλώνει ότι το έργο του Θουκυδίδη απέβλεπε να είναι ένα είδος ‘οδηγιών χρήσης για πολιτικά συστήματα’. Η ενσωμάτωση της κοινωνικοπολιτικής θεωρίας στην ακριβή αφήγηση των γεγονότων του παρελθόντος προσπαθεί να δώσει στους ανθρώπους (δηλ. τους αναγνώστες του) τη δυνατότητα να κερδίσουν επιρροή, ώστε να συμμετάσχουν ενεργά στις κοινωνικές και πολιτικές δομές. Είχε σκοπό να δώσει στους ανθρώπους γνώση, η οποία θα ήταν χρήσιμη όσον αφορά την επέκταση της ικανότητας να ασκήσουν ατομική δράση μέσα στην κοινωνία. Τέτοιοι άνθρωποι θα τελούσαν σε μια ανταποδοτική σχέση με την κοινωνία: οι άνθρωποι του Θουκυδίδη δεν θα ήταν μόνον κοινωνικά προϊόντα αλλά και καταλύτες κατά την εξέλιξη των κοινωνιών.[6]
Ένας τρόπος για να ανιχνεύσουμε τις προθέσεις του συγγραφέα είναι να προσδιορίσουμε το πεδίο των θεμάτων με τα οποία ασχολείται το κείμενο.[7] Το κείμενο του Θουκυδίδη ασχολείται με ένα πολύ πιο ευρύ πεδίο από αυτό που χειρίζονταν οι συγγραφείς τους οποίους σήμερα θεωρούμε τους ‘πρώτους Έλληνες ιστορικούς’. Ο Θουκυδίδης συνέκρινε το εγχείρημά του και με αυτό των ποιητών και με αυτό των πεζογράφων (λογογράφοι: 1.21.1). Η ποιητική παράδοση, στην οποία αποδίδει μεγάλη σημασία, είναι κατ’ αρχήν η ομηρική, παρόλο που και η τραγωδία εμφανίζεται εξίσου έντονα. Οι λογογράφοι στους οποίους αναφέρεται συμπεριλαμβάνουν προφανώς και ιστορικούς, αλλά και συγγραφείς πολιτικών φυλλαδίων και λόγων στα Αθηναϊκά δικαστήρια. Όπως οι ιστορικοί, έτσι και οι ποιητές και οι συγγραφείς λόγων χρησιμοποιούσαν το παρελθόν, ενώ αμφότεροι είχαν επεξεργασθεί περίτεχνα ‘ρητορικά’ σχήματα, με τα οποία το περιεχόμενο γεγονότων του παρελθόντος έπαιρνε την καλλιτεχνικά ευχάριστη μορφή την οποία απορρίπτει κατηγορηματικά ο Θουκυδίδης.[8]
Ο Θουκυδίδης γνώριζε βεβαίως φυλλάδια τα οποία ασκούσαν κριτική στην Αθηναϊκή δημοκρατία – η στενή σχέση μεταξύ ορισμένων κεντρικών ζητημάτων του έργου του (όπως η ναυτική δύναμη και η αυτοκρατορία) και της μάλλον λίγο προγενέστερης ψευδο-ξενοφώντειας Αθηναίων Πολιτείας έχει αναγνωρισθεί προ πολλού.[9] Ο Θουκυδίδης επίσης δανείσθηκε τις μεθόδους και τη γλώσσα της ιπποκρατικής παράδοσης ιατρικών κειμένων. Εκτός από από αυτό ήταν σε θέση να παραπέμπει και να μιμείται τις θεωρίες και το ύφος των σο (όπως στον Διάλογο των Μηλίων) και τους ομιλητές σε συνελεύσεις (όπως στους αγώνες λόγων στη Μυτιλήνη και τη Σικελία). Μεταξύ των δασκάλων της σοφιστικής και της ρητορικής υπήρχαν ορισμένοι οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι είχαν αναπτύξει μια ‘πολιτική επιστήμη’, την πολιτικήν τέχνην. Η σοφιστική/ρητορική αντίληψη της τέχνης ήταν στενά λειτουργική και δεν στηριζόταν θεωρούσε ο Θουκυδίδης ότι έπρεπε να συμβαίνει με κάθε σωστή αντίληψη ‘πολιτικής επιστήμης’, στη συστηματική κατανόηση των κοινωνικοπολιτικών δομών και τη δυναμική αλληλεπίδρασή τους μέσα στο πλαίσιο ευρύτερων κοινωνικών συστημάτων. Με λίγα λόγια, ο Θουκυδίδης σκόπιμα αντιπαρατέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, μέσα από ένα ευρύ φάσμα που εμείς σήμερα θα θεωρούσαμε λογοτεχνικά είδη – με αποτέλεσμα το έργο του να μη μπορεί να ταξινομηθεί με βάση ένα, καθιερωμένο ή υπό διαμόρφωση λογοτεχνικό πεδίο.[10]
Παρόλο που το κείμενο του Θουκυδίδη είναι περίτεχνο με τον δικό του τρόπο, πιστεύω ότι θα πρέπει να τον πάρουμε στα σοβαρά, όταν ο ίδιος προτείνει στο χωρίο 1.22.4 ότι η διαρκής αξία του κειμένου του (όπως και η υπεροχή του στο επίπεδο της σύγκρισης με άλλα λογοτεχνικά είδη) δεν εντοπίζεται στη λογοτεχνική έκφραση που προκαλεί ευχαρίστηση, αλλά στην ακρίβεια, τη διεισδυτικότητα και την πρακτική εφαρμογή της ανάλυσής του. Ο ισχυρισμός του Θουκυδίδη για τη διαρκή αξία του έργου του (δηλ. ως ενός κτήματος ἐς αἰί) βασίζεται σε δύο θεμελιώδεις αντιλήψεις: πρώτον, ότι ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσε (δηλ. η Αθήνα στα μέσα του 5ου αιώνα) ήταν κάτι νέο και εκ βάθρων διαφορετικό – και από την Αθήνα του παρελθόντος από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο· δεύτερον, ο Θουκυδίδης αναγνώρισε κόσμος της Αθήνας, παρά το γεγονός ότι είχε πολύ πρόσφατα διαμορφωθεί παρέμενε θεμελιωμένος σε αρχές ανθρώπινης ψυχολογίας οι οποίες διατηρούνταν σταθερές. Καμία από αυτές τις αντιλήψεις δεν ήταν πρωτότυπη, αλλά όπως θα υποστηρίξω, ο Θουκυδίδης ανέπτυξε αυτές τις θεμελιώδεις αντιλήψεις κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κατέστησε το έργο του ιδιαίτερα πρωτότυπο. Ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσει ο Θουκυδίδης αυτές τις δύο ιδέες καθιστά επίσης το έργο του ‘μοντέρνο’ προ του γράμματος. Δεν αποτελεί υπερβολή, εάν ισχυρισθεί κανείς ότι ο Θουκυδίδης είναι με πολλούς τρόπους ‘μοντέρνος’. Για μεγάλο χρονικό διάστημα διεκδίκησε τον τίτλο του πατέρα του μοντέρνου κλάδου της ‘επιστημονικής’ ιστορίας.[11] Εγώ όμως προτείνω ότι είναι μοντέρνος με μια έννοια η οποία είναι πολύ πιο συνολική και ταυτόχρονα πιο ενοχλητική για τη δική μας ακαδημαϊκή αντίληψη περί ορίων μεταξύ επιστημονικών κλάδων.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα αφιερώθηκαν πολλές κοινωνιολογικές και πολιτικές αναλύσεις στην εξήγηση των χαρακτηριστικών του ‘μοντέρνου’, προ- κειμένου να διαφοροποιηθούν οι ‘μοντέρνες’ από τις παραδοσιακές, προγενέστερες κοινωνίες. Ο Anthony Giddens εστιάζει σε τρεις παράγοντες: 1. τον διαχωρισμό του χρόνου και του χώρου (τον οποίο ονομάζει ‘αποστασιοποίηση’), 2. την ανάπτυξη ‘εκσφηνωτικών μηχανισμών’, που ‘ανασύρουν’ την κοινωνική δραστηριότητα από τοπικά συμφραζόμενα (συμπεριλαμβανομένης και της κρατικής διοίκησης) και 3- την οικειοποίηση της εξειδικευμένης γνώσης.[12] Αναγνωρίζοντας ότι παραμένουν πολλές σημαντικές διαφορές μεταξύ του Αθηναϊκού μοντερνισμού και του δικού μας (δηλ. όσον αφορά την οργάνωση της εργασίας και την κλίμακα της παγκοσμιοποίησης) ισχυρίζομαι ότι ο Θουκυδίδης είχε αναγνωρίσει κάτι συγγενές με κάθε έναν από τους τρεις ειδοποιούς παράγοντες του Giddens στην αρχαία Αθήνα του 5ου αιώνα, έτσι ώστε να νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για τον μοντερνισμό του Θουκυδίδη και τον μοντερνισμό της Αθήνας, όπου μεγάλωσε.
Δίχως να κρύβουμε τις διαφορές ή να λησμονούμε τις ειδοποιούς διαφορές του μοντερνισμού μας, μπορούμε να μάθουμε κάτι και για τον Θουκυδίδη και για την Αθήνα, αν αναγνωρίσουμε ότι η Αθήνα ήταν μοντέρνα με τους τρόπους με τους οποίους σύγχρονοι πολιτικοί και κοινωνικοί επιστήμονες έχουν προσδιορίσει τον όρο αυτό. Περαιτέρω, υιοθετώντας την αντίληψη του Giddens για την κοινωνική αλλαγή ως προϊόν μιας σχέσης μεταξύ γνωστών παραγόντων και κοινωνικών δομών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Θουκυδίδης έλαβε μέρος ενεργά στον εκμοντερνισμό της εποχής και του τόπου του: ο ιστορικός αναζήτησε με αυτοπεποίθηση τη γνώση τη σχετική με κοινωνικοπολιτικές δομές. Επίσης επιδίωξε συνειδητά να χρησιμοποιήσει τις ειδικές γνώσεις του σε μια σχέση αλληλεπίδρασης με αυτές τις δομές. Αυτό σημαίνει ότι η ανάλυσή του είχε διπλό σκοπό: αφενός να καταστήσει κατανοητά ορισμένα σημαντικά τμήματα της κοινωνικής δομής (στους αναγνώστες του, οι οποίοι ενημερώνονται διά του κειμένου του) και αφετέρου να προωθήσει την αλλαγή εντός του κοινωνικού συστήματος μέσω της εκούσιας δράσης ανάλογα μορφωμένων ανθρώπων που είναι μέλη αυτής της κοινωνικής δομής. Το κείμενό του, λοιπόν, είναι ένα είδος υπερ-τέχνης, αφού διδάσκει τις τεχνικές οι οποίες επιτρέπουν στα συστήματα και να γίνουν κατανοητά και να επηρεασθούν από αυτούς οι οποίοι έχουν καταστεί ειδικοί της ‘τέχνης’.
Εάν παρακολουθήσουμε τον ισχυρισμό του Giddens μέχρι τέλους, προκύπτει ότι, εφόσον οι δομές και τα συστήματα αποσταθεροποιούνται μέσω των ενεργειών προσώπων που έγιναν ‘θουκυδίδειοι ειδικοί σε τεχνικά ζητήματα’ (και εφόσον αυτά τα ειδικευμένα μέλη έχουν αυτά καθεαυτά αλλάξει μέσω της μόρφωσής τους μέσα σε εξελισσόμενες κοινωνικές δομές), το είδος της ειδικής γνώσης το οποίο θα ήταν δυνατόν να προσφέρει το κείμενο του Θουκυδίδη έχει πιθανόν καταστεί απαρχαιωμένο και με αυτόν τον τρόπο και ασήμαντο. Αυτό συμβαίνει διότι το σύστημα δεν είναι δυνατόν να παραμείνει σταθερό από τη στιγμή που έχει ενσωματώσει εξειδικευμένη γνώση για τον εαυτό του· στην περίπτωση αυτή είναι αναγκασμένο να διαμορφωθεί σε κάτι διαφορετικό από αυτό το οποίο ήταν, και κατά αυτόν τον τρόπο το παρελθόν καθίσταται ασυνεχές σε σχέση με το μέλλον. Ο Θουκυδίδης όμως σκεπτόταν προφανώς διαφορετικά: στην προγραμματική έκφραση των προθέσεών του δήλωσε σαφώς ότι το έργο του, περιγράφει ένα ιδιαίτερο παρελθόν και έτσι αποτελεί κτήμα όλων των εποχών (1.22.4). Μένει να δούμε εάν αυτός ο ισχυρισμός ερμηνεύεται καλύτερα ως ένα είδος οριοθέτησης (ένας όρος) του μοντερνισμού του Θουκυδίδη (και, σε αυτήν την περίπτωση, πού θα τοποθετηθεί αυτός ο όρος), ή εάν το κείμενο προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τα διδάγματά του θα καθιστούσαν έναν πολιτικό ικανό να εργασθεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο του κοινωνικού συστήματος, ακόμη και όταν αυτά τα συστήματα συνεχίζουν να εξελίσσονται μέσω της αλληλεπίδρασης με ενημερωμένους πολίτες.
