Τι θα ήθελα να ήμουν αν δεν ήμουν αυτό που είμαι; Επαγγελματικά,
εννοώ. Αν δεν ήμουν, λοιπόν, δάσκαλος της Μέσης
Εκπαίδευσης, θα ήθελα να έχω ένα μικρό καφέ. Για τα χρώματα στους τοίχους δεν
έχω αποφασίσει ακόμα. Θα ήθελα, όμως, να είναι σε ζεστές αποχρώσεις. Σε βαθύ
κόκκινο και σε βαθύ κίτρινο ίσως. Για να βγάζει ζεστασιά και φιλία. Και θα είχε
φωτιστικά με πολύχρωμο φυσητό γυαλί. Για τον ίδιο λόγο.Στους
τοίχους θα είχε φωτογραφίες και σκίτσα. Του Joyce, του Καβάφη, του Brecht
(αυτή με το πούρο), του Fellini, της Virginia Wolf, του Louis Armstrong, του
κολασμένου του Bukowsky, του Fred Astaire και της Ginger Rogers να χορεύουν
υπέροχα. Και, ασφαλώς του Humphrey Bogart και της Ingrid Bergman στη σκηνή του
αεροδρομίου.Θα διέθετε καφέδες σε πολλές ποικιλίες. Από μέρη που φημίζονται. Από την
Αιθιοπία, την Κόστα Ρίκα, την Κολομβία, τη Βενεζουέλα, την Κένυα, τη Βολιβία...
Τα αρώματά τους θα απλώνονταν ηδονικά στον χώρο. Μόνο ζεστοί καφέδες θα
σερβίρονταν όμως. Αδιαπραγμάτευτη αρχή του καταστήματος. Θα είχε και τσάγια,
βεβαίως. Πολλά είδη. Από τα καλύτερα κι όσο το δυνατόν περισσότερα. Από την
Κίνα, τη Σρι Λάνκα, την Ινδία, την Τουρκία …Και μαλοτήρα από την ορεινή Κρήτη,
βεβαίως, με τις μαγικές ιδιότητες για τα κρύα βράδια του χειμώνα.
Από ποτά θα είχε οίνους. Από ελληνικούς αμπελώνες. Ξηροί, ως επί το πλείστον.
Και κάποια γαλλικά και ιταλικά κρασιά. Λίγα, όμως. Αυτά που θα είχα προσωπικά
δοκιμάσει και εγκρίνει. Και μπύρες. Κατά προτίμηση
από οικογενειακές ζυθοποιίες ή από ζυθοποιία μοναστηριών. Και δυο τρεις
τσέχικες ετικέτες. Και κάποιες ιρλανδέζικες. Κόκκινες όπως τα μαλλιά των
κοριτσιών εκεί. Guinness και McFarland, οπωσδήποτε. Και μπράντυ. Καιπολύχρωμα
λικέρ. Σε διάφορες γεύσεις. Αυτά θα μου τα προμήθευαν, η κυρία Αριέτα και η
κυρία Λουκία, δύο αδελφές, που ζουν σ΄ ένα όμορφο νεοκλασικό στην Καστέλα μαζί
με τη γάτα τους, την Κανέλλα και ξέρουν καλά τα μυστικά. Να
πω εδώ ότι στο αρχοντικό αυτών των δύο αγαθών γηραιών κυριών σύχναζε κι ο
Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν όταν ζούσε στον Πειραιά. Κάθε Πέμπτη πήγαινε. Τους
έλεγε ιστορίες από τα παγωμένα μέρη όπου ζούσε και έδρασε. Γιατί πατρίδα δεν
είχε. Όπως του είχε πει ένας άλλος εμιγκρέ «Άνθρωποι σαν εσένα δεν έχουν
πατρίδα, Βασίλι Κάρλοβιτς. Πατρίδα τους έχουν το κομμάτι της γης που τους
ρίχνει η τύχη …». Τους μιλούσε, λοιπόν, για λευκές νύχτες, για το σύνταγμα των
Κοζάκων που διοικούσε, για τον τσάρο Νικόλαο που τον πσρασημοφόρησε
αυτοπροσώπως για τα ανδραγαθήματά του και για τον διαβολοκαλόγερο τον Γκρικόρι
Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν, για τα διαβόητα μεθύσια του. Τους μίλαγε για τρόικες,
