Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Ζίγκφριντ Κρακάουερ, Η γραφομηχανούλα (Κίχλη/Τα άστεγα)


Στο βιβλίο «Η γραφομηχανούλα» του Ζίγκφριντ Κρακάουερ (1889-1966) παρακολουθούμε μια ιδιάζουσα ερωτική σχέση: ο αφηγητής ερωτεύεται τη γραφομηχανή του· μια γραφομηχανούλα, αβρή και λεπτεπίλεπτη, που περιήλθε στην κατοχή του υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ο έρωτάς του γι΄ αυτήν είναι κεραυνοβόλος. Και όπως όλοι οι κεραυνοβόλοι έρωτες, γεμάτος πάθος και ευγένεια.
Η αλλόκοτη αυτή συνύπαρξη διανύει όλα τα στάδια μιας τυπικής ερωτικής σχέσης: ακατανίκητη έλξη, μυστήριο, πάθος, ζήλια, προδοσία, απομάγευση, εγκατάλειψη. Μας λέει ο αφηγητής: «Από την πρώτη στιγμή αγάπησα τη μηχανή για την τελειότητά της. Είναι χαριτωμένα καμωμένη, πανάλαφρη και αστράφτει στο σκοτάδι... Για μεγάλο διάστημα δεν τολμούσα να τη χρησιμοποιήσω. Τέλεια καθώς ήταν, μου φαινόταν πλάσμα ανώτερο, που θα ήταν ανεπίτρεπτο να υποστεί την παραμικρή ζημιά από τυχόν κακομεταχείριση... Το απαλό της άγγιγμα αρκούσε για να με κάνει ευτυχισμένο... «, «... ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρο επιπλέον στο κύμα...», που θα έγραφε κι ο Παπαδαμάντης ...
 
Αποκόπτεται από τους φίλους του ο αφηγητής μας. Του αρκεί η σχέση του με τη γραφομηχανούλα. Η σχέση του με αυτήν γεμίζει την ύπαρξή του "Σύντομα απέκτησε για μένα μεγαλύτερη σημασία απ΄ ό,τι μια σύζυγος ή οι φίλοι... εφορμούσαμε από το αριστερό περιθώριο προς το άγνωστο και γυρνούσαμε πάλι πίσω ..." Μουτζουρώνει σ' αυτήν ακατανόητα για τους άλλους αλλά κατανοητά για τον ίδιο και τη μηχανούλα, σχέδια με γράμματα και αριθμούς... Ζει σε έκσταση καθημερινή... Μέχρι που η μηχανούλα «αρρώστησε». Κάποιο πλήκτρο της δεν λειτουργούσε. Ένας άγνωστος άνδρας, ειδικός από το πουθενά, ανέλαβε να την επισκευάσει. Την πασπάτεψε, την άνοιξε και τελικά την επιδιόρθωσε. Το ελαττωματικό πλήκτρο ξαναλειτούργησε αλλά η σχέση είχε υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα. Ο αφηγητής αισθάνθηκε προδομένος από τη μηχανούλα, η οποία χωρίς αντιστάσεις δέχτηκε τις περιποιήσεις ενός άλλου ενώ στον ίδιο δεν είχε υπακούσει ·νός αγνώστου. Έτσι η αγάπη του γι΄ αυτήν σβήνει.
«Δεν της αξίζει να τη νοσταλγεί κανείς», μας λέει. Στην τελική, δεν ήταν παρά μία από τις πολλές ίδιες μηχανές γραφής που κυκλοφορούν σε ειδικά καταστήματα. Έκτοτε τη χρησιμοποιεί μόνο ως αντικείμενο. Επανασυνδέεται με το αντικείμενο-γραφομηχανή και τη χρησιμοποιεί μόνο για να γράφει ασήμαντα πράγματα...
 
Σύμφωνα με την κατατοπιστική εισαγωγή του Νικήτα Σινιόσογλου, «Η γραφομηχανούλα» είναι από τα αφηγήματα που εκφράζει όσο λίγα το κλίμα του μοντερνισμού, σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι συνειδητοποιούν με δυσθυμία ότι η σχέση μας με τα πράγματα και, βεβαίως με τα πρόσωπα, είναι όχι μόνο εφήμερη αλλά και αντικαταστάσιμη.. «Η Γραφομηχανούλα» είναι μια καλυμμένη κριτική στη νεωτερικότητα. Το βαθύτερο νόημά της είναι ο απομαγευμένος τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος της νεωτερικόητας συνδέεται με τα αντικείμενα, τα άλλα πρόσωπα και εντέλει με τον ίδιο του το εαυτό. 
Εμφανείς οι επιρροές από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Φρ. Νίτσε.

 

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Φίλιπ Ροθ, Αμερικάνικο ειδύλλιο ή η Αμερική που ξέραμε γκρεμίζεται ... (Πόλις)

Τι δεν πήγε καλά; Ποια λάθη κάναμε; Τι δεν προσέξαμε και η ζωή μας έφτασε σε τέτοιο σημείο; Τι στραβό έγινε; Πώς φτάσαμε εδώ, κι εμείς και η Αμερική ολόκληρη;
 
Αυτά είναι τα ερωτήματα που ταλανίζουν τον Σέιμουρ Λιβόβ, αμερικανοεβραίο, γιο μετανάστη δεύτερης γενιάς, ιδιοκτήτη μιας από τις πιο επιτυχημένες βιομηχανίες κατασκευής γαντιών των Η.Π.Α. Τα ερωτήματα αυτά τον βασανίζουν από τότε που η κόρη του, η Μέρι, τοποθέτησε εκείνη τη βόμβα στο επαρχιακό μπακάλικο με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας ανύποπτος περαστικός ·από τότε που ζει ως καταζητούμενη από τις αρχές...·από τότε που τη βίασαν..·από τότε που έγινε μέλος μιας ινδικής σέχτας, ζώντας μέσα στην εξαθλίωση και την ανυποληψία..
 