Παράδοση και μοντερνισμός
Ως απάντηση στην ερώτηση του όλβιου Κροίσου της Λυδίας, ο Σόλων του Ηροδότου δηλώνει ότι κατά τη γνώμη του ο ευτυχέστερος άνθρωπος ο οποίος έζησε ποτέ ήταν ο Αθηναίος συμπολίτης του, ο Τέλλος, ο οποίος ‘καταγόταν από μια ευημερούσα πόλη και του οποίου οι γιοι ήταν καλοί τε κάγαθοί. Είδε τα παιδιά του όλα να αποκτούν παιδιά, τα οποία όλα επέζησαν. Η ζωή του ήταν ευτυχισμένη σύμφωνα με τα κριτήριά μας και ο θάνατός του ήταν ένδοξος: όταν οι Αθηναίοι πολεμούσαν τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, βοήθησε να νικήσουν τον εχθρό και πέθανε ένδοξα. Η Αθηναίοι τον κήδευσαν δημοσία δαπάνη στο σημείο όπου έπεσε και του απέδωσαν πολλές τιμές’ (Ηροδ. 1.30.4,5). Η διήγηση του Ηροδότου για την απάντηση του Σόλωνα στον Κροίσο είναι σκόπιμα αναδρομική και είναι δυνατόν να εκληφθεί ως προσδιορισμός ‘παραδοσιακών Ελληνικών κοινωνικών εθίμων.’ Κατά τον 5ο αιώνα οι περισσότεροι πολίτες των περισσότερων Ελληνικών πόλεων θα ήταν σε θέση, νομίζω, να αναγνωρίσουν τον ‘κόσμο του Τέλλου’, δηλ. το κοινωνικό σύστημα το οποίο υποστήριζε τις φιλοδοξίες και τις ενέργειές του, ενώ πολλοί θα προσυπέγραφαν το πρότυπο ζωής το οποίο περιγράφεται ως κάλλιστον από τον Σόλωνα του Ηροδότου. Μολονότι θα συμφωνούσαν ότι ελάχιστοι θα μπορούσαν να φθάσουν στο επίπεδο της ευτυχίας του Τέλλου, δεν θα υπήρχε τίποτα στις κοινότητές τους που να καθιστά αυτόν τον τρόπο ζωής μια παράλογη φιλοδοξία. Με αυτήν την έννοια είναι δυνατόν να ισχυρισθούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδος παρέμενε μάλλον ‘παραδοσιακό’ παρά ‘μοντέρνο’.[13]
Την εποχή κατά την οποία ο Θουκυδίδης μορφώθηκε κοινωνικά και με την οποία ασχολείται, δηλαδή την εποχή του Περικλή, του Κλέωνα και του Αλκιβιάδη, οι Αθηναίοι ίσως αναπολούσαν τον ‘κόσμο του Τέλλου’ με νοσταλγία, ζούσαν όμως τη ζωή τους σε συνθήκες που είχαν αλλάξει τον κόσμο εκ θεμελίων: ως διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας του Αιγαίου και του εκτεταμένου εμπορικού δικτύου στη Μεσόγειο, η Αθήνα ήταν μια πόλη ευημερούσα και δυνατή, που ξεπερνούσε ακόμη και τα πιο απίστευτα όνειρα του ηροδότειου Σόλωνα. Η τελευταία μάχη του Τέλλου ήταν μια παραμεθόρια αψιμαχία με τους Μεγαρείς, οι οποίοι ζούσαν στην επόμενη πεδιάδα μετά την Αθήνα. Στη νέα εποχή της αυτοκρατορίας ο πόλεμος δεν αφορούσε μόνο τις συνηθισμένες μάχες με γείτονες: οι πόλεμοι λάμβαναν χώρα σε απομακρυσμένα πεδία με ναυτικές δυνάμεις που δρούσαν σε στενή συνεργασία με τον στρατό ξηράς και σύμφωνα με περίπλοκα στρατηγικά σχέδια.[14] Οι φιλοδοξίες του Τέλλου για το μέλλον ήταν εξασφαλισμένες κατ’ αρχήν από την επιβίωση των ευγενικών παιδιών του και εγγονών του και τελικά από το επιτύμβιο μνημείο, το οποίο επιβεβαίωνε την προσωπική του δόξα. Ο νέος κόσμος της Αθήνας ενθάρρυνε τους πολίτες να φαντασθούν το μέλλον με όρους δόξας της πόλης τους. Οι Αθηναίοι πεσόντες του πολέμου κηδεύονταν μαζικά σε δημόσιο νεκροταφείο.[15] Ο Τέλλος ήταν σε θέση να πάρει αποφάσεις ζωής με σχετική αυτοπεποίθηση, βασιζόμενος στην προσωπική του επαγωγική γνώση σχετικά με το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Κατανοούσε τις κοινωνικές δομές οι οποίες καθόριζαν το μάλλον απλό κοινωνικοπολιτικό σύστημα στο οποίο ανήκε αυτός και η οικογένειά του. Οι Αθηναίοι της εποχής του Θουκυδίδη ζούσαν σε μια πολύ ευρύτερη και πολυπλοκότερη κοινωνία, στην οποία η πεποίθηση βάσει προσωπικής επαγωγικής γνώσης είχε αντικατασταθεί αναγκαστικά από υπολογισμούς της διαχείρισης των κινδύνων, υπολογισμούς που βασίζονταν σε ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σύστημα που ήταν ίσως αδύνατο να συλλάβει κανείς στο σύνολό του.[16] Αυτό ήταν το σύστημα και οι μηχανισμοί που ο Θουκυδίδης προσπάθησε να καταστήσει κατανοητούς στο κείμενό του.
Η μετάλλαξη της Αθήνας από τον κόσμο του Τέλλου στον κόσμο του Περικλή, από μια σχετικά απλή και παραδοσιακή σε μια πολύπλοκη και ‘μοντέρνα’ κοινωνία, ήταν εν πολλοίς παράγωγο της δημοκρατίας και της αυτοκρατορίας. Ο Ηρόδοτος είχε αναγνωρίσει ότι τα χρόνια μετά την πτώση της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών, το 510 π.Χ., η ελευθερία και η ισότητα, τα γνωρίσματα της δημοκρατίας, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της Αθηναϊκής στρατιωτικής δύναμης. Εν τω μεταξύ οι δημοκρατικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη οδήγησαν σε ένα νέο διοικητικό σύστημα. Συνδέοντας τοπικά κοινωνικά δίκτυα μεταξύ τους και δημιουργώντας έτσι ένα συνολικό δίκτυο, το σύστημα αυτό επέτρεψε στην Αθήνα να ξεπεράσει τα όρια της διακυβέρνησης που εξαρτάται από την προσωπική γνώση και που χαρακτηρίζει τις μικρές, ‘ατομικές’ κοινωνίες. Όταν το νέο διοικητικό σύστημα τέθηκε σε λειτουργία και καθώς οι Αθηναίοι άρχισαν να το γνωρίζουν, αντάλλαξαν εκούσια την παραδοσιακή τους πεποίθηση, τη βασιζομένη στην επαγωγική γνώση των ατόμων, με την πίστη στο ίδιο το σύστημα και στη δυνατότητά του να ελέγχει τους κινδύνους μέσω μηχανισμών ευθύνης και διαφάνειας. Το αποτέλεσμα ήταν μια υψηλής αποτελεσματικότητας διοίκηση, η οποία είχε τη δυνατότητα να λειτουργεί σε μια άγνωστη έως τότε κλίμακα και με πρωτοφανή ταχύτητα.[17] Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο κοινός χώρος της πόλης μεταμορφώθηκε ανάλογα: νέα κτήρια κτίστηκαν για δημόσιους σκοπούς εντός μιας σαφώς οριοθετημένης δημόσιας ζώνης, μια χωροταξικά καθορισμένη αγορά.[18] Ακόμη και η αντίληψη για τον χρόνο άλλαξε με ένα τυποποιημένο δημόσιο ημερολόγιο και με ιδιαίτερη προσοχή στον διαχωρισμό μεταξύ βραχυπρόθεσμου δημόσιου και νομικού χρόνου με τη χρήση μέσων που παρείχε η τεχνολογία.[19] Μετά την ήττα των Περσικών εισβολέων οι Αθηναίοι στράφηκαν σχεδόν αμέσως προς τη δημιουργία μιας ευρείας συμμαχίας, η οποία σύντομα, μέσω της αλληλεπίδρασης του Αθηναϊκού διοικητικού συστήματος με τη νέα αντίληψη του χωρόχρονου, κατέληξε σε Αθηναϊκή αυτοκρατορία.
Η ανάγκη ελέγχου της αυτοκρατορίας – από στρατιωτική, οικονομική και διοικητική άποψη – οδήγησε σε νεωτερισμούς, οι οποίοι αμφισβήτησαν περαιτέρω τις παραδοσιακές αντιλήψεις τις σχετικές με τον χρόνο και τον χώρο, την εθνικότητα και τον τόπο. Ένας στόλος από υπερσύγχρονα πολεμικά πλοία, τα οποία κινούνταν στο Αιγαίο με τρομακτική ταχύτητα, καταργούσε τις συμβατικές αντιλήψεις σχετικά με τη δύναμη και την απόσταση. Ο ρυθμός της ζωής επιταχύνθηκε δραματικά: οι αποφάσεις της πόλης και οι πειραματικές πολιτικές αναπτύσσονταν γρηγορότερα από ό, τι οι προσκολλημένοι στην παράδοση θα ήταν δυνατόν να φαντασθούν. Η ιδιοκτησία και η παραμονή στον ίδιο τόπο δεν αποτελούσαν πλέον σταθερές δομές, οι οποίες θεμελίωναν τις ζωές των ατόμων: πολλοί Αθηναίοι πολίτες περνούσαν ένα μέρος της ζωής τους στο ‘εξωτερικό’, ως κληρούχοι ή ως φρουρά ή ελέγχοντας σημαντικές ξένες περιουσίες ή έχοντας αναμειχθεί σε υπερπόντιες εμπορικές επιχειρήσεις. Το Αθηναϊκό σύστημα των λαϊκών δικαστηρίων ανέλαβε νέα καθήκοντα ελέγχου της αυτοκρατορίας, έτσι ώστε οι έως τότε τοπικές δικαστικές διαφορές μεταφέρονταν πλέον στην Αθήνα και κρίνονταν στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Τυποποιημένα νομίσματα της αυτοκρατορίας δημιούργησαν επανάσταση στη χρήση του χρήματος ως συμβόλου μέτρησης της αξίας, ενώ η ανάπτυξη πιστωτικών συστημάτων επέτρεψε τον μερικό απεγκλωβισμό της οικονομίας από τις παραδοσιακές της κοινωνικές σχέσεις.[20] Η διατήρηση αρχείων προοδευτικά τυποποιήθηκε και η πρόσβαση σε αυτά έγινε δημόσια.[21]
Η νέα Αθήνα δημιούργησε επανάσταση στον τρόπο σκέψης για την ισχύ και τη δράση: νεωτεριστικές μορφές δύναμης, πολιτικής και στρατιωτικής, αναπτύχτηκαν πολύ γρήγορα με απρόβλεπτο εκ των προτέρων ρυθμό. Η κοινωνική και η πολιτική ζωή εμπλουτίστηκε πολλαπλά με νέους και εκπληκτικούς τρόπους. Παντού υπήρχε μια αυξημένη αυτοπεποίθηση σχετικά με τον ρόλο της συνειδητής ανθρώπινης δραστηριότητας ως πηγής όλων των σχετικών με τους ανθρώπους φαινομένων. Την ίδια στιγμή, η αυξημένη πολυπλοκότητα του συστήματος φαινομενικά καθιστούσε απίθανο τον έλεγχό τους από ένα μεμονωμένο άτομο.[22] Στη θέση ενός ατόμου που ήλεγχε το πολύπλοκο αυτό σύστημα υπήρχε ένα δίκτυο γνώσεων, ειδικών και ερασιτεχνικών. Οι ειδικές γνώσεις (π.χ. γραμματέων σε δικαστικές επιτροπές) ήταν συνυφασμένες με την πολιτική πρακτική ερασιτεχνών (π.χ. των διά του κλήρου εκλεγμένων δικαστών). Παράλληλα, αυτοανακηρυχθέντες ειδικοί διαφόρων ειδών επωφελούς κοινωνικής γνώσης (συμπεριλαμβανομένων των σοφιστών) προέβαλαν ενεργά τις ειδικές τους γνώσεις ως ένα προϊόν που θα ήταν δυνατόν να ανταλλαχθεί και να αναπαραχθεί μέσα από λογικές διαδικασίες εκμάθησης. Η συλλογική αλληλεπίδραση αυτών των τυποποιημένων μορφών κοινωνικής γνώσης ενεργοποιούσε συνεχώς καινούριες κοινωνικές αλλαγές.
Μπροστά σε αυτόν τον πρωτοφανή Αθηναϊκό νεωτερισμό, το μέλλον δεν ήταν προβλέψιμο, η πίστη όμως στο σύστημα επέτρεπε στα άτομα να υπολογίζουν τους κινδύνους και έτσι να λαμβάνουν ενεργά μέρος στη νέα τάξη πραγμάτων. Ήταν όμως το σύστημα καθεαυτό αρκετά σταθερό, ώστε να είναι άξιο εμπιστοσύνης; Ήταν οι αντιφάσεις και οι εντάσεις των Αθηναίων, ο ασταμάτητος νεωτερισμός, ο αναιδής προσανατολισμός τους προς το μέλλον, πηγές δύναμης ή αδυναμίας; Αυτό το περίεργο, νέο φαινόμενο θα αποδεικνυόταν μια ασυγκράτητη δύναμη, η οποία θα κατέστρεφε τις παραδοσιακές κοινότητες ολοσχερώς οδηγώντας τις στον θάνατο; Ή ήταν ένα ανέκδοτο ιστορικού απροόπτου, μια ανωμαλία καταδικασμένη σε γρήγορη εξαφάνιση; Θα ήταν δυνατόν να συνυπάρξει μέσα στον χρόνο με παραδοσιακές κοινωνίες, οι οποίες εκτιμούσαν περισσότερο τη σταθερότητα και τη συνέχεια παρά τον νεωτερισμό και την αλλαγή; Αυτού του είδους ήταν τα ερωτήματα τα οποία έθεσε ο Θουκυδίδης, με σκοπό να τα απαντήσει για τους αναγνώστες του.