για μονομαχίες, για ακολασίες, για ρούβλια, για χαρτοπαίγνια και για ρώσικες
ρουλέτες. Τους είπε ακόμα και γι΄ αυτό το κάθαρμα τον Λιάπκιν, που κατά τη
διάρκεια μιας σκληρής μάχης, πήρε τους ουσάρους του και την κοπάνησε ο δειλός,
αφήνοντας τον ίδιο και το αποδεκατισμένο σύνταγμά του να τα βγάλουν πέρα με
τους μπολσεβίκους. Κι αυτές οι δύο, γεμάτες περιέργεια, τον άκουγαν. Και τον
θαύμαζαν, νομίζω… Μάλιστα, όταν η κουβέντα ερχόταν στους έρωτές του, το
ενδιαφέρον των δύο δεσποινίδων κορυφωνόταν και οι κόρες των ματιών τους
διαστέλλονταν. Αλλά πάλι, μπορεί να ήταν η ιδέα μου… Τού δάνειζαν βιβλία από τη
βιβλιοθήκη τους για να τελειοποιήσει τα ελληνικά του και για να μορφωθεί
κομμάτι. Γιατί ο Βασίλι Κάρλοβιτς ήταν άξεστος μέχρι εκεί που δεν παίρνει…
Κάποιες βραδιές του έπαιζαν και στο πιάνο μελωδίες ρώσικες. A quatre mains
… Η κυρία Λουκία, λοιπόν, μού είχε πει κάποτε, κρυφά από την αδελφή της,
ότι μια συνταγή για φινλανδική βότκα τους την έχει εμπιστευτεί ο ίδιος ο Βασίλι
Κάρλοβιτς. Την έχουν κλειδωμένη σε ένα συρτάρι με άλλα μυστικά, κάπως πονηρά…
Γράμματα και φωτογραφίες. Την
παρακάλεσα να μου την αποκαλύψει αλλά αυτή ήταν ανένδοτη. Ας είναι, θα αρκεστώ
στα λικέρ τους …Από μουσική τώρα. Ήχοι Jazz και blouse σε αυθεντικές εκτελέσεις από τους
περίφημους δασκάλους αλλά και σε πειραγμένες διασκευές, ethnic music και
bossanova. Και Franc Sinatra και Charles Aznavour, Edith Piaf,
Yves Montand, Nat King Cole, Marlen Dietrtich, Ella Fitzgerald. Από
ραδιόφωνο, Τρίτο Πρόγραμμα. Και Κόσμος. Pepper και Εν λευκώ. Μπορεί και μερικοί
ιντερνετικοί σταθμοί, εξειδικευμένοι στη τζαζ και στην κλασική μουσική. Πάντως,
ό,τι κι αν έπαιζε, θα ακουγόταν σε χαμηλή ένταση. Δυνατή μουσική δεν θα πούλαγε
ο χώρος. Παραξενιές του ιδιοκτήτη και δεύτερη αδιαπραγμάτευτη αρxή.
Ο
χώρος, βέβαια, θα τιμούσε δεόντως εκτός από την καφεϊνη και τις τυπωμένες
σελίδες. Αυτό σημαίνει ότι θα φιλοξενούσε συγγραφείς ή επίδοξους συγγραφείς.
Για να γράφουν τα έργα τους εκεί ή για να τα παρουσιάζουν. Γι’ αυτό το
τελευταίο, μάλιστα, θα διοργανώνονταν και ειδικές βραδιές. Στο καφέ θα έβρισκαν
φιλόξενη στέγη όλοι όσοι θα ήθελαν να παρουσιάσουν κείμενά τους και να αρχίσουν
καριέρα στην αγορά των ιδεών και της γραφής. Κι όχι μόνο συγγραφείς. Αλλά
και μουσικοί και ηθοποιοί και φωτογράφοι και τραγουδίστριες και σκιτσογράφοι
και κομίστες. (Ο Woody Allen, εννοείται, θα είχε ανοιχτή πρόσκληση). Τέλος
πάντων, όσοι είχαν τη σχετική πετριά θα ήταν καλοδεχούμενοι. Και πάντα θα
υπήρχαν γι’ αυτούς ευήκοα ώτα. Και στην τελική, αν δεν υπήρχε πάντα διαθέσιμο
κοινό, θα ήταν πρόθυμος ο ιδιοκτήτης… Με μία κούπα καφέ. Από τον καλύτερο για
την περίσταση. Ή με ένα ποτήρι κρασί. Επίσης από το καλύτερο της πλούσιας
κάβας.