Κι όμως... ο Σέιμουρ Λιβόβ, ο «Σουηδός» όπως τον αποκαλούσαν όλοι στη μικρή πόλη όπου ζούσε με την οικογένειά του λόγω του παρουσιαστικού του, ήταν η επιτομή του «αμερικάνικου ονείρου». Η επιτομή του «αμερικανισμού». Αθλητής που διέπρεπε σε τρία αθλήματα (όλα αμερικάνικα), γοητευτικός και δημοφιλής σε κοπέλες κι αγόρια, καλός μαθητής και φοιτητής... πεζοναύτης που κατατάχτηκε για να υπηρετήσει την πατρίδα του στις μάχες του Ειρηνικού κατά των Ιαπώνων... Παντρεύτηκε το ομορφότερο κορίτσι της κομητείας, τη Ντόουν, την κατοπινή Μις Νιου Τζέρζι και διαδέχτηκε τον πατέρα του, τον Λου, στην οικογενειακή γαντοποιΐα με θαυμαστά αποτελέσματα.
Ένας γάμος, φαινομενικά επιτυχημένος, από τον οποίο προέκυψε η Μέρι, ένα ευφυές παιδί με ένα επίμονο τραύλισμα.
 
Κι εκεί γύρω στα δεκαέξι η Μέρι κάνει την επανάστασή της. Ενάντια στον αμερικάνικο τρόπο ζωής ... ενάντια στον πόλεμο του ΒιετΝαμ... ενάντια στον Λίντον Τζόνσον ... ενάντια στην Αμερική την ίδια... τη χώρα που οι γονείς της, ιδίως ο παππούς Λου κι ο πατέρας της λάτρεψαν...
Ριζοσπαστικοποιείται και γίνεται μέλος μαχητικών ομάδων..
Τοποθετεί τη βόμβα. Ακολουθούν κι άλλες. Ο Σέιμουρ Λιβόβ, ο τέλειος Αμερικάνος, χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Παραμένει όμως καθωσπρέπει. Αξιοπρεπής κι αθώος, όπως ήταν πάντα. Με την ίδια πάντα ικανότητά του να υποφέρει. Υπάκουος, εξοργιστικά κομφορμιστής και αόρατος. Αρνείται ή δεν μπορεί να δει τα πράγματα καθαρά. Έχει χάσει, κι όχι μόνο αυτός, εδώ που τα λέμε, όλες τις σταθερές που έκαναν την Αμερική Αμερική.
Τα επαναστατικά κινήματα σαρώνουν τα πάντα. Ο αμερικανισμός κλονίζεται. Πόλεις ολόκληρες καταστρέφονται από οργισμένους νέους. Η παλιά Αμερική καταρρέει. Μαζί της κι η ειδυλλιακή ζωή του Σέιμουρ Λιβόβ, του «Σουηδού». Η Ντόουν μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές...
Στρέφεται στην εκτροφή αγελάδων και ταύρων... ντρέπεται για τον τίτλο της Μις Νιου Τζέρζι... ποτέ δεν τον ήθελε στην πραγματικότητα...
Χάνονται όλα. Και οι άνθρωποι, οι καλοί γείτονες του Σέιμουρ Λιβόβ.... κάλπηδες, υποκριτές, καθωσπρέπει.
Η Μέρι τους φτύνει όλους αυτούς: τους Εβραίους του πατέρα της και του αυταρχκού παππού της, τους Ιρλανδούς καθολικούς της μάνας της... τα ζώα της μάνας της, τη λογοθεραπεία, την επιχείρηση γαντιών που ανθεί, τον βρομοκαπιταλισμό... το όμορφο πέτρινο σπίτι στο Νιούαρκ....
 
 «Αμερικάνικο ειδύλλιο». Ο Φίλιπ Ροθ, σκληρός. Ανελέητος, στα καλύτερά του.
 
Η Αμερική, τα μιλκσέικς, το μπέιζμπολ, η κοινότητα, η σκληρή δουλειά που μονο αυτή ανταμείβει, τα καλλιστεία και τα όμορφα προάστεια της ασφάλειας, οι επιτυχημένοι γάμοι, οι ψευτοφιλελεύθεροι δημοκρατικοί, οι ψευτοδιανοούμενοι, τα γεύματα με φίλους ... ό,τι συνιστά και συναποτελεί, τελικά, τον αμερικανισμό καταρρέει... σωριάζεται σε ερείπια ... χάνεται.... Η Αμερική του γερο Λου και του Σέιμουρ Λιβόβ σαρώνεται απ άκρη σ` άκρη.
 

 

 

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Τζόναθαν Κόου, Τι ωραίο πλάτσικο (Πόλις



Η οικογένεια Γουίνσο είναι μια τυπική οικογένεια αριστοκρατών του Ηνωμένου Βασιλείου με καταγωγή που χάνεται στα βάθη των αιώνων.


Στην πραγματικότητα πρόκειται για οικογένεια γκάνγκστερς. Μια οικογένεια μαφιόζων. Τα μέλη της απέχουν πολύ απ' αυτό που λέμε «καλοί άνθρωποι». Λειτουργούν σαν μέλη του υποκόσμου. Είναι υπόκοσμος. Οι διαφορές που έχουν από αυτόν είναι η αριστοκρατική καταγωγή, ένας εγκαταλειμμένος πύργος και η οξφορδιανή προφορά.

Ένας απ' αυτούς δρα ως διπλός κατάσκοπος που δεν διστάζει να προδώσει όχι μόνο την πατρίδα του αλλά και τον ίδιο του τον αδελφό, πιλότο της RAF, στους ναζί και γίνεται υπαίτιος για τον θάνατό του.Ένας άλλος, αριβίστας πολιτικός, μετακινείται με μεγάλη ευελιξία από τους Εργατικούς στους Τόρυς, όταν κρίνει πως έτσι εξυπηρετούνται οι πολιτικές του φιλοδοξίες. Κι όταν πάλι το κρίνει αναγκαίο δεν διστάζει να πουλήσει τη Μάργκαρετ υπέρ του Τζον Μέιτζορ. Κάποια άλλη, αγοράζει μικρά αγροκτήματα και τα μετατρέπει σε μονάδες «πρότυπης κτηνοτροφίας», «κατασκευάζοντας» δύσμορφα ζώα με ορμόνες που στη συνέχεια διοχετεύει στη βιομηχανία τροφίμων -την οποία ελέγχει στον μεγαλύτερο βαθμό- για να καταλήξουν στα πιάτα ανυποψίαστων καταναλωτών. Άλλος, σημαίνον στέλεχος του Σίτι, άρπαγας, ληστής, πλουτίζει, καταστρέφοντας περιουσίες και αποθεματικά δημόσιων ταμείων και επενδύσεις Βρετανών της μεσαίας τάξης (σας θυμίζει κάτι; ). Μία άλλη, τσούλα περιωπής, δραστηριοποιείται στον χώρο των μίντια ως "δημοσιογράφος γνώμης", γράφοντας κείμενα κατά παραγγελία και δημιουργώντας τηλεοπτικές εκπομπές που ούτε η ίδια δεν αντέχει να παρακολουθήσει. Ένας άλλος, μέτοχος τεράστιας βιομηχανίας όπλων, πουλάει όπλα στον Σαντάμ Χουσεϊν την ίδια στιγμή που η Δύση και η Μεγάλη Βρετανία ετοιμάζονται για πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Ιράκ. Κάποιος άλλος, αδίστακτος αντικέρ και γκαλερίστας, εκμεταλλεύεται νέους καλλιτέχνες και κλείνει με παράνομους τρόπους δουλείες εκατομμυρίων λιρών.

