Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Το ποδόσφαιρο των μελλοθανάτων (ή ποδόσφαιρο στα στρατόπεδα εξόντωσης των ναζί)



Ποδόσφαιρο παιζόταν πάντα και παντού. Ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, που οι ναζί είχαν διασπείρει σε όλη τη Γερμανία και σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Εκεί όπου εκατομμύρια άνθρωποι, διαφόρων εθνικοτήτων και όλων των ηλικιών βασανίστηκαν και θανατώθηκαν με τους φρικωδέστερους τρόπους. Εκεί όπου καταρρακώθηκε κάθε έννοια ανθρωπιάς, ανθρωπισμού και ηθικής. Το ποδόσφαιρο παιζόταν ακόμα και σε τέτοιους τόπους.

Ως τρόπος αντίστασης απέναντι στους θύτες. Ως τρόπος επιβίωσης στην τρέλα. Ως μέσο διεκδίκησης και ανάκτησης της ιδιότητας του ανθρώπου. Αλλά και ως μέσο προπαγάνδας σε μια προσπάθεια να εξωραϊσμού της απανθρωπιάς και της κτηνωδίας.

«Το άθλημα των λαών, που πρωτοπαίχτηκε στους δρόμους, με πεζοδρόμια για γήπεδα και στύλους ηλεκτροδότησης για γκολπόστ, εμφανίστηκε τώρα στα πιο απίθανα μέρη: σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε κέντρα διακομιδής αιχμαλώτων, στις πιο σκοτεινές γωνιές της κατεχόμενης Ευρώπης, στα γκέτο και στις φάμπρικες του θανάτου. Σε αυτές τις τοποθεσίες της απερίγραπτης απελπισίας, το ποδόσφαιρο συμβόλιζε την ελπίδα, την επιβίωση, την έμπνευση...».


Τις Κυριακές, ημέρα ξεκούρασης για τα δύστυχα θύματα του ναζισμού, στήνονταν ποδοσφαιρικοί αγώνες στους ελεύθερους χώρους των προσκλητηρίων. Εκεί όπου χιλιάδες κρατούμενοι επί ώρες όρθιοι υφίσταντο τις ταπεινώσεις των πολύωρων καταμετρήσεων. Με δύο κάθετα δοκάρια και με γραμμές χαραγμένες με κιμωλία ή με ασβεστόλιθο. Στον οριοθετημένο χώρο, στο «γήπεδο» γίνονταν αγώνες μεταξύ των κρατουμένων. Αγώνες ειδικοτήτων: χτίστες εναντίον λοτόμων, ράφτες εναντίον μαγείρων κ.ο.κ. Αλλά και αγώνες μεταξύ «εθνικών» ομάδων κρατουμένων σε μία λογική καθοδηγούμενου αλληλοεξόντωσης: Πολωνοί εναντίον Ούγγρων. Ιταλοί εναντίον Πολωνών, Άγγλοι αιχμάλωτοι εναντίον Ρώσων, Ούγγροι εναντίον Τσέχων. Μέχρι και πρωταθλήματα διοργανώνονταν. Και εσωτερικά, μεταξύ των κρατουμένων και εξωτερικά, μεταξύ στρατοπέδων.
 
Γίνονταν όμως και αγώνες μεταξύ ΕςΕς και κρατουμένων όπως και μεταξύ κρατουμένων και Kapos. Επτά ή οκτώ εξαντλημένοι και αποστεωμένοι κρατούμενοι, ντυμένοι με κουρέλια, αντιμετώπιζαν, συνήθως με μεροληπτική διαιτησία, ισάριθμους καλοταϊσμένους, ξεκούραστους και ποδοσφαιρικά εξοπλισμένους ΕςΕς (οι οποίοι ΕςΕς φορούσαν τη γνωστή ασπρόμαυρη ή πρασινόλευκη εμφάνιση της nationalmannschaft, ως απόδειξη φυλετικής υπεροχής) ή ισάριθμους συνεργάτες, τους ανάλγητους kapos. Κι όμως, συχνά οι ΕςΕς έχαναν τη μπάλα, διότι οι αντίπαλοί τους ήσαν μπαλαδόροι, τεχνίτες και βιρτουόζοι, που ως ποδοσφαιριστές στην ελεύθερη ζωή τους, δεν είχαν ξεχάσει την τέχνη τους και έπαιζαν αέρινα σαν να ήθελαν να περάσουν τα σύρματα και να αποδράσουν. Την ίδια στιγμή, βέβαια, έβλεπαν (και ένιωθαν πάνω τους) τις στάχτες από τα κρεματόρια, που δούλευαν λίγο πιο πέρα χωρίς ημίχρονα... 
 