Δυναμικά συστήματα και συγκρούσεις
Στα δύο επόμενα κεφάλαια θα διηγηθώ μια ιστορία για το πώς ο Θουκυδίδης, ο οποίος μεγάλωσε στον ‘κόσμο του Περικλή’, τον οποίο περιέγραψα προηγουμένως, κατέληξε να εφεύρει την πολιτική επιστήμη, αναλύοντας αυτόν τον κόσμο και τη σχέση του με την παραδοσιακή Ελλάδα. Είναι βέβαια αδύνατο να ανακαλύψουμε τα ίχνη, την πραγματική σειρά και εξέλιξη των σκέψεων του Θουκυδίδη· δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τη στιγμή κατά την οποία ξεκίνησε και ανέπτυξε τις ιδέες και τις αντιλήψεις που τελικά κατέληξαν στην παραγωγή του κειμένου, που έχουμε εμείς μπροστά μας. Έτσι το προτεινόμενο εξελικτικό σχήμα πρέπει να το δούμε περισσότερο ως ένα εργαλείο έρευνας παρά ως μια υπόθεση την οποία πρέπει οπωσδήποτε να υπερασπισθεί κανείς. Παρ’ όλα ταύτα δεν μου φαίνεται σημαντικό το ζήτημα της σειράς με την οποία ο Θουκυδίδης ανέπτυξε τις σκέψεις του. Αυτό το οποίο είναι σημαντικό είναι να προσδιορίσουμε τα διαφορετικά πνευματικά στοιχεία, χωρίς τα οποία το κείμενο δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει, όπως και τη σχέση αυτών των στοιχείων μεταξύ τους.
Τα θεμέλια του κειμένου του Θουκυδίδη εντοπίζονται, πρώτον, σε δύο βασικές ιδέες: αφενός ότι η ανθρώπινη ψυχολογία ήταν (λιγότερο ή περισσότερο) σταθερή, αφετέρου ότι η δημοκρατική Αθήνα, η Αθήνα του Περικλή και των άλλων ήταν ουσιαστικά κάτι νέο και με αυτόν τον τρόπο αντιπροσώπευε μια σημαντική ρήξη με την παραδοσιακή Ελλάδα και τις μορφές της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης τις οποίες έχουμε ονομάσει ‘τον κόσμο του Τέλλου’. Δεν χρειάζεται να υποθέσουμε ότι αμφότερες αυτές οι βασικές ιδέες ήταν αυθεντικές, δηλ. ότι ανήκαν στον ίδιο τον Θουκυδίδη. Η σκέψη ότι η ανθρώπινη φύση είναι αρκετά σταθερή αποτελούσε κεντρικό στοιχείο της σοφιστικής διδασκαλίας στα μέσα του 5ου αιώνα. Η πραγματεία του ψευδο-Ξενοφώντα και οι κωμωδίες του Αριστοφάνη (μεταξύ άλλων) δείχνουν ότι είχε γίνει πλέον κοινός τόπος, τουλάχιστον στους πνευματικούς κύκλους, να υποστηρίζεται ότι ‘η νέα Αθήνα ήταν διαφορετική’ σε σύγκριση με τους θεσμούς και τις πρακτικές των παραδοσιακών Ελληνικών πόλεων. Βεβαίως ο Θουκυδίδης ίσως βασίζεται κατά το μάλλον ή ήττον στους προκατόχους του όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο εισάγει τους αναγνώστες του στη ‘νέα και διαφορετική Αθήνα’. Ο Ξενοφών υιοθετεί τη λογοτεχνική έπαρση της γνώσης εκ των έσω, εξηγώντας σε έναν αφελή και δύσπιστο, μη Αθηναίο αναγνώστη την έκταση και την ιδιαιτερότητα της Αθηναϊκής διαφοράς. Έτσι, οι Κορίνθιοι του Θουκυδίδη (1.68-71 αναλαμβάνουν τον ρόλο των ειδικών, οι οποίοι γνωρίζουν, ενώ προσπαθούν νά εξηγήσουν σε ένα, προφανώς αφελές και κατ’ αρχήν δύσπιστο κοινό Σπαρτιατών τι ακριβώς είναι νέο και διαφορετικό στην Αθήνα.
Οι Κορίνθιοι του Θουκυδίδη συγκρίνουν τους ‘μοντέρνους Αθηναίους’ με τους ‘παραδοσιακούς Σπαρτιάτες’. Οι δύο κοινωνίες παρουσιάζονται ως εκ διαμέτρου διαφορετικές, μια άποψη που βασίζεται σε δύο κριτήρια: η Αθήνα ενεργούσε με ταχύτητα, ενώ η Σπάρτη με καθυστέρηση, η Αθήνα ήταν τεχνολογικά νεωτερίζουσα, ενώ η Σπάρτη πλήρως συμβατική, η Αθήνα αναζητούσε τον κίνδυνο, ενώ η Σπάρτη τον απέφευγε κτλ. Η αντιπαράθεση της μοντέρνας Αθήνας με την παραδοσιακή Σπάρτη εξαντλείται στο κείμενο του Θουκυδίδη στους λόγους του Αρχίδαμου και του Περικλή με ορισμένες επιπλέον λεπτομέρειες: το Αθηναϊκό ναυτικό αντιπαρατίθεται προς τον Σπαρτιατικό στρατό, ενώ οι οικονομικοί πόροι των Αθηνών αντιπαραβάλλονται με την απουσία χρημάτων στην περίπτωση της Σπάρτης, ο ευμετάβλητος χαρακτήρας των Αθηναίων συγκρίνεται με τη Σπαρτιατική σταθερότητα. Υπάρχουν πολλές αιτίες οι οποίες είναι δυνατόν να οδήγησαν τον Θουκυδίδη να συγγράψει αυτό το κείμενο, αφού η αντιπαράθεση της Αθήνας με τη Σπάρτη ήταν ένας καθιερωμένος τόπος πνευματικών και πολιτικών συζητήσεων. Πολλά μάλιστα από τα στοιχεία στα οποία δίνουν έμφαση οι ομιλητές του Θουκυδίδη ως θεμελιώδη στοιχεία του Αθηναϊκού μοντερνισμού είναι καθιερωμένα θέματα μεταξύ των συγγραφέων του 5ου αιώνα. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ο Θουκυδίδης πρωτοτυπεί απαριθμώντας τα. Τελικά, η σχέση μεταξύ της δημοκρατίας ως πολιτικής μορφής με τα περισσότερο προφανή στοιχεία του Αθηναϊκού μοντερνισμού ήταν καθιερωμένη και δεδομένη. Ποια λοιπόν είναι η αυθεντική συμβολή του Θουκυδίδη;
Έχοντας συλλάβει τα καθιερωμένα θέματα του 5ου αιώνα σχετικά με αυτό που ονομάζω Αθηναϊκό μοντερνισμό και τους τρόπους με τους οποίους αυτός βρισκόταν σε αντίθεση με τη Σπαρτιατική προσκόλληση στις παραδόσεις, η πρώτη ουσιαστικά ριζοσπαστική παρέμβαση του Θουκυδίδη ήταν να αναγνωρίσει ότι αυτή η αντίθεση δεν ήταν ένα στατικό ‘στοιχείο για τον κόσμο’[23]. Ήταν περισσότερο η κινητήρια δύναμη μιας μακρόχρονης (εικοσιπενταετούς) και καταστρεπτικής περιόδου ένοπλης διένεξης μεταξύ δύο μεγάλων, αλλά πολύ διαφορετικών δυνάμεων. Αυτή η διένεξη κυριάρχησε στη ζωή του Θουκυδίδη και ήταν βεβαίως το αντικείμενο του έργου του.
Η αντίληψη του Θουκυδίδη για την καταστρεπτική δυναμική την οποία συνεπάγεται η αντιπαράθεση μεταξύ του μοντερνισμού και της προσκόλλησης στις παραδόσεις εκφράζεται χωρίς περιστροφές σε ένα πολύ γνωστό χωρίο του κειμένου (1.23.6), όπου ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι η ‘αληθινή αιτία’ της σύγκρουσης ήταν ο φόβος των Σπαρτιατών απέναντι στην ανάπτυξη της Αθηναϊκής δύναμης. Έτσι οι Σπαρτιάτες άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η εικόνα, που παρουσιάζουν οι Κορίνθιοι στον Θουκυδίδη, ήταν αληθινή. Και κάτι περισσότερο: άρχισαν να αποδέχονται την εγκυρότητα των όσων ισχυρίζονταν οι Κορίνθιοι. Ο Αθηναϊκός μοντερνισμός με λίγα λόγια θα υπερτερούσε, αν δεν εμποδιζόταν, τελικά όλων των παραδοσιακών μορφών της Ελληνικής κοινότητας. Οι Κορίνθιοι του Θουκυδίδη εξηγούν ότι η λογική του Αθηναϊκού μοντερνισμού ήταν δυναμικά επεκτατική. Τη στιγμή που ο δυναμικός επεκτατισμός έγινε αντιληπτός από τη Σπάρτη ως δυνητικά μοιραίος για την επιβίωση της Σπάρτης ο πόλεμος έγινε αναπόφευκτος. Συνοπτικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Θουκυδίδης ξεκινώντας από μια στατική σύλληψη των ‘μοντέρνων Αθηνών και της παραδοσιακής Σπάρτης’ την ανέπτυξε δημιουργώντας ένα δυναμικό μοντέλο, ικανό να εξηγήσει τις υποκείμενες αιτίες μεγάλων ιστορικών γεγονότων· μάλιστα το έκανε αυτό, χωρίς να καταφύγει σε παράγοντες άλλους εκτός των ανθρώπινων. Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι ο μεγάλος πόλεμος ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της παρέκκλισης της Αθήνας ως κοινωνικοπολιτικού συστήματος από τις παραδοσιακές μορφές της ελληνικής κοινότητας, αλλά και του φόβου, τον οποίο αυτή η παρέκκλιση προκαλούσε στην υπερπαραδοσιακή Σπάρτη.
Έχοντας διαγνώσει τον δυναμισμό της αντίθεσης της Αθήνας με τη Σπάρτη, ο Θουκυδίδης συνειδητοποιεί κατόπιν ότι αυτή η αντιπαλότητα θα είναι έντονη και διαρκής: κάθε πλευρά διέθετε ουσιαστικά, αν και πολύ διαφορετικά, πλεονεκτήματα – πολιτικά, δημογραφικά και υλικά. Αυτά τα πλεονεκτήματα θα επέτρεπαν και στις δύο πλευρές να συνεχίσουν να μάχονται παρά τις δυσάρεστες εκπλήξεις, τις κατά τα φαινόμενα καταστροφικές απώλειες, τις παλινδρομήσεις, οι οποίες κανονικά θα ανάγκαζαν άλλες κοινότητες να αναστείλουν τις εχθροπραξίες. Για αυτόν τον λόγο ο πόλεμος μπορούσε να εξαπλωθεί και γεωγραφικά και χρονικά· διέφερε ριζικά από την ‘εποχή των εκστρατειών εναντίον γειτόνων’, της αντιπαράθεσης μεταξύ πόλεων στον ‘κόσμο του Τέλλου’, και υπερέβαινε ακόμη και τους μυθικούς πολέμους των Ομηρικών επών. Ο νέος πόλεμος ήταν μια τεράστια σύγκρουση, η οποία διαδραματιζόταν σε πολλά θέατρα μαχών και καμιά φορά γινόταν μέσω αντιπροσώπων. Φαινομενικά διαλείμματα κατά τις εχθροπραξίες δεν συνιστούσαν εποχές πραγματικής ειρήνης, αλλά μόνον άλλες μορφές της συνεχιζομένης αντιπαλότητας. Αυτό συνέβαινε διότι οι Σπαρτιάτες αναγνώριζαν και φοβούνταν τις συνέπειες του Αθηναϊκού μοντερνισμού: εφόσον η Αθήνα παρέμενε μοντέρνα (και επομένως δυναμικά επεκτατική) και η Σπάρτη παρέμενε παραδοσιακή (και επομένως βέβαιο θύμα του ανεξέλεγκτου Αθηναϊκού επεκτατισμού), δεν υπήρχε κανένα πραγματικό έδαφος για ειρήνη. Η αναγνώριση από τον Θουκυδίδη της δυναμικής φύσης της αντίθεσης της Αθήνας με την Σπάρτη και του εύρους αυτής της αντίθεσης ήταν επομένως η πηγή τόσο του προγραμματικού ισχυρισμού ότι ο πόλεμος θα ήταν σημαντικός (1.1.1) όσο και της εκ των υστέρων άποψης ότι η σύγκρουση αποτέλεσε έναν μοναδικό πόλεμο που διήρκεσε 27 έτη (5-26).
Ο Θουκυδίδης στη συνέχεια αναγνώρισε ότι η έντονη αντίθεση μεταξύ του δημοκρατικού μοντερνισμού και της ολιγαρχικής προσκόλλησης στην παράδοση προκαλούσε αντιπαραθέσεις εντός των Ελληνικών κρατών. Επομένως, με όρους που αφορούν την έννοια του χώρου, ο πόλεμος λάμβανε χώρα εσωτερικά, με τη μορφή στάσεων, και συγχρόνως εξωτερικά μεταξύ πολιτικών κοινοτήτων και ομάδων των κοινοτήτων αυτών. Το εκτεταμένο θέατρο του πολέμου συνοδευόταν για αυτόν τον λόγο από μια έντονη αντίθεση, η οποία έφερε τον πόλεμο εντός των τειχών της πόλης ακόμη και εντός των τοίχων ενός σπιτιού. Η αντίθεση μεταξύ μοντερνισμού και εμμονής στην παράδοση παρήγαγε με αυτόν τον τρόπο κοινωνικοπολιτικές παθολογίες, οι οποίες αποδείχθηκαν ικανές να μολύνουν και τελικά να καταστρέψουν τις κοινότητες της πόλεως. Το γεγονός ότι η σύγκρουση ήταν αγώνας δύο αντίπαλων πολιτικών συστημάτων (της δημοκρατίας και ολιγαρχίας) προσέφερε σε διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές ομάδες (τους πλούσιους και τους φτωχούς) εντός μια δεδομένης πόλης την ευκαιρία να ταυτίσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους με πολύ ευρύτερες διαδικασίες, με πολύπλοκα συστήματα (που είχαν τη μορφή της Αθηναϊκής και Σπαρτιατικής συμμαχίας) και να υποστηρίξουν, με διαφορετικό τρόπο, τον μοντερνισμό και την παράδοση. Και αυτή η τάση της ταύτισης περισσότερο με εξωτερικές διαδικασίες και συστήματα που αποσταθεροποιούν παρά με ‘το κοινό καλό της ενωμένης τοπικής πολιτικής κοινότητας’ σήμαινε ότι τα τοπικά συμφέροντα και αξίες απαγκιστρώθηκαν από τις τοπικές συνήθειες και πρακτικές της μολυσμένης κοινότητας.