Άπληστοι, υποκριτές, δολοφόνοι, καιροσκόποι, ψεύτες και τυχοδιώχτες. Αδίστακτοι τύποι, που διψούν για εξουσία και επιβολή. Μια οικογένεια που περιφρονεί και αντιπαθεί βαθύτατα τους ανθρώπους και απονεκρώνει τη μεσαία τάξη με όλους τους πρόσφορους τρόπους. Σωματικά, διανοητικά, ηθικά, ψυχικά. Τσαλαπατούν, καταστρέφουν, ισοπεδώνουν, λεηλατούν, αρπάζουν, δολοφονούν. Βρίσκονται κάτω από κάθε πέτρα και πίσω από κάθε παρανομία.

Ένας αποτυχημένος συγγραφέας, ο Μάικλ Όουεν, αναλαμβάνει να γράψει την ιστορία αυτής της οικογένειας. Μπλέκεται με εκκεντρικούς ομοφυλόφιλους υπέργηρους ντετέκτιβ, μαχητικές ακτιβίστριες και ιδεαλιστές κινηματογραφιστές, φιλόδοξες ζωγράφους, άβουλους κτηνοτρόφους
Στην Αγγλία του '80 της ελεύθερης οικονομίας, όπου κάθε δημόσιο αγαθό ιδιωτικοποιήθηκε άγρια, οι δομές υγείας ξεχαρβαλώθηκαν, η εργατική τάξη εξαρθρώθηκε, όπου αεριτζήδες πλούτισαν, ληστεύοντας και αρπάζοντας δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο ... Στην Αγγλία της Margaret Hilda Roberts Thatcher. 



.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Κώστας Μουρσελάς, Εκείνος και ... εκείνος (ή ένας χρόνος απουσίας)


Ο Σόλων κι ο Λουκάς είναι δύο clochards.
Όχι του Παρισιού αλλά της Αθήνας.
Είναι δύο περίεργοι τύποι, αλήτες γυρολόγοι. Δύο αιώνιοι απροσάρμοστοι της ζωής και της κοινωνικής πραγματικότητας. Μένουν «εκτός των τειχών» και εκτός των αγαθών που θα μπορούσαν, ίσως, να έχουν. Ο ένας, ο Σόλων, πιο ορθολογιστής, από άποψη. Ο άλλος, ο Λουκάς, απλοϊκός και συναισθηματικός, από ένστικτο και από εμπειρία. Περιφέρονται στην Αθήνα του '60. Στην πρωτεύουσα που έχει αρχίσει να διαμορφώνει την κατάσταση που όλοι ξέρουμε: αυτοκίνητα και κυκλοφοριακό πρόβλημα, πολυκατοικίες από αντιπαροχή, μικρά διαμερίσματα, κατανάλωση, φώτα, απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας, γρήγοροι ρυθμοί, άγχος, θόρυβοι, προκλήσεις και όνειρα, μοναξιές.
 
Οι δύο φίλοι μας ενοχλούνται από την «αλλοτρίωση» και από το «κατεστημένο» (ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει ήδη εισαγάγει τον όρο). Φαίνεται ότι ζουν εκτός κοινωνίας αλλά στην πραγματικότητα είναι βαθιά εντός αυτής. Την παρατηρούν και τη σχολιάζουν άλλοτε με ειρωνεία άλλοτε με πικρή διάθεση άλλοτε με μελαγχολία ... Την κρίνουν με υπαινιγμούς. Προσπαθούν να κατανοήσουν το παράλογο. Της Αθήνας, της σύγχρονης ζωής... Οι προβληματισμοί τους, ωστόσο, είναι παγκόσμιοι και, ίσως (και) διαχρονικοί. Είναι τύποι θεατρικοί: θα μπορούσαμε να τους συναντήσουμε στον Καραγκιόζη, ας πούμε... ή στον Αριστοφάνη ή στο βαριετέ. Ωραίοι τύποι, συμπαθείς...
 
Το «Εκείνος και ... εκείνος», ο Λουκάς κι ο Σόλων, δηλαδή, είναι μια σειρά από μονόπρακτα που είχε γράψει ο Κώστας Μουρσελάς και είχαν διασκευαστεί και για την τηλεόραση. Είχαν αρχίσει να προβάλλονται από την ΕΙΡΤ, τον Ιούνη του 1972, μέσα στη χούντα των απριλιανών. Πολλοί οι υπαινιγμοί κατά της δικτατορίας πέρασαν μέσα από τα επεισόδια αυτά.
 
Ο Κώστας Μουρσελάς είχε γράψει, όμως και άλλα πολλά έργα. Κυρίως για το θέατρο: «Άνθρωποι και άλογα», «Η κυρία δεν πενθεί», «Επικίνδυνο φορτίο» και, βέβαια, το εμβληματικό «Ω, τι κόσμος, μπαμπά !». Ήταν και εξαιρετικός πεζογράφος. Τι να πρωτοθυμηθούμε ... Το «Κλειστόν λόγω μελαγχολίας»; το «Στην άκρη της νύχτας»; ή το συγκλονιστικό «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», ένα από τα καλύτερα κείμενα της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής που έχω διαβάσει.
Γραφή πικρή, ειρωνική κάποτε. Άλλοτε πολύ σκληρή κι άλλοτε πολύ τρυφερή. Βγάζει απόγνωση, χαμοζωή αλλά και δύναμη, αισιοδοξία. Ή πόνο, που άλλοτε (σπάνια) υπερχειλίζει κι άλλοτε πνίγεται βουβός σαν λυγμός. 