Από τον χώρο δεν θα ήταν δυνατόν να λείπει και μια βιβλιοθήκη. Θα είχε
βιβλία με κείμενα μικρής φόρμας. Ας πούμε, ποιήματα και διηγήματα. Μπόρχες,
Μοπασσάν, Λοτρεαμόν, Ρεμπώ, Ουράνης, Λαπαθιώτης, Παπαδιαμάντης. Εξαιρέσεις
μπορούσαν να γίνουν εδώ. Ήδη έχω τρεις. Κάποιοι τόμοι του «Μέγας Ανατολικός»
και του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» και, βέβαια, ο «Οδυσσέας» του Τζόυς. Τώρα
μένουν δύο ακόμα ζητήματα προς διευθέτηση. Το
πρώτο αφορά τον όνομα του καφέ. Δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Πάντως, θα είναι
μικρό και ταπεινό. Πώς θα σας φαινόταν, ας πούμε, το "Βολταίρος" (όχι το Cabaret
Voltaire γιατί θα είχα θέματα με τους ντανταϊστές); Ή το "Σύννεφο με παντελόνια"; Το "Υπερρεαλισμός ή βαρβαρότητα"; Με
απασχολεί.
Με
απασχολεί, επίσης και η περιοχή. Σε ποια περιοχή, άραγε, θα ήταν δυνατόν
να λειτουργεί κάποιος τέτοιος χώρος; Θα προτιμούσα στο Μοσχάτο, σε κάτι
μονοκατοικίες μούρλια, που μου αρέσουν για την αισθητική τους. Ή στα Πετράλωνα. Στα Άνω, κατά
προτίμηση.. Μπορεί και στο Παλαιό Φάληρο.Ή
ακόμα και στην επαρχία, γιατί όχι; Μάλλον
επιχειρηματικά δεν θα ‘βγαινα. Αλλά θα είχα κάνει το κέφι μου.Εννοείται
ότι φιλολογία θα είχα σπουδάσει πριν.
Να
πω εδώ ότι στο αρχοντικό αυτών των δύο αγαθών γηραιών κυριών σύχναζε κι ο
Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν όταν ζούσε στον Πειραιά. Κάθε Πέμπτη πήγαινε. Τους
έλεγε ιστορίες από τα παγωμένα μέρη όπου ζούσε και έδρασε. Γιατί πατρίδα δεν
είχε. Όπως του είχε πει ένας άλλος εμιγκρέ «Άνθρωποι σαν εσένα δεν έχουν
πατρίδα, Βασίλι Κάρλοβιτς. Πατρίδα τους έχουν το κομμάτι της γης που τους
ρίχνει η τύχη …». Τους μιλούσε, λοιπόν, για λευκές νύχτες, για το σύνταγμα των
Κοζάκων που διοικούσε, για τον τσάρο Νικόλαο που τον πσρασημοφόρησε
αυτοπροσώπως για τα ανδραγαθήματά του και για τον διαβολοκαλόγερο τον Γκρικόρι
Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν, για τα διαβόητα μεθύσια του. Τους μίλαγε για τρόικες,
για μονομαχίες, για ακολασίες, για ρούβλια, για χαρτοπαίγνια και για ρώσικες
ρουλέτες. Τους είπε ακόμα και γι΄ αυτό το κάθαρμα τον Λιάπκιν, που κατά τη
διάρκεια μιας σκληρής μάχης, πήρε τους ουσάρους του και την κοπάνησε ο δειλός,
αφήνοντας τον ίδιο και το αποδεκατισμένο σύνταγμά του να τα βγάλουν πέρα με
τους μπολσεβίκους. Κι αυτές οι δύο, γεμάτες περιέργεια, τον άκουγαν. Και τον
θαύμαζαν, νομίζω… Μάλιστα, όταν η κουβέντα ερχόταν στους έρωτές του, το
ενδιαφέρον των δύο δεσποινίδων κορυφωνόταν και οι κόρες των ματιών τους
διαστέλλονταν. Αλλά πάλι, μπορεί να ήταν η ιδέα μου… Τού δάνειζαν βιβλία από τη
βιβλιοθήκη τους για να τελειοποιήσει τα ελληνικά του και για να μορφωθεί
κομμάτι. Γιατί ο Βασίλι Κάρλοβιτς ήταν άξεστος μέχρι εκεί που δεν παίρνει…
Κάποιες βραδιές του έπαιζαν και στο πιάνο μελωδίες ρώσικες. A quatre mains
… Η κυρία Λουκία, λοιπόν, μού είχε πει κάποτε, κρυφά από την αδελφή της,
ότι μια συνταγή για φινλανδική βότκα τους την έχει εμπιστευτεί ο ίδιος ο Βασίλι
Κάρλοβιτς. Την έχουν κλειδωμένη σε ένα συρτάρι με άλλα μυστικά, κάπως πονηρά…
Γράμματα και φωτογραφίες.
Δημήτρης Φωτεινόπουλος