Ως αποτέλεσμα η γλώσσα με την οποία περιγράφονταν οι αξίες και τα συμφέροντα ήταν ελεύθερη από τους γνωστούς περιορισμούς που επέβαλαν η πρακτική και η συνήθεια. Τη θέση των τοπικών και θεμελιωμένων στην πράξη ορισμών άρχισε τώρα να καταλαμβάνει το είδος των χαλαρά αφηρημένων διατυπώσεων που συνδέουμε με τους σοφιστές και αφορούσε τους ανθρώπινους υπολογισμούς και ενέργειες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε ένα είδος αρνητικής αντανάκλασης μεταξύ μιας σοφιστικής και λειτουργικής ‘πολιτικής τέχνης’ και της διάλυσης των μέχρι τότε σταθερών κοινωνικών δομών. Ο Θουκυδίδης προβάλλει την Κέρκυρα ως μια περίπτωση βάσει της οποίας μπορεί να μελετηθεί αυτή η διαδικασία αποσύνθεσης, υπογραμμίζοντας όμως τον γενικό χαρακτήρα της: η στάσις, η οποία γεννήθηκε από την αντιπαράθεση του μοντέρνου με το παραδοσιακό, τυραννούσε τις κοινότητες παντού στον Ελληνικό κόσμο. Οι συμμετέχοντες σε στάσεις που έλαβαν χώρα αργότερα, σημειώνει, χρησιμοποιούσαν αντανακλαστικά γνώσεις που προέρχονταν από γεγονότα τα οποία είχαν λάβει χώρα αλλού, με σκοπό να εφεύρουν νέες μορφές βαρβαρότητας (3.82). Έτσι, η σύγκρουση μεταξύ του Αθηναϊκού μοντερνισμού και της Σπαρτιατικής προσκόλλησης στην παράδοση αποτελούσε μέρος της κατάρρευσης αυτού που ο Θουκυδίδης, οδυνηρά και χαρακτηριστικά, περιγράφει ως την ‘αρχαία λιτότητα’ (εὔηθες) (3·83)·[24]
Το φαινόμενο της στάσεως αποκάλυψε μια άλλη αλληλεπίδραση μεταξύ του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, το οποίο χαρακτηρίζει μια δεδομένη κοινότητα (και τα ηθικά και πολιτιστικά θεμέλιά της), και των αναγκών της ανθρώπινης φύσης. Η αναλογία μεταξύ πόλης και ψυχής, και κατά συνέπεια μεταξύ ενδοκοινοτικής αντιπαράθεσης και παθολογίας της ηθικής ψυχολογίας, θα αναπτυχθεί πλήρως από τον νεότερο σύγχρονο του Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα (ειδικά στην Πολιτεία). Ο Θουκυδίδης ο ίδιος όμως σημείωσε αξιοπρόσεκτη πρόοδο όσον αφορά την κατανόηση τρόπων με τους οποίους οι εσωτερικές διαμάχες στις πόλεις αποκαλύπτουν αλήθειες σχετικά με θεμελιώδεις αρχές της ανθρώπινης ψυχολογίας. Ο Θουκυδίδης πίστευε ότι η στάσις υποσκάπτει τις κοινωνικές δομές, οι οποίες κανονικά περιορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων. Απελευθερωμένοι από τους περιορισμούς των κοινωνικών δομών, οι άνθρωποι τείνουν εκ φύσεως να φέρονται εγωιστικά. Αυτό σημαίνει, ότι προσπαθούν να προωθήσουν περισσότερο τα δικά τους συμφέροντα σε ανταγωνισμό με άλλους παρά να συνεργασθούν με άλλους, διαφορετικούς ανθρώπους σε κοινά έργα. Αυτή η τάση προς την αυτοπροβολή συνετέλεσε στον μαρασμό των υφιστάμενων κοινωνικών δομών και κατ’ αυτόν τον τρόπο και του ίδιου του πολιτισμού. Το προσωπικό συμφέρον δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλίσει μια εναλλακτική ‘φυσική’ δομή (με μορφή ελευθεριάζουσας ουτοπίας), διότι οι εγωιστικές πράξεις των ανθρώπων θα καθοδηγούνταν από μια μοιραία επαγωγική γνώση των πολύπλοκων παραμέτρων οι οποίες συνέβαλαν στα πραγματικά συμφέροντά τους. Έτσι οι ενέργειές τους δεν οδηγούσαν στην προώθηση των συμφερόντων τους. Το προσωπικό συμφέρον, όταν δεν θα βασίζεται σε πραγματική γνώση, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί λογικό. Ένα ταχέως φθίνον κοινωνικό σύστημα ήταν εξ ορισμού ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ανθρώπινο περιβάλλον, όπου δήθεν λογικές (αλλά ουσιαστικά παράλογες) επιλογές είχαν καταστρεπτικές συνέπειες όταν οι συνθήκες άλλαζαν με χαοτικό και απρόβλεπτο τρόπο.
Η σημαντικότερη περίπτωση διακοινοτικής διένεξης που εξετάζει ο Θουκυδίδης είναι η στάσις που κατέστρεψε την κάποτε ευημερούσα πόλη της Κέρκυρας. Όλες όμως οι κοινότητες ήταν δυνατόν να πληγούν από την υποχώρηση του έλλογου στοιχείου στην ανθρώπινη φύση, όταν η κοινωνική δομή αποσαθρώνεται: η εγγενής ανθρώπινη ροπή προς τον εγωισμό ήταν ένας παράγοντας που συνετέλεσε στη χαοτική συμπεριφορά των Αθηναίων κατά την έξαρση του λοιμού και κατά την Αθηναϊκή στάση του 411. Και όμως η περίπτωση των Αθηναίων δείχνει επίσης ότι η κοινωνική παθολογία δεν είναι αναγκαστικά μοιραία: η Αθήνα διατήρησε την ικανότητα να ενεργεί συνεκτικά ως κοινότητα σε όλη την περίοδο του λοιμού και ανένηψε από την επαναστατική περίοδο του 411. Σε αντίθεση με αυτό που μερικοί σοφιστές προφανώς δίδασκαν στους μαθητές τους η κατανόηση της ψυχολογικής βάσης των ανθρώπινων ενεργειών δεν ήταν αυτή καθεαυτή επαρκής, ώστε να επιτρέπει σε έναν παράγοντα να παρεμβαίνει αποτελεσματικά σε ένα δεδομένο κοινωνικό σύστημα: το κείμενο του Θουκυδίδη δείχνει ότι η εκάστοτε πολιτική συμπεριφορά ήταν πολύ πιο περίπλοκη και ποικίλη από μια απλώς ‘εγωιστική ανθρώπινη φύση’. Η απλή συνειδητοποίηση ότι τα ανθρώπινα όντα τείνουν να επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον ήταν μόνο ένα μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικοπολιτικής εξίσωσης.
Δημοκρατία και δύναμη
Ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι κατά την έναρξη των εχθροπραξιών οι Σπαρτιάτες και ενδεχομένως πολλοί άλλοι Έλληνες (2.8.4-5) ανέμεναν ο πόλεμος να είναι μια σχετικά βραχύχρονη υπόθεση, η οποία θα τελείωνε με τη νίκη της Σπάρτης. Αυτή η προσδοκία βασιζόταν σε εικασίες που στηρίζονταν σε περιορισμένες ιστορικές γνώσεις και πολιτικά συστήματα. Είχαν αναγνωρίσει ότι η Αθήνα είχε γίνει πολύ ισχυρή κατά τις δεκαετίες μετά τους Περσικούς Πολέμους, ενώ το εγγενώς ευμετάβλητο δημοκρατικό σύστημα των Αθήνας δεν θεωρούνταν ακόμη ισάξιος αντίπαλος της Σπάρτης, της οποίας η πολιτειακή σταθερότητα προκαλούσε δέος. Οι σημαντικότερες εκστρατείες των μέσων του 5ου αιώνα είχαν δημιουργήσει ένα αποφασιστικό προηγούμενο: όταν η Σπάρτη πολεμούσε, η Αθήνα τελικά αναγκαζόταν να εκλιπαρήσει για ειρήνη. Για να εξηγηθεί πώς και για ποιον λόγο ο ‘εικοσιεπτάχρονος πόλεμος’ διέψευσε τις γεμάτες αυτοπεποίθηση προβλέψεις των έμπειρων παρατηρητών και κατέρριψε τα παγιωμένα τοπικά και χρονικά όρια των συγκρούσεων μεταξύ ελληνικών πόλεων, ο Θουκυδίδης έπρεπε να κάνει κάτι περισσότερο από το να περιγράψει πάλι τα αυτονόητα και επιφανειακά χαρακτηριστικά του Αθηναϊκού μοντερνισμού (ταχύτητα, νεωτερισμός, ανάληψη ριψοκίνδυνων πρωτοβουλιών, κτλ.). Έπρεπε να διερευνήσει τη φύση της Αθηναϊκής δύναμης και τη σχέση της και με τη δημοκρατική πολιτική τάξη και με την ανθρώπινη ψυχολογία. Αυτό μας οδηγεί στο επίκεντρο του σχεδίου του Θουκυδίδη και στη διανοητική του πρωτοτυπία.
Οι Κορίνθιοι του Θουκυδίδη εκφράζουν κάτι το οποίο ήταν πιθανώς η τυπική εκτίμηση των Ελλήνων, όταν υπαινίσσονται ότι οι ορατές εκδηλώσεις της Αθηναϊκής υπεροχής (και ιδιαιτερότητας) ήταν απλώς ένα γεγονός που οφειλόταν στον εγγενή ‘εθνικό χαρακτήρα’. Δεν έδειξαν ενδιαφέρον να ερευνήσουν, πώς αυτός ο χαρακτήρας αναδύθηκε στην πορεία μιας συγκεκριμένης εθνικής ιστορίας και πώς αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε μέσα από διάφορους πολιτικούς θεσμούς και πολιτιστικές συνήθειες. Αντίθετα, το κείμενο του Θουκυδίδη, τόσο τα αναλυτικά του μέρη, τα οποία προηγούνται των χαρακτηρισμών των Κορινθίων, όσο και τα αφηγητικά, τα οποία ακολουθούν, παρέχει στον αναγνώστη μια βαθειά και λεπτομερή εξήγηση της προέλευσης και ζωτικότητας του Αθηναϊκού ‘εθνικού χαρακτήρα’, ο οποίος ήταν διαφορετικός από τους άλλους Έλληνες και ο οποίος κατ’ εξοχήν οδηγούσε στον επεκτατισμό.
Ο αναγνώστης του Θουκυδίδη (όπως προβάλλεται στο Σπαρτιατικό ακροατήριο των Κορινθίων) μαθαίνει ότι ο δυναμικός επεκτατισμός των Αθηναίων γίνεται κατανοητός αρχικά με όρους τελειοποίησης της τεχνολογίας της δύναμης. Στην επονομαζόμενη Αρχαιολογία ο Θουκυδίδης εκθέτει τις συνθήκες οι οποίες περιόριζαν την ισχύ των αρχαϊκών Ελληνικών κοινωνιών. Λόγω της εσωτερικής διχόνοιας και της ενδημικής παρουσίας πειρατών οι πρώτες Ελληνικές κοινότητες δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσουν τις τρεις αναγκαίες προϋποθέσεις της δύναμης. Η πρώτη εξ αυτών ήταν χρήματα για επενδύσεις σε πολυδάπανα έργα. Η επόμενη ήταν ασφαλή τείχη, ικανά να αποτρέψουν απόπειρες να λεηλατηθούν τα αποθέματα κεφαλαίου. Η τρίτη ήταν ένα ναυτικό διά του οποίου η δύναμη θα ήταν ικανή να επεκταθεί γρήγορα και σε απόσταση, χωρίς να υποστεί φθορά λόγω της απόστασης, με σκοπό την άντληση χρημάτων από πιο αδύναμες κοινότητες. Αυτή η ‘υλική τριάδα’ χρημάτων, τειχών και πλοίων ήταν αυτομάτως συνδεδεμένη με τη γνώση αυτού το οποίο θα ονομάζαμε την ‘ιδεολογική τριάδα’ της αυτοκρατορίας (ἀρχή), ασφάλειας (ἀσφάλεια) και επεκτατική δύναμη (δύναμις). Παλαιότερες Ελληνικές δυνάμεις (π.χ. ο Μίνως στην Κρήτη) είχαν αναπτύξει εντυπωσιακές, ακόμη όμως στοιχειώδεις, εκδοχές αυτού του διπλού (υλικού/ιδεολογικού) τριγώνου. Απέμεινε λοιπόν στους Αθηναίους του 5ου αιώνα να καταστήσουν το σύστημα σχεδόν τέλειο. Οι εσωτερικοί μηχανισμοί αυτής της τεχνολογίας της δύναμης εξηγούνται περαιτέρω στον αναγνώστη στους τρεις λόγους του Περικλή -τον Επιτάφιο και τους δύο λόγους προς την Αθηναϊκή εκκλησία – δήμου.[25]
Η τελειοποιημένη τεχνολογία της δύναμης επέτρεπε, ίσως και να επέβαλλε την επεκτατική ανάπτυξη. Η ιδεολογική γνώση επέτρεπε στα υλικά στοιχεία να χρησιμοποιούνται πιο αποτελεσματικά και η αντανάκλαση από τη χρήση τους παρήγαγε βαθύτερη ιδεολογική κατανόηση. Επειδή ήταν δυναμικά ανακλαστική στις λειτουργίες της, η τεχνολογία οδηγούσε στην ανάπτυξη χω; προφανή όρια: μεγαλύτερα κεφάλαια προσέφεραν βελτίωση της εσωτερικής δομής, η οποία με τη σειρά της ενίσχυε την ασφάλεια. Αυτό σήμαινε μια αυί μένη δυνατότητα στο να αποστέλλεται μεγαλύτερη δύναμη ταχύτερα και πιο μεγάλες αποστάσεις. Και αυτό πάλι με τη σειρά του απέφερε περισσότερο κεφάλαιο. Και τα λοιπά – ενδεχομένως, όπως φαινόταν, επ’ άπειρον. Μολονότι καθένα από αυτά τα υλικά στοιχεία (χρήματα, τείχη, πλοία) ήταν σαφές η αντανακλαστική τεχνολογία της δύναμης, η οποία υποστήριζε την Αθηναϊκή ανάπτυξη, ήταν υπερβολικά δύσκολο να γίνει αντιληπτή στο σύνολό της – Περικλής του Θουκυδίδη την περιγράφει ως ένα είδος ‘μυστικού’ σε έναν λόγο προς στην εκκλησία του δήμου (2.62). Επιπλέον, το μυστικό δεν αποκαλύπτεται εντελώς, ακόμα και αν ομολογείται η ύπαρξή του – ο Περικλής στρέφει την προσοχή του στη ναυτική δύναμη. Είναι απίθανο ένας ακροατής, ο οποί άκουσε μόνον τους τρεις λόγους του Περικλή, όπως μας τους μεταφέρει ο Θουκυδίδης (ή σε παρόμοια μορφή), να είναι σε θέση να συλλάβει επακριβώς – πολύπλοκο σύστημα το οποίο συνέδεε την τεχνολογία της δύναμης με την ανάπτυξη της αυτοκρατορίας.