 






Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Gershom Scholem, Hannah Arendt, Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού (Άγρα)

Tο βιβλίο «Gershom Scholem, Hannah Arendt, Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού» είναι οι (δύο) επιστολές που αντήλλαξαν ο Gersom Scholem και η Hannah Arendt με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της δεύτερης «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ». Αυτό το βιβλίο συνιστά τη δημοσιογραφική κάλυψη της δίκης του Άντολφ Άιχμαν, ενός από τους πρωτεργάτες της "Τελικής Λύσης", τον οποίο οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ συνέλαβαν στην Αργεντινή και οδήγησαν σε δίκη στην Ιερουσαλήμ το 1960.
 
Σε αυτό η Hannah Arendt, μεταξύ άλλων, ασκεί έντονη κριτική σε ιθύνοντες του εβραϊκού κατεστημένου αναφορικά με τη σκοπιμότητα της δίκης, τη δικαιοδοσία του ισραηλινού δικαστηρίου αλλά και αναφορικά με τις ευθύνες ιθυνόντων εβραϊκών κοινοτήτων στην κατεχόμενη Ευρώπη. Συγκεκριμένα, αφήνει σαφείς αιχμές για συνεργασία αυτών των τελευταίων με τους ναζί για την κατάδοση και θανάτωση ομοφύλων τους.
 
Ενδεικτική είναι, όμως, η αναφορά στον Άιχμαν, ως τον παραδειγματικό εκφραστή της συμπεριφοράς που η ίδια ονομάζει «ρηχότητα του κακού» (και όχι απλώς, «κοινοτοπία του κακού»). «Είμαι της άποψης πως το κακό δεν είναι ποτέ ριζικό, αλλά μονάχα ακραίο, και ότι δεν έχει ούτε βαθύτητα ούτε κάποια δαιμονική διάσταση. Το κακό δύναται να κατακυριεύει τα πάντα και να σαρώνει τον κόσμο ολόκληρο, ακριβώς γιατί διασπείρεται σαν μύκητας. ... Εδώ έγκειται η ρηχότητά του.» Ο Άιχμαν παρουσιάζεται ως ένας τυπικός γραφειοκράτης, ένα άχρωμο ανθρωπάκι με φτωχή σκέψη, υπάκουος σαν πτώμα, που θα υπέγραφε και την καταδίκη της μάνας του αν υποχρεωνόταν. Κάθε άλλο παρά ένα τέρας, όπως ήθελε να τον εμφανίσει στο δικαστήριο το κατηγορητήριο και η ισραηλινή προπαγάνδα. 
 
Τα ειδεχθέστερα εγκλήματα είναι δυνατόν να διαπραχθούν από τους πλέον ρηχούς και συνηθισμένους ανθρώπους: από στενόμυαλους γραφειοκράτες, οι οποίοι ούτε φανατικοί είναι ούτε από μίσος διακατέχονται. Είναι απλώς ανίκανοι να σκεφτούν το κακό που διαπράττουν και να πάρουν τη θέση του άλλου... Είναι ανίκανοι να κατανοήσουν τι κάνουν. Ο Άιχμαν αντιπροσωπεύει την απουσία σκέψης, την απουσία εσωτερικής διάστασης της συνείδησης.
Εκδόσεις Άγρα.




 














Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Παραμονή πρωτοχρονιάς


Κυρίες έξω από κομμωτήρια
μικρά χρυσοχαρτάκια στο μαλλί.
Στο ένα χέρι τσιγαράκι.

Στο άλλο 
αυτοσχέδιο τασάκι.



Δημήτρης Φωτεινόπουλος


 


Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

John Williams, Ο Στόουνερ (Gutenberg)





Το βιβλίο «Ο Στόουνερ» του αμερικανού πεζογράφου John Williams (1934-2006) είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, το χρονικό μιας ολόκληρης ζωής, από την ηλικία των έξι ετών, όταν έσπερνε τη γη και άρμεγε τις αγελάδες στην οικογενειακή αγροικία στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ έως τον θάνατό του, στο τέλος μιας εξαιρετικής ακαδημαϊκής καριέρας ως καθηγητής αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μισσούρι.
 
Χωρίς να έχει οποιαδήποτε λογοτεχνική σκευή, ή μάλλον ακριβώς γι' αυτό, ο κ. Στόουνερ αποφασίζει να εγκαταλείψει τις γεωπονικές σπουδές για τις οποίες προοριζόταν για να αφιερωθεί στη μελέτη της λογοτεχνίας και της θεωρίας των γραμμάτων και της γραφής. Το έναυσμα είναι ένα σονέτο του Σαίξπηρ που αναφέρεται στα νιάτα που μαραίνονται και φεύγουν. Έτσι στρέφεται στη λογοτεχνία, όχι όμως ως απλός αναγνώστης καλών ή λιγότερο καλών μυθιστορημάτων αλλά ως ερευνητής. Δύο πράγματα τον ενδιαφέρουν βασικά. Το ένα είναι η φιλολογική ερμηνεία των ποιημάτων, η αναζήτηση της ιστορικότητας των πηγών της αγγλικής (αναγεννησιακής) ποίησης. Και αφιερώνεται στο ερευνητικό/ακαδήμαϊκό έργο με ιεραποστολικό ζήλο. Το άλλο είναι η διδασκαλία. Πασχίζει να μεταδίδει όσο πιο καλά μπορεί τις γνώσεις που αποκτά στους φοιτητές, πρωτοετείς, προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς. Θέλει να γίνει ένας καλός δάσκαλος. Και να προετοιμάζει με τη σειρά του καλούς δασκάλους. Σε όλη του την πορεία κατατρύχεται απο αμφιβολίες και ανασφάλειες: είναι, άραγε, καλός δάσκαλος;
 
