του Φίλιππου Φιλίππου, εφημερίδα Αυγή, 24.6.2012

Εκδόθηκε πρόσφατα από τον Καστανιώτη η συλλογή
διηγημάτων Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα - Ο ήρωας του Γιάννη Μαρή σε
νέες περιπέτειες, όπου περιλαμβάνονται δεκαπέντε ιστορίες που έγραψαν
ισάριθμοι συγγραφείς, μέλη της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής
Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ). Σε αυτές πρωταγωνιστεί ο Μπέκας, ο κοντόχοντρος, σαν
βαρελάκι ανθρωπάκος με το παλιομοδίτικο μουστάκι που θυμίζει συνοικιακό
μπακάλη, αλλά που η κρυμμένη εξυπνάδα του τον κάνει να εξιχνιάζει μυστηριώδη
εγκλήματα. Οι Ανδρέας Αποστολίδης, Νεοκλής Γαλανόπουλος, Παναγιώτης
Γιαννουλέας, Αντώνης Γκόλτσος, Τιτίνα Δανέλλη, Βασίλης Δανέλλης, Άννα
Δάρδα-Ιορδανίδου, Δημήτρης Κεραμεύς, Νίνα Κουλετάκη, Δημήτρης Μαμαλούκας,
Τεύκρος Μιχαηλίδης, Αθηνά Μπασιούκα, Γιάννης Πανούσης, Αργύρης Παυλιώτης και ο
υπογράφων τούτο το κείμενο επιχείρησαν να περιγράψουν τον κόσμο του Μαρή,
αναπλάθοντας την εποχή του. Την επιμέλεια του τόμου έκαναν η Αθηνά Κακούρη, η
πρώτη Ελληνίδα που ασχολήθηκε συστηματικά με την αστυνομική λογοτεχνία την
εποχή του Μαρή, η επονομαζόμενη και Άγκαθα Κρίστι της Ελλάδας, και ο Κώστας
Καλφόπουλος, οι οποίοι έγραψαν τον πρόλογο και το επίμετρο. Επίσης, η Άγρα
εξέδωσε δύο σχετικά βιβλία. Το ένα είναι το μυθιστόρημα του Μαρή Ο 13ος επιβάτης, που
είχε δημοσιευτεί στην Απογευματινή το 1962 και εκδόθηκε από
τις εκδόσεις Περγαμηνή το 1971, χωρίς να επανεκδοθεί από την Ατλαντίδα, και το
άλλο η μελέτη του Ανδρέα Αποστολίδη Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή, μια
περιδιάβαση στους ήρωες, τις πόλεις, τους χώρους, την εποχή και το λογοτεχνικό
σύμπαν του συγγραφέα.
Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, πως το 1912 είναι η χρονιά
του Μαρή, μολονότι δεν υπάρχει κανένα επετειακό γεγονός. Ο συγγραφέας (πέθανε
τον Νοέμβριο του 1979), ο οποίος έγραφε τα έργα του στο περιθώριο της
δημοσιογραφικής του δουλειάς, έχοντας επίγνωση πως δεν επρόκειτο για
αριστουργήματα, πως δεν ήταν «Ντοστογιέφσκι ή Μπαλζάκ» -όπως δήλωσε στον Νίκο
Πλατή σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Αντί-, ήξερε τον τρόπο
να σαγηνεύει τους αναγνώστες του. Η πλοκή, η δράση, οι ανατροπές, οι έρωτες και
τα πάθη των ηρώων του ήταν τα βασικά στοιχεία της γραφής του. Γιʼ αυτό συνεχίζει να γοητεύει και σήμερα. Μολονότι η
επίσημη πολιτεία και οι φορείς της δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για τη ζωή και
το έργο του, πέρυσι, στις 8 Απριλίου 2011, η ΕΛΣΑΛ οργάνωσε στο Πνευματικό
Κέντρο του Δήμου Αθηναίων μια εκδήλωση για τον Μαρή, όπου μίλησαν συγγραφείς
αστυνομικών ιστοριών, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πνευματικά του
παιδιά. Εκεί, παραβρέθηκε και χαιρέτησε ο γιος του Άγγελος Τσιριμώκος, κάτοικος
Βρυξελλών, που ήρθε στην Αθήνα με τη γυναίκα και την κόρη του.
Ο Γιάννης Μαρής (Τσιριμώκος), γόνος γνωστής
οικογένειας πολιτικών και λογοτεχνών της Φθιώτιδας, γεννήθηκε το 1916 στη
Σκόπελο, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δικαστικός. Τα παιδικά του χρόνια τα
πέρασε στη Λαμία και ως φοιτητής στη Νομική Θεσσαλονίκης προσχώρησε στον
μαρξισμό και ηγήθηκε των αριστερών φοιτητών. Το 1937, μετά τις Δίκες της Μόσχας
και τις σταλινικές εκκαθαρίσεις, διαχώρισε τη θέση του από το ΚΚΕ. Στη διάρκεια
της Κατοχής ήταν μέλος του μικρού σοσιαλιστικού κόμματος ΕΛΔ (Ένωσις Λαϊκής
Δημοκρατίας), των Ηλία Τσιριμώκου και Αλέξανδρου Σβώλου, που συμμετείχε στο
ΕΑΜ, και βρέθηκε στο βουνό.