Σε ορισμένα σημεία, προφανέστερα στη συζήτηση για τη Σικελική εκστρατεία, ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι είχαν ιδιαιτέρως περιορισμένη γνώση του συστήματος της δύναμης και της επέκτασης στην οποία ίδιοι συμμετείχαν.[26] Όμως το σύστημα λειτουργούσε αναμφισβήτητα με επιτυχία. Εκπληρούσε τις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης, με τις οποίες ικανοποιούνται τα συμφέροντα των ανθρώπων: το σύστημα προσπόριζε μεγάλα οφέλη στους Αθηναίους (και ως άτομα και ως κοινότητα) από την άποψη ψυχικών ικανοποιήσεων (συμμετοχή στη δόξα, έντονη δραστηριότητα, ικανοποίηση της περιέργειας), όπως επίσης και από την άποψη των υλικών ανταμοιβών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Αθηναίοι εμπιστεύονταν όλο και περισσότερο το σύστημα. Επιπλέον, είχαν τη διάθεση να διακινδυνεύουν όλο και περισσότερο (και ως άτομα και ως κοινότητα), πράγμα το οποίο ήταν αποτέλεσμα τη αυξανόμενης εμπιστοσύνης. Τροφοδοτημένο από μια διαρκώς εντονότερη τάσ για ανάληψη επικίνδυνων αποστολών το σύστημα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις, να επεκταθεί προς νέες εντυπωσιακές κατευθύνσεις. Υπήρχαν οπισθοδρομήσεις, οι οποίες όμως εντάσσονταν στη συνολική εξίσωση: το ρίσκο, το οποίο έπαιρναν οι Αθηναίοι, τους έθετε πραγματικά σε κίνδυνο, αλλά παρέμενε μάλλον υπολογίσιμο ρίσκο και όχι απλή απερισκεψία. Ο Περικλής του Θουκυδίδη αναφέρεται στη λογική του ρίσκου, όταν αντιπαραθέτει τις Αθηναϊκές και Σπαρτιατικές μορφές του θάρρους: αντιθέτως προς τη Σπαρτιατική συνήθεια, το Αθηναϊκό θάρρος ήταν βασισμένο στη δυνατότητα της επιλογής.[27]
Το επεκτατικό σύστημα ενσωμάτωνε δομή και επιλογή: θεμελιωμένο πάνω στην τεχνολογία της δύναμης αναπαρήγαγε αρκετά πιστά μια ψυχολογία ανάληψης ενός λογικού ρίσκου. Αυτή η ψυχολογία με τη σειρά της προωθούσε την παραγωγικότητα του συστήματος και ανανέωνε την εμπιστοσύνη σε αυτό. Ο Αθηναϊκός ‘εθνικός χαρακτήρας’, ο οποίος εμφανιζόταν σε λιγότερο ενδελεχείς παρατηρητές ως ένα απλό στοιχείο της Αθηναϊκής ‘φύσης’, ήταν κατανοητός για τους αναγνώστες του Θουκυδίδη από την άποψη της αλληλεπίδρασης μεταξύ μιας τεχνολογίας δύναμης και της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Πώς όμως συνδεόταν αυτή η δύναμη, αυτό το σύστημα της εμπιστοσύνης, με την πολιτική δομή, με τη δημοκρατία; Εδώ ο Θουκυδίδης βασιζόταν στο έργο συγγραφέων όπως ο ψευδο-Ξενοφώντας, κάνοντας παράλληλα για ακόμη μια φορά σημαντική πρόοδο σε σχέση με τους προκατόχους του. Ο ψευδο-Ξενοφώντας είχε αντιληφθεί ότι υφίσταται μια οργανική σχέση μεταξύ της Αθηναϊκής ναυτικής δύναμης και της δημοκρατίας, η ανάλυσή του όμως δεν προχώρησε περισσότερο από τις σκέψεις ότι το ναυτικό προσέφερε απασχόληση στη χαμηλότερη τάξη, στους ‘πολλούς’, και ότι τους προσέφερε μια αυξημένη αίσθηση της δικής τους κοινωνικής αξίας. Στον Επιτάφιο και σε άλλα συναφή χωρία ο Θουκυδίδης προχωρεί βαθύτερα, αποκαλύπτοντας πώς η δημοκρατική κοινωνία, στην οποία όλες οι κοινωνικές τάξεις θεωρούν τον εαυτό τους στην υπηρεσία ενός κοινού εγχειρήματος, ενός που αξιόπιστα διανέμει ανταμοιβές στον καθένα και σε όλους, είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό: κάθε ενήλικας Αθηναίος, ασχέτως οικογενειακής περιουσίας, είχε την υποχρέωση και ήταν δυνητικά σε θέση να είναι ‘χρήσιμος’ στην πόλιν του – και στρατιωτικά και πολιτικά.
Στην πορεία της αφήγησης η πολιτική κοινωνία της δημοκρατικής Αθήνας συγκρίνεται έμμεσα με αυτή της δημοκρατικής Μυτιλήνης· στη Μυτιλήνη, μόλις δόθηκαν στις κατώτερες τάξεις όπλα (όπως σε μια απελπισμένη προσπάθεια να απαλλαγούν από την πολιορκία των Αθηναίων το 427), εκείνοι έστρεψαν τα όπλα τους εναντίον των ολιγαρχικών, αλλά με αυτόν τον τρόπο αφαίρεσαν από τη Μυτιλήνη τη δυνατότητα να αντισταθεί στην Αθηναϊκή πολιορκία. Ο αναγνώστης καλείται να συγκρίνει τη συμπεριφορά των Αθηναίων κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους: μετά τον καταστρεπτικό λοιμό καθείλκυσαν τον μεγαλύτερο στόλο ο οποίος είχε υπάρξει στον πόλεμο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Διεξήγαγαν ταυτόχρονα ναυτικές επιχειρήσεις στα παράλια της Πελοποννήσου, εξουδετέρωσαν μια Σπαρτιατική ναυτική αποστολή στο Αιγαίο και διεκπεραίωσαν μια ευρεία επιχείρηση ξηράς και θάλασσας στη Μυτιλήνη, κρατώντας σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα την υπόλοιπη αυτοκρατορία υπό τον έλεγχό τους. Επειδή όλοι οι Αθηναίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους μέλη μιας κοινής επιχείρησης, ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν όλα τους τα αποθέματα ανθρώπινου δυναμικού, έστω και εάν αυτά είχαν αποδεκατισθεί από τον λοιμό. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσαν να μετατρέψουν αυτό το οποίο ήταν αρχικά μια Σπαρτιατική ευκαιρία σε μια συνταρακτική Αθηναϊκή νίκη. Όπως εξηγεί ο Περικλής του Θουκυδίδη στον Επιτάφιο, η συμμετοχή και η αξιοκρατική κουλτούρα της δημοκρατίας καθιστούσαν αυτό το είδος εθνικού επιτεύγματος όχι μόνο δυνατόν αλλά και αναμενόμενο.[28]
Παρομοίως ο αναγνώστης αρχίζει να κατανοεί ότι η Αθηναϊκή πολιτική κουλτούρα οδηγούσε στην ανάπτυξη ατομικών δεξιοτήτων. Η δυνατότητα της Αθήνας να κατορθώνει τόσο πολλά δεν στηριζόταν μόνο στη θέληση και την ικανότητα κάθε Αθηναίου να γίνεται χρήσιμος ξεδιπλώνοντας ένα συγκεκριμένο και προδιαμορφωμένο ‘σύνολο ικανοτήτων’, όπως γυμνάσια οπλιτών, κατασκευή τειχών ή κωπηλασία τριήρους. Κάθε Αθηναίος ήταν σε θέση να αναλάβει πολύπλευρα καθήκοντα. Όπως υπογράμμισε με μια πασίγνωστη διατύπωση ο Περικλής του Θουκυδίδη, η δημοκρατική πόλις ήταν ένα μορφωτικό σύστημα και οι Αθηναίοι είχαν λάβει πραγματικά μεγάλη μόρφωση. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν τις υπηρεσίες τους προς το κράτος ένα είδος διά βίου μάθησης και αποδείχθηκαν θεληματικοί, ενθουσιώδεις και ικανοί να αναλάβουν νέα καθήκοντα, κάτω από πιεστικές συνθήκες, σε πραγματικό χρόνο.[29]
Ένα παράδειγμα αυτής της ικανότητας δίνουν οι Αθηναίοι οπλίτες το 427, οι οποίοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία στον Πειραιά, κωπηλάτησαν μέχρι την Μυτιλήνη, έκτισαν γρήγορα ένα τείχος, πήραν έπειτα τα όπλα και άρχισαν την πολιορκία. Ένα άλλο παράδειγμα δίνεται από τους Αθηναίους κωπηλάτες οι οποίοι αποβιβάσθηκαν στην Πύλο το 425, αποφάσισαν να χτίσουν ένα οχυρό με τα χέρια τους, το υπερασπίσθηκαν επιτυχημένα με αυτοσχέδια όπλα, επιτυχαίνοντας έτσι την καταπληκτική νίκη στη Σφακτηρία – μια νίκη, η οποία (εκείνη τη στιγμή) έδειχνε να προσφέρει στους Αθηναίους τον δρόμο προς την τελική νίκη. Αντίθετα οι οπλίτες των Σπαρτιατών στη Σφακτηρία αποδείχτηκαν εντυπωσιακά ακατάλληλοι να μάθουν οτιδήποτε νέο: περίμεναν παθητικά στο νησί μέχρι να εισβάλουν οι Αθηναίοι με ελαφρά οπλισμένα στρατεύματα, έπειτα προσπάθησαν να διεξαγάγουν μια συμβατική μάχη οπλιτών κάτω από εξαιρετικά αρνητικές γι’ αυτούς συνθήκες, για να ηττηθούν εύκολα από τη νέα τακτική, την οποία υιοθέτησαν οι Αθηναίοι επικεφαλής. Και πάλι η βάση για τη διάκριση μεταξύ των προσκολλημένων στις παραδόσεις Σπαρτιατών και των καινοτόμων, εργατικών, και αυτοεκπαιδευόμενων Αθηναίων, καθώς και η σχέση τους με τους πολιτικούς θεσμούς και την κουλτούρα της δημοκρατίας είχε αναλυθεί επαρκώς με αφηρημένους και ιδεαλιστικούς όρους από τον Περικλή στον Επιτάφιο.
Ο αναγνώστης του Θουκυδίδη τελικά κατανοεί ότι ο μοντερνισμός της Αθήνας ήταν προϊόν ενός πολύπλοκου συστήματος, το οποίο συνέδεε την τεχνολογία της δύναμης και με την ψυχολογία και με την πολιτική. Το σύστημα ήταν δυναμικό, αλλά δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει μόνο του. Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, απαιτούσε μια διαδικασία με την οποία να λαμβάνονται λογικές αποφάσεις, μια τέτοια διαδικασία, η οποία με βεβαιότητα (αν και, δεδομένης της Αθηναϊκής τάσης για πειραματισμό, όχι αναπόφευκτα) θα ανέπτυσσε τις σωστές τακτικές, ώστε να επιτρέψει στην Αθηναϊκή ενέργεια και τα υλικά μέσα της πόλης να χρησιμοποιηθούν σε αποτελεσματικές επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο του πολέμου η ανάπτυξη μιας σωστής πολιτικής συμπεριλάμβανε τα πάντα, από τα μεγάλα σχέδια, τα οποία θα ήταν εκτεταμένα στον χώρο και τον χρόνο και θα περιλάμβαναν πολλά, τοπικής εμβέλειας, θέατρα πολέμου για μεγάλη χρονική διάρκεια, ώστε να καταλήξουν μέσα από μια αποτελεσματική πολεμική στρατηγική στη νίκη σε ένα συγκεκριμένο θέατρο συγκρούσεων μιας δεδομένης εκστρατευτικής περιόδου, μέχρι τις συγκεκριμένες τακτικές οι οποίες θα προσέφεραν τη δυνατότητα νίκης σε επιμέρους μάχες. Ο Περικλής αναφέρεται σε αυτό το θέμα στον Επιτάφιο (2.40.2-3), μόνο περιληπτικά ή ελλειπτικά. Ισχυρίζεται ότι, διαφορετικά από άλλους λαούς, οι Αθηναίοι δεν χρειάζεται να επιλέξουν μεταξύ προσεκτικής μελέτης και τολμηρής πράξης. Ήταν κατά μοναδικό τρόπο σε θέση να συνδυάσουν την απόφαση με την πράξη μέσω της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης, η οποία επέτρεπε σε όλους να λαμβάνουν μέρος και στο επίπεδο των προτάσεων και στο επίπεδο της κρίσης. Εδώ επανειλημμένα η αφήγηση των γεγονότων υποστηρίζει τη γενική θεωρία. Στην περιγραφή των ναυτικών επιχειρήσεων του Φορμίωνα στον Κορινθιακό κόλπο το 429, των επιχειρήσεων στην Μυτιλήνη το 427 και των επιχειρήσεων στην Πύλο-Σφακτηρία το 425 ο Θουκυδίδης προσφέρει στους αναγνώστες του μια φευγαλέα εικόνα των τολμηρών προτάσεων των Αθηναίων αρχηγών, οι οποίες βασίζονται στην προσωπική τους εκτίμηση των ευκαιριών, των κινδύνων και των διαθέσιμων πόρων —και των αποτελεσμάτων. Η διήγηση των γεγονότων δείχνει κατ’ αυτόν τον τρόπο πώς οι δημόσιες διαδικασίες λήψης αποφάσεων συνδέονταν με τις πράξεις.