Στο φόντο των ερευνητικών και ακαδημαϊκών του διαδρομών, δύο ερωτικές σχέσεις. 
Η μία καταλήγει σε γάμο, ο οποίος όμως είναι μια φρικτή αποτυχία. Η γυναίκα του, η Ίντθ, είναι ένα πλάσμα εντελώς απωθητικό. Ωστόσο αυτός ο γάμος δεν διαλύεται. Αντιθέτως, είναι αυτός που διαλύει τον Στόουνερ. Για να βρει διέξοδο καταφεύγει στο πανεπιστήμιο, το οποίο αντιλαμβάνεται ως κόσμο έξω από τον κόσμο, ως τον μόνο πραγματικό και ενδιαφέροντα τελικά, κόσμο, στις μελέτες του, στα βιβλία του και στις εργασίες των φοιτητών του. Η άλλη σχέση με μία μεταπτυχιακή ερευνήτρια. Η Κάθριν Ντρίσκολ αποδεικνύεται για τον Γουίλλιαμ Στόουνερ ο έρωτας της ζωής του. "Κάπου κάπου σήκωναν τα μάτια από τα βιβλία τους, αντάλλασσαν ένα χαμόγελο και ξαναβυθίζονταν στη μελέτη τους. Κάπου κάπου ο Στόουνερ σήκωνε τα μάτια από το βιβλίο του και τα άφηνε να πλανηθούν στην υπέροχη καμπύλη της ράχης της, στον ντελικάτο λαιμό της, όπου έπεφτε πάντα μια τούφα μαλλιά. Τότε τον πλημμύριζε ένας αργός κι ανεμπόδιστος πόθος... σηκωνόταν και πήγαινε να σταθεί πίσω της, κι ακουμπούσε απαλά τα χέρια του στους ώμους της. Εκείνη ίσιωνε το κορμί της κι άφηνε το κεφάλι της να ακουμπήσει πίσω στο στέρνο του... Ο Στόουνερ γλυστρούσε τα χέρια του στην απαλά δεμένη ρόμπα, ν' αγγίξουν τα στήθη της ...» 
 
Τι ήταν, τελικά, η ζωή του κυρίου Στόουνερ; Επιθύμησε έντονα τη φιλία και την επιδίωξε αλλά τελικά απέκτησε μόνο δύο φίλους (ο ένας, μάλιστα, σκοτώθηκε κάπου στο γαλλικό μέτωπο). Παντρεύτηκε από πάθος αλλά τελικά ο γάμος του φυλλορρόησε σχεδόν αμέσως. Βρήκε τον έρωτα στην Κάθριν .... («Κάθριν, σκέφτηκε, Κάθριν...»). Θέλησε να γίνει δάσκαλος. Κι έγινε. Αλλά είχε πάντα τη σκέψη ότι ήταν ένας «μάλλον αδιάφορος δάσκαλος». Θέλησε να μείνει ακέραιος και αγνός στην πιο καθαρή μορφή και βρήκε τον συμβιβασμό και την κοινοτοπία. Επιδίωξε τη γνώση και στο τέλος της ζωής του συνειδητοποίησε τη βαθιά του άγνοια ...
 
Εξαιρετικό μυθιστόρημα. 
Βιβλία, ακαδημαϊκή κοινότητα, σπουδαστήρια και μελέτες, έρευνες και πηγές, διδασκαλία, τέχνη, λογοτεχνία, ποίηση, έρωτας και συμβιβασμοί. 
Και, βέβαια, το έργο του δασκάλου. Δεν είναι λίγα.  

 

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Βιβλιογραφικό Αφιέρωμα στον Μάη (κι όχι μόνο)

Μικρό βιβλιογραφικό αφιέρωμα στον Μάη. Τον Μάη που συντάραξε τη Γαλλία, την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο και, προς στιγμή, έδειξε ότι όλα είναι δυνατά και όλα είναι πιθανά. Και σε όλα τα κινήματα και τις ουτοπίες.
 

Τρία βιβλία σχετικά.
 

«Την αγαπήσαμε τόσο την Επανάσταση», εκδόσεις Αλέξάνδρεια.
Για δύο χρόνια ο Ντάνυ Κον-Μπεντίτ, ο "κόκκινος Ντάνυ", η ηγετική μορφή εκείνων των καιρών, μαζί με ένα τηλεοπτικό συνεργείο ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο. Από το Παρίσι, την εστία της εξέγερσης, και τη Ναντέρ μέχρι τη Νέα Υόρκη, το Άμστερνταμ, το Τόκυο, τη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο του Ρουντ Ντούτσκε και τη Χώρα των Βάσκων. Αναζητούσε την πολιτική του οικογένεια, τους συντρόφους του από τα κινήματα της αμφισβήτησης που στη δεκαετία του '60 συγκλόνισαν τον κόσμο και κλόνισαν τα θεμέλια και τις αξίες της αστικής τάξης. Αναζήτησε παλαιούς χίπυς, Μαύρους Πάνθηρες, μαχητικές φεμινίστριες, μορφές της επαναστατικής Αριστεράς, μαχητές του λατινοαμερικάνικου αντάρτικου των πόλεων μέχρι μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Άλλοι από χίπυς έγιναν γάπις, άλλοι από μαχητές των δρόμων έγιναν τηλεσπόνσορες. Άλλοι, όπως ο Γιόκα Φίσερ (αλήθεια, τον θυμάστε;) ανέλαβαν υπουργικά αξιώματα, άλλοι δολοφονήθηκαν από την εξουσία που είχαν πολεμήσει. Άλλοι κατέληξαν σε φυλακές ύψιστης ασφάλειας...
Ο «κόκκινος» Ντάνυ (που στο μεταξύ είχε γίνει Οικολόγος/Πράσινος, πλήρως ενταγμένος στο σύστημα) ρωτάει πώς έγιναν όλα. Πού κατέληξαν όλα και, κυρίως, τι οδήγησε αυτή τη γενιά στην Επανάσταση, που την ερωτεύτηκε τρελά.
 
 
«Εκ των Υστέρων, 19+1», εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνης.
Βιβλίο που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Παπαχρήστος (ο εκφωνητής του Νοέμβρη, ναι!).
Ζήτησε είκοσι χρόνια μετά από την Εξέγερση του Νοέμβρη, από φίλους, συναγωνιστές, συνοδοιπόρους και συντρόφους να γράψουν κάτι για κείνες τις μέρες, για κείνα τα οράματα, για κείνον τον Νοέμβρη... 
Σε αντίθεση με ό,τι κατά καιρούς διαδίδεται για να υποτιμηθεί και να δυσφημιστεί αυτός ο κόσμος της προσφοράς και της ανιδιοτέλειας, οι περισσότεροι από αυτούς τους αγωνιστές παρέμειναν και παραμένουν πιστοί στα οράματα της νιότης τους. Οι λιγότεροι άλλαξαν μυαλά ριζικά και εμήδισαν. Οι περισσότεροι, οι πιο αγνοί και οι πιο ιδεαλιστές μένουν στην αφάνεια. Με τις ενοχές τους. Με τα διλήμματά τους. Με τους αγώνες και τις σημαίες που ποτέ δεν κατέβασαν. Με τις ήττες τους και τις μικρές τους νίκες. Με τους δαίμονές τους. Και γι' αυτό τραγικοί, με την αρχαιοελληνική έννοια.
 