Όποιος ήξερε μπάλα είχε περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης. Ίσως λίγο φαγητό παραπάνω. Ίσως κανένα τσιγάρο. Ίσως μία μέρα ζωής ακόμα. Ίσως κάποια άλλα σωτήρια μικροπρονόμια. Κάποιοι χρωστούν τη ζωή τους σε μια επιδέξια τρίπλα ή σε μια σωτήρια επέμβαση.
Τους αγώνες οργάνωναν και παρακολουθούσαν ΕςΕς, που ήθελαν να σπάσουν την ανία της υπηρεσίας τους ή να εφαρμόσουν σαδιστικές τιμωρίες, και κρατούμενοι, που επευφημούσαν και παρότρυναν τους συγκρατουμένους τους για νίκη.  Βέβαια, οι δήμιοι δεν ήξεραν να χάνουν. Αν οι κρατούμενοι νικούσαν, εκτελούνταν ή τιμωρούνταν απάνθρωπα. Η άρια φυλή, βλέπετε, έχανε ένα ματς από «υπανθρώπους».

Η εξαιρετική μελέτη «Το ποδόσφαιρο των μελλοθανάτων/Soccer under the swastka», του Kevin E. Simpson, σε μετάφραση του Νίκου Παπαδογιάννη, εκδ. mvpuplications, διερευνά διεξοδικά μία πτυχή ελάχιστα αναλυμένη και συνεισφέρει σημαντικά στοιχεία στη γραμματεία των ναζιστικών στρατοπέδων. Μαθαίνουμε πλήθος στοιχείων όπως για παράδειγμα την ιδιάζουσα περίπτωση της Ολλανδίας, του Άγιαξ και του στρατοπέδου Βέστετμποργκ, τον «Αγώνα του Θανάτου» μεταξύ της ουκρανικής Σταρτ (κι όχι της Ντυνάμο, όπως εσφαλμένα πιστεύαμε με τους επίλεκτους Γερμανούς και την εκτέλεση ποδοσφαιριστών της στο Μπάμπι Γιαρ), την ιδεολογική χρήση του αθλητισμού και του ποδοσφαίρου, ιδίως, από τον ναζισμό και τον φασισμό.
Πολύ καλό βιβλίο.
 













Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Δεν θέλαμε να ξέρουμε (ή η γραμματέας του Γκέμπελς αφηγείται ...)

H Brunhilde Pomsel ήταν μία από τις στενοδακτυλογράφους του Josef Goebels, υπουργού προπαγάνδας και λαϊκής διαφώτισης ναζιστικού κόμματος. Προερχόταν από μικροαστική πολυμελή οικογένεια. Η μητέρα απαιτητική και αυστηρή και ο πατέρας, βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, απόμακρος και λιγομίλητος, της έμαθαν να υπακούει χωρίς πολλές σκέψεις και αντιρρήσεις σε εντολές.
Αφού εργάστηκε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε εμπορικές επιχειρήσεις (κάποιες από τις οποίες και Εβραίων), μεταπήδησε στην κρατική ραδιοφωνία. Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, γι' αυτό ήταν να εγγραφεί ως μέλος στο εθνικοσιαλισιστικό κόμμα. Το έκανε, όπως το είχαν κάνει και πολλοί άλλοι συμπατριώτες της, χωρίς να συνειδητοποιεί τη βαρύτητα αυτής της πράξης.