Η διάκριση του Περικλή μεταξύ των προτάσεων από τη μια και των κρίσεων από την άλλη υπογραμμίζει την σημασία της ηγεσίας στο δημοκρατικό σύστημα. Ο ουσιαστικός δομικός ρόλος, τον οποίο είχε η προικισμένη και προοδευτική ηγεσία, είναι το τελικό στοιχείο στη θουκυδίδεια ανάλυση του Αθηναϊκού κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Σε έναν λεπτομερή απολογισμό της σταδιοδρομίας του Περικλή (2.65) ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει ότι ο Περικλής ήταν ένα ουσιαστικό στοιχείο του γενικού συστήματος, διότι ήταν σε θέση να παρεμβαίνει στο σύστημα βασιζόμενος στη βαθιά κατανόησή του. Επιπλέον ο Περικλής είχε τις αναγκαίες τεχνικές ικανότητες ως ομιλητής, οι οποίες συνδυάζονταν με μια μεγάλη ψυχολογική ικανότητα επιλογής των διαφορετικών ειδών λόγου που ήταν δυνατόν να συγκινήσουν τα ακροατήρια. Έτσι οι παρεμβάσεις του ήταν αποτελεσματικές. Και τέλος, ο Περικλής ήταν αδιάφθορος: ποτέ δεν έθετε τα προσωπικά του συμφέροντα πάνω ή σε αντίθεση με τα συμφέροντα του συνόλου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι παρεμβάσεις του δεν ήταν μόνον αποτελεσματικές, αλλά και πρωτότυπες και ευεργετικές για το κοινό.
Ο Περικλής ίσως φαίνεται αρχικά να είναι κάπως ‘απάνθρωπος’ στην απροθυμία του να επιδιώξει το προσωπικό του συμφέρον. Ουσιαστικά όμως, όπως εξηγούν και οι τρεις λόγοι του (ιδιαιτέρως 2.60.1-5), δεν υπήρχε αντίφαση μεταξύ της αναζήτησης του ατομικού και του δημόσιου συμφέροντος. Η φύση του Περικλή ήταν ανθρώπινη, η τάση του όμως να επιδιώκει το συμφέρον του ήταν πλαισιωμένη από την πολιτικο-ηθική του αντίληψη ότι ακόμη και (ή ίσως περισσότερο) υπό συνθήκες μοντερνισμού το ατομικό συμφέρον του ατόμου είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί με μια δυνατή και ακμάζουσα κοινότητα. Όταν ευημερούσε η Αθήνα, τότε ευημερούσε και ο Περικλής που συμπεριφερόταν σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του και με απόλυτη συνέπεια. Κατά έναν τρόπο ο Περικλής φαίνεται να είναι το ακριβές μοντέρνο αντίγραφο της ‘αρχαίας απλότητας’. Η διαφορά μεταξύ του Τέλλου και του Περικλή είναι ότι ο Περικλής συμπεριφέρεται με βάση την ιδιαίτερη θεωρητική και πρακτική γνώση των μηχανισμών ενός εξαιρετικά πολυπλόκου συστήματος, ενώ ο Τέλλος ήταν σε θέση να βασίζεται στη συνηθισμένη γνώση μιας παραδοσιακής κοινωνίας.
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης περιόδου της πολιτικής σταδιοδρομίας του Περικλή το Αθηναϊκό σύστημα ήταν σε θέση να αναπτυχθεί χωρίς τον κίνδυνο απώλειας της συνοχής του. Αναπτυσσόταν διά της αλληλεπίδρασης με έναν ιδιαίτερο ανθρώπινο παράγοντα. Το σύστημα κατευθυνόταν από τις παρεμβάσεις των πολιτικών ηγετών, οι οποίοι το κατανοούσαν πραγματικά και είχαν τη δυνατότητα να το επηρεάσουν, όπως και το συμφέρον να αναζητούν θετικές μεταβολές. Η ύπαρξη μιας έμπειρης, ικανής και φιλάνθρωπος ηγεσίας ήταν ένα ουσιαστικό μέρος της λειτουργικότητας του συστήματος και της γενικής σταθερότητάς του. Δίχως να υποθέσουμε ότι ο Περικλής αναζητούσε ή αποδεχόταν τη λατρεία της προσωπικότητάς του, ο Θουκυδίδης οδηγεί τους αναγνώστες του να εικάσουν ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στον Περικλή ως ιδιαίτερο ηγέτη ήταν ένα σοβαρό στοιχείο στην αξιοπιστία του γενικού συστήματος. Έτσι η παράμετρος της ηγεσίας ήταν το κλειδί για την ανάληψη λογικών κινδύνων και με αυτόν τον τρόπο και για τη δυναμική επέκταση του συστήματος.
Εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης προς το σύστημα του οποίου ήταν μέρος, ο Θουκυδίδης υποστήριξε την άποψη ότι κατά την εποχή του Περικλή η Αθήνα ήταν κατ’ όνομα δημοκρατία, αλλά στην πραγματικότητα διοικούνταν από τον πρώτο της πολίτη (2.65-9). Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Περικλής ήταν αυτοπροσώπως η υπέρτατη εξουσία του κράτους, αλλά ότι η ηγεσία του ήταν ένα απαραίτητο δομικό στοιχείο για τη μόνιμη επιτυχία του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Για να λειτουργήσει το σύστημα, όπως είδαμε, χρειάζονταν και οι προτάσεις και η κρίση. Οι αναγνώστες του Θουκυδίδη καταλήγουν να υποθέσουν ότι κατά την εποχή της ηγεσίας του Περικλή ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα, η κρίση των Αθηναϊκών ακροατηρίων, κορυφώνεται με την έγκριση προτάσεων οι οποίες είναι ολοφάνερα αξιόπιστες, διότι προέρχονται από έναν άνδρα τον οποίον οι Αθηναίοι δικαίως εμπιστεύονται πλήρως. Έτσι το πολιτικό σύστημα ήταν γνήσια εκπαιδευτικό: κάθε πολίτης καλούνταν να προσπαθήσει να κατανοήσει για ποιον λόγο η πρόταση, την οποία αυτός θεωρούσε την καλύτερη, βασιζόταν στην εμπιστοσύνη του σε αυτόν που την είχε προτείνει και συνιστούσε – και για αυτόν τον λόγο – την καλύτερη δυνατή πορεία των πραγμάτων για την Αθήνα. Ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι δεν επρόκειτο για εμπαιγμό του ακροατηρίου, αλλά ότι οι λόγοι και οι προτάσεις του Περικλή βοηθούσαν τους πολίτες να αποκτήσουν μια καλύτερη δυνατότητα κατανόησης (έστω και αναπόφευκτα μερική) του πώς λειτουργούσε το όλο σύστημα.[30]
Ο Περικλής ήταν απαραίτητος, αλλά ήταν και θνητός. Μετά τον θάνατό του το σύστημα έχασε ένα ζωτικό δομικό στοιχείο. Τελικά ορισμένοι Αθηναίοι προφανώς αναγνώρισαν (έστω και χωρίς την αναλυτική διαύγεια με την οποία το παρουσίασε ο Θουκυδίδης στους αναγνώστες του) ότι αυτό το είδος ηγεσίας του τύπου του Περικλή ήταν μια δομική αναγκαιότητα. Μετά τον Περικλή πολλοί άλλοι ‘δυνάμει’ ηγέτες προσπάθησαν να πάρουν τη θέση του. Ωστόσο, απέτυχαν γρήγορα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο: είτε τους έλειπε η γενική κατανόηση του συστήματος (Κλέων), είτε τους έλειπε η λογική φιλανθρωπία, η οποία έρχεται με τη βαθειά αναγνώριση της συνάρτησης του ατομικού με το δημόσιο συμφέρον (Αλκιβιάδης), είτε τους έλειπε η ρητορική ικανότητα, αναγκαία για να επηρεάζονται πολυπληθή ακροατήρια (Νικίας).
Με την αποτυχία κάθε άλλου ηγέτη να εκπληρώσει τον δομικό ρόλο του Περικλή ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι η Αθήνα έγινε ουσιαστικά δημοκρατία – όσον αφορά την επιλογή των προτάσεων από μαζικά ακροατήρια, αφού αυτό ήταν πια σημαντικότερο από το να κάνουν πολιτική και προτάσεις οι σοφοί ηγέτες. Δεδομένου ότι τώρα η κρίση του λαού ήταν σημαντικότερη, οι ‘δυνά­μει’ ηγέτες που προσπαθούσαν (προληπτικά) να ικανοποιήσουν τα δικά τους συμφέροντα, κατέληξαν να ενθαρρύνουν το ακροατήριο. Έτσι η ελαστικότητα της ηγεσίας και η λαϊκή κρίση πήραν μια αρνητική τροπή: αντί της συστηματικής διαπαιδαγώγησης από έναν αληθινό ηγέτη, οι μάζες τώρα είχαν κακή διαπαιδαγώγηση από τους δήθεν ηγέτες. Ο δήμος μάθαινε στους δήθεν ηγέτες να λένε ό, τι ο ίδιος ο δήμος εύρισκε ευχάριστο να ακούει αντί να ακούει προτάσεις οι οποίες θα ήταν ωφέλιμες για την κοινότητα. Αυτό, τότε, ισχυρίζεται ο Θουκυδίδης, ήταν ‘πραγματική’ δημοκρατία, αλλά δεν ήταν ο τρόπος για να λειτουργήσει το επεκτατικό σύστημα της δύναμης και της πολιτικής το οποίο είχε αναδείξει και έπρεπε να διατηρήσει μια μεγάλη αυτοκρατορία.
Όπως είδαμε, η κοινωνικοπολιτική ανάλυση του Θουκυδίδη υποστηρίζει ότι, όταν η Αθήνα πήρε τον δρόμο του μοντερνισμού, το επίτευγμα της Αθήνας (δηλ. η ικανότητα να ακμάζει ως πόλις και να επεκτείνεται ως αυτοκρατορία) εξαρτήθηκε από την αλληλεπίδραση μιας τεχνολογίας της δύναμης με πολιτικούς θεσμούς και κουλτούρα – και με την ώθηση της ανθρώπινης φύσης. Χωρίς την ηγεσία του Περικλή η πολιτική πλευρά της Αθηναϊκής εξίσωσης δεν παρέμεινε στη θετική σχέση με τα άλλα στοιχεία του συστήματος. Χωρίς τους κατάλληλους παράγοντες να του δίνουν τη λογική κατεύθυνση, το σύστημα έχασε την ισορροπία του. Κακές δομές (και διοικητικές και ιδεολογικές) υπερτέρησαν των ανθρώπινων ενεργειών. Ο ανθρώπινος εγωισμός είχε εγκαταλείψει την αντίληψη ότι η ατομική ευμάρεια απαιτεί κοινές προσπάθειες. Η δικαιολογημένη πίστη στο σύστημα χάθηκε και μαζί της η δυνατότητα να αναληφθούν λογικοί κίνδυνοι. Έτσι, τα καταστροφικά λάθη έγιναν και παρ’ όλα τα αποθέματα, τα οποία είχαν οδηγήσει τον Περικλή να προβλέψει τη νίκη, η Αθήνα έχασε τον πόλεμο.[31]
Το κείμενο του Θουκυδίδη
Τα δύο προηγούμενα κεφάλαια ανασυνθέτουν υποθετικά την πνευματική ανάπτυξη ενός προγράμματος, το οποίο αξίζει να ονομασθεί ‘η εφεύρεση της πολιτικής επιστήμης’. Αυτό το πρόγραμμα συνδυάζει τη θεωρητική ανάλυση με την αφηγηματική περιγραφή των γεγονότων με σκοπό να εξηγήσει πώς οι τεχνολογίες της δύναμης, οι διεθνείς σχέσεις, οι πολιτικοί θεσμοί και η κουλτούρα, αλλά και η ψυχολογία συνδέονταν με δυναμικά κοινωνικοπολιτικά συστήματα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κομψό επεξηγηματικό πλαίσιο, το οποίο προσέφερε μια νέα κατανόηση της συλλογικής συμπεριφοράς και των δομικών ιδιοτήτων των οργανωμένων κοινοτήτων. Ο Θουκυδίδης δεν εφηύρε κάθε ένα από τα στοιχεία που είναι σημαντικά για την πολιτική του επιστήμη. Προκαταρκτικό έργο είχαν ήδη προσφέρει οι προκάτοχοί του. Υποστηρίζω ότι η μεγάλη ιδεολογική ανακάλυψη του Θουκυδίδη ήταν η βούληση να κατανοήσει πώς τα διάφορα στοιχεία συναρθρώνονται και να δείξει πώς λειτουργούν ως ελαστικά δυναμικά κοινωνικά και πολιτικά συστήματα, πώς το ‘μοντέρνο’ Αθηναϊκό σύστημα ήρθε σε αντίθεση με το ‘παραδοσιακό’ Σπαρτιατικό σύστημα, πώς μια ευρύτατης κλίμακας σύγκρουση προκάλεσε κοινωνικές παθολογίες σε πολλές κοινότητες και πώς η δυσλειτουργία της δημοκρατίας μετά τον θάνατο του Περικλή οδήγησε τη μοντέρνα Αθήνα να χάσει τον πόλεμο από την παραδοσιακή Σπάρτη.