 
«Η επιστροφή του Νετσάγιεφ» του Χορχε Σεμπρούν, εδόσεις Εξάντας.
Ο συγγραφέας, υπουργός πολιτισμού της πρώτης κυβέρνησης του σοσιαλιστή Φελίππε Γκονζάλεθ στην Ισπανία, διερευνά μυθιστορηματικά το φαινόμενο της τρομοκρατίας. Μία ομάδα της προλεταριακής αριστεράς μετά από τον Μάη αποφασίζει να αυτοδιαλυθεί για να μην οδηγηθεί στο έγκλημα. Όλα τα μέλη της ενσωματώνονται στο σύστημα και αφομοιώνονται από αυτό, αναλαμβάνοντας αξιώματα. Γίνονται "κάποιοι" επειδή «αυτοί περισσότερο από τον καθένα γνωρίζουν τους νόμους της καπιταλιστικής κοινωνίας». Όλοι; Όχι ολοι. Όλοι εκτός από έναν. Τον Ελί Σιλπεμπέργκ. Αυτός είναι ο λιγότερο επιφανής από τους τέσσερις. Αυτός φαίνεται να το παλεύει ακόμα... με τη λογοτεχνία και με ανεκπλήρωτους έρωτες.  Αλλά υπήρχε κι ένας πέμπτος: ο Ντανιέλ Λορενσόν, ο διαβόητος Νετσάγιεφ, ο Δαιμονισμένος του Ντοστογιέφκι.
Τι απέγινε άραγε αυτός ο Νετσάγιεφ; 


 



Vanitas vanitatum ...

Διάβαζα, για την ακρίβεια, ξαναδιάβαζα τις προάλλες, τον «Εκκλησιαστή», ένα από τα βιβλία που απαρτίζουν την εβραϊκή Βίβλο και τη χριστιανική Παλαιά Διαθήκη. Αποδίδεται στον Δαβίδ, βασιλέα της Ιερουσαλήμ, χωρίς να είναι απολύτως εξακριβωμένο. Πρόκειται στην ουσία για ηθικοπλαστικό κήρυγμα με βαθιά φιλοσοφικότητα. Πολλοί οι στίχοι που θα μπορούσε να απομονώσει κανείς.

Μού έκαναν εντύπωση κάποιοι που αναφέρονται στην ελπίδα:

Ένα πράμα έχουν κοινό
οι ζώντες μεταξύ τους:
όλοι πάντοτε ελπίζουν.
Το σκυλί που ακόμα ζει
έχει αξία πιο μεγάλη
απ΄ το νεκρό λιοντάρι.
...
Βγες έξω λοιπόν,
φάε το ψωμί σου με χαρά,
πιες το κρασί καλόκαρδα...
Και κάθε μέρα φόραγε
τα άσπρα σου τα ρούχα,
και στάξε στο κεφάλι σου
λάδι ευωδιαστό.

Και φτιάξε τη ζωή σου
με το κορίτσι που αγαπάς,
την κάθε μέρα της ζωής,
της ανώφελης ζωής,
που σου δόθηκε να ζεις
σε τούτον δω τον κόσμο...
 
Στον «Εκκλησιαστή» λοιπόν, υπάρχει αλλαγή; Υπάρχει. Αλλά πρόκειται για την εναλλαγή των ίδιων στοιχείων, Η αλλαγή, στην ουσία, είναι επανάληψη. Το έργο παίζεται ξανά και ξανά. Τα πράγματα και οι καταστάσεις δείχνουν να μεταβάλλονται αλλά δεν συμβαίνει τίποτα καινούργιο. Όλα μένουν ίδια. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν το αντιλαμβάνονται αυτό. Νομίζουν ότι νέα πράγματα γίνονται. Ότι σημειώνονται εξελίξεις. Γιατί; Γιατί τα πράγματα ξεχνιούνται. Οι άνθρωποι δεν θυμούνται τα παλαιότερα. Κι αυτά του σήμερα γίνονται και είναι θαυμαστά αύριο θα 'χουν λησμονηθεί. Η εντύπωση του διαφορετικού, του αλλιώτικου, του πρωτόφαντου, δήθεν, του νέου δεν οφείλεται παρά μόνο στη λήθη. Στη λήθη. Το ΄χουν οι άνθρωποι αυτό. Ξεχνάνε. Δεν γίνεται αλλιώς...
Κι από κοντά έρχεται κι ο Θέογνις, ο αριστοκράτης Μεγαρεύς, με τις ελεγείες του:


Ἐλπὶς καὶ κίνδυνος ἐν ἀνθρώποισιν ὁμοῖοι·
οὗτοι γὰρ χαλεποὶ δαίμονες ἀμφότεροι.
Που σημαίνει:
Το ίδιο πράγμα είναι η ελπίδα και ο κίνδυνος
Κι οι δυο τους είναι δύσκολοι δαίμονες


Και στην επόμενη ελεγεία:

Πολλάκι πὰρ δόξαν τε καὶ ἐλπίδα γίνεται εὖ ῥεῖν
ἔργ' ἀνδρῶν, βουλαῖς δ' οὐκ ἐπέγεντο τέλος.
Δηλαδή:
Τα έργα των ανθρώπων πολλές φορές πραγματώνονται χωρίς ελπίδα και σύνεση.
Και τέλος δεν έχουνε τα σχέδιά (τους)...

Κι όπως λέει κι ο έξοχος Μπρούνο Γκαντζ στο μετρό του Βερολίνου, στο γύρισμα του αιώνα -τι σκηνή!- «Πολλοί από εμάς πιστέψαμε ότι ήμασταν οι πολιορκητές του ουρανού... Αλλά η Ιστορία μας πέταξε στο περιθώριο. Η Σκόνη του Χρόνου τα σκεπάζει όλα, μικρά και μεγάλα .. «


Κι η γριά η Λούκαινα, του Παπαδιαμάντη, η γιαγιά της Ακριβούλας συνεχίζει να μοιρολογά: «Σὰν νά ᾽χαν ποτὲ τελειωμὸ
τὰ πάθια κ᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου...»