Στο μεταξύ οι ναζί είχαν εδραιώσει την εξουσία τους και ήδη κυβερνούσαν. Ωστόσο, η Brunhilde, νέα, όμορφη και ερωτευμένη, δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική. Η πολιτική δεν είναι στα ενδιαφέροντά της. Το λέει και το ξαναλέει. Όπως επίσης λέει και ξαναλέει πόσο ευσυνείδητη υπάλληλος ήταν. Για εκείνη προτεραιότητα είχαν η εργασία της, την οποία εκτελούσε με απαράμιλλη ακρίβεια και υψηλό αίσθημα ευθύνης, η οικονομική άνεση, η χαρά των σχέσεων και η ανάγκη της να ανήκει κάπου -σε κάτι οργανωμένο και ασφαλές. Είναι, λοιπόν, το ιδανικό γρανάζι, ένα από τα χιλιάδες, σε έναν περίπλοκο γραφειοκρατικό μηχανισμό, του οποίου την έκταση, το βάθος, τους σκοπούς και τα μέσα, αδυνατεί να συλλάβει πλήρως. Ένας πιστός μικρομεσαίος γραφειοκράτης. Κάτι σαν αυτό που η Χάνα Άρεντ είχε αποκαλέσει «κοινοτοπία του κακού» (ή, ορθότερα, «ρηχότητα του κακού») για τον Άιχμαν. Μετατίθεται στο Υπουργείο Προπαγάνδας και Λαϊκής Διαφώτισης και εργάζεται σε αυτό μέχρι το τέλος. Με την ιδιότητα της γραμματέως, βρίσκεται κοντά στον υπουργό προπαγάνδας, τον Goebels, έναν πολύ μορφωμένο, εστέτ, ευφυή και, τελικά, καθόλου τυχαίο άνθρωπο. Βρίσκεται κοντά σε ανθρώπους του «βαθέος κράτους» και παρακολουθεί από μέσα τους μηχανισμούς χειραγώγησης και ελέγχου των μαζών που χρησιμοποιεί το καθεστώς: τους λόγους του Goebels, τις κομματικές φιέστες, τις παρελάσεις, τα εμβατήρια, τις στολές, τις σημαίες, τη λειτουργία του ραδιοφώνου και του τύπου, την τέχνη, τη σκληρή λογοκρισία και τη διαστρέβλωση των ειδήσεων από το μέτωπο. Και υπηρετεί αυτό το σύστημα. Πιστά., με ευσυνειδησία.

Ο Κόκκινος Στρατός καταλαμβάνει το Βερολίνο και η Brunhilde βρίσκεται μαζί με άλλους γραμματείς και συμβούλους στα μπούνκερ. Λίγα διαμερίσματα πιο δίπλα, ηγέτες του ναζιστικού κόμματος έχουν αυτοκτονήσει. Η Γερμανία είναι έτοιμη να συνθηκολογήσει.
Είναι αυτή, μάλιστα, που ράβει τη λευκή σημαία της συνθηκολόγησης με πανιά από σακιά τροφίμων. Συλλαμβάνεται από τους Σοβιετικούς και μεταφέρεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Απελευθερώθηκε μετά από πέντε χρόνια.
Το βιβλίο «Δεν θέλαμε να ξέρουμε», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο είναι κατ' ουσίαν οι μαρτυρίες αυτής της γυναίκας, όπως καταγράφηκαν στο ντοκιμαντέρ Ein deutscheses Leben (Η ζωή μιας Γερμανίδας), εβδομήντα χρόνια μετά. Εξαιρετικό βιβλίο. Επίκαιρο.
 
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του, τον Theor D. Hansen «Oι εκατομμύρια Πόμζελ, που ενδιαφέρονται μόνο για τη δική τους πρόοδο και για τα δικά τους υλικά αγαθά, και δέχονται δίχως δισταγμό την κοινωνική αδικία και τις διακρίσεις, αποτελούν το θεμέλιο για κάθε αυταρχικό σύστημα που χειραγωγεί τις μάζες. Όλοι αυτοί είναι πιο επικίνδυνοι από τους ριζοσπάστες οπαδούς ακραίων κομμάτων».




Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Οι φωνές

Οι βραχνές φωνές μ' αρέσουν.
Είναι τρυφερές.
Ό,τι έχουν να πουν το λένε χαμηλόφωνα.
Μόλις που ακούγονται.
Βγαίνουν από βαθιά.
Έρχονται από μακριά
από τον κόσμο των ψιθύρων,
λίγο ακόμα και θα γίνονταν σιωπή.





Δημήτρης Φωτεινόπουλος


Jean Michel Guenassia, Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων (Πόλις)

  Η διαφορά ανάμεσα σ΄εμάς και τους άλλους είναι ότι αυτοί είναι ζωντανοί ενώ εμείς επιζώντες. Όταν έχεις επιζήσει δεν πρέπει να παραπονιέσα...