Η δημοσιογραφική του σταδιοδρομία άρχισε στην
εφημερίδα Μάχη. Τον Ιανουάριο του 1947 εμφανίστηκε για πρώτη φορά
με το ψευδώνυμο που τον έκανε διάσημο: «Γ. Μαρής». Με αυτό υπέγραφε κριτικές
ταινιών στη στήλη «Κινηματογράφος». Στο τέλος του 1949, κι ενώ ο Εμφύλιος είχε
λήξει, ο Ηλίας Τσιριμώκος, πολιτικός διευθυντής της Μάχης, ο
Γιάννης Τσιριμώκος, γραμματέας της σύνταξης, και ο Γιάννης Σπυριδάκης,
υπεύθυνος του τυπογραφείου, παραπέμφθηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο για να
δικαστούν για τα δημοσιεύματα σχετικά με τα Αναμορφωτήρια της Μακρονήσου «που
ενέβαλον εις ανησυχίαν τους πολίτας και εμείωσαν την προς τας αρχάς
εμπιστοσύνην των πολιτών». Οι δύο τελευταίοι στις 27 Νοεμβρίου κλείστηκαν στις
φυλακές των Βούρλων, στη Δραπετσώνα, μα ύστερα από τις αντιδράσεις στην Ελλάδα
και τα διαβήματα ξένων προσωπικοτήτων, τον Ιανουάριο του 1950 αποφυλακίστηκαν.
Η δίκη τους έγινε τον Μάιο και αθωώθηκαν.
Η συγγραφική καριέρα του Μαρή άρχισε το καλοκαίρι του
1953, όταν με το πραγματικό του όνομα Γιάννης Τσιριμώκος δημοσίευσε σε
συνέχειες το Έγκλημα στο Κολωνάκι, στο εβδομαδιαίο
περιοδικό Οικογένεια, με ήρωα τον αστυνόμο Μπέκα, έναν Έλληνα
επιθεωρητή Μεγκρέ. Λίγο μετά, ο Μαρής μετακόμισε στο δημοσιογραφικό συγκρότημα
Μπότση, γράφοντας για την Ακρόπολι και την Απογευματινή ιστορικά
αναγνώσματα και στη συνέχεια τα αστυνομικά μυθιστορήματα που τον έκαναν
διάσημο.
Ο Μαρής δημιούργησε το δικό του συγγραφικό σύμπαν, μα
οι κριτικοί δεν τον θεωρούσαν λογοτέχνη, τοποθετώντας τα έργα του στην
παραλογοτεχνία. Ίσως κι επειδή επιχειρούσε να κάνει ένα είδος ανατομίας της
κοινωνίας, αποφεύγοντας να θίξει πολιτικά προβλήματα, ακόμα και υπαινιχτικά.
Δεν ήταν διατεθειμένος να ξύσει πληγές και να υποδαυλίσει τα ιδεολογικά πάθη.
Τα έβαζε μόνο με τον ηττημένο ναζισμό, τους επιζώντες οπαδούς του και τους
συνεργάτες των κατακτητών. Η Κατοχή ήταν γιʼ
αυτόν μια προσφιλής περίοδος, στην οποία ερχόταν κι επανερχόταν με τη μέθοδο
της αναδρομής στο παρελθόν.
Ο Μαρής, δημιουργός ολόκληρης σχολής συγγραφέων
αστυνομικών μυθιστορημάτων, χρησιμοποιεί την πλοκή ως πρόσχημα. Η γοητεία της
γραφής του δεν σχετίζεται με το προσωπικό του στυλ αλλά με τους ανθρώπους τους
οποίους περιγράφει. Τον ενδιαφέρει η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, οι ανθρώπινες
σχέσεις. Αυτό είναι εμφανές στο Έγκλημα στο Κολωνάκι, όπου
αναφέρεται στην κοινωνία του καιρού του, ανατέμνοντας την μεγαλοαστική και τη
μεσοαστική τάξη. Ενδιαφέρεται όμως και για την εργατική τάξη, κι έτσι τοποθετεί
μέρος της δράσης των ηρώων του σε φτωχικές γειτονιές της Αθήνας και του
Πειραιά. Έχει πλάσει ζωντανούς ανθρώπινους χαρακτήρες, ως αποτέλεσμα της
προσεκτικής παρατήρησης των προσώπων που συνάντησε κατά την άσκηση του
δημοσιογραφικού του επαγγέλματος. Στα βιβλία του πρωταγωνιστούν άντρες κάθε
ηλικίας, επιχειρηματίες, εφοπλιστές, βιομήχανοι, τσιφλικάδες, έμποροι,
δικηγόροι, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι και ηθοποιοί, μα και φοιτητές, υπάλληλοι,
σερβιτόροι, τυχοδιώκτες και ζιγκολό.
Οι γυναίκες του Μαρή, ενίοτε μοιραίες, είναι συχνά το
κλειδί για τη λύση του δράματος. Μεγαλοαστές, νοικοκυρές, ηθοποιοί, φοιτήτριες,
αλλά και οικιακές βοηθοί ή πόρνες, συνήθως γίνονται επικίνδυνες. Κατά κάποιο
τρόπο, οι ιστορίες του Μαρή θυμίζουν αρχαία ελληνική τραγωδία με κάθαρση. Ο
αστυνόμος Μπέκας, ήρωας με σχεδόν αντιηρωική συμπεριφορά, διώκτης των
εγκληματιών που ζουν εντός του κοινωνικού πλαισίου και μάλιστα στην κορυφή του,
στην υψηλή και μεσαία αθηναϊκή κοινωνία, στην αναμέτρησή του με τους “κακούς”
βγαίνει πάντα νικητής. Είναι ήρωας με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά. Διότι, στην
Αθήνα της εποχής, ένας ατρόμητος ιδιωτικός ντετέκτιβ ασφαλώς θα ήταν
ανορθογραφία κι ο Μαρής, λάτρης της γαλλικής αστυνομικής λογοτεχνίας και του
Ζορζ Σιμενόν, το γνώριζε.