...Στο Μοναστηράκι βαυαροί χωροφυλάκοι χορεύουν μπρος στον βασιλιά ... και ο "ανθέλλην" κ. About

O Edmond Francois Valentin About (1828-1885) ήταν Γάλλος συγγραφέας, ιστοριοδίφης, δημοσιογράφος, ακαδημαϊκός και περιηγητής. Και πολλά άλλα. Στα 1852 επισκέφτηκε την Ελλάδα, νεοσύστατο Βασίλειο τότε, και παρέμεινε έως το 1854. Εργαζόταν στη Γαλλική Σχολή Αθηνών. Στα δύο χρόνια που έμεινε στην Ελλάδα, τη γύρισε από άκρη σε άκρη και συνέγραψε δύο βιβλία ελληνικού ενδιαφέροντος.
 
Στο πρώτο, «Η Ελλάδα του Όθωνα» περιλαμβάνει τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια στην ελληνική και στη νησιωτική επικράτεια. Προχωρεί σε οξυδερκείς παρατηρήσεις και σε ακριβείς περιγραφές για τη χώρα και για τους κατοίκους της. Η αλήθεια είναι ότι απογοητεύεται από την εικόνα που εμφανίζει το νεοπαγές κράτος -πώς θα ήταν αλλιώς; αλλά η προσέγγισή του γίνεται με ειλικρινή συμπάθεια και αγάπη. Ωστόσο μερικά πράγματα του είναι ακατανόητα

Πολλά ζητήματα θίγονται στο συγκεκριμένο βιβλίο: η ελληνική γλώσσα, σύγχρονή και αρχαία, η ελληνική μυθολογία, τα ήθη και οι νοοτροπίες των ανθρώπων, η υποτυπώδης Διοίκηση, η νομοθεσία, η Εκκλησία, ο θεσμός της μοναρχίας και οι Βασιλείς, ο φιλάσθενος Όθων και η δυναμική Αμαλία, το πολιτικό προσωπικό, οι υπουργοί και οι βουλευτές, ακόμα και οι αργυρώνητοι παπάδες, που ήταν έτοιμοι να ακυρώσουν ακόμα και γάμους που οι ίδιοι είχαν τελέσει για μερικές πενταροδεκάρες. Βέβαια, οι νεότεροι Έλληνες έσπευσαν να τον κατατάξουν στους ανθέλληνες διότι η εικόνα που παρουσίαζε για την Ελλάδα και για τον ελληνικό λαό  δεν συνέπιπτε με αυτήν που εκείνοι είχαν για τη χώρα και για τους εαυτούς τους. Κάτι σαν τον Ροϊδη ήταν, επί το γαλλικόν, για να καταλάβετε. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο αυτό έχει την αίσθηση ότι διαβάζει αφηγήσεις του Ηροδότου καθώς είναι γεμάτο από λαογραφικές, εθνολογικές και οι γεωγραφικές πληροφορίες. 

Ενδεικτικά:

«Η φύση της χώρας είναι ευνοϊκή για την ανάπτυξη του ατομικισμού. Η Ελλάδα είναι κομμένη σε άπειρα κομμάτια λόγω των βουνών και της θάλασσας. Αυτή η μορφολογία διευκόλυνε παλαιότερα τη διαίρεση του ελληνικού λαού σε μικρά κράτη, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, τα οποία διαμόρφωναν εξίσου σύνθετα άτομα. Σε καθένα από αυτά τα κράτη ο πολίτης αντί να επιτρέψει στον εαυτό του να αφομοιωθεί από το συλλογικό είναι ή από την πόλη, υπεράσπιζε με φροντίδα τα προσωπικά του δικαιώματα και τη δική του ατομικότητα. Αν ένιωθε απελπισμένος από την κοινότητα, έβρισκε καταφύγιο στη θάλασσα, στο βουνό ή σε κάποιο γειτονικό κράτος που τον δεχόταν... Έτσι η Ελλάδα μπορεί να υποδουλώθηκε αλλά ο Έλληνας έμεινε ελεύθερος. Από το αρχιπέλαγος ποτέ δεν έλειψαν οι πειρατές και από τα βουνά ποτέ δεν έλειψαν οι κλέφτες...»

Αλλού:


«...Υπάρχει πολλή αλαζονεία στην αγάπη των Ελλήνων για τη χώρα τους, και τυφλώνονται μ΄έναν περίεργο τρόπο με τη σπουδαιότητα της Ελλάδας. Νομίζουν πως όλα τα γεγονότα της Ευρώπης έχουν ως επίκεντρο και σκοπό την Ελλάδα...
Επίσης: «... Δεν είναι γεννημένοςγια τον πόλεμο ο Έλληνας κι ας λέει ... Η πειθαρχία, κινητήριος δύναμη του πολέμου, του λείπει... ούτε για τη γεωργία είναι πλασμένος γιατί αυτή απαιτεί θέληση, προσήλωση κι υπομονή, κι αυτά ο Έλληνας δεν τα είχε ποτέ... Θέλει όμως τα μακρινά ταξίδια, τις τολμηρές επιχειρήσεις, τη ριψοκίνδυνη κερδοσκοπία. Βρίσκει τη θέση του στην είσοδο μιας ταβέρνας ή στο κατάστρωμα ενός πλοίου διασκεδάζοντας τους επιβάτες. Καθισμένος ευχαριστιέται την αρχοντιά του.. όρθιος την κομψότητά του ...»
 