Αλλά άλλο πράγμα ήταν για τον Θουκυδίδη να τα καταλάβει όλα αυτά μόνος του και άλλο να τα εξηγήσει σε άλλους. Θα ήταν παράλογο να ισχυρισθούμε ότι πρόκειται για μια ‘εφεύρεση’ που παρέμεινε στο κεφάλι του συγγραφέα της. Για να έχει κάποια σημασία αυτή η νέα ιδέα της συλλογικής ενέργειας, θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να γίνει γνωστή. Σε κάποιο σημείο (δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε πότε) ο Θουκυδίδης αποφάσισε να γνωστοποιήσει τις ιδέες του, δίνοντάς τους τη μορφή γραπτού κειμένου. Αυτό δεν ήταν εκείνη την εποχή μια ιδιαίτερα σημαντική απόφαση, ήταν όμως μια απόφαση την οποία έπρεπε να πάρει. Ο σύγχρονός του Σωκράτης έχοντας αναπτύξει μια εξίσου μνημειώδη εφεύρεση (την ηθική φιλοσοφία) ποτέ δεν συνέγραψε κάτι σχετικό, αλλά γνωστοποιούσε τις ιδέες του σε δημόσιες ή ιδιωτικές συζητήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Θουκυδίδης φαίνεται κατά κάποιον τρόπο να πιστεύει ότι η εφεύρεσή του είναι δυνατόν να δημοσιοποιηθεί εξ ολοκλήρου μέσω του γραπτού κειμένου. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη που να μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι ο Θουκυδίδης είχε μαθητές, όπως είχαν οι πρώιμοι Σοφιστές, οι ρήτορες και οι φιλόσοφοι. Ούτε διάβασε σε κοινό το κείμενό του, όπως πολλοί ποιητές και πεζογράφοι συμπεριλαμβανομένου (ίσως) και του Ηροδότου βεβαίως, οι σαφείς δηλώσεις του Θουκυδίδη στη μεθοδολογική του εισαγωγή ότι το κείμενό του πιθανώς δεν θα προσφέρει ευχαρίστηση στους ακροατές του, μας επιτρέπουν να ισχυρισθούμε ότι το κείμενο δεν είχε την πρόθεση να μεταβιβασθεί προφορικά στους μαθητές ή να παρουσιασθεί ενώπιον κοινού. Το κείμενο του Θουκυδίδη είναι αυστηρά ‘γραπτό’ περισσότερο από κάθε άλλο αρχαίο κείμενο. Με την πρόθεση να αποτελέσει κτῆμα ἐς αἰεί – και έχοντας έτσι μια ζωή εντελώς ανεξάρτητη από αυτήν του συγγραφέα του – το έργο του Θουκυδίδη θα επιτύγχανε ή θα αποτύγχανε ανάλογα με τη σχέση μεταξύ αναγνωστών και κειμένου. Στέκεται μόνο του και δεν είναι δυνατόν να ελπίζει να τύχει οιασδήποτε άλλης συμπάθειας, όπως αυτή θα προερχόταν από μια σχολή οπαδών ή μια δεξιοτεχνική παράσταση.
Έχοντας λάβει την απόφαση να γράψει ένα κείμενο το οποίο θα εκφράζει τη μεγάλη εφεύρεσή του, το ερώτημα ήταν η μορφή του κειμένου: πώς να συνθέσει ένα κείμενο το οποίο θα μπορούσε να κοινοποιεί ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και πρωτότυπο σύστημα ιδεών στους αναγνώστες; Η απάντηση είναι, κατά μιαν έννοια, σαφής, εφόσον διαθέτουμε το κείμενο και η μορφή του είναι δυνατόν να αναλυθεί με τα συνήθη μέσα της λογοτεχνικής ανάλυσης. Θα άξιζε όμως να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε ακριβώς πώς και γιατί η εντελώς ιδιαίτερη μορφή του κειμένου ενισχύει την πρόθεση του Θουκυδίδη να διαδώσει την εφεύρεση της πολιτικής επιστήμης.
Κατ’ αρχάς ο Θουκυδίδης επέλεξε για το κύριο μέρος του κειμένου του τη μορφή μιας αυστηρής χρονολογικής αφήγησης των γεγονότων: έγραψε κάτι το οποίο ήταν συγγενές, έστω και εάν ήταν σε πολλά σημεία εντελώς διαφορετικό, με τον Ελλάνικο και τον Ηρόδοτο. Όταν συγκρίνεται το έργο του με αυτό των προκατόχων του, η ιστορική του αφήγηση είναι εντυπωσιακά πειθαρχημένη: προχωρά κατά θέρη και χειμώνες κατά την περίοδο του πολέμου, και η αφήγηση διακόπτεται από σχετικά λίγες ουσιαστικές παρεκβάσεις. Έπειτα, χρησιμοποιούσε τη λογοτεχνική αρχή (την οποία χρησιμοποίησε και ο Ηρόδοτος με άριστο αποτέλεσμα) του ενοφθαλμισμού λόγων (και ενός. εκτενούς διαλόγου) στην τριτοπρόσωπη αφήγηση· συχνά οι λόγοι αυτοί εκφωνούνται σε πρώτο πρόσωπο και υποτίθεται ότι οι ομιλητές είναι διάφορα ιστορικά πρόσωπα (σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο). Τρίτον, ο Θουκυδίδης συμπεριέλαβε έναν αριθμό από αναλυτικά χωρία, όπου ο ίδιος εξηγεί ως συγγραφέας τις προθέσεις και τις μεθόδους του, ενώ προσφέρει κρίσεις για διάφορα θέματα ερμηνείας. Κάθε αναγνώστης του Θουκυδίδη σύντομα συνειδητοποιεί ότι το έργο αυτό αντλεί την αποτελεσματικότητά του (τη λογοτεχνική και τη διδακτική) από την αλληλεπίδραση αυτών των διαφόρων στοιχείων.
Εάν όμως η εφεύρεση του Θουκυδίδη ήταν η πολιτική επιστήμη, για ποιον λόγο γράφει μια αφήγηση εν είδει χρονικού;[32] Η τότε πρακτική στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας είναι σαφώς μη ιστορική. Παρόλο που μερικοί από τους μοντέρνους (με την τρέχουσα έννοια) ιδρυτές του αντικειμένου της κοινωνιολογικής πολιτικής επιστήμης (όπως ο Karl Marx και ο Max Weber) ασχολούνταν με την ιστορία και έγραφαν για ιστορικά γεγονότα, δεν έγραφαν ιστορικές αφηγήσεις. Ούτε οι άμεσοι προκάτοχοι του Θουκυδίδη ούτε και οι διάδοχοί του στον τομέα της πολιτικής τέχνης επέλεξαν να γράψουν ιστορία. Εάν υποτεθεί ότι ο Θουκυδίδης είχε αποδυθεί σε μια συγκριτική αντιπαράθεση της λογοτεχνίας με την πολιτική τέχνη και εάν είναι θεμιτό να ονομάζουμε την εφεύρεση του Θουκυδίδη ‘πολιτική επιστήμη’, για ποιον λόγο επέλεξε να χρησιμοποιήσει μια χρονολογική αφήγηση των γεγονότων (σε αντίθεση με τις λογοτεχνικές μορφές της πολιτείας ή τον διάλογο) ως την πρώτη δομική αρχή του κειμένου του;
Δεν είναι δυνατόν να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα με οριστικό τρόπο. Μολονότι έχω θεωρήσει δεδομένο ότι η εφεύρεση έγινε πριν από την επιλογή της λογοτεχνικής μορφής, ο Θουκυδίδης ίσως είχε αρχίσει να συγγράφει μια περισσότερο συμβατική ιστορία (όπως ο Ηρόδοτος ή ο Ελλάνικος), με προθέσεις και γενικές φιλοδοξίες παρόμοιες με αυτές των πρώιμων ιστορικών, κατά την πορεία όμως κατέληξε στη σύνθεση των απόψεων, δηλαδή σε αυτό το οποίο εγώ ονομάζω ‘την εφεύρεση της πολιτικής επιστήμης’. Η ιστορία της εξέλιξης αυτής, την οποία προτείνω εδώ, έχει σκοπό να προβάλει τον ρόλο της κοινωνικοπολιτικής πλευράς στο σχέδιο του Θουκυδίδη. Δεν είναι δυνατόν να επαληθεύσουμε την υπόθεση αυτή ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από εκείνη που υποστηρίζει ότι το έργο είναι κατ’ αρχάς ‘ιστορικό’. Όπως και με το αναπάντητο ερώτημα της σειράς με την οποία ο Θουκυδίδης κατέληξε στις διάφορες αυτές απόψεις, η πραγματική διαδικασία της σύνθεσης δεν επηρεάζει τη θεωρία μου. Αυτό που επεδίωξα ήταν να αφηγηθώ μια εύλογη ιστορία, η οποία θα φωτίσει τη μορφή, το περιεχόμενο και τη δύναμη του κειμένου ως έχει – δηλαδή εν ολίγοις μια ιστορία η οποία μας βοηθά να είμαστε καλύτεροι αναγνώστες.
Προηγουμένως ισχυρίσθηκα ότι οι ριζοσπαστικές απόψεις του Θουκυδίδη αφορούσαν δυναμικά συστήματα και διαδικασίες αλλαγής. Και αυτό προσφέρει μια εξήγηση για την επιλογή της ιστορικής αφήγησης ως λογοτεχνικού μέσου για την παρουσίαση αυτής της εφεύρεσης. Ο Θουκυδίδης δεν ήθελε να δείξει μόνον πώς ήταν δομημένα και πώς λειτουργούσαν τα κοινωνικά συστήματα, με τα οποία ασχολούνταν, αλλά επίσης και τι προσέφεραν. Διότι, αυτό το οποίο έκαναν γινόταν αντιληπτό στην πορεία του χρόνου και των αλλαγών, τις οποίες επέφερε, ώστε μόνο μια διαχρονική αφήγηση ήταν ικανή να δείξει με αποτελεσματικό τρόπο τα σχετικά φαινόμενα. Σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως στην Αθηναϊκή τεχνολογία της δύναμης) η λειτουργικότητα του συστήματος παρήγαγε αλλαγές στη μορφή και στην ανάπτυξη ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των διαφόρων πλευρών της. Αυτή η ανάπτυξη είχε ως αποτέλεσμα μια περαιτέρω αλλαγή με τη μορφή μιας δυναμικής διακρατικής σύγκρουσης, διότι οι Σπαρτιάτες αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο τον οποίον αντιπροσώπευε για αυτούς η ανεξέλεγκτη ενίσχυση της Αθηναϊκής δύναμης.
Ωστόσο, η ιδεολογική σύλληψη της πολιτικής επιστήμης από τον Θουκυδίδη βασιζόταν επίσης στην αλληλεπίδραση μεταξύ δομής και ανθρώπινου παράγοντα: όταν οι διάφοροι πρωταγωνιστές της ιστορίας αντιλήφθηκαν τη σημασία των κοινωνικών συστημάτων, η γνώση τους – σχετικά και με τη χρήση τους και με την ικανότητα άλλων να τη μάθουν – έγινε στοιχείο της λειτουργίας (ή δυσλειτουργίας) του συστήματος και με αυτόν τον τρόπο και των αποτελεσμάτων τα οποία έφερε. Έτσι, παραδείγματος χάριν, η επέκταση της σύγκρουσης μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης οδήγησε σε εμφύλιους πολέμους εντός των Ελληνικών κοινοτήτων, ενώ η γνώση αυτών των εμφύλιων πολέμων αναπαραγόταν αντανακλαστικά στις αποφάσεις του ανθρώπινου παράγοντα, με αποτέλεσμα να εντείνει το ποσοστό του κοινωνικού εκφυλισμού σε μεταγενέστερες συγκρούσεις. Συγκεκριμένοι Σπαρτιάτες αντλούσαν διδάγματα από τις πρώτες αποτυχίες της Σπάρτης – όπως έδειξε και η πειραματική και αποτελεσματική εκστρατεία του Βρασίδα στη Βόρεια Ελλάδα, ή όπως έδειξαν οι μεταγενέστερες Σπαρτιατικές ναυτικές εκστρατείες στην περιοχή του Ελλήσποντου. Από την πλευρά τους οι Αθηναίοι είχαν την εμπειρία αυτού το οποίο θα ονομάζαμε ‘ανακλαστικότητα εντροπίας’ στη μετά τον Περικλή εποχή, όπου οι ‘δυνάμει’ ηγέτες, κακώς εκπαιδευμένοι από τον κρίνοντα δήμον, πρότειναν στο κράτος λύσεις δεύτερης τάξης, γεγονός το οποίο με το πέρας του χρόνου οδήγησε μοιραία σε εκφυλισμό της πολεμικής ικανότητας της Αθήνας.
Τα καθαρά αναλυτικά χωρία, στα οποία ο Θουκυδίδης απευθύνεται προσωπικά στον αναγνώστη, όπως επίσης και οι λόγοι του Περικλή, διδάσκουν την ουσία, τη ραχοκοκαλιά της αντίληψης του Θουκυδίδη για την πολιτική επιστήμη. Διατυπώνουν σε γενικές γραμμές μια αφηρημένη θεωρία δύναμης, πολιτικής, διεθνών σχέσεων, ανθρώπινης ψυχολογίας και συλλογικής ενέργειας. Η χρονολογική αφήγηση συγκεκριμενοποιεί τη θεωρία, δείχνοντας με ποιον τρόπο λειτουργεί στην πράξη. Η αφήγηση καθιστούσε επιπλέον τον αναγνώστη του Θουκυδίδη ικανό να συλλάβει τη διαδικασία με την οποία παραγόταν η αλλαγή μέσω της δυναμικής αλληλεπίδρασης εντός και μεταξύ των συστημάτων κατά τη διάρκεια του χρόνου. Ο αναγνώστης του Θουκυδίδη ίσως διαλέξει μερικές θεωρητικές απόψεις μόνο από τα αναλυτικά χωρία. Ίσως μάθει κάτι περί πρακτικών αξιών μελετώντας τους λόγους. Η αληθινή διδακτική δύναμη του έργου όμως απαιτούσε να τοποθετηθούν τα αναλυτικά χωρία σε αφηγηματικά πλαίσια και με αυτόν τον τρόπο να οδηγήσουν στην κατανόηση της δυναμικής και αντανακλαστικής δράσης των συστημάτων – αυτή ήταν η μεγαλειώδης εφεύρεση του Θουκυδίδη.