Σε άλλο σημείο:


«Στους Έλληνες η αγάπη για την ελευθερία ισοδυναμεί και με περιφρόνηση προς τους νόμους και σε κάθε νόμιμη αρχή. Η αγάπη για την ισότητα εκδηλώνεται συχνά ως άγρια ζήλια απέναντι σε όσους ξεχωρίζουν. Ο κοντόφθαλμος πατριωτισμός γίνεται εγωισμός και το εμπορικό πνεύμα γίνεται απατεωνιά. ... Ο ελληνικός πατριωτισμός εκδηλώνεται με δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους, εντός και εκτός Ελλάδας. Οι Έλληνες του εξωτερικού λατρεύουν την πατρίδα τους. Δίνουν ό,τι έχουν και δεν έχουν γι' αυτήν και το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα την κάνουν πλουσιότερη και δυνατότερη. Οι Έλληνες του εσωτερικού το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα κλείσουν τη χώρα τους στους Έλληνες του εξωτερικού. Οι μεν έχουν γενναιόδωρο πατριωτισμό. Οι δε έναν πατριωτισμό συντηρητικό. ... Ένας Έλληνας θα θεωρούσε τον εαυτό του ατιμασμένο αν δεν σας έκλεβε κάτι. Κι αν το αντιλαμβανόσασταν και του το λέγατε, με ένα ύφος πρόσχαρο χαμογελά σα να σου λέει: Καταλαβαινόμαστε. Μάντεψες πως είμαι απατεώνας. Είσαι έξυπνος άνθρωπος, μπορεί να είσαι κι εσύ λίγο απατεώνας. Θα συνεννοηθούμε εμείς οι δυο..»
 
Κάνει παρατηρήσεις και για πολλά άλλα ζητήματα ο Edmond About: για τη χλωρίδα (αναφέρεται σε βότανα, θάμνους, δέντρα, την κορινθιακή σταφίδα, τα αμπέλια και την ποιότητα του καπνού, που τη βρίσκει εξαιρετική...), την πανίδα (αναφέρεται στο άλογο, στη μέλισσα -και στο μέλι του Υμηττού-, στις κουκουβάγιες, στα έντομα...), στη γεωργία, στην (ανύπαρκτη) βιομηχανία, στη Γεωργική Σχολή του Καποδίστρια, στην Τύρινθα, που είχε μόνο επτά (7) σπουδαστές ( ! ) παρότι η Ελλάδα θα μπορούσε να πλουτίσει από τα αγροτικά προϊόντα, στο υποτυπώδες εκπαιδευτικό σύστημα, στον στρατό και στους γαλονάδες...
Επίσης, στα μνημεία, στα αρχαιολογικά ευρήματα, στο αστικό και στο αγροτικό σπίτι, στην αστική και στην αγροτική οικογένεια, στις σχέσεις των φύλων, στη μητρότητα της ελληνίδας, στη ναυτιλία ...
 
Ειδικά για την τελευταία:
«Το ελληνικό ναυτικό είναι τόσο παλιό όσο και ο ελληνικός λαός. Την πρώτη φορά που το ελληνικό έθνος έγινε γνωστό ήταν όταν πήγε να λεηλατήσει την Τροία. Ο πραγματικός ήρωας της Ελλάδας όμως, δεν ήταν ο ορμητικός Αχιλλέας, που ήξερε να αγαπά, να μισεί, να κλαίει και να μάχεται. Ο Αχιλλέας ήταν ένας άντρας της ηπειρωτικής Ελλάδας, μεγαλωμένος μακριά από τη θάλασσα. Ήταν ακέραιος στην ψυχή. Δεν έκανε υπολογισμούς. Δεν κέρδισε τίποτα στον Τρωικό πόλεμο εκτός από τον θάνατο και την αθανασία.. Αντιθέτως την Ελλάδα ολόκληρη την ενσαρκώνει ο νησιώτης Οδυσσέας, που ξέρει να ταξιδεύει στη θάλασσα και να λέει ψέματα, που εκμεταλλεύεται τις αγάπες του και τις δυστυχίες του... που πριν σκοτώσει τους μνηστήρες, συμβουλεύει τη γυναίκα τους να τους ζητήσει πλούσια δώρα... Ο Οδυσσέας είναι ναυτικός ήρωας, ψεύτης κι απατεώνας... «
 
Αναφέρεται και στην «καλή» κοινωνία, στο βασιλικό πρωτόκολλο, στους χορούς των Ανακτόρων και στην εθιμοτυπία της Αυλής, στις δεισιδαιμονίες των λαϊκών στρωμάτων, στους ναργιλέδες, στα τσιγάρα, στα χάνια και στα λουτρά, στη ληστεία, που τόσο διέφερε από την αντίστοιχη της Γαλλίας, σε λήσταρχους που έμπαιναν ακόμα και στα σαλόνια των αθηναίων αριστοκρατών, στον ελληνικό (ή στον τούρκικο) καφέ...
 
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι σελίδες στις οποίες γίνεται αναφορά στη μυστηριώδη Δούκισσα της Πλακεντίας, την ιδιόρρυθμη εκείνη αριστοκράτισσα που είχε αποσυρθεί στο επιβλητικό αλλά μη ολοκληρωμένο ανάκτορό της στην Πεντέλη, συντροφιά με την Ιάνθη, μια άλλη εξίσου ιδιότυπη γυναικεία φιγούρα...
 
 


Το δεύτερο, «Ο βασιλεύς των ορέων» είναι μια μυθιστορηματική (;) αφήγηση. Αναπαρίσταται ένας ολόκληρος κόσμος: λήσταρχοι, χωροφύλακες που συναλλάσσονται με τους πρώτους και κάνουν ότι τους καταδιώκουν, χωριάτες και πρωτευουσιάνοι, διεφθαρμένοι πολιτικάντηδες, ευρωπαίοι αριστοκράτες και χαριτωμένες δεσποινίδες με τις κουβερνάντες τους, άξεστοι ορεσίβιοι, πλιατσικολόγοι, κλέφτες κι απατεώνες, τυχοδιώκτες και λαμόγια. Και γύρω από όλους αυτούς ο αρχιλήσταρχος Χατζησταύρος, κράμα παλικαριού, συναισθηματικού και κυνικού κουμπουροφόρου, που θέλει να γίνει, -άκουσον άκουσον!-  Υπουργός Δικαιοσύνης. Εξαιρετικό. Θα σας κερδίσει κι αυτό. Το είχα πρωτοδιαβάσει όταν ήμουν δευτεροετής φοιτητής για τις ανάγκες ενός μαθήματος νεοελληνικής λογοτεχνίας. Με είχε κερδίσει από τότε. Ελπίζω να κυκλοφορεί ακόμα.


 

 

 


 
 



Stephane Carlier, Η Κλάρα διαβάζει Προυστ (Ίκαρος)

  Όλη τη νύχτα ονειρευόταν ένα κουδούνι κρεμασμένο στην πόρτα ενός κήπου,  το θρόισμα ενός φορέματος από μουσελίνα σε μια σκάλα,  καμπάνες π...