Σε αντίθεση προς έναν μαθητή της ρητορικής σχολής του Ισοκράτη, παραδείγματος χάριν, ο αναγνώστης του Θουκυδίδη δεν αντιμετώπιζε μια σειρά από κανόνες, δεν ήταν υποχρεωμένος να αποστηθίσει τόπους, δεν μάθαινε τη μηχανική λειτουργία μιας τέχνης. Γινόταν περισσότερο ένας θουκυδίδειος τεχνικός, ειδικός (εάν ήταν αρκετά επιμελής) στην πολιτική επιστήμη, ικανός να κατανοήσει πολύπλοκα συστήματα και τα αποτελέσματά τους. Και έτσι αποκτούσε δυναμικά την αληθινή πολιτική οντότητα, την οποία αντιπροσώπευε κάποτε ο Περικλής. Με την ‘περίκλεια’ γνώση των συστημάτων αποκτούσε την ικανότητα να παρεμβαίνει με θετικούς τρόπους στις κοινωνικές και πολιτικές δομές. Γινόταν ένα θετικό στοιχείο ενός δυναμικού συστήματος.
Και αυτό, θα έλεγα, είναι και η τελική πρόθεση του κειμένου. Θέλει να παράγει ηγέτες με τις ικανότητες του Περικλή. Αυτοί οι ηγέτες δεν θα ήταν ανήθικοι σοφιστές, δεν θα ήταν εχθροί της ‘αρχαίας απλότητας’. Όπως ο Περικλής, ενστερνίζονταν μια ηθική η οποία σε πολλά σημεία ήταν ανάλογη της ηθικής του Τέλλου του Σόλωνα. Οι ίδιοι όμως θα ήταν, όπως ο Περικλής, κάθε άλλο παρά απλοί. Θα αποφάσιζαν να ενεργήσουν για το κοινό καλό βάσει της άριστης κατανόησης του πώς τα προσωπικά τους συμφέροντα συνδέονταν με τη συλλογική δράση, του πώς λειτουργούν τα μοντέρνα και τα παραδοσιακά κοινωνικά συστήματα, και του πώς και γιατί αυτά τα συστήματα αλλάζουν (θετικά ή αρνητικά) μέσα στον χρόνο. Παρ’ όλη την αυστηρότητά του και παρά τη φαινομενική της αδιαφορία, η κοινωνική επιστήμη του Θουκυδίδη βασίζεται ακριβώς για αυτόν τον λόγο στην πεποίθηση ότι η αληθινή γνώση θα προάγει το καλό (καθόσον το καλό προσδιορίζεται ως η ευημερία των ατόμων μέσα σε μια ευημερούσα κοινότητα). Και με αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται απροσδόκητα να έχει σχέση με τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Σωκράτη και του Αριστοτέλη. Εάν εννοούμε ότι επιστήμη και ήθος είναι ασυμβίβαστα στο πλαίσιο ενός μοντέρνου μεθοδολογικού παραδείγματος, με το να προσδιορίσουμε ένα ενδιαφέρον για το ήθος στην πολιτική επιστήμη του Θουκυδίδη χαράσσουμε τα όρια του μοντερνισμού του Θουκυδίδη. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα σύγχρονα τμήματα πολιτικής επιστήμης συχνά ακολουθούν μια ιδιαίτερα εμπειρική και ρυθμιστική ερευνητική προσέγγιση, η ταυτόχρονη παρουσία στο κείμενο του ασχολούμενου με την ηθική θεωρητικού και του εμπειρικού πολιτικού επιστήμονα ίσως εκληφθεί ως ένα περαιτέρω τεκμήριο του μοντερνισμού του – ή ακόμη για του μεταμοντερνισμού του.[33]
Σε κάθε περίπτωση ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να παραπλανηθεί ούτε από την αυθεντικότητα της πολιτικής επιστήμης του Θουκυδίδη, ούτε από την ελκυστικότητα του ήθους της πολιτικής του ηγεσίας, και να αποδεχθεί ότι οτιδήποτε στην ανάλυση του Θουκυδίδη είναι ορθό. Δεδομένου ότι εντάσσεται σε μια ιστορική αφήγηση, η ορθότητα της πολιτικής ανάλυσης μπορεί να επιβεβαιωθεί από την ίδια την ιστορία. Όπως έχω ισχυρισθεί και σε άλλο σημείο, η επιτυχημένη ανοικοδόμηση της Αθήνας κατά τις δεκαετίες μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο από μια δημοκρατική κυβέρνηση και χωρίς να υπάρχει κανένας που να είναι ένας ηγέτης του τύπου του Περικλή, καθιστά προφανές ότι ο Θουκυδίδης υποτίμησε την ικανότητα της αληθινής δημοκρατίας να εξαγάγει συμπεράσματα από τα λάθη της.[34] Εάν βρισκόταν αντιμέτωπος με αυτή την κριτική ο Θουκυδίδης, θα την αποδεχόταν; Ή θα αντέλεγε ότι αυτό σημαίνει πως δεν έχει γίνει αντιληπτή η βασική του σκέψη ότι δηλαδή το ‘σύστημα αλλάζει’; Παρ’ όλα αυτά η μεταπολεμική Αθήνα ήταν εντελώς διαφορετική από την Αθήνα αμέσως μετά τον Περικλή, τουλάχιστον σε ένα σημείο: με τη διάδοση του κειμένου του Θουκυδίδη μετά τον πόλεμο η γνώση περί δυναμικών συστημάτων ήταν πλέον διαθέσιμη. Οι αναγνώστες που ασχολούνταν με το κείμενο είχαν την ευκαιρία να γίνουν θουκυδίδειοι τεχνικοί-ειδικοί. Μερικοί από αυτούς τους ειδικούς είχαν, σχεδόν αναπόφευκτα, αυτομάτως εμπλακεί στο εξελισσόμενο Αθηναϊκό κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Δεν είμαι βέβαιος ότι θα δεχόμουν αυτή την υπεράσπιση – αλλά είμαι αρκετά βέβαιος, ότι εάν ήταν δυνατόν να καλέσουμε το φάντασμά του, ο Θουκυδίδης δεν θα ενοχλούνταν καθόλου – καθόσον το κείμενο είχε σκοπό να ‘μιλά’ μόνο του, ως ένα κτῆμα ἐς αἰεί.
[1] Ηρόδ. 1.1.
[2] Τα δύο περίφημα σφάλματα του Ηροδότου: 1.20.3. Ο Θουκυδίδης στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής κοινότητας που ασκεί κριτική: Ober (1998) κεφ. 2.
[3] Neer (2002), ιδ. 51.
[4] Θουκ. 1.1.1. «ξυνέγραψε τον πόλεμον» ίσως σημαίνει ότι έβλεπε τον εαυτό του ως συν θέτη μιας ξυγγραφής, δηλ. ως εργαζόμενο στο ίδιο λογοτεχνικό είδος με τον Ελλάνικο, στο οποίου το έργο Αττική ξυγγραφή αναφέρεται (1.97). Ο Θουκυδίδης όμως ποτέ δεν περ γράφει το έργο του ως ξυγγραφή, πρβλ. Edmunds (1993). 
[5] Αυτό το σημείο του κειμένου έχει συζητηθεί πολύ: ο Gomme, HCT αυτόθι, π.χ., προσπαθεί να αποφύγει την προφανή σημασία με σκοπό να διατηρήσει τον Θουκυδίδη στου κόλπους των τυπικών ιστορικών. 
[6] Ο Cole (1991) ισχυρίζεται ότι το κείμενο του Θουκυδίδη ήταν μια τέχνη με την έννοια ενός οδηγού με χρήσιμα στοιχεία. Αυτό όμως δεν αποδίδει στο έργο τη σημασία την οποία έχει ως ανάλυση του συστήματος. 
[7] Skinner (1978), με Tully (1988). 
[8] 1.21.1, 1.22.4 κατά τον Ober (1998) 55-63. 
[9] Βλ., τελευταία, Hornblower (2000α), ο οποίος ισχυρίζεται (διαφωνώντας με τη^ τούσα άποψη και βασιζόμενος σε ισχυρισμούς οι οποίοι δεν πείθουν) ότι ο Θουκυδίδης προγενέστερος. 
[10] Ο Θουκυδίδης βέβαια δεν είναι η μοναδική περίπτωση συγγραφέα που έχει ( δηση της ύπαρξης πολλαπλών λογοτεχνικών ειδών και ο οποίος επιχειρεί συνειδητά ξεπεράσει: πρβλ. Nightingale (1995) για τη σχέση του Πλάτωνα με διάφορα ποιητικά και πεζά είδη. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προσδιορίσει κανείς με ακρίβεια πεζά είδη το; και του πρώιμου 4ου αιώνα. 
[11] Ο Θουκυδίδης ως ‘μοντέρνος, επιστημονικός’ ιστορικός: Cochrane (1929). 
[12] Giddens (1990). Η ιστορία κατά τον Giddens έχει δύο όψεις: προμοντερισμό και μοντερνισμό. Ωστόσο η προμοντέρνα κοινωνία του βασίζεται προφανώς στη μεσαιωνική δυτική Ευρώπη (δηλ. διαθέτει ασαφή πολιτικά όρια, έλλειψη του μονοπωλίου της βίας, ανησυχία σχετική με τη Θεία Πρόνοια). Κατά κάποιο τρόπο όμως η άποψή του για την παραδοσιακή ελληνική κοινωνία είναι αόριστη. Θα προτείνω παρακάτω ότι το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδος παρέμεινε ‘παραδοσιακό’ και ότι ο Αθηναϊκός μοντερνισμός δεν ήταν ένα γενικό φαινόμενο. Αυτό καθιστά την ιστορία του ριζικά διαφορετική από αυτήν του δικού μας μοντερνισμού, πράγμα το οποίο δεν συνιστά λόγο για να αγνοούμε τις σημαντικές διαφορές μεταξύ της Αθήνας και άλλων Ελληνικών πόλεων. 
[13] Με όρους πληθυσμού και έκτασης η Αθήνα της κλασικής εποχής ήταν πέντε φορές το μέγεθος μιας ‘κανονικής πόλης’ (βλ. Ruschenbusch [1978], Hansen [1996]) και αυτή η υπεροχή της κλίμακας ήταν προϋπόθεση του ‘μοντερνισμού’ της. Ο Hanson (1995) προσφέρει ένα ιδεαλιστικό πορτρέτο των παραδοσιακών Ελληνικών κοινοτήτων, παρουσιάζει όμως και μαρτυρίες για την προτίμηση των Ελλήνων για το ‘παραδοσιακό’ στις ‘συνήθεις πόλεις’ κατά την κλασική περίοδο. Βλ. επίσης Gehrke (1986), Brock και Hodkinson (2000). 
[14] Η ανάπτυξη των νέων τρόπων πολέμου και στρατηγικής: Ober (1996) κεφ. 5 και 6. 
[15] Βλ. Loraux (1986c). Βεβαίως οι Αθηναίοι συνέχιζαν να έχουν προσωπικό ενδιαφέρον για τα παιδιά τους και για τη φήμη τους, η αλλαγή δεν υπήρξε ποτέ ολική. 
[16] Ο Giddens (1990) διαφοροποιεί την ‘πεποίθηση’, η οποία βασίζεται σε προσωπική επαγωγική γνώση και στα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών κοινωνιών, από την ‘εμπιστοσύνη’, η οποία βασίζεται στην ικανότητα να υπολογισθούν οι κίνδυνοι στο πλαίσιο των μοντέρνων κοινωνιών. 
[17] Σύστημα του Κλεισθένη: Manville και Ober (2003), Ober (2004). 
[18]Αγορά και κοινοτικός χώρος: Ober (1995), Camp (1992). 
[19] Για την ιδιαίτερη σχέση των Αθηναίων με τη μέτρηση του χρόνου βλ. D. Allen (1996). 
[20] Βλ. Kallet-Marx (1993) και Kallet (2001) σχετικά με το θέμα του χρήματος την εποχή του Θουκυδίδη, και τη συζήτηση μεταξύ της von Reden (1997), του Seaford (1998) και του Kurke (1999) για τη συμβολική αξία του νομίσματος στην πόλιν. Άλλες πρόσφα­τες εργασίες για την επιρροή του χρήματος είναι οι Figueira (1998), Trevett (2001) και Schaps (2004). 
[21] Βλ. Sickinger (1999) για τη συλλογή στοιχείων, Hedrick (1999) αναφορικά με τη δη­μοκρατία και τη δημοσιοποίηση στοιχείων. 
[22] Ωστόσο, βλ. παρακάτω: ο Θουκυδίδης για τον ηγετικό ρόλο του Περικλή και τη σχέση του με τη βαθειά γνώση των συστημάτων. 
[23] Βλ. τον Ψευδο-Ξενοφώντα, για τον οποίο η ‘Αθηναϊκή ιδιαιτερότητα’ φαίνεται να οδηγεί μόνο σε απορίαν: Ober (1998), κεφ.1. 
[24] Crane (1998). 
[25] Βλ. Ober (1998) 63-94 και Ober (2001a) για λεπτομέρειες. 
[26] Βλ. Ober (1998) 104-20 για τη Σικελική Εκστρατεία και την άγνοια των Αθηναίων 
[27]Balot (2004). 
[28] Η εκστρατεία στην Μυτιλήνη: 3.1-50. Ο Επιτάφιος του Περικλή και το επίτευγμα: Manville και Ober (2003) 
[29] Πόλις ως μόρφωση: βλ. περαιτέρω Ober (2001b). 
[30] Βλ. Farrar (1988). 
[31] Για την κριτική του Θουκυδίδη στη δημοκρατία βλ. γενικά Ober (1998) κεφ. 2. 
[32] Βλ. περαιτέρω, Ober (2001a). 
[33] Connor (1977a). Βλ. Euben (1990) για τον Θουκυδίδη ως μεταμοντέρνο πολιτικό θε­ωρητικό. 
[34] Βλ., περαιτέρω, Ober (1998) 120-21 και Ober (1996) κεφ. 6. 
 
 


Michael Kumpfmuller, Το μεγαλείο της ζωής (Άγρα)

  Είναι πολύ πιθανό ότι το μεγαλείο της ζωής βρίσκεται σε όλους τους ανθρώπους και πάντα σε όλον του τον πλούτο αλλά κρυμμένο, χωμένο